Βίος καὶ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδότου ἐπισκόπου Κυρηνείας (3ος-4ος αἰ.)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Σημ.: Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχονται ἀπὸ τὴ Διπλωματικὴ ἐργασία τοῦ συγγραφέα, Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος-5ος αἰ.), [Collecta Academica XXVI], (ἐκδ.) «Ostracon Publishing», Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 209-228. Κεντρικὴ διάθεση τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Θεομόρφου, Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, Μητροπόλεως 3, Εὐρύχου 2831, Κύπρος, τηλ. 22824811, 99620057 (ὑπεύθυνος: κ. Κωνσταντίνος Παπαπολυβίου)

Ὁ ἅγιος Θεόδοτος, ἐπίσκοπος Κυρήνης (=Κυρηνείας) τῆς Κύπρου (ἔτος 1785). Φορητὴ εἰκόνα διὰ χειρὸς Μιχαὴλ προσκυνητοῦ, φυλασσόμενη στὸ χωριὸ Ἅγιος Δημήτριος Μαραθάσης (ἀρχεῖον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου)

Ὁ ἅγιος Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τῆς Κυρηνείας στὴν Κύπρο, ὅπου γεννήθηκε κατὰ τὸν τρίτο αἰῶνα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀνατράφηκε μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη. Ἀφοῦ δὲ διέπρεψε ἀπὸ τὴν πρώτη του ἡλικία μὲ ἐνάρετη πολιτεία σὲ κάθε καλὸ ἔργο, ἀξιώθηκε κατόπιν καὶ τοῦ τῆς ἱερωσύνης χαρίσματος καί, τέλος, μὲ τὴ θεία ψῆφο, ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς νήσου καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κυρηνείας. Πολὺ δὲ ἀγωνίσθηκε ὁ Θεόδοτος γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ ἐν Χριστῷ καταρτισμὸ τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου, καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ὁδήγησε στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία. 

Κατὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ Μεγάλου ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου Διωγμοῦ στὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία, ὁ ἅγιος δὲν ἔπαυσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη του μὲ παρρησία καὶ νὰ προκαλεῖ τρόμο γιὰ τὸ μέλλον του μὲ τὴν τόλμη του αὐτή. Καί, παρόλο ποὺ ἀρκετοὶ τὸν συμβούλευαν ὅτι ἦταν πλέον καιρὸς νὰ διαφύγει καὶ νὰ κρυφθεῖ, αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι δὲν θὰ ἔδινε στοὺς ἀσεβεῖς τὴν εὐκαιρία νὰ χαροῦν μὲ τὴ φυγή του, ἀλλὰ θὰ ὁμολογοῦσε μὲ θάρρος τὸν Χριστό, ἀποδεικνύοντάς τους ὅτι εἶναι ἀνίσχυροι. 

Ἔχοντας πληροφορηθεῖ ὁ Θεόδοτος ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Ρωμαῖος διοικητὴς (praeses) τῆς Κύπρου Antistius Sabinus (293-305) [1], μετέβη οἰκειοθελῶς νὰ τὸν συναντήσει στὴ Σαλαμίνα. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία τῆς πίστης, παραδόθηκε σὲ ποικίλα φρικτὰ βασανιστήρια: Μαστιγώθηκε μὲ ὠμὰ νεῦρα βοῶν, ξεσχίσθηκε μὲ σιδερένια νύχια, ἁπλώθηκε ἐπάνω σὲ πυρακτωμένο κρεββάτι καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τρέχει, φέροντας ὑποδήματα μὲ σιδερένια καρφιά. Ἀλλ᾽ ὁ μάρτυς τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, ἐκπλήττοντας τοὺς παρόντες καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ὑπομονή του καὶ τοὺς θεηγόρους λόγους του στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Νικημένος ὁ τύραννος, πρόσταξε τέλος καὶ τὸν ἔριξαν, καταπληγωμένο καὶ σιδηροδέσμιο, στὴ φυλακή, ὅπου τὰ πλήθη τῶν πιστῶν συνέρρεαν πρὸς ὠφέλεια καὶ παρεῖχαν θεραπεία στὶς πληγὲς τοῦ μάρτυρος. 

Άγιος Θεόδοτος Επίσκοπος Κυρηνίας της Κύπρου. Από μηναίο του 17ου αιώνος μ.Χ.

Ὁ ἅγιος παρέμεινε γιὰ μακρὸ χρονικὸ διάστημα κλεισμένος στὶς φυλακὲς τῆς Σαλαμῖνος, ὅπου δοκιμάστηκε περαιτέρω μὲ πεῖνα καὶ δίψα, ὑπομένοντας καὶ πάλιν τὶς κακουχίες, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ εὐχόμενος γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ πιθανώτατα κατόπιν τῶν Ἀποφάσεων τῶν Μεδιολάνων τῶν δύο νικητῶν αὐτοκρατόρων, Κωνσταντίνου καὶ Λικινίου (ἀρχὲς Φεβρουαρίου τοῦ 313), ὁπόταν ἀποφυλακίσθηκαν οἱ δέσμιοι γιὰ τὴν πίστη τους χριστιανοί, ἀποφυλακίσθηκε καὶ ὁ Θεόδοτος πρὸς μεγάλη του λύπη, γιατὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ τελειωθεῖ μαρτυρικά. Βαστάζοντας λοιπὸν ὁ ἅγιος τὰ στίγματα τοῦ μαρτυρίου στὸ πολύπαθο σῶμα του, ἐπιστρέφει στὴν ἕδρα του Κυρήνεια, ὅπου, ἤδη εὑρισκόμενος σὲ μεγάλη ἡλικία, μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, περὶ τὸ ἔτος 315. Τὸ ἱερό του λείψανο ἀναδείχθηκε πηγὴ θαυμάτων καὶ θεράπευε ποικίλες ἀσθένειες αὐτῶν, ποὺ προσέτρεχαν σ᾽ αὐτὸν μὲ πίστη. 

Σώζεται νωπογραφία τοῦ ἁγίου Θεοδότου στὸν ναὸ Τιμίου Σταυροῦ Ἄνω Λευκάρων, χρονολογούμενη στὸν 13ο αἰ. [2]. Παλαιά του φορητὴ εἰκόνα (ἔτους 1785), ἔργο τοῦ γνωστοῦ ἁγιογράφου τῆς τουρκοκρατίας Μιχαὴλ προσκυνητοῦ, φυλάσσεται στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁμωνύμου χωριοῦ τῆς περιφέρειας Μαραθάσης [3].

Δύο εἶναι οἱ καθαυτὸ ἡμέρες μνήμης του στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: Ἡ 19η Ἰανουαρίου (ἐπέτειος τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀποφυλάκισής του) καὶ ἡ 2α Μαρτίου (ἡμέρα τῆς ἐν Κυρίῳ κοίμησής του).

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείας, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


1. Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Ino Michaelidou-Nicolaou, «Antistius Sabinus, an unknown Praeses of Cyprus», Acta of the Fifth International Congress of Greek and Latin Epigraphy, Cambridge 1967 [Oxford 1971], σσ. 381-383, πίν. 39-41· PLRE I, σ. 792. 

2. Βλ. Γερασίμου, Κώστας, Παπαϊωακείμ, Κυριάκος καὶ Σπανοῦ, Χριστίνα, Ἡ κατὰ Κίτιον ἁγιογραφικὴ τέχνη, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Κιτίου, Λάρνακα 2002, σ. 35, εἰκ. 18.

 3. Βλ. Κοκκινόφτας, Κωστῆς, Ἅγιος Δημήτριος Μαραθάσας, Λευκωσία 2007, σ. 44 (ἡ εἰκόνα) καὶ σ. 191.