Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀββακούμ του ἐν Καλαμιθάσῃ
Ὁ τὰ ὦτα κλείων κοσμικαῖς Σειρῆσιν,
Ἀββακούμ, ἀνοίγεις κωφευόντων ὦτα.
Στὴν ὀρεινὴ Πιτσιλιὰ τῆς Κύπρου, στὸ κατάφυτο καὶ ὁλόδροσο Φτερικούδι, ἀσκήτευσε ὁ Ὅσιος Ἀββακούμ, ὁ θαυματουργός.
Σὰν φιλέρημο πουλὶ ἦρθε καὶ ἔκτισε τὴ φωλιά του στὶς καταπράσινες φυλλωσιὲς τῆς Καλαμιθάσας, στὰ ψηλώματα τῆς νήσου τῶν Ἁγίων, ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ ἀποζητᾶ τὰ ὕψη, ἐκεῖ ποὺ τὸ πνεῦμα ἐγκαταλείπει τὴν ὕλη, γιὰ νὰ συναντήσει μέσα ἀπὸ τὴν νήψη καὶ τὴν προσευχὴ τὸν ἄϋλο Δημιουργὸ τοῦ παντός, τὴν ἐσταυρωμένη καὶ ἀναστημένη Ἀγάπη.
Ὁ Ὅσιος Ἀββακούμ, τοῦ ὁποίου ἀγνοοῦμε τὴν πατρίδα καὶ τὴν καταγωγή, βρῆκε στὸ ὄρος τῆς Καλαμιθάσης μιὰ σπηλιά, ὅπου ἀσκήτευσε προσδοκώντας τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ψαλμικό: « Εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ» (Ψαλμ. 131, 4-5).
Τὸ στενὸ σπήλαιο τῶν ἀγώνων του, ἡ μικρὴ ἀσκητική του παλαίστρα, ὅπου νύχτα καὶ ἡμέρα πάλευε μὲ τοὺς δαίμονες, προεικόνιζε τὸ πλάτος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ θύμιζε τὴ στενὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ἀτελεύτητη μακαριότητα. Σύνθημα τοῦ ἀγῶνος του εἶχε ἄλλωστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ιγ΄ 24).
Ἡ στενὴ πύλη γιὰ τὸν Ἀσκητὴ τῆς Καλαμιθάσης ἦταν τὸ ψύχος καὶ οἱ παγετοὶ τοῦ χειμώνα, ὁ καύσωνας τοῦ καλοκαιριοῦ, ἡ στέρηση τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν, ἡ χαμαικοιτία, ἡ σκληραγωγία, ἡ ἀγρυπνία, οἱ στρωτὲς μετάνοιες, ποὺ ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα, ἀλλὰ ζωοποιοῦν τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ συνεχὴς πάλη «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ΄ 12). Στενὴ ἡ ὁδός, ἀλλὰ πλατὺς ὁ Παράδεισος.
Θλιμμένη καὶ ἐπίπονη ἡ ἀνηφόρα, ἀλλὰ χαρούμενη καὶ ἄνετη ἡ διαμονὴ στὴν Οὐράνια Βασιλεία.
Δύο θαυμαστὲς περιπλανήσεις ἐπιχειροῦσε καθημερινὰ ὁ Ὅσιος Ἀββακούμ· δύο περιπλανήσεις ποὺ τὸν ἀνέπαυαν καὶ τὸν χαροποιοῦσαν ὅσο τίποτα ἄλλο.
Ἡ μία περιπλάνηση ἦταν στὰ ἄλση καὶ τὰ δασύσκια δάση τῆς Καλαμιθάσης, ὅπου ἀποθαύμαζε τὴν ὡραιότητα τῆς φύσεως καὶ δοξολογοῦσε τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργὸ τῆς ζωῆς ψιθυρίζοντας: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24).
Ἡ ἄλλη περιπλάνηση ἦταν στοὺς χλοεροὺς λειμῶντες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπ’ ὅπου ὡς φίλεργη μέλισσα τρυγοῦσε τὸ νέκταρ τῆς ἄρρητης σοφίας καὶ τὸ μεταποιοῦσε στὴν κυψέλη τῆς σπηλιᾶς του σὲ μέλι γλυκύτατο τηρήσεως τῶν θεϊκῶν ἐνταλμάτων καὶ σωτηρίας. Αὐτὸ τὸ μέλι ἀργότερα θὰ τὸ μοίραζε στοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, γιὰ νὰ τοὺς γλυκάνει μὲ τὰ κηρύγματά του, ἀφοῦ τὰ λόγια του ἦταν γλυκὰ «ὑπὲρ μέλι» (Ψαλμ. 118, 103) στὰ αὐτιά τους.
Κατὰ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα ὁ ἐρημίτης Ὅσιος ἐγκατέλειπε τὴν ἡσυχία του καὶ ἐπισκεπτόταν τοὺς κατοίκους τοῦ Φτερικουδίου γιὰ πνευματική τους οἰκοδομή.
Σ’ αὐτοὺς μὲ περισσὴ καλωσύνη ἄνοιγε τὸ θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς του, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὸν πολύτιμο μαργαρίτη ποὺ ἔκρυβε μέσα της, τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ σωτηρίας, ποὺ ἦταν ἀπόσταγμα θεϊκῆς ἀγάπης, ἀσκητικῶν πόνων καὶ χάριτος τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Τὰ λόγια του, λόγια συμπάθειας πρὸς τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸ Θεάνθρωπο Κύριο, λόγια παρηγοριᾶς καὶ φόβου Θεοῦ, ἔπεφταν σὰν βάλσαμο τὶς κουρασμένες καρδιές τους καὶ τὶς γλύκαιναν, τὶς ἠρεμοῦσαν, τὶς φώτιζαν.
Ἄσκηση, λοιπόν, καὶ προσφορὰ ἀγάπης ἦταν τὰ δύο ἀγωνιστικὰ κέντρα στὰ ὁποῖα μοχθοῦσε ὁ Ὅσιος Ἀββακοὺμ καὶ αὐτὰ τὸν ἐξαΰλωσαν καὶ τὸν χαρίτωσαν, τὸν ἔκαναν σαρκοφόρο Ἄγγελο, οὐράνιο ἄνθρωπο. Τὸν ἔκαναν σκήνωμα ἀρετῶν καὶ δοχεῖο πολύτιμο θεϊκῶν δωρεῶν.
Ἦρθε καὶ κατεσκήνωσε στὴν καρδιά του πλούσια ἡ θεία χάρη, αὐτὴ ποὺ «τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ καὶ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει», ἐπισκιάζοντας τὶς προσπάθειές του γιὰ πνευματικὴ ὁλοκλήρωση καὶ θέωση καὶ φωτίζοντας τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Αὐτὴ τὸν κατέστησε «ἐκλεκτόν, ἔντιμον» (Α΄ Πέτρ. β΄ 4) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δοχεῖο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν καὶ ἰαμάτων τῶν νοσούντων ἀνιάτως.
Ὅσοι τὸν πλησίαζαν ἔφευγαν μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ καὶ θεραπευμένα τὰ ἀσθενήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῆς ψυχῆς τους. Ἰδιαίτερη χάρη πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ὅσιος Ἀββακοὺμ νὰ θεραπεύει τοὺς κωφοὺς καὶ ὅλα τὰ νοσήματα τῆς ἀκοῆς.
Ἀφοῦ ἁγίασε τὸ Φτερικούδι μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ ἀφοῦ εὐεργέτησε τοὺς κατοίκους του μὲ τὴν θαυματουργική του χάρη, ὁ Ὅσιος Ἀββακοὺμ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ ἀγωνοθέτου καὶ στεφοδότου Χριστοῦ μας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14).
Οἱ Χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν τῆς Πιτσιλιᾶς μὲ δάκρυα στοργῆς καὶ εὐγνωμοσύνης κήδευσαν τὸ τίμιο σκῆνος του καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὴν ἁγιασμένη σπηλιὰ τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων.
Ἀργότερα ἔκτισαν καὶ ἄλλο Ναὸ πρὸς τιμήν του, πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιά, σὲ περίοπτη θέση, μέσα στὸν ὁποῖο ἐναπέθεσαν τὰ χαριτόβρυτα λείψανά του, τὰ ὁποῖα μέχρι τὶς ἡμέρες μας θαυματουργοῦν σὲ κάθε ἕνα ποὺ τὰ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ ζητᾶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ φιλάνθρωπο Κύριο.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Πηγή: https://www.romfea.gr/pneumatika/47028-o-osios-avvakoym-tis-kalamithasis