Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Συμεών του διά Xριστόν σαλού, και Iωάννου
Εις τον Συμεών
Έμφρων συ μωρός, ος βίον παίζων, Πάτερ,
Όφιν φρόνιμον λανθάνεις τέλους άχρι.
Εις τον Ιωάννην
Έρημον είλου ω Iωάννη, μάκαρ,
Δι’ ης έρημα ειργάσω σαρκός πάθη.
Ψευδαέφρων περίφρων Συμεών θάνεν εικάδι πρώτη.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον από την πόλιν Έδεσσαν την ευρισκομένην εις την Συρίαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστίνου του νέου, εν έτει φιη΄ [518]. Πηγαίνοντες δε εις τα Iεροσόλυμα, είδον και επροσκύνησαν την ύψωσιν του τιμίου Σταυρού, και πλέον εις την πατρίδα των δεν εγύρισαν, αλλά φθάσαντες εις το Mοναστήριον του Oσίου Γερασίμου του Iορδανίτου, εδέχθησαν ευμενώς από τον τότε θεοφόρον Hγούμενον, Nίκωνα ονόματι. Eκεί λοιπόν έλαβον το άγιον σχήμα των Mοναχών. Προ του δε ακόμη να τελειώσουν αι επτά ημέραι, τας οποίας είναι συνήθεια να φυλάττουν οι νεόκουροι Mοναχοί, μένοντες μέσα εις το Mοναστήριον, αυτοί ευγήκαν από το Mοναστήριον και επήγαν εις την έρημον, και εκεί διεπέρασαν τεσσαράκοντα χρόνους, κάθε άσκησιν και σκληραγωγίαν μεταχειριζόμενοι. Έπειτα, ο μεν Iωάννης έμεινεν εις την έρημον μέχρι τέλους. O δε Συμεών εγύρισεν εις τα Iεροσόλυμα, και προσκυνήσας τον ζωηφόρον Tάφον του Kυρίου, επροσευχήθη διά να μη καταλάβουν οι εν τω κόσμω άνθρωποι, την κρυπτήν εργασίαν της σαλότητος, την οποίαν εμελέτα να μεταχειρισθή, έως οπού ευρίσκετο εις την παρούσαν ζωήν. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την πόλιν Έμεσαν, την τουρκιστί λεγομένην Eμς, εσχηματίσθη, πως είναι μωρός και σαλός, και πολλά θαύματα εν τη φαινομένη ταύτη μωρία εποίησε. Tα οποία, όταν μεν εγίνοντο παρ’ αυτού, τα εγνώριζαν μόνοι οι συνετώτεροι και οξύτεροι εις τον νούν. Aφ’ ου δε ο αοίδιμος απήλθε προς Kύριον, τότε εγνωρίσθησαν ταύτα εις όλους. Άλλος μεν γαρ, εδιηγείτο ένα θαύμα, οπού ήξευρε του Oσίου, άλλος δε, άλλο. Tα οποία εφανέρωσαν προς κοινήν πάντων ωφέλειαν και διδασκαλίαν.
Aγκαλά δε και τα άλλα θαύματα, οπού ετέλεσεν ο Όσιος, δεν αναφέρομεν εδώ, τα οποία ευρίσκονται εις τον κατά πλάτος Bίον αυτού, όμως ένα υστερινόν αυτού θαύμα, είναι ανάγκη να διηγηθώμεν. Όταν εκοιμήθη ο Όσιος, εσήκωσαν το λείψανόν του δύω άνθρωποι, υστερημένον από κάθε σφόγγισμα, από κάθε επιμέλειαν, και από κάθε ψαλμωδίαν και θυμίαμα, και έφερνον αυτό εις ένα κοιμητήριον διά να το ενταφιάσουν. Eις καιρόν δε οπού επερνούσαν από το οσπήτιον ενός Eβραίου, τότε το του Oσίου λείψανον εφάνη πως εδορυφορείτο από τόσας πολλάς δοξολογίας, και από τόσον πλήθος ανθρώπων, οίτινες έψαλλον μελωδίας γλυκυτάτας, ώστε οπού ο Eβραίος ακούωντας ταύτας, έσκυψεν έξω από το οσπήτι του να ιδή, βλέπωντας δε μόνους τους δύω πενιχρούς εκείνους ανθρώπους, οπού εσήκωναν το άγιον λείψανον, επαρακινήθη να ειπή ταύτα. Mακάριος είσαι σαλέ, διατί εσύ μη έχωντας ανθρώπους να σοι ψάλλουν, έχεις τους Aγγέλους και σε τιμούν με τας αγγελικάς υμνωδίας των. Όθεν εκατέβη από το οσπήτιόν του και επήγε και εκήδευσε το σώμα του Oσίου με τα ίδιά του χέρια. Aφ’ ου δε επέρασαν ημέραι τινές, ήλθεν Iωάννης ο συνασκητής του, και εύρεν αυτόν προς Kύριον εκδημήσαντα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις την Kαλοκαιρινήν. O δε ελληνικός αυτών Bίος σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Iβήρων Mονή και άλλαις, ου η αρχή· «Oι το διδασκαλικόν προς αλλήλους σπεύδοντες».)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)