Μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλληνού
Ἐχθρὸν αἰσχύνας τον πάλαι τρώσαντά σε,
Χριστοῦ Γεδεὼν Ὁσιομάρτυς ὤφθης.
Τριακοστῇ Γεδεὼν χεῖρας ἠδέ πόδας χαλκῷ τάμον.
Ο Άγιος ένδοξος νέος Οσιομάρτυρας Γεδεών, ένας από τους μεγάλους αγίους της εκκλησίας μας, αστέρι που λάμπει στον πνευματικό ουρανό, πελώριο ορόσημο αγιότητας για τον Τυρναβο, το καύχημα και το σέμνωμα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα, σήμερα Γλαφυρές, της μητροπολιτικής επαρχίας της Δημητριάδας, από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Αυγερινός και η μητέρα του Κυράτζα. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας και το όνομα του ήταν Νικόλαος Μέμτσιας.
Σε ηλικία δώδεκα χρόνων με την οικογένειά του ήρθε στο χωριό Γιερμί, σήμερα Ξερολίθι του Βελεστίνου, και αργότερα στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν στο εργαστήριο του θείου του. Από εκεί τον άρπαξε με τη βία κάποιος Τούρκος , με το όνομα Αλής, και τον εξισλάμισε δίνοντας του το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, αφού μετάνιωσε πικρά, όπως ο Πέτρος που αρνήθηκε τον Χριστό, κατόρθωσε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι του Βόρειου Πηλίου, όπου κατά θεία οικονομία ζούσε μία καλόγρια, θεία του πατέρα του, η οποία τον βοήθησε να πιάσει δουλειά ως κτίστης μαζί με άλλους τεχνίτες. Τους ακολούθησε στην Κρήτη, αλλά η σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά τους τον ανάγκασε να φύγει μακριά τους και να βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός ιερέα, ο οποίος τον υιοθέτησε, τον φρόντισε με αγάπη και του δίδασκε την υφαντική τέχνη.
Μετά τον θάνατο του θετού του πατέρα ο άγιος αποφάσισε να αναχωρήσει για το αγιώνυμο όρος . Κατά τη διάρκεια της περιήγησης του στα είκοσι ιερά Μοναστήρια και τα υπόλοιπα ασκηταριά, προσπαθούσε να βρει έναν έμπειρο πνευματικό για την εξομολόγησή του και μετάληψη των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων.
Έφτασε στην Ιερή Μονή των Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, όπου, μετά την εξομολόγηση του και κοινωνία των θειων μυστηρίων, πήρε και το μέγα και Αγγελικό σχήμα για περισσότερη άσκηση πνευματικών αγώνων και μετονομάσθηκε σε Γεδεών.
Βλέποντας οι πατέρες του Μοναστηριού την ευλάβεια του ,την υπακοή του και την ασκητική ζωή του (νηστείες, αγρυπνίες γονυκλισίες) τον όρισαν εκκλησιάρχη.
Στις 6 Ιουνίου του 1797 διορίστηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ σε ένα Μετόχι της Μονής Καρακάλλου στο χωριό Μαργαρίτες, στο Ρέθυμνο. Μετά από έξι έτη παραμονής του στο Μετόχι, επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του.
Έπειτα από πολλή άσκηση και προσευχή αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να ομολογήσει ενώπιον των Αγαρηνών την πίστη του στον Χριστό.
Την Μεγάλη Πέμπτη φορώντας στο κεφάλι του στεφάνι από τριαντάφυλλα και άλλα λουλούδια και προσποιούμενος ο μακάριος, ως άλλος Συμεών, τον δια Χριστόν σαλόν, παρουσιάστηκε στον Αλή ,που τον είχε εξισλαμίσει και ομολόγησε τον Χριστό.
Ο Τούρκος αμέσως ζήτησε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον δικαστή. Την επόμενη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ο άγιος προσευχόμενος, φορώντας στο κεφάλι το ίδιο στεφάνι και κρατώντας δύο κόκκινα αυγά παρουσιάστηκε στον κριτή και του είπε «Χριστός Ανέστη, κριτά και εις έτη πολλά».
Ο κριτής, αν και δέχτηκε πολλές προκλήσεις από τον Άγιο, θεωρώντας τον «φρενόληπτον» αποφάσισε να μη τον τιμωρήσει και διέταξε, να τον απομακρύνουν βίαια από το κριτήριο.
Με τον πόθο, όμως, του μαρτυρίου δεν σταμάτησε να προκαλεί τους Τούρκους περιφρονώντας τη θρησκεία τους και διψώντας το υπέρ Χριστού μαρτύριο του. Κι είναι αυτοί οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στη σύλληψη του στην Αγριά του Βόλου, από τουρκική φρουρά, και στη βίαιη προσαγωγή του στον Τύρναβο.
Μπροστά στον Βελή πασά ομολόγησε «το θεοστυγές και ψυχόλεθρον αμάρτημά του», την μετάνοια και τον πόθο του για ομολογία του αληθινού Θεού, «προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως».
Ο πασάς τον έκλεισε στη φυλακή. Την άλλη μέρα ,αφού κάλεσε και από τη Λάρισα τους επισημότερους Οθωμανούς και τον μουλά, διέταξε να φέρουν μπροστά του τον άγιο. Πάλι μπροστά τους ο άγιος με πολύ θάρρος ομολόγησε το παράπτωμα της άρνησης του Χριστού και την εγκάρδια μεταμέλεια του.
Η αποτυχία δελεασμού του αγίου εκ μέρους των Τούρκων να τον μεταστρέψουν και να τον επαναφέρουν στον Ισλαμισμό και το ανδρείο της θέλησής του εξόργισε τον Βελή πασά, ο οποίος διέταξε, αφού του ξυρίσουν το κεφάλι, και τον απογυμνώσουν , στη θέση των μαλλιών να του φορέσουν κοιλιά προβάτου και ανεβασμένο ανάποδα πάνω σε γάιδαρο, να τον διαπομπεύσουν στους δρόμους του Τυρνάβου. Η απτόητη παρρησία του Μάρτυρα εξόργισε τους Τούρκους και ο Βελή πασάς διέταξε να τον ακρωτηριάσουν.
Ο άγιος, αφού έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, με γενναιότητα άπλωνε τα μέλη του πάνω στο κούτσουρο για να κοπούν και παρακινούσε τον δήμιο (ο οποίος ήταν Αιγύπτιος Χριστιανός) να εκτελέσει τη διαταγή.
Ο μακάριος Γεδεών προσεύχονταν με την αλύγιστη καρδιά του, που όντως φλέγονταν από αγάπη Θεϊκή και σαν να υπέφερε άλλος, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι πόνου , χωρίς καν να αλλάξει η όψη του προσώπου του, υπέμεινε ως γενναίος αθλητής του Χριστού το μαρτύριο του.
Τον άφησαν αιμόφυρτο όλη την ημέρα στην παγωμένη αυλή του πασά και το βράδυ δόθηκε διαταγή να τον σηκώσουν και να τον ρίξουν στον χώρο όπου περνούσαν τα λύματα του σπιτιού του . Ήταν ακόμα ζωντανός. Στον βρωμερό εκείνο χώρο ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στις 30 Δεκεμβρίου του 1818.
Οι Χριστιανοί αφού φιλοδώρησαν πλουσιοπάροχα τον πολιταρχη μπήκαν στον τόπο της καταδίκης και πήραν το αιματοβαμμένο χώμα, ενώ την επόμενη μέρα με τη βοήθεια μιας χριστιανής παλλακίδας πήραν το άγιο λείψανο , το μετέφεραν στην εκκλησία των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων και αφού το έπλυναν ευλαβικά κήδευσαν τον άγιο.
Ευθύς αμέσως άρχισαν να γίνονται θαύματα και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλά, και μετά την ταφή του, σε όσους προσκυνούσαν με ευλάβεια τον τάφο του , καθώς, και μετά την ανακομιδή των λειψάνων του και μέχρι σήμερα .
Βιβλιογραφία:
Ορθόδοξος Συναξαριστής, Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας.
Βίος και Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεδεών, Ἅγιον Ὄρος 2014.
Πηγή: https://tirnavospress.gr/o-agios-osiomartys-gedeon-o-en-tyrnavo/