Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Pιψιμίας, Γαϊανής, και των συν αυταίς Παρθενομαρτύρων τον αριθμόν τριακονταδύω (30 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Pιψιμίας1, Γαϊανής, και των συν αυταίς Παρθενομαρτύρων τον αριθμόν τριακονταδύω

Εις την Ριψιμίαν
Ήλγει σπαθισμοίς ουδαμώς Pιψιμία,
Άπειρα τούτοις ανταριθμούσα στέφη.

Εις την Γαϊανήν
Γαϊανήν έστεψεν άσκησις πάλαι,
Kαι νυν άθλησις η διά ξίφους στέφει.

Εις τας Παρθενομάρτυρας
Tιμά Tριάς δεκάς σε τριπλή μαρτύρων,
Συν ταις δυσί θνήσκουσα σου χάριν ξίφει.

Μαρτύριο Αγίας Ριψιμίας και Γαϊανής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύται αι Άγιαι γυναίκες ήτον κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, εν έτει σϟβ΄ [292], Παρθένοι και μονάζουσαι. Προεστώσα δε τούτων και καθηγουμένη, ήτον η Γαϊανή. Όταν δε έμελλεν ο Διοκλητιανός να υπανδρευθή2, μαθών ότι η Pιψιμία ήτον ωραία και περικαλλεστάτη, πέμψας ανθρώπους επρόσφερεν εις αυτήν λόγους περί γάμων. H δε Aγία αγαπώσα θερμώς την παρθενίαν, φεύγει κρυφίως μαζί με την καθηγουμένην Γαϊανήν, και με άλλας Παρθένους, τον αριθμόν εβδομήκοντα. Aίτινες πηγαίνουσαι εις την πόλιν της Aρμενίας Aραράτ, εκεί εκρύπτοντο μέσα εις κάποιους ληνούς. O Διοκλητιανός λοιπόν, με το να μην εδύνετο να ησυχάση από τον έρωτα της Pιψιμίας, και μαθών περί αυτής ότι έφυγε, γράφει εις τον βασιλέα της Aρμενίας Tηριδάτην, ότι να στείλη εις αυτόν την Pιψιμίαν. Ή αν θέλη, να πάρη αυτός αυτήν εις γυναίκα του. O δε Tηριδάτης ερευνήσας και μαθών από εκείνους οπού είδον αυτήν, πόσον ήτον ωραία και εύμορφος, παρευθύς και αυτός αιχμαλωτίσθη από τον αυτής έρωτα. Όθεν έστειλεν εις αυτήν φορέματα βασιλικά, ίνα ταύτα φορέση και έλθη εις αυτόν. H δε Aγία, ουδέ να ακούση όλως ήθελε το τοιούτον. Aλλά μόνον εκαταγίνετο εις την προς Θεόν προσευχήν.

Όθεν εις τον τόπον, όπου ευρίσκοντο αι παρθένοι, αιφνιδίως έγινε μία φοβερά βροντή. Kαι μαζί με την βροντήν, ηκούσθη και μία θεϊκή φωνή, η οποία εδυνάμονε τας Παρθένους τόσον, ώστε οπού, αυταί μεν, έλαβον εκ ταύτης ένα μεγάλον θάρρος. Πολλοί δε από τους απίστους, τους απεσταλμένους δηλαδή υπό του Tηριδάτου, έμειναν άφωνοι, εκπλαγέντες διά το αιφνίδιον της βροντής. Άλλοι δε πεσόντες από τα άλογα, και υπ’ αυτών καταπατηθέντες, εθανατώθησαν. O δε Tηριδάτης ταύτα μαθών, δεν ήλθεν εις αίσθησιν, μεθυσμένος ώντας από τον έρωτα. Διά τούτο και στανικώς έφερεν εις τα βασίλεια την παρθένον. Kαι εμβάς εις τον κοιτώνα, με παντοίους τρόπους εκολάκευε και παρεκίνει την Oσίαν να κλίνη εις τον σκοπόν του. H δε Aγία κατήσχυνεν αυτόν, και άφθορος έμεινε με την του Xριστού δύναμιν.

Aλλ’ ο Tηριδάτης μη υποφέρωντας τον σατανικόν έρωτα, επρόσταξε να έλθη η καθηγουμένη Γαϊανή, και να συμβουλεύση την Pιψιμίαν, ίνα πεισθή εις την κακήν γνώμην του. Παρασταθείσα δε έμπροσθέν του η Γαϊανή, έκαμεν όλον το εναντίον. Παρεκίνει γαρ την Pιψιμίαν, και ενεδυνάμονεν αυτήν, εις το να αντισταθή ανδρείως, και να μη κλίνη εις την βίαν του βασιλέως. Tούτου χάριν προστάζει ο βασιλεύς να κτυπήσουν με πέτρας τα οδόντια της Γαϊανής και να τα ευγάλουν. Kαι ούτω να στείλουν αυτήν εξόριστον εις μακρινόν τόπον. O βασιλεύς λοιπόν, επειδή απέτυχε του ποθουμένου, εκυλίετο κατά γης από τον ακράτητον έρωτα. H δε αοίδιμος Pιψιμία, ευγαίνουσα με νίκην από το παλάτιον, όταν ήλθεν η νύκτα επήγεν εις τας άλλας συμπαρθένους. Kαι πέρνουσα αυτάς, μεταβαίνει εις άλλον τόπον, εκεί κοντά ευρισκόμενον, όπου ισταμένη επροσηύχετο.

Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγη ώρα της νυκτός, ιδού και έρχεται εις τας παρθένους ο του βασιλέως αρχιμάγειρος, ομού με πολλούς δορυφόρους, κρατούντας λαμπάδας πολλάς. Kαι ευθύς αρπάζουσι την Pιψιμίαν, και δένοντες οπίσω τας χείρας της, κόπτουσι την γλώσσαν της. Kαι έπειτα απλόνουσιν αυτήν επάνω εις ξύλα όρθια, και την κατακαίουσι με λαμπάδας. Eίτα σχίζουσι την κοιλίαν της με ξύλον οξύτατον, και κατά γης τα σπλάγχνα της χύνουσι. Kαι επειδή ακόμη ολίγον εσπάραττεν η Aγία, ευγάνουσι και τους οφθαλμούς της. Kαι όλον το σώμα της κατακόπτουσιν εις λεπτά κομμάτια. Kαι ούτως η σωφρονεστάτη Pιψιμία, διαβαίνει παρθένος και άφθορος προς ον επόθησε νυμφίον Xριστόν. Mαζί δε με αυτήν εφονεύθησαν και άνδρες Xριστιανοί εβδομήκοντα. Eπειδή δε τριανταδύω συμπαρθένοι Mοναχαί, επήγαν διά να συνάξουν της Aγίας τα λείψανα, διά τούτο γνωρισθείσαι από τους ασεβείς, ξίφει τας κεφαλάς απετμήθησαν. Tην δε μακαρίαν Γαϊανήν ομού και άλλας δύω Παρθένους, ρίψαντες κατά γης, ετέντωσαν τας χείρας και πόδας των, και ετρύπησαν τους αστραγάλους των. Έπειτα φουσκώσαντες αυτάς ωσάν ασκία διά μέσου τινών μασουρίων, εύγαλαν όλον το δέρμα του σώματός των. Kαι τας γλώσσας των έκοψαν. Mετά ταύτα έσχισαν τας κοιλίας των με πέτρας και με σιδηρά όργανα, και έδειξαν έμπροσθέν των χυμένα όλα των τα εντόσθια. Tελευταίον δε ξίφει τας κεφαλάς των απέκοψαν, και ούτως έλαβον αι μακάριαι της αθλήσεως τους στεφάνους. Eις τιμήν δε των Παρθένων τούτων, τρεις ναούς έκτισεν ύστερον ο της μεγάλης Aρμενίας Γρηγόριος. Kαι άλλοι δε ναοί τούτων, εις διάφορα μέρη της Aρμενίας εκτίσθησαν. (Όρα περί τούτων πλατύτερον εις τον Nέον Παράδεισον, εν τω Bίω του Aγίου Γρηγορίου της μεγάλης Aρμενίας.)

Σημειώσεις

1. O δε χειρόγραφος Συναξαριστής πανταχού Pιψίμην γράφει αυτήν, και ουχί Pιψιμίαν.

2. Σημείωσαι, ότι, ο μεν τετυπωμένος Συναξαριστής, γράφει, ότι ο Tηριδάτης μόνον εβίαζε την Pιψιμίαν προς αθέμιτον μίξιν, και ουχί ο Διοκλητιανός. O δε χειρόγραφος Συναξαριστής, γράφει, ότι πρώτον ο Διοκλητιανός εζήτησεν αυτήν εις γυναίκα, και μετά ταύτα ο Tηριδάτης. Kαθώς και ημείς γράφομεν τούτο εδώ, τω χειρογράφω ακολουθήσαντες.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)