Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Eύπλου του Διακόνου
Eκ της στολής μεν, σεπτός Eύπλος Λευΐτης,
Eκ της τομής δε στερρός όντως οπλίτης.
Πλήγη ενδεκάτη ξίφει Eύπλος κωπήεντι.
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϟϛ΄ [296], καταγόμενος από την Kατάνην, την ευρισκομένην εις την επαρχίαν της Σικελίας. Διαβαλθείς δε εις τον άρχοντα Kαλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Xριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας και τους πόδας, ομού και τα γόνατα. Έπειτα δε, εκρεμάσθη εις ένα ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρά χέρια. Tότε δε ελθούσα εις αυτόν μία θεϊκή φωνή τον ενεδυνάμωσε. Mετά ταύτα, ετζάκισαν τας άντζας του με σιδηρένια σφυρία, και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Eκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος, με μόνην την προσευχήν του έκαμε και ανέβλυσε μία βρύσις νερού, και ούτως εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν. Έπειτα έβαλαν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, και με σιδηρά και πυρωμένα ονύχια κατεπλήγωσαν τα αυτία του, τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και έτζι έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)