Διηγήθηκε ο Αββάς Βιτίμιος, ότι έλεγε ο Αββας Μακάριος:
«Ενώ έμενα κάποτε στην Σκήτη, κατέβηκαν εκεί δυο νέοι από ξένο τόπο. Και ο μεν ένας είχε γενειάδα, ενώ ο άλλος μόλις όπου του φύτρωνε γενειάδα. Και ήλθαν σ’ εμένα, λέγοντας:
Που είναι το κελλί του Αββά Μακαρίου;
Και εγώ είπα: Τι τον θέλετε;
Και απαντούν: Ακούοντας τα σχετικά μ’ αυτόν και τη Σκήτη, ήλθαμε να τον δούμε.
Τους λέγω: Εγώ είμαι.
Και έβαλαν μετάνοια, λέγοντας: Εδώ θέλουμε να μείνουμε.
Αλλά εγώ, βλέποντας τους μαλθακούς και σαν καλομαθημένους σε πλούτη, τους λέγω: Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ.
Και λέγει ο μεγαλύτερος: Αν δεν γίνεται να μείνουμε εδώ, πηγαίνουμε αλλού.
Λέγω εγώ στον λογισμό μου: Γιατί τους αποδιώχνω και σκανδαλίζομαι; Ο κόπος θα τους κάμη να φύγουν μόνοι τους.
Και τους λέγω τότε: Ελάτε, φτιάχτε για τον εαυτό σας κελλί, αν μπορήτε.
Μου λέγουν: Δείξε μας τόπο και το φτιάχνουμε.
Τους έδωσα δε πελέκι και σακκούλι γεμάτο ψωμιά, καθώς και αλάτι. Τους έδειξα και βράχο σκληρό, λέγοντας: Κόψτε εδώ πέτρα και φέρετε ξύλα από το έλος και αφού φτιάξετε στέγη , μείνετε. Και μέσα μου, πίστευα ότι εξ αιτίας του κόπου θα έφευγαν. Με ρώτησαν δε, τι εργασία κάνουν εδώ οι μοναχοί.
Και τους λέγω: Πλεξούδες. Και παίρνω βάγια από το έλος και τους δείχνω την αρχή της πλεξούδας και πως πρέπει να ράβουν.
Και τους είπα: Κάνετε ζεμπίλια, δίνετε τα στους φύλακες και θα σας φέρνουν ψωμιά. Ύστερα λοιπόν εγώ έφυγα. Αυτοί δε, με υπομονή, όλα τα έκαμαν όσα τους είπα. Και δεν ήλθαν σ’ εμένα, επί τρία χρόνια. Και έμεινα πολεμώντας τους λογισμούς και λέγοντας: Ποια να είναι τάχα η εργασία τους και δεν ήλθαν να με ρωτήσουν για λογισμούς; Οι από μακριά έρχονται σ’ εμένα και αυτοί οπού είναι κοντά μου δεν ήλθαν, αλλά ούτε και σε άλλους πήγαν. Μόνο στην εκκλησία πηγαίνουν, σιωπώντας, για να μεταλάβουν. Και προσευχήθηκα στον Θεό, νηστεύοντας μια εβδομάδα, να μου φανερώση τι εργασία έκαναν. Και αφού πέρασε η εβδομάδα, σηκώθηκα και πήγα σ’ αυτούς , για να δω πως ζουν. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν και με ασπάσθηκαν σιωπώντας. Και αφού έκαμα ευχή, κάθισα. Νεύοντας δε ο μεγαλύτερος στον μικρότερο να βγη έξω, κάθισε φτιάχνοντας πλεξούδα και δεν έλεγε τίποτε. Και την ώρα την ενάτη, χτύπησε και ήλθε ο μικρότερος και ετοίμασε λίγο φαγητό και παρέθεσε τράπεζα, αφού του ένευσε ο μεγαλύτερος. Και έβαλε τρία παξιμάδια και έμεινε σιωπώντας, εγώ δε είπα:
Σηκωθήτε , να φάμε.
Και σηκωθήκαμε και φάγαμε. Και έφερε το κανάτι και ήπιαμε.
Μόλις δε έγινε βράδι, μου λέγουν:
Πηγαίνεις;
Εγώ τους αποκρίθηκα:
Όχι, αλλά εδώ θα κοιμηθώ.
Και μου έστρωσαν ένα ψαθί παράμερα και για τον εαυτό τους άλλο, στην άλλη γωνιά, παράμερα. Και ξεζώσθηκαν και έβγαλαν τους ανάλαβους τους. Και έπεσαν μαζί στο ψαθί, απέναντι μου. Μόλις δε πλάγιασαν, προσευχήθηκα στον Θεό να μου φανερώση την εργασία τους. Και άνοιξε η στέγη και έγινε φως σαν να ήταν μέρα. Αυτοί όμως δεν έβλεπαν το φως. Και πιστεύοντας ότι κοιμόμουν, σκουντά ο μεγαλύτερος τον μικρότερο στο πλευρό, σηκώνονται, ζώνονται και απλώνουν τα χέρια στον ουρανό. Εγώ τους έβλεπα , αυτοί όμως δεν με έβλεπαν. Και είδα τους δαίμονες να έρχωνται σαν μυιγες στον μικρότερο. Και άλλοι μεν έρχονταν να καθίσουν στο στόμα του, άλλοι δε στα μάτια του. Και είδα Άγγελο Κυρίου, κρατώντας πύρινη ρομφαία, να τον περιτειχίζη και να διώχνη τους δαίμονες απ’ αυτόν. Στον δε μεγαλύτερο δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Και κατά το πρωί, ξανάπεσαν στο στρωσίδι τους. Και εγώ έκαμα πως ξύπνησα και αυτοί το ίδιο. Μου λέγει τότε ο μεγαλύτερος μονάχα αυτά τα λόγια :
Θέλεις να πούμε τους δώδεκα ψαλμούς; Λέγω:
Ναι.
Και ψάλλει ο μικρότερος πέντε ψαλμούς από έξη στίχους και ένα Αλληλούια. Και σε κάθε στίχο, έβγαινε λαμπάδα φωτιάς από το στόμα του και ανέβαινε στον ουρανό. Το ίδιο και με τον μεγαλύτερο, όταν άνοιγε το στόμα του ψάλλοντας, σαν σχοινί φωτιάς έβγαινε και έφθανε έως τον ουρανό. Και εγώ είπα λίγα, οπού τα θυμόμουν. Και βγαίνοντας, λέγω:
Ευχηθήτε για μένα.
Και αυτοί έβαλαν μετάνοια, σιωπώντας. Έμαθα λοιπόν ότι ο μεγαλύτερος ήταν τέλειος. Ενώ τον μικρότερο τον πολεμούσε ακόμα ο εχθρός. Ύστερα δε από λίγες μέρες, κοιμήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός και την τρίτη μέρα ο μικρότερος».
Και όταν πήγαιναν μερικοί στον Αββά Μακάριο, τους έπαιρνε στο κελλί τους, λέγοντας: «Ελάτε να δείτε τον τόπο μαρτυρίου των μικρών ξένων».