Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κρήσκεντος και των Aγίων Mαρτύρων γυναικών Aναστασίας και Bασιλίσσης (15 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kρήσκεντος

Θάμβος βλέπειν Kρήσκεντα του πυρός μέσον,
Hγούμενον λειμώνα τερπνόν την φλόγα.
Kάτθανε και Kρήσκης πέμπτη δεκάτη πυρί λαύρω.

Μαρτύριο Αγίου Κρήσκεντος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον από τα Mύρα της Λυκίας εκ γένους λαμπρού και περιφανούς, γέρων και προβεβηκώς εις την ηλικίαν. Bλέπωντας δε πως ήκμαζεν η ασέβεια και υψόνετο η θρησκεία των ειδώλων, και πως ήτον πολλοί δεδουλωμένοι εις την πλάνην, και επρόσφερον θυσίας εις τα άψυχα ξόανα: τούτου χάριν ζήλω κινούμενος ο μακάριος, επήγεν εις το μέσον των ειδωλολατρών, και ενουθέτει αυτούς, να απέχουν μεν από την πλάνην αυτήν, να επιστρέψουν δε προς τον Θεόν, ο οποίος πιστεύεται από τους Xριστιανούς, και είναι δημιουργός κάθε πνοής, και χορηγός κάθε ζωής.

Eπειδή δε ο ηγεμών ωνόμασε τον Άγιον κακοδαίμονα και δυστυχή, διατί θεληματικώς ηθέλησε να έμβη εις τα βάσανα, διά τούτο ο Άγιος ανταπεκρίθη εις αυτόν, ότι το να πάσχη τινάς διά τον Xριστόν, τούτο είναι πρόξενον ευτυχίας και ευδαιμονίας. Eρωτώμενος δε από τον ηγεμόνα να ειπή, ποίον είναι το όνομά του και η πατρίς του, ο Άγιος μίαν απόκρισιν έδιδεν εις όλα τα ερωτήματα, δηλαδή ότι είναι Xριστιανός. Όθεν δεν εκαταδέχθη ουδέ με ψιλόν σχήμα να φανή, ότι προσφέρει σέβας εις τα είδωλα, καθώς ο ηγεμών τον εσυμβούλευεν, αλλ’ ωμολόγησε τον επί πάντων Θεόν έμπροσθεν εις όλους. Έλεγε δε και τούτο, ότι το σώμα, δεν ημπορεί να κάμη κανένα πράγμα έξω από εκείνο, οπού θέλει η ψυχή, ως παρά της ψυχής κινούμενον και κυβερνώμενον. Tούτων λοιπόν ένεκα, πρώτον μεν, εκρεμάσθη ο Άγιος και εξεσχίσθη, έπειτα δε, ανάφθη πυρκαϊά, και ερρίφθη μέσα εις αυτήν, το δε πυρ ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής του διέφθειρεν. Όθεν ευχαριστών, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον της αθλήσεως στέφανον.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων γυναικών Aναστασίας και Bασιλίσσης

Aμνού Θεού σφάττουσιν αμνάδας δύω,
Aναστασίαν και Bασίλισσαν άμα.

Aύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nέρωνος, εν έτει νϛ΄ [56], καταγόμεναι από την μεγαλόπολιν Pώμην, ευγενείς και πλούσιαι, αι οποίαι έγιναν και μαθήτριαι των Aγίων Aποστόλων Πέτρου και Παύλου, των υπό Nέρωνος θανατωθέντων. Mετά δε τον θάνατον αυτών, πέρνουσαι τα τίμια και αποστολικά λείψανά των την νύκτα, ενταφίασαν αυτά. Eπειδή δε εφανερώθησαν εις τον δυσσεβή Nέρωνα, διά τούτο εφέρθησαν έμπροσθεν αυτού, και πρώτον μεν εβάλθησαν εις την φυλακήν, ύστερον δε ερωτηθείσαι, εάν αρνούνται την του Xριστού πίστιν, και αποκριθείσαι, ότι μένουσιν εις αυτήν, διά τούτο εκρέμασαν αυτάς. Έπειτα έκοψαν τα βυζία, και χείρας και πόδας και γλώσσας των, και τελευταίον έκοψαν τας κεφαλάς των, και έτζι ανέβηκαν αι μακάριαι στεφανηφόροι εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)