Ο θαυμάσιος αυτός μαθητής του Κυρίου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Βιθυνίας περί το 1020. Προικισμένος με το φως της θείας χάριτος, έκανε λαμπρές σπουδές, στη διάρκεια των οποίων έμαθε να περιφρονεί τα πρόσκαιρα για να προτιμά τα αιώνια. Καθώς οι γονείς του είχαν κανονίσει, παρά τη θέλησή του, να αρραβωνιαστεί μια νεαρά κόρη από καλή οικογένεια, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος, όπου έγινε μαθητής ενός γέροντα, φημισμένου για τη σοφία του και άριστου γνώστη των θείων πραγμάτων. Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, ο νεαρός μοναχός προσπάθησε να μιμηθεί καθ’ όλα την πολιτεία του πνευματικού του πατρός, τον οποίο έβλεπε ως ζώσα εικόνα του Χριστού. Τιθάσευσε τη σάρκα με τη νηστεία και περνούσε ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.
Όταν ο γέροντας, ύστερα από τρία χρόνια, αναχώρησε για τις αιώνιες μονές, ο Χριστόδουλος, από φόβο μήπως οι γονείς του αποπειραθούν να τον επαναφέρουν στον κόσμο, μετέβη στη Ρώμη για να προσκυνήσει με ευλάβεια τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι του αποκάλυψαν σε ενύπνιο τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Από τη Ρώμη μετέβη στους Αγίους Τόπους, όπου εγκαταβίωσε με τους ασκητές στη σκληρή έρημο της Παλαιστίνης και κατόπιν εισήλθε σε μοναστήρι όπου διήγε υποδειγματική διαγωγή. Όμως αργότερα χρειάστηκε να φύγει εξαιτίας της απειλούμενης τουρκικής εισβολής. Πήρε το πλοίο με μερικούς άλλους για τη Μικρά Ασία και κατέφυγε στην ονομαστή μοναστική πολιτεία του όρους Λάτρους, όπου ξανάρχισε με θέρμη τους ασκητικούς του αγώνες, προκαλώντας τον θαυμασμό των συνασκητών του. Τρεφόταν μόνο με κρίθινο ψωμί και νερό, αλλά στις μεγάλες εορτές έτρωγε απ’ όλα, για να μη θεωρηθεί αιρετικός μανιχαίος που βδελύσσεται την τροφή. Διαπιστώνοντας τον βαθμό της διακρίσεώς του, οι μοναχοί της εκεί περιβόητης Μονής του Στύλου θέλησαν να τον εκλέξουν προεστώτα τους. Ο άγιος αρχικά αρνήθηκε, από φόβο μήπως στερηθεί το πολυτιμότερο αγαθό του, την ησυχία· τελικά όμως αποδέχθηκε τούτο το από μέρους τους κάλεσμα, ύστερα από τις παραινέσεις του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081). Σύντομα αντιμετώπισε αντιξοότητες στη λειτουργία της μονής και, πιεζόμενος από την προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων, που λεηλατούσαν όλη τη Μικρά Ασία ύστερα από τον θρίαμβό τους στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τρία χρόνια ηγουμενίας και να αναχωρήσει ξανά σε αναζήτηση της ιερής ησυχίας. Εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή του Στροβίλου, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, και ύστερα από πρόταση του ηγουμένου, Αρσενίου Σκινούρη, αποδέχθηκε να αναλάβει το μετόχι της μονής, που βρισκόταν στη νήσο Κω, όπου ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Η αναταραχή όμως που προξενούσαν περιστασιακά οι κοσμικοί με τις επισκέψεις τους, τον ανάγκασε να αναζητήσει νέο καταφύγιο ευνοϊκότερο για τον μυστικό βίο της θεωρίας.
Ύστερα από πολλές αναζητήσεις, βρήκε τον τόπο που επιθυμούσε: τη νήσο Πάτμο, έρημη και γυμνή από κάθε παρηγορία, εκεί όπου είχε σταλεί σε εξορία ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και όπου είχε δεχθεί τη θεία Αποκάλυψη. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) να του εκχωρήσει την ιδιοκτησία του νησιού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει μονή αφιερωμένη στον Ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου. Θαυμάζοντας την αγιότητα και τους λεπτούς τρόπους του θεοφόρου ανδρός, ο αυτοκράτορας τού αντιπρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση των μοναχών της Μονής Ζαγοράς, στη Θεσσαλία, που στερούνταν πνευματικού οδηγού. Ο άγιος τού αποκρίθηκε ότι ένα πράγμα επιθυμεί: έναν ήσυχο τόπο, μακριά από την τύρβη του κόσμου, ώστε να αφιερωθεί στην προσευχή. Από υπακοή όμως, δέχθηκε να συντάξει για τους μοναχούς αυτούς έναν «Κανόνα» κοινοβιακής ζωής και, αν συμφωνούσαν να τον τηρήσουν, θα δεχόταν να τους καθοδηγήσει. Συνέταξε λοιπόν ένα «Τυπικόν», στο οποίο όριζε στους μοναχούς να παραιτηθούν από κάθε ιδιοκτησία και από κάθε ίδιον θέλημα για να ζήσουν ακτήμονα βίο, με υπακοή και υπομονή, ελπίζοντας μόνο στη θεία χάρη. Καθώς η κλήση των μοναχών είναι να παραμένουν απερίσπαστοι, στραμμένοι στον Θεό και τους αγίους, τους όρισε να αποφεύγουν τις συναναστροφές με κοσμικούς. Συνέστησε ακόμη να εξομολογούνται λεπτομερώς όλους τους πονηρούς λογισμούς στον πνευματικό τους πατέρα και να κάνουν αρκετές μετάνοιες την ημέρα ή τη νύκτα, προσευχόμενοι με προσοχή και κατάνυξη, ωσάν να βρίσκονται ενώπιον του φοβερού Βήματος του Κυρίου. Οι άγιες αυτές παραινέσεις και προσπάθειες του οσίου, που αποτελούσαν πιστή έκφραση των πατερικών παραδόσεων, φάνηκαν πικρές σαν τον άψινθο στους αμελείς μοναχούς της Ζαγοράς και ο άγιος Χριστόδουλος είδε με χαρά και ανακούφιση να μη στέργουν να τον δεχθούν ως ηγούμενό τους. Επανέλαβε λοιπόν το αίτημά του και ο αυτοκράτορας τού παραχώρησε απόλυτη δικαιοδοσία επί της νήσου Πάτμου, την οποία κατέστησε πλήρως ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και απάλλαξε από κάθε φορολογία και άλλη υποχρέωση. Διέταξε επίσης να παρέχεται ετησίως η αναγκαία για τους μοναχούς ποσότητα σίτου, ώστε απερίσπαστοι να προσεύχονται υπέρ σωτηρίας του ιδίου και όλης της αυτοκρατορίας.
Μόλις ο άγιος αποβιβάστηκε στην Πάτμο, εφοδιασμένος με το πολύτιμο χρυσόβουλλο που κατοχύρωνε τα δικαιώματά του στο νησί, που εφεξής αφιερώθηκε εξολοκλήρου στον αγγελικό βίο, κατακρήμνισε ένα άγαλμα της Αρτέμιδος και άρχισε την ανοικοδόμηση ναού αφιερωμένου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο· ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια ισχνή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι να ξημερώσει. Η φήμη του αγίου Χριστοδούλου προσείλκυσε στο νησί μεγάλο αριθμό επισκεπτών και κατοίκων γειτονικών νησιών, τα οποία τους δύσκολους εκείνους καιρούς μαστίζονταν από σιτοδεία. Μία ημέρα που είχαν προσέλθει πολλοί, ο άγιος πρόσταξε τον οικονόμο της μονής να τους δώσει φαγητό. Εκείνος αντέτεινε ότι τα αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Ο άγιος επέμενε, ο οικονόμος τελικά παρέθεσε τράπεζα, και με τη χάρη του Θεού το πλήθος, όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα της τραπέζης ξεπέρασαν κατά πολύ τα αρχικά αποθέματα.
Ο άγιος Χριστόδουλος έμεινε πέντε χρόνια στην Πάτμο, εποπτεύοντας την ανοικοδόμηση της μονής και οργανώνοντας τη ζωή του κοινοβίου σύμφωνα με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Επέμενε προπαντός στην αποταγή του κόσμου και την παραίτηση από κάθε άλλη μέριμνα, εκτός της μέριμνας για τη σωτηρία της ψυχής. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς, υποκίνησε νέες τουρκικές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Το μοναστήρι είχε σχεδόν περατωθεί, οι οχυρώσεις του όμως δεν επαρκούσαν για να αντέξει σε πολιορκία, οπότε ο άγιος αποφάσισε να αναζητήσει ασφαλέστερο τόπο. Συνάζοντας τους μοναχούς του, τους παρότρυνε να στηρίξουν τις ελπίδες τους αποκλειστικά στον Θεό και να μοιράσουν τα αποθέματα του σιταριού στους λαϊκούς εργάτες, που είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους στο νησί, προτού αναχωρήσει ο ίδιος για την Εύριπο, δηλαδή τη νήσο Εύβοια. Ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ήταν πνευματικό τέκνο του αγίου και υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα χρειώδη για την επιβίωσή τους. Ο άγιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.
Ύστερα, βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει, προσκάλεσε τον πιο κοντινό μαθητή του, τον Σάββα, τον όρισε διάδοχό του, του παρέδωσε τις υποδείξεις του για την καθοδήγηση των μοναχών και τον πρόσταξε να μεταβεί στην Πάτμο για να προετοιμάσει την επανεγκατάσταση της αδελφότητος. Όταν ήλθε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άγιος κλείστηκε στο κελλί του για να μείνει μόνος με τον Θεό και στις αρχές της δεύτερης εβδομάδος προσκάλεσε όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και υπαγόρευσε τη «Διαθήκη» του, στην οποία τους παρότρυνε να μη συσσωρεύουν τίποτε το φθαρτό σε αυτόν τον πρόσκαιρο βίο, αλλά να προτιμούν την ερημική ησυχία της Πάτμου από τις πλούσιες μονές, όπου η προσευχή των μοναχών ταράσσεται από την αδιάκριτη συντυχία με τους κοσμικούς. Έπειτα, αφού τους ζήτησε να πάρουν μαζί τους το σκήνωμά του, όταν επιστρέψουν στην Πάτμο, παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του στον Κύριο στις 16 Μαρτίου του 1093. Καθώς δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους το τίμιο λείψανο όταν αναχώρησαν, οι μοναχοί ξαναγύρισαν στην Εύριπο αργότερα κρυφά και το άρπαξαν, διαπράττοντας ένα είδος ευλαβούς πειρατείας. Αυτό το γεγονός εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου ως ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου. Έκτοτε, η Μονή της Πάτμου, προστατευμένη από τη θαυματουργική ενέργεια του οσίου Χριστουδούλου, παρέμεινε ένας από τους τόπους υψηλής πνευματικότητος του ορθόδοξου μοναχισμού, από τον οποίο προήλθαν πλείστοι επίσκοποι και πατριάρχες και στον οποίο φυλάσσονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα χειρόγραφα, εικόνες και πολύτιμα αντικείμενα.
Πηγή: https://toeilhtarion.blogspot.com/2020/03/blog-post_16.html