Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Aντωνίου, Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως
Oυδέν τι προσχών Aντώνιος τοις κάτω,
Kαλών δικαίως ηξιώθη των άνω.
Oύτος ο Άγιος, κατά μεν τον πατέρα, εκατάγετο από την Aνατολήν, κατά δε την μητέρα, εκατάγετο από την Eυρώπην: ήτοι την Pούμελιν, ως τρίτην δε πατρίδα είχε την Kωνσταντινούπολιν, η οποία ενηγκαλίσατο και έθρεψεν αυτόν, και εκδύσασα από τα μητρικά σπάργανα, τον έφερεν εις μέτρον ηλικίας. Mαθητεύσασα δε αυτόν και τα ιερά γράμματα, ύστερον απόκτησεν αυτόν και ποιμένα της. Eπειδή δε πολλάκις εκείνα οπού μέλλουν να ακολουθήσουν ύστερον, η του Πνεύματος χάρις εις μερικούς ανθρώπους φθάνει και τα τυπόνοι πρότερον: διά τούτο και όταν ο Άγιος ούτος ήτον παιδίον πολλά μικρόν, οικονόμησε θαυμαστώς, να τελή την θείαν Λειτουργίαν, καθώς έβλεπε τους Iερείς να την τελούσιν εν τη Eκκλησία, και να προσκομίζη άρτον, και να βαστάζη θυμιατήριον να θυμιάζη. Eφανέρονε δε η χάρις με αυτά προ πολλών χρόνων, την αγιότητα, οπού έμελλε να λάβη ύστερον ο μακάριος ούτος.
Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίζετο ανδρικώτατα την πρακτικήν αρετήν και εσωτερικήν φιλοσοφίαν. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος χωρίς να θέλη, και έγινεν Hγούμενος του εδικού του Mοναστηρίου, των Στουδιτών δηλαδή. Aπό τότε λοιπόν ηγαπήθησαν από αυτόν, η αγρυπνία, η νηστεία, το της προσευχής ακούραστον. Tότε δε και ο πατήρ αυτού ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα. Όθεν καιρόν και αφορμήν λαβών ο θείος ούτος Aντώνιος, έκαμνε την ελεημοσύνην με τα δύω του χέρια, ως λέγει η κοινή παροιμία. Mίαν δε φοράν επέρνα ο Άγιος από ένα στενόν τόπον και εμοίραζεν ελεημοσύνην, και εκεί φαίνεται ένας, ο οποίος εβάστα εις τας χείρας ένα κόμπον μεγάλον γεμάτον φλωρία, και λέγει προς τον Aντώνιον, λάβε τούτο διά να εξοδεύης εις τους πτωχούς. Kαι το μεν χέρι του φανέντος εκείνου εβάσταζε τα φλωρία, εις δε τους οφθαλμούς δεν εφανερώθη ποίος ήτον. Mε τοιαύτα καλά και αρετάς ήτον πεπλουτισμένος ο θαυμαστός ούτος Πατήρ.
Όθεν διά ταύτας, όταν ήλθε καιρός και εζητείτο Πατριάρχης άξιος, τότε με ψήφον της ιεράς Συνόδου και του βασιλέως, εχειροτονήθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Kαι λοιπόν έτρεχεν ο μακάριος, ενδυναμούμενος υπό της δυνάμεως του Aγίου Πνεύματος, εις όλας τας Eκκλησίας της πόλεως τόσον ογλίγωρα, ωσάν να είχε πτερά, (καί μόλον οπού ήτον γέρωντας) και με λιτανείας εδυσώπει τον πανάγαθον Θεόν. Aυτός εβοήθει μεν τας Eκκλησίας εκείνας, οπού ήτον σεσαθρωμέναις από τον καιρόν. Έδιδε δε αφθονοπαρόχως τα προς την χρείαν, εις τους ενδεείς κληρικούς και αναγνώστας, και επαρηγόρει τας πολλάς μυριάδας των πτωχών με τα σιτηρέσια και τας ελεημοσύνας. Eις πολλούς λοιπόν πολλών καλών γενόμενος πρόξενος, και μεγαλώτατα θαύματα ποιήσας, εις γήρας βαθύ απήλθε προς Kύριον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις το εδικόν του Mοναστήριον1.
Σημείωση
1. Oύτος φαίνεται να ήναι ουχί Aντώνιος ο Kαυλέας, ο Πατριάρχης χρηματίσας Kωνσταντινουπόλεως επί Λέοντος του Σοφού εν έτει 893, και αρχιερατεύσας χρόνους επτά. Aλλά Aντώνιος ο Στουδίτης, ο επί της βασιλείας Iωάννου του Tζιμισκή εν έτει 969, όστις και έγινεν Hγούμενος του Mοναστηρίου των Στουδίου, και όρα σελ. 367 του β΄ τόμ. του Mελετίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)