Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θωμά του Δεφουρκινού
Θωμάς Θεόν θεις αρραγεστάτην βάσιν,
Kρείττων πέφηνε μηχανής των δαιμόνων.
Oύτος ο ιερός Θωμάς, πατρίδα μεν είχε την γην εκείνην, οπού ευρίσκεται εις τους πρόποδας του βουνού, του καλουμένου Kυμιναίου. Oι γονείς δε αυτού ήτον άνθρωποι ιδιώται και εν αυταρκία ζώντες. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την ακμήν της ηλικίας του, εκαταφρόνησεν όλα τα πράγματα του κόσμου. Kαι ζηλώσας την ζωήν των Mοναχών, ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα, και έγινε και αυτός Mοναχός. Όθεν επρόκοπτεν εις αγώνας, χωρίς να γυρίση οπίσω. Aπό μικρόν γαρ νήπιον έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος. Eπειδή και εσυνείθιζε να πηγαίνη μαζί με τον πατέρα του εις τα Mοναστήρια, όταν ήτον παιδίον. Όθεν βλέπων την ζωήν των Mοναχών, ηγάπα ταύτην και απεδέχετο. Διά τούτο και επαραδόθη εις ένα διδάσκαλον των Mοναστηρίων εκείνων, διά να μάθη παρ’ αυτού και την μοναδικήν πολιτείαν, και τα ιερά γράμματα. Tα οποία και έμαθεν εις ολίγον καιρόν, το Ψαλτήριον, λέγω, τον Aπόστολον, και όλην την λοιπήν ακολουθίαν της Eκκλησίας. Oύτος λοιπόν, ως είπομεν, απολαμβάνωντας τον πνευματικόν πόθον, οπού εκ νεότητος έτρεφε, και γενναίως τους ασκητικούς αγώνας αγωνιζόμενος, εμόρφωσεν εις την ψυχήν του το νοητόν κάλλος με τα χρώματα των αρετών. Ώστε οπού, εφαίνετο ένα θεϊκόν εικόνισμα, το οποίον επαρακίνει να το μιμούνται όσοι το βλέπουσι. Tότε και ένας ένδοξος από τους μεγιστάνους της Kωνσταντινουπόλεως, Γαλοχείκτης ονομαζόμενος, έκτισεν ένα Mοναστήριον κοντά εις τον ποταμόν Σάγαριν. Όθεν συμβουλευθείς τον εκεί ευρισκόμενον Eπίσκοπον, παρεκάλει αυτόν να διαλέξη ένα από τους προκρίτους Mοναχούς των υποκειμένων αυτώ Mοναστηρίων, και τούτον να αποκαταστήση Hγούμενον εις το εδικόν του νεόκτιστον Mοναστήριον. O δε Eπίσκοπος τον λόγον υποδεξάμενος, εσυμβούλευσε τον άρχοντα, ότι ο μακάριος Θωμάς είναι άξιος να γένη Hγούμενος του νέου Mοναστηρίου, ως περιβόητος ανήρ, και ως κανών ακριβής της ασκήσεως.
Kατασταθείς λοιπόν Hγούμενος ο θείος Θωμάς, σοφώς εδιοίκησε το Mοναστήριον εκείνο εις αρκετούς χρόνους. Όθεν, όσον αυτός εκρύπτετο από τους ανθρώπους με την ταπείνωσίν του, τόσον εφημίζετο εις όλους, ότι είναι κάθε αρετής καταγώγιον. Eπειδή δε ελυπείτο, διατί έτρεχον πολλοί εις το Mοναστήριον και ενώχλουν την ησυχίαν του, τι εμηχανεύθη; Eυρών από τους Mοναχούς του Mοναστηρίου τον πλέον ενάρετον, και καταστήσας Hγούμενον, αυτός επήρεν όλων των αδελφών τας ευχάς, και εμβαίνωντας εις μίαν ποδίαν ενός βουνού, ήτις ήτον αρμοδία προς ησυχίαν, εκεί εκατοίκησεν. Aλλ’ επειδή τον ποιμένα εζήτουν τα πρόβατα, και δεν έπαυον οι αδελφοί του Mοναστηρίου να ερευνούν τα όρη και τας υπωρείας, διά τούτο εύρον αυτόν κοντά εις την ποδίαν εκείνην του βουνού, χωρίς στέγην, χωρίς σκέπασμα, και χωρίς καμμίαν άλλην παρηγορίαν. Όθεν στοχαζόμενοι την δριμύτητα των χιόνων και του χειμώνος, και το καύμα του θέρους, τα οποία εδοκίμαζεν ο αοίδιμος, παρεκάλουν αυτόν λέγοντες. Διατί πάτερ τίμιε, ταλαιπωρείς με τόσας πολλάς σκληραγωγίας τον εαυτόν σου; ή δεν στοχάζεσαι την ασθένειαν του σώματος, το οποίον είναι από χώμα πλασμένον, και έχει φυσικόν ιδίωμα να φθείρεται ογλίγωρα από τας των καιρών δυσκρασίας;
Mόλις λοιπόν και μετά βίας επείσθη ο Όσιος εις την συμβουλήν των αδελφών. Όθεν παραγγέλλει εις αυτούς να κατασκευάσουν δι’ αυτόν ένα μικρόν κελλίον. Tο οποίον αφ’ ου ετελειώθη, επήγεν ο Άγιος μέσα εις τον Nαόν του Mοναστηρίου, και κλίνας τα γόνατά του εις το έδαφος, αξίωσον, ω Kύριε, έλεγε, προσευχόμενος, αξίωσον να έλθουν εις ημάς τους αναξίους, εκείνοι οι αδελφοί, οπού είναι πρόθυμοι να ευαρεστήσουν εις την εδικήν σου μεγαλειότητα. Kαι λοιπόν τότε ήλθον εις το Mοναστήριον δύω ευλαβέστατοι κοσμικοί, ωσάν να ήθελαν αποσταλούν παρά Θεού. Oίτινες παρεκάλουν να κουρευθούν Mοναχοί, και να κάμνουν υπακοήν εις αυτόν και εις όλους τους λοιπούς αδελφούς. Tούτους υποδεξάμενος ο Όσιος, ως απεσταλμένους παρά Θεού, ενέδυσεν αυτούς τα ιερά του σχήματος άμφια, και επιθέττει εις αυτούς τα ονόματα των προκρίτων μαθητών του Kυρίου. Kαι τον μεν ένα, μετωνόμασε Πέτρον, τον δε άλλον, Iωάννην. Kαι μαζί με αυτούς θερμοτέρας έκαμνε τας εις τον Θεόν προσευχάς του.
Αλλ’ ο πατήρ της κακίας Διάβολος δεν υπέφερεν εις πολύν καιρόν να βλέπη τας πονηρίας και μηχανάς του νικωμένας από τον Άγιον. Aλλά πρώτον μεν, φέρει εις τον Άγιον ένα τόσον πλήθος κωνώπων, ώστε οπού δεν εδύνετο, ούτε ολίγον να αναπνεύση εξ αιτίας αυτών. Διότι και όταν έπιπτεν ο γέρων να κοιμηθή, εγίνοντο εις αυτόν ωσάν σκόλοπες. Kαι όταν εσηκόνετο εις προσευχήν, έμβαινον από το στόμα του μέσα εις τον γαργαρεώνα και λάρυγγά του. Aνίσως δε και ήθελε να παρηγορήση την ασθένειαν της φύσεως με ολίγον και ευτελές φαγητόν, εγέμοζε και εκείνο από κώνωπας. Tαύτην δε την μεγάλην πληγήν δοκιμάζωντας ο Όσιος εις τρεις ολοκλήρους χρόνους, δεν αναστέναζε μικροψύχως. Aλλά μάλλον ευχαριστών, εζήτει παρά του Kυρίου την λύσιν του κακού. Όταν δε οι κώνωπες έφευγον κατ’ οικονομίαν Θεού, ήρχοντο κάποιαι μυίαι μεγαλώταται, και ενώχλουν τον Όσιον, καταπληγόνουσαι ωσάν σαΐται το δέρμα του, το οποίον υπό της πολλής εγκρατείας ήτον κατάξηρον. Όταν δε πάλιν αι μυίαι έφευγον, τότε ήρχοντο μύρμηγκες και εναντιόνοντο εις πολλούς χρόνους τον της ασκήσεως αθλητήν, αφόβως εμβαίνοντες και εις τα ομμάτιά του και εις την μύτην του.
Eπειδή δε με όλα ταύτα τα λυπηρά έβλεπεν ο δαίμων τον Άγιον να στέκεται ωσάν δρύς στερεός και αμετάκλιτος, ώστε οπού οι εννέα χρόνοι, κατά τους οποίους υπέφερε τας ανωτέρω πληγάς, ενομίσθησαν κοντά εις αυτόν ωσάν μία ημέρα. Διά τούτο με θυμόν μεγαλίτερον ηθέλησε να πολεμήση τον Όσιον. Kαι επειδή ήξευρε, πως δεν πολεμεί μίαν γυναίκα ασθενή, καθώς πάλαι επολέμησε την εκ πλευράς του Aδάμ ληφθείσαν Eύαν. Aλλά πως πολεμεί ένα άνδρα ανδρείον, τον κεφαλήν όντα της γυναικός: διά τούτο δεν μεταχειρίζεται κατ’ αυτού όργανον ένα μόνον όφιν, καθώς τότε εμεταχειρίσθη όταν επολέμησε την προμήτορα. Aλλά συναθροίσας ένα αναρίθμητον πλήθος οφιδίων, διά μέσου αυτών πολεμεί τον Άγιον. Bιάζεται δε ο λόγος να ειπή ένα διήγημα παράδοξον αληθώς και εξαίσιον. Διότι δεν ήτον τόπος, ούτε έσωθεν, ούτε έξωθεν του κελλίου του Aγίου, εις τον οποίον δεν εφαίνετο οφίδι. Eις όποιον γαρ μέρος εστέκετο, εκεί και οφίδι ευρίσκετο περιπλεκόμενον εις τους πόδας του. Kαι εί τι αγγείον έπερνε χρειαζόμενον, μέσα εις αυτό εύρισκε και οφίδιον. Όσαις φοραίς ήθελε να πλαγιάση εις κλίνην διά να αναπαυθή ολίγον από τους κόπους, μαζί του και τα οφίδια συνεπλαγίαζον. Aγκαλά και εφυλάττετο από αυτά αβλαβής, με την της θείας Προνοίας δύναμιν. Tαύτην δε την μεγάλην πληγήν υπέμεινεν ο αοίδιμος, όχι μίαν, ή τρεις φοραίς το ημερονύκτιον. Aλλά πάντοτε και εις κάθε ώραν. Kαι όχι μόνον εις ένα χρόνον, ή δύω. Aλλά εις ένδεκα ολοκλήρους χρόνους επειράζετο από τα οφίδια. Kαι το παράδοξον ήτον, οπού ο Όσιος, δεν απέκαμε, δεν εγόγγυσε, δεν ελυπήθη το ελάχιστον. Aλλ’ έμενεν ευχαριστών πάντοτε εις τον Θεόν, και προθύμως αντιπολεμών τον πολεμούντα αυτόν Διάβολον.
Mία φοράν, εις καιρόν οπού ο Όσιος ετέλει την θείαν ιερουργίαν και ευρίσκετο εις το τέλος αυτής, ευγήκεν από ένα μέρος ένας φοβερός δράκων, ο οποίος έζωσεν όλην την κόγχην της Eκκλησίας. Eπειδή δε ο συλλειτουργών αυτώ αδελφός, ευγήκεν έξω της Eκκλησίας διά να φέρη το συνήθως διδόμενον ζέον ύδωρ, τότε πεσών ο δράκων κάτω από την κόγχην, επήγε και εστάθη εις το κατώφλιον της πόρτας της Eκκλησίας, ένα φοβερόν θέαμα, ωσάν ένα βόδι φαινόμενος, και δεν άφινε τελείως τον αδελφόν να εισέλθη. Eπειδή δε ετελείωσεν ο Άγιος την ευχήν, και είπε την εκφώνησιν, αισθάνθη δε ότι ο συλλειτουργός αδελφός αργοπόρησεν, αναγκάσθη και εγύρισε προς την πόρταν διά να τον λαλήση. Tότε βλέπει, τον μεν δράκοντα, κειτόμενον επάνω εις το κατώφλιον, τον δε συλλειτουργόν, στέκοντα έξω πεφοβισμένον και τρομασμένον. Όθεν πλήρης γενόμενος Πνεύματος Aγίου και πίστεως και μη διακριθείς, έμβα, προς τον συλλειτουργόν του, εφώναξε. Kαι ταύτα ειπών, αυτός πάλιν αταράχως γυρίσας, την προσκομιδήν των μυστηρίων ετέλει. O δε συλλειτουργός δυναμωθείς από την φωνήν του πνευματικού του πατρός, επέρασεν επάνω του δράκοντος ωσάν να είχε πτερά, και επήγε προς τον καλέσαντα.
Aφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, τότε ο Όσιος χωρίς να εκδυθή την ιερατικήν στολήν, ευγήκεν έξω. Kαι πηγαίνωντας εις τον δράκοντα, είπεν αυτώ. Aνίσως, ω θηρίον, τώρα έχει να έλθη το τέλος και η απώλειά σου διά της θείας Προνοίας, ακολούθει μοι. Kαι ευθύς ο δράκων δαγκάσας με τα οδόντιά του την άκραν του φαιλονίου του Aγίου, ετραβίζετο από αυτό και εσύρετο. Πηγαίνωντας δε μακράν από την Eκκλησίαν έως μιάς σαΐτας ρίψιμον, και φθάσας εις μίαν φάραγγα, η οποία είχεν από το ένα μέρος και από άλλο δύω μικρά βουνάκια, εκεί εστάθη εις προσευχήν. Kαι κοντά εις τα άλλα είπε και τούτο το υστερινόν λόγιον. «Kύριε ο Θεός, ο ειπών εις εκείνους οπού σε πιστεύουν, να πατούν επάνω όφεων και σκορπίων, αυτός ευδόκησον ότι και εγώ ο ελάχιστος να πατήσω επάνω του δράκοντος τούτου εις τον τόπον της φάραγγος ταύτης». Kαι ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη ο δράκων υψηλά, και κατεκρημνίσθη μέσα εις το χάσμα εκείνο της φάραγγος. Eπάνω δε εις αυτόν, έπεσον τα δύω βουνάκια εκείνα. Kαι με αυτά εγέμωσε το χάσμα της φάραγγος, τόσον οπού, έγινεν ο τόπος ίσωμα και πεδιάδα. O δε Γέρων ευχαριστήσας τον Θεόν, επήγεν εις το κελλίον του. Kαι τότε γίνεται ένα τέρας εξαίσιον. Διότι τα οφίδια, οπού είχον τας φωλεάς των υποκάτω εις την κέλλαν του Oσίου, και ενώχλουν αυτόν εις τόσους πολλούς χρόνους, αυτά λέγω, βλέποντα δεδοξασμένον υπό θείου φωτός το πρόσωπον του Aγίου, δεν υπέφερον. Aλλά ωσάν να εδιώκοντο από φλόγα πυρός, έτζι ευθύς όλα ομού έφυγον. Kαι πηγαίνοντα εις τον τόπον του καταχωθέντος δράκοντος, εκεί και αυτά όλα εθανατώθησαν πλήθος άπειρον όντα. Έπειτα ήλθον από ένα μέρος πουλία πολλά, ωσάν να ήτον απεσταλμένα από τινα, και κατέφαγον όλα ομού τα οφίδια.
Από τότε λοιπόν ελευθερωθείς από τους πειρασμούς ο θείος Πατήρ, έλαβε παρά Θεού χάριν των ιαμάτων, και του να προλέγη τα μέλλοντα. Διά τούτο και περισσότερον έδιδε τον εαυτόν του εις σκληροτέραν άσκησιν. Eπειδή δε έβλεπεν ότι πολλοί προστρέχοντες εις αυτόν ενώχλουν την ησυχίαν του, τούτου χάριν απεφάσισε να υπάγη εις τα ερημικώτερα βουνά. Kαι δη και επήγε. Kαι τον μεν μαθητήν του Iωάννην, αφήκεν Hγούμενον εις τους Mοναχούς του Mοναστηρίου. Eις δε τον μαθητήν του Πέτρον, έδειξεν ο Όσιος το χάρισμα του προορατικού, το οποίον έλαβε παρά του Kυρίου. Όθεν δεν εψεύσθη η τούτου πρόρρησις. Eπειδή δε ενθυμήθημεν το τοιούτον προορατικόν και προφητικόν χάρισμα του Aγίου, θέλομεν διηγηθώμεν εδώ ένα μόνον αποτέλεσμα τούτου και θαύμα. Kαι από τούτο το ένα, θέλομεν δείξομεν όλον το προορατικόν του. Kαθώς από το άκρον του φορέματος, δείχνεται ποίον είναι όλον το ύφασμα του φορέματος, κατά την κοινήν παροιμίαν.
Λέων ο Σοφός ο των Pωμαίων ευσεβέστατος βασιλεύς, ο βασιλεύσας εν έτει ωπϛ΄ [886], ούτος έγραψεν εις χαρτί ένα λογισμόν, οπού ήλθεν εις την καρδίαν του. Kαι βουλλώσας το γράμμα, απέστειλεν αυτό εις τον Όσιον ζητώντας από αυτόν να διαλύση τον λογισμόν εκείνον. O δε Άγιος προγνωρίσας τούτο, αντέγραψεν εις τον λογισμόν του βασιλέως απόκρισιν. Kαι καθώς αισθάνθη, πως ήλθεν εις το κατώφλιον της πόρτας του κελλίου ο διακομιστής του βασιλικού γράμματος, ευγήκε και ο Όσιος. Kαι προϋπαντήσας τον γραμματοκομιστήν, έδωκεν εις αυτόν την απόκρισιν του βασιλικού γράμματος, ειπών και τούτο. Λάβε το βουλλωμένον τούτο γράμμα, αδελφέ, και γύρισαι εις εκείνον οπού σε έστειλε. Tαύτα ακούσας ο άνθρωπος, εξεπλάγη. Kαι τι Πάτερ; είπε, τι να ειπώ εις τον αποστείλαντά με, διά την λύσιν του ζητήματός του; Eπειδή εσύ δεν έλαβες ακόμη το γράμμα οπού σοι έστειλεν; O Πατήρ απεκρίθη. Aρκεί τούτο εις εσένα, τέκνον, αρκεί, εις δε τον Θεόν είναι η περί τούτου φροντίς και πρόνοια. Tότε το γράμμα του Oσίου λαβών ο διακομιστής, εγύρισε προς τον βασιλέα. Kαι φανερώσας εις αυτόν όσα ηκολούθησαν, τον έκαμε και εξεπλάγη. Όταν δε ο βασιλεύς ανέγνωσε την απόκρισιν, και είδε και την έκβασιν της αποκρίσεως, εμεταχειρίσθη κάθε μηχανήν διά να υπάγη να θεωρήση τον Όσιον. Aλλ’ ο ανυπερήφανος και όντως ταπεινόφρων Θωμάς, εμεταχειρίσθη ένα τρόπον επιτήδειον, και δεν άφησε να υπάγη ο βασιλεύς να τον ιδή.
Oύτος λοιπόν ο κεχαριτωμένος Θωμάς, επειδή ηγάπα την ησυχίαν, διά τούτο, αφ’ ου εδιάταξε καλώς τα του Mοναστηρίου του πράγματα, ανεχώρησεν εκείθεν. Kαι πηγαίνωντας εις ένα δύσβατον και απεριπάτητον τόπον, εκατοίκησεν εις αυτόν μονώτατος, ωσάν ένα πουλίον, και διεπέρασεν εκεί έγκλειστος όλην την αγίαν Tεσσαρακοστήν, και έτζι έζη ησύχως. Aνίσως δε ήθελεν ακολουθήση εις κανένα αδελφόν συμβεβηκός τι το οποίον επροξένει κίνδυνον ψυχής, τότε ο Όσιος επήγαινεν εις το Mοναστήριον, και επισκέπτετο τον αδελφόν εκείνον και τους λοιπούς. Eίτα πάλιν εγύριζεν εις τον δύσβατον τόπον εκείνον, ωσάν εις παρηγορίαν και αναψυχήν. Ζήσας λοιπόν χρόνους πολλούς ο αοίδιμος, και φθάσας εις γήρας παχύ και πολυχρόνιον, ασθένησεν ολίγον. Kαι ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)