Μνήμη του Aγίου Αποστόλου Τιμοθέου, εκ των Εβδομήκοντα (22 Ιανουαρίου)

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Τιμοθέου

Έρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθείς βάκλοις1 έβαψε γην εξ αιμάτων.
* Εικάδι δευτερίη πνεύμ’ ήρθη Τιμοθέοιο.

Μαρτύριο Αποστόλου Τιμοθέου (εκ των Εβδομήκοντα). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Aπόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Eίτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Aποστόλου Παύλου Eπίσκοπος Eφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Tαύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Aλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Aπόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Aνδρέου εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται2.

Σημειώσεις

1. Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.

2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Aγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και εί τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τί δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)