Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου: Ὁ γέρο Παναῆς τῆς Λύσης (15/8/1905 – 30/12/1989)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸν ὅσιο γέρο Παναῆ τῆς Λύσης, τὸν γνωρίσαμε τὸ ἔτος 1987. Καί, ὅπως ἐμεῖς, ἔτσι καὶ πάρα πολλοὶ σύγχρονοι Κύπριοι τὸν γνώρισαν, καὶ σήμερα στὴ συνείδησή τους ἔχει καταγραφεῖ ὡς ἕνας ἀκόμη σύγχρονος ἅγιος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάποια στιγμὴ θὰ μιλήσει ὁ οὐρανός. Διότι ὅταν  μιλᾶμε γιά τὸν γέρο Παναῆ, πρέπει νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν ὅτι ἀναφερόμαστε σὲ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἕναν ἀσκητὴ μέσα στὸν κόσμο, μιὰ πραγματικὰ ὁσιακὴ μορφή, ποὺ ἐνῶ ποτὲ δὲν ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τέτοιας τιμῆς, ἔζησε σὰν κοσμοκαλόγερος. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ βίου του, πολλοὺς συμπατριῶτες μας ὁδήγησε «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας», ἀποδεικνύοντας ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἐγγάμους καὶ ἀγάμους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, καὶ ὅλοι καλοῦνται νὰ τὸ ἐφαρμόσουν. 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Ὁ γέρο Παναῆς γεννήθηκε σ’ ἕνα κεφαλοχώρι τῆς Μεσαορίας, δηλαδὴ τῆς μεγάλης πεδιάδας ποὺ εἶναι στὸ κέντρο τῆς Κύπρου, καὶ συγκεκριμένα στὴν ἁγιοτόκο καὶ ἡρωοτόκο Λύση τῆς Ἀμμοχώστου, στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1905 (γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβε στὸ Βάπτισμα τὸ ὄνομα Παναῆς, δηλ. Παναγιώτης). Ἦταν ὁ τέταρτος ἀπὸ ὀκτὼ ἀδέλφια, στὰ ὁποῖα οἱ γονεῖς τους Γεώργιος καὶ Μηλιὰ Χατζηϊωνᾶ φρόντισαν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων νὰ μεταγγίσουν τὸν θεῖο φόβο καὶ τὴν εὐλάβεια.  

Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως τὴν προσωπικότητα τοῦ γέρο Παναῆ, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ γενέτειρά του Λύση εἶναι ἕνα χωριό, στὰ ὅρια τοῦ ὁποίου ἀσκήτεψαν καὶ ἁγίασαν ἀρκετοὶ Ἅγιοι, ὅπως οἱ ὅσιοι Συνέσιος, Λεόντιος καὶ Θεόδωρος. Καὶ ἀκόμα, τὸ χωριὸ αὐτὸ σεμνύνεται μὲ τὴν παρουσία ἑνὸς ἄλλου θαυματουργοῦ τοπικοῦ Ἁγίου, τοῦ ὁσίου Εὐφημιανοῦ, ὅπου ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐκεῖ ἀσκητήριό του, σώζεται ὁ βυζαντινὸς ναός του, κοσμημένος μὲ ὡραιότατες τοιχογραφίες. Ἐξάλλου, ἡ Λύση εἶναι ἡ κοινότητα ποὺ ἀποθησαύριζε τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Λυσιώτισσας μέσα σὲ ἕνα θαυμάσιο σὲ μέγεθος καὶ ἀρχιτεκτονικὴ σύνθεση ἰταλοβυζαντινὸ ναό, μοναδικὸ γιὰ τὰ κυπριακὰ δεδομένα. Περαιτέρω, τὸ χωριὸ αὐτὸ δὲν εἶναι χωριὸ Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ἡρώων, ὅπως προεῖπα, μὲ κορυφαῖο τὸν Γρηγόρη Αὐξεντίου, ποὺ ἔπεσε μαχώμενος στὸ βωμὸ τῆς ἐλευθερίας τὸ 1957. 

Σὲ αὐτὴ τὴν πρὸ τοῦ 1974 κωμόπολη, ὁ πρᾶος Παναῆς ἦταν ὁ καντηλανάφτης τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Λυσιώτισσας, καὶ πολὺ γρήγορα οἱ χωριανοί του τὸν διέκριναν ὡς ἕνα θεοφόρο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ τοὺς παρηγορεῖ καὶ νὰ τοὺς καθοδηγεῖ. Ὁπόταν ἀντιλαμβάνεστε ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο ἕνας καντηλανάφτης μέσα σὲ μία κοινότητα νὰ ἀποκτήσει μιὰ τόσο ἐπίσημη θέση στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, οὕτως ὥστε ἡ Λύση νὰ σφραγιστεῖ ὡς κοινότητα ἀπὸ τὴν πνευματικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο, ποὺ γιὰ νὰ τὸν διακρίνουμε μέσα στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, λέμε «ὁ γέρο Παναῆς τῆς Λύσης».  Ὅπως κατὰ ἀναλογία λέμε, «ὁ ὅσιος Ἰάκωβος τῆς Εὔβοιας», ἢ «ὁ ὅσιος  Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης». 

Τὸ 1974 ὁ γέρο Παναῆς ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀγαπημένη του Λύση λόγῳ τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, γνωρίζοντας  τὴν τραγωδία τῆς προσφυγιᾶς καὶ ἐν τέλει ἐκοιμήθη πρόσφυγας στὴ Λάρνακα στὶς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1989. Αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν  ὅσιο Παναῆ τῆς Λύσης, ὄχι μόνο εἶχα τὴν εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσω, ὅπως ἔχω προαναφέρει, ἀλλὰ μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν σαβάνωσα ὅταν ἐκοιμήθη. 

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟ ΠΑΝΑΗ

Ὑπακούοντας στὴν προτροπὴ τοῦ τότε Γέροντός μου, ὁσίου Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν μου στὴν Ἑλλάδα ἐπέστρεψα στὴν Κύπρο καί, συγκεκριμένα, στὴ Λάρνακα, στὶς 16  Ἰανουαρίου 1987, μὲ σκοπὸ νὰ ἐγκαταβιώσω ὡς μοναχὸς στὸ Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κοντοῦ, ἐκεῖ, ὅπου διέμενε καὶ διακονοῦσε ὁ πατὴρ Συμεών, ὁ σημερινὸς ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου.

Ἐρχόμενος στὸ νησί, κόμιζα τὴν ἐμπειρία τῆς ἑλλαδικῆς ἁγιότητας, καὶ συγκεκριμένα, τῶν Γερόντων ποὺ γνώρισα, δηλαδὴ τῶν ὁσίων Πορφυρίου, Ἰακώβου, Παϊσίου, Εὐμενίου, καὶ πολλῶν ἄλλων. Ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ἐφάρμοζαν ἕναν ὑψηλότατο ἀσκητισμὸ παλαιοῦ τύπου, αἰσθανόμουνα ὅτι ἡ Κύπρος εἶναι ὁ φτωχὸς συγγενής! Βέβαια, ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποδείχτηκε ὅτι εἶχα λάθος. Ἡ Κύπρος δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς συγγενής, ὅπως νόμιζα, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη παραφυάδα τῆς ἴδιας ἑνιαίας παράδοσης τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία κυοφοροῦσε ἀνθρώπους, τόσο ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν λαό, ποὺ εἶχαν τὸ ἴδιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν ἴδια ἀντίληψη περὶ τῆς ἀσκήσεως, τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἁγιότητας.  

Ἔλα νὰ πᾶς νὰ δεῖς κι ἕνα δικό μας γέρο

Θέλοντας, λοιπόν, ὁ πατὴρ Συμεὼν νὰ μοῦ φανερώσει ἐμπράκτως αὐτὴ τὴν κοινὴ παράδοση, μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μοῦ εἶπε· «Ἔλα νὰ πᾶς νὰ δεῖς καὶ ἕνα δικό μας γέρο». Καὶ δὲν μοῦ εἶπε Γέροντα, τὴν ὥρα ποὺ ἐγὼ τοῦ μιλοῦσα γιὰ τὸν π. Ἰάκωβο καὶ τὸν π. Εὐμένιο. Γιὰ τὸν π. Συμεὼν ὁ Παναῆς ἦταν ἕνας Γέροντας τοῦ Γεροντικοῦ καὶ ὄχι μιὰ γραφικότητα, ἕνας εὐσεβὴς βρακᾶς (βρακοφόρος). Ἦταν ἕνας Γέροντας σὲ κυπριακὴ ἐκδοχή. Ἔτσι, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1987 συναντήθηκα μὲ τὸν γέρο Παναῆ, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου εἶδα ἀμέσως τὴν αὐθεντικὴ κυπριακὴ εὐσέβεια. Ἔκτοτε τὸν ἐπισκεπτόμαστε πολὺ συχνά, καὶ γνώρισα ὅλη τὴ συνοδεία του: τὸν ἀδελφό του Βασίλη καὶ τὶς ἀδελφές του Τρυφωνοῦ καὶ Θεωροῦ.  

Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ σημειώσω ὅτι γιὰ τὴν ἀκρίβεια τὸν γέρο Παναῆ τὸν εἶχα δεῖ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ μιὰ ἀγρυπνία, προτοῦ τὸν συναντήσω καὶ γνωριστοῦμε. Ἐπειδὴ μοῦ ἄρεσε πολὺ νὰ πηγαίνω σὲ ἀγρυπνίες, κάτι ποὺ συνήθισα νὰ κάνω στὴν Ἑλλάδα, τὸ ἀνέφερα στὸν π. Συμεὼν καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς δὲν κάναμε ποτὲ ἐδῶ ἀγρυπνία, ἀλλὰ ἂν θὲς νὰ πηγαίνεις, κάνει ἡ Φανερωμένη καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μακρῆς». Ἔτσι, λοιπόν, πῆγα στὴν πρώτη μου ἀγρυπνία ἐδῶ στὴν Κύπρο στὸν ναὸ τῆς Φανερωμένης, μὲ τὸν Νώνη Ἀντωνιάδη ἀπὸ τὴν Τερσεφάνου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους φίλους ποὺ γνώρισα, ποδοσφαιριστὴς τοῦ Πεζοπορικοῦ καὶ ἐνίοτε ψάλτης. 

Ζωγραφίζει καὶ εἰκονίζει τὸν Ἑξάψαλμο!

Ὅταν, λοιπόν, ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ Ἑξάψαλμου στὴν ἀγρυπνία αὐτή, ὅλοι παραμέρισαν καὶ ἦρθε ὁ γέρο Παναῆς νὰ τὸν διαβάσει. Ἀκούγοντάς τον, αἰσθάνθηκα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζωγραφίζει καὶ εἰκονίζει τὸν Ἑξάψαλμο!  Ἦταν κάτι πολὺ συγκλονιστικὸ γιὰ μένα. Τὰ μάτια μου «ἔτρεχαν»! Ὅλο τὸ κλίμα τοῦ ναοῦ ἦταν συγκλονιστικό. Μὲ τὶς μαυροφορημένες γυναῖκες τῆς Κύπρου, τὶς μητέρες τῶν ἀγνοουμένων, τὴν Ἐλλοῦ, τὴν πιὸ χαρούμενη ἀπὸ αὐτές, τὴ λεγόμενη «ἑκατομμύριο», τὴ Δέσποινα, τὴν Κυριακοῦ, οἱ ὁποῖες εἶχαν πολὺ πόνο, τοὺς Λυσιῶτες, τοὺς Κοντεάτες, τοὺς Καρπασίτες, τὸν κόσμο τῆς Μεσαορίας, τὸν κόσμο τῆς Κύπρου… Οἱ Λαρνακεῖς ἦσαν λίγοι, ἀλλὰ θυμᾶμαι τὴν Ἀντωνιέττα, ποὺ κι αὐτὴ κόμιζε μιὰν ἄλλην ἀστικὴ εὐσέβεια. Μέσα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸν προσφυγόκοσμο, ποὺ εἶχε μετασχηματίσει τὸν πόνο του σὲ προσευχὴ καὶ ἀγρυπνία, ξεχώριζε ὁ γέρο Παναῆς. 

Ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ὄρθιο, νὰ ἀτενίζει μὲ δάκρυα αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ τόνος ποὺ ἔδινε στὴν ἀνάγνωση, μὴ νομίζετε ὅτι ἦταν τόνος κατανυκτικός. Ἐνῶ ὁ πολὺς ὁ κόσμος αἰσθανόταν κατάνυξη, αὐτὸς ζοῦσε ἀγαλλίαση, δόξα καὶ χαρά! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τόνος του ἦταν δοξαστικός. Αὐτὸ νὰ τὸ προσέξουμε οἱ νεώτεροι, ποὺ καλλιεργοῦμε μία εὐσέβεια λίγο μίζερη καὶ κακόμοιρη. Αὐτοῦ, ὄντως, ἦταν χαρούμενη ἡ εὐσέβειά του, δοξαστική.

Ὑπάρχει ἠχογραφημένη αὐτὴ ἡ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν γέρο Παναῆ, καὶ ἀξίζει νὰ τὴ βροῦμε, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἔλεγε, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», καὶ νὰ τονίζει τὶς λέξεις. Δὲν εἶναι μιὰ γραφικότητα, ὅπως νόμιζαν μερικοί. Ὄχι. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ θεολογία, τοῦ τί εἶναι Λειτουργία καὶ τί Ἀκολουθία στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία. Ὅτι εἶναι δοξασμός, εἶναι χαρά! Δὲν εἶναι κατάνυξη καὶ θλίψη, ὅπως λένε στὴ νεώτερη εὐσέβεια, ποὺ ἐν πολλοῖς γίνεται εὐσεβισμός, ἐὰν δὲν προσέξουμε. Δὲν ἔχει καμμία σχέση αὐτό! Στὸν γέρο Παναῆ τὸ ζοῦσες αὐτὸ τὸ πράγμα. Ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ὁ ὁποῖος εἶχε χαρὰ Χριστοῦ, εἶχε δόξα Χριστοῦ, ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος σοῦ ἔλεγε ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία. 

«Ἄ ξ ι ο ς! Καὶ εἰς ἀνώωωτερα…»!

Μάλιστα ἕνα περιστατικὸ μὲ τὸν γέρο Παναῆ, ποὺ ἀξίζει νὰ εἰπωθεῖ καὶ συνέβη τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας μου σὲ διάκονο τὸ ἔτος 1987, τὸ ὁποῖο ἴσως νὰ εἶχε καὶ προφητικὴ διάσταση, ἦταν τὸ ἑξῆς: 

Ἔρχεται, λοιπόν, μὲ τὴ «βρακούδα» του νὰ μοῦ εὐχηθεῖ, ἀφοῦ ὅλοι παραμέρισαν —δεῖγμα τοῦ σεβασμοῦ ποὺ τύγχανε σὲ ὅλη τὴ Λάρνακα. Καὶ ὅπως σκύβω, διότι ἐγὼ εἶμαι ψηλὸς καὶ αὐτὸς ἦταν κοντός, μοῦ λέει μὲ τὴ στεντόρεια φωνή του:  «Ἂ ξ ι ο ς! Καὶ εἰς ἀνώωωτερα…»! Καὶ ὅπως ἔδειξε μὲ τὸ κεφάλι του στὸ «καὶ εἰς ἀνώτερα», ἐγὼ γύρισα καὶ εἶδα τὸν Μητροπολίτη Κιτίου, ποὺ ἔδινε δίπλα τὸ ἀντίδωρο! 

ΑΣΚΗΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Τί ἦταν ὅμως αὐτὸ ποὺ ξεχώριζε τὸν γέρο Παναῆ ἀπὸ τοὺς ἄλλους γέρους, ποὺ γνωρίσαμε ἐπίσης, εὐλαβέστατους, ἐνάρετους, μερικούς, τολμῶ νὰ πῶ, καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, σὲ ἄλλες κοινότητες; Ὁ γέρο Παναῆς δὲν ἦταν ἁπλῶς φορέας τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας, ἀλλὰ ἦταν ἕνας ἐν ἐπιγνώσει ἀσκητὴς μέσα στὸν κόσμο. Ὅταν ἡ Κύπρος ἑτοιμαζόταν γιὰ τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγώνα τῶν ἐτῶν 1955-1959, ὁ Παναῆς ἤδη ἔκανε ἕναν ἄλλον ἀγώνα, πνευματικό. Πρῶτα πολέμησε μὲ «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον», τὸν ἑαυτό του, καὶ ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὰ ὅποια πάθη εἶχε ὁ ἴδιος, εἴτε κληρονομικά, εἴτε ἐπίκτητα. Καί, μαζί, βοήθησε καὶ τ’ ἀδέλφιά του νὰ εἰσέλθουν σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ἀλλὰ βοηθήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, διότι ὅλοι μαζὶ δημιούργησαν ἕνα περιβάλλον ἡσυχαστικὸ μὲ διακριτοὺς ρόλους ὁ καθένας. Ὅπως πρέπει νὰ λειτουργεῖ μιὰ μοναστικὴ κοινότητα, μιὰ ἐνορία, μιὰ οἰκογένεια καὶ ἐν δυνάμει ἡ εὐρύτερη κοινωνία. Δηλαδὴ ὁ γέρο Παναῆς ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὴν πνευματικὴ ἀσκητικὴ παράδοση τῆς μονῆς Σταυροβουνίου, εἶχε καὶ «συνασκητὲς» μέσα στὸ σπίτι ποὺ τὸν στήριζαν μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ὑπακοή τους πρὸς αὐτόν. Τὴν ἀδελφή του Τρυφωνοῦ, τὸν ἀδελφό του Βασίλη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδελφή τους τὴ Θεωροῦ πού, ἂν καὶ ἦταν παντρεμένη, ζοῦσε καὶ αὐτὴ μὲ τὴν ἴδια ἔνταση καὶ ποιότητα τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τῶν ἀγάμων ἀδελφιῶν της. Ἐπιβεβαιώνοντας στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ λέμε συνεχῶς, ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνονται  σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἔγγαμους καὶ ἄγαμους, φτάνει νὰ θέλουμε ἐμεῖς νὰ τὶς βάλουμε στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὶς καλλιεργοῦμε  πάντα μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου.

Ὁπόταν, ὅποτε πηγαίναμε νὰ τοὺς δοῦμε στὴν προσφυγικὴ οἰκία τους στὸν  συνοικισμὸ τῶν  Ἁγίων  Ἀναργύρων στὴ Λάρνακα, μᾶς ὑποδέχονταν ἡ Τρυφωνοῦ ὡς ἄλλη Μάρθα καὶ ὁ Βασίλης, πάντα χαμογελαστός, ὡς τέλειος ὑποτακτικός, ποὺ χαριτωμένα μᾶς ἔλεγε, «ὅ,τι θέλει ὁ κουμπάρος», δηλαδὴ ὁ Παναῆς. Αύτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἦταν δύσκολο νὰ ἀντιληφθεῖς ὅτι στὸ σπίτι ὑπῆρχε μιὰ ζῶσα ἀδελφότητα ποὺ εἶχε γεύση ἁγιότητας, τὴ γεύση  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αἰσθανόσουν τὴν ἐνέργεια τῆς μετανοίας, τῆς προσευχῆς, τῆς εὐχαριστίας, τῆς δοξολογίας πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ νὰ διαχέεται σὲ ὅλο τὸν εὐλογημένο σπίτι τους. Κατ’ ἀκολουθίαν, τὰ ἁγιασμένα αὐτὰ ἀδέλφια μὲ «ἡγούμενο» τὸν Παναῆ,  ἀναπόφευκτα ἔκαναν μία κατ’ οἶκον ἐκκλησίαν, μίαν ταπεινὴ καὶ ἀθόρυβη ἀσκητικὴ παλαίστρα μέσα στὸ χωριό τους. Καὶ στὴ συνέχεια, μὲ εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ τους, τοῦ παπᾶ Κυπριανοῦ Σταυροβουνιώτη, ἵδρυσαν ἕνα χριστιανικὸ σύλλογο στὸ χωριό, κάτι ποὺ ἦταν πρωτόγνωρο τότε στὴν Κύπρο. Καὶ ἐκεῖ μαζεύονταν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ ὁ Παναῆς τοὺς ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο, τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Καὶ ἀκόμη βρῆκε τὸν Εὐεργετινὸ καὶ τοὺς διάβαζε ἀπὸ μέσα. Πρὶν δημιουργήσουν οἱ Μητροπόλεις Κατηχητικά, ὁ Παναῆς ἔκανε τὸ ἔργο τοῦ κατηχητῆ, καὶ μάλιστα μὲ τὸν παραδοσιακὸ Ὀρθόδοξο τρόπο. Ἔτσι ὁδηγοῦσε τοὺς χωριανούς του στὴν ἀσκητικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Βέβαια, νὰ ποῦμε, ὅτι, ὁ σύλλογος αὐτὸς δὲν ἦταν μία θρησκευτικὴ ὀργάνωση. Ἦταν ἕνας χῶρος καὶ τρόπος, ποὺ ἀνεδείκνυε ἐκκλησιαστικοὺς ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνοδεία λαϊκῶν ἀσκητῶν ποὺ συγκροτήθηκε γύρω ἀπὸ τὸν Παναῆ προέκυψε ἕνα μοναστήρι, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸν Ἀχερᾶ,  ἔγιναν ἀκόμη ἄλλοι ἱερεῖς καὶ ἄλλοι ἱεροψάλτες. Καὶ ἀκόμα, ὁ μεγάλος Πνευματικὸς τῆς Λευκωσίας, ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας Γαβριὴλ Σιόκουρος ἀπὸ τὴ Λύση, προῆλθε ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνοδεία, καὶ πῆγε μετὰ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Ἔγκωμη Ἀμμοχώστου. 

Ἐν ὁλίγοις, ὁ ὅρος, ποὺ καθιερώθηκε ἐν ὑστέροις χρόνοις, «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», βρίσκει τὴν πλήρη ἐφαρμογή του στὸ πρόσωπο τοῦ Παναῆ, τοῦ ἀδελφοῦ του Βασίλη καὶ τῆς ἀδελφῆς τους Τρυφωνοῦς. Τρεῖς ἀδελφοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Χριστὸ ἐνσυνείδητα, ποὺ  ζοῦσαν ἀσκητικά, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἔγγαμοι, οὔτε μοναχοί. Καὶ εἶχαν ὡς πρῶτο πνευματικὸ καθοδηγητὴ τὸν μεγάλο Πνευματικὸ τῆς Κύπρου παπᾶ Κυπριανὸ τὸν Σταυροβουνιώτη († 1955). Αὐτὸς τοὺς συμβούλευσε νὰ μείνουν στὸ χωριό τους, χωρὶς νὰ γίνουν μοναχοί, καὶ νὰ ζήσουν τὸν μοναχισμὸ στὸ σπίτι τους. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παπᾶ Κυπριανοῦ, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ οἰκογένεια συνέχισε νὰ ἐξομολογεῖται στὸ Σταυροβούνι, στὸν Γέροντα Γερμανὸ ἀρχικά, καὶ κατόπιν στὸν Γέροντα Ἀθανάσιο ποὺ προαναφέραμε.

Ὁ ἔνδακρυς καντηλανάφτης τῆς Κύπρου καὶ ἡ Παναγία τῆς Λύσης

Πέρα ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὴ διδασκαλία καὶ κατήχηση τοῦ λαοῦ, ὁ γέρο Παναῆς μετετράπη σὲ ἄνθρωπο τοῦ ναοῦ της Παναγίας τῆς Λύσης, ὅπως σημειώσαμε στὴν εἰσαγωγή. Μοῦ ἔλεγαν οἱ Λυσιῶτες πὼς πρὶν τὸ 1974, ὅ,τι ὥρα ἤθελαν νὰ βροῦνε τὸν γέρο Παναῆ, θὰ τὸν ἔβρισκαν νὰ διαβάζει, εἴτε Χαιρετισμούς, εἴτε Παράκληση μπροστὰ στὴν Παναγία τῆς Λύσης, ποὺ ἦταν θαυματουργὸ εἰκόνισμα. Ὅ,τι πρόβλημα εἶχε μιὰ Λυσιώτισσα, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ τὸ μάθαινε ἦταν ὁ γέρο Παναῆς. Καὶ αὐτὸς θὰ ἔκανε προσευχή, εἰδικὰ στὴν Παναγία. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ πρόσωπό του, πρόσωπο ἀναφορᾶς. 

Ἔλεγε κάποτε ἕνας πολὺ καλὸς ἐπίσκοπος, ποὺ ξεκίνησε τὴν ἀρχιερατική του διακονία στὴν Κύπρο, ὁ μακαριστὸς Νικαίας Γεώργιος, ὁ ὁποῖος διετέλεσε προηγουμένως χωρεπίσκοπος Τριμιθοῦντος, ὅτι πῆγε νὰ λειτουργήσει στὴ Λύση. Τὴν ὥρα τοῦ «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου, ὑπερευλογημένης ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας», ἅπλωσε τὸ χέρι γιὰ νὰ πάρει τὸν θυμιατό. «Καὶ ὅπως ὁ καντηλανάφτης μοῦ φίλησε τὸ χέρι», εἶπε, «ἔβρεξε τὸ χέρι μου ἀπὸ τὰ δάκρυά του! Καὶ γύρισα νὰ τὸν ἰδῶ, καὶ εἶδα ἕναν ἀστραπόμορφο γέροντα ἔνδακρυ. Καὶ εἶπα: Γύρισα τὸν κόσμο ὅλο, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κύπρο, ἀλλὰ τέτοιο καντηλανάφτη, μὲ τέτοια αἴσθηση τῆς Θείας Λειτουργίας, δὲν ξαναεῖδα»!

ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

Ὁ γέρο Παναῆς ἀξιώθηκε τῆς δωρεᾶς ποικίλων χαρισμάτων ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν μιὰ συγκλονιστικὴ προσωπικότητα. Μοῦ ἔκαμε ἐντύπωση τὸ φωτισμένο του μάτι. Ὁ ὀφθαλμός του εἶχε φῶς. Ἀντιλήφθηκα ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔβλεπε μέσα σου, διότι εἶχα ἤδη αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντες ἀνθρώπους, ποὺ γνώρισα στὴν Ἑλλάδα. Τὸ μάτι του ἦταν ἐποπτικὸ καὶ μοῦ θύμισε τὸ μάτι τοῦ ἁγίου Ἰάκωβου (Τσαλίκη). Αἰσθανόσουν ὅτι ἔβλεπε μέσα σου μὲ πατρότητα, μὲ σεβασμό, μὲ διάκριση καὶ ὄχι κατάκριση, μὲ ἀγάπη καὶ ἔλεος. Ἦταν πολὺ ἔξυπνος καὶ εὔστροφος. Τὸ χιοῦμορ του καὶ ἡ δυνατότητα νὰ δίνει ἄμεσες φωτισμένες ἀπαντήσεις μοῦ θύμιζε πάρα πολὺ τὸν ἅγιο Παΐσιο, ποὺ εἶχε τὸ ἰδίωμα τῆς ἁγιασμένης ἐξυπνάδας.  

Τὸ διαπίστωσα, ἐπειδὴ γνώρισα τὸν ἅγιο Ἰάκωβο, ποὺ εἶχε μέγα διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα, ἀλλὰ τὰ ἔκρυβε. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν μιλᾶς μαζί τους, μιλοῦν σὲ διάφορα ἐπίπεδα τὴν ἴδια ὥρα. Ἕνα ἐπίπεδο εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπουν ἀπέναντί τους, ἕνα ἄλλο εἶναι αὐτὸ τῆς μνήμης, ποὺ εἶναι γεμάτη φῶς, καὶ ἕνα τελευταῖο εἶναι αὐτὸ τοῦ μέλλοντος, ποὺ βλέπουν. Δηλαδή, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον λειτουργεῖ ταυτόχρονα στὴν ὅρασή τους. Οἱ κουβέντες αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τυχαῖες. Αὐτοὶ οἱ ἁπλοὶ καλόγεροι, ὅπως ὁ π. Παΐσιος, ὁ π. Ἰάκωβος, ὁ π. Πορφύριος, εἶχαν αὐτὰ τὰ ἔκτακτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Καὶ βέβαια δὲν ἦταν μόνο τὸ προορατικὸ καὶ τὸ διορατικὸ χάρισμα, ποὺ εἶχαν. Αὐτὰ εἶναι μικρότερα χαρίσματα μπροστὰ στὴν πατρότητα, τὴν ὁποία ἐξέπεμπαν, σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἄλλους, ἀκόμα καὶ κληρικοὺς καὶ ἀρχιερεῖς.

Μάλιστα σὲ μία ἀπὸ τὶς συναντήσεις μου μὲ τὸν γέρο Παναῆ μοῦ περιέγραψε μὲ θεολογικὴ ἀκρίβεια τὴ διαδικασία τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τοῦ φωτισμοῦ, τῆς κάθαρσης καὶ τῆς θέωσης, λέγοντάς μου τὰ ἑξῆς:

«Ὅταν ἔρθει τὸ φῶς μέσα στὴν καρδία, γιέ μου, ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει στρώσεις-στρώσεις καὶ μετανιώνει καὶ ξεμπαζώνει. Πρῶτα αὐτὰ ποὺ ἔκαμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἡλικία. Δηλαδή, ἂν εἶσαι σαράντα, τὲς ἁμαρτίες ποὺ εἶσαι τριάντα. Μετά, πᾶς εἰς τὰ ποὺ ἤσουν εἴκοσι. Μετά, πᾶς εἰς τὰ ποὺ ἤσουν δέκα χρονῶν. Ἐκεῖ στὰ δέκα, δεκαπέντε, εἶναι τὰ δύσκολα, ξέρεις… Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, εἶναι τόσο σπλαγχνικό, ποὺ σὲ φωτίζει πλέον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέμε «Βασιλεῦ, οὐράνιε», εἶναι προσευχὴ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀφοῦ τὰ λόγια, ἔχουν σημασία. «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καί τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός», ὡς  ἐδῶ εἶναι ὁμολογία. Μετά, «ἐλθέ», ἔλα «καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος», νὰ τὸ καθαριστήριο. Τὸ καθαριστήριο εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Βασιλέας. Μόλις δεῖ ὅτι καθαρίστηκε ἡ καρδία, ἔρχεται ὁ Χριστός, βασιλέας ἀφέντης καὶ κάθεται στὴν καρδία. Καὶ τότε, ἀρχίζει πλέον ἡ ἐποχὴ τῆς ἁγιότητας τοῦ ἀνθρώπου».

Ἡ πνευματικὴ πατρότητα τοῦ παπποῦ

Ὅπως ἔχουμε προαναφέρει, τὸ μεγαλύτερο χάρισμα ποὺ εἶχε ὁ γέρο Παναῆς ἦταν αὐτὸ τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ὅσοι παρευρέθηκαν στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του, θὰ θυμοῦνται πῶς ἀποκάλεσε τὸν γέρο Παναῆ ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας τοῦ Σταυροβουνίου, ὁ π. Ἀθανάσιος, ὁ Πνευματικὸς τῶν Πνευματικῶν, ὁ Γέροντας τῶν Γερόντων τῆς Κύπρου. Στὸν ἐπικήδειο ποὺ ἐκφώνησε σ᾽ αὐτόν, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: 

«Πάτερ Παναῆ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐργάτα τοῦ Κυρίου, ψυχὴ τοῦ Παραδείσου, μακαρία ἡ ὁδὸς ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως»! Τὸν ἀποκάλεσε «Πάτερ Παναῆ»! 

Καί, τότε, ὅλους τοὺς παρόντες σὰν νὰ μᾶς διαπέρασε ρεῦμα ἠλεκτρικό. Τί γίνεται ἐδῶ; Πῶς ὁ ἡγούμενος τοῦ Σταυροβουνίου, ποὺ ὅλοι ξέρουμε πόσο φειδωλὸς εἶναι σὲ ἐπαίνους καὶ σὲ λόγια, ἀποκαλεῖ ἔτσι ἕνα λαϊκό; Τί σήμαινε νὰ τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα; Σήμαινε ὅτι ἦταν ὁ πατέρας ὅλων ἐκείνων τῶν πατέρων, ποὺ πήγαιναν κοντά του νὰ βροῦν παρηγοριά, νὰ βροῦν νόημα ζωῆς, νόημα θανάτου. Ἦταν ὁ πατέρας ὅλων τῶν μανάδων τῶν ἀγνοουμένων, ὅλων τῶν προσφύγων, τῶν χαμένων. Καὶ στὴν κηδεία του ἤμασταν παρόντες 25 ἱερεῖς καὶ 2 διάκονοι, οἱ μοναχές, ποὺ ὠφέλησε μὲ τὸ καλό του παράδειγμα, καὶ πλῆθος λαοῦ, ποὺ παρηγόρησε, ἀπὸ τὴ Λύση, τὴ Λάρνακα, τὰ χωριά, πρόσφυγες. Διότι αὐτὸς συνεχῶς μᾶς ἔδινε ἐλπίδα ὅτι κάποτε θὰ τελειώσει ὅλη αὐτὴ ἡ δοκιμασία τῆς Κύπρου. Θυμᾶμαι, ποὺ ὅταν ἄκουε ὅτι ἀναδείχθηκαν πολλοὶ ἁγιογράφοι, ἔλεγε: «Μά, πρέπει νὰ γίνουν, γιέ μου, πολλοὶ ἁγιογράφοι. Θὰ ἔρθει ἐποχή, ποὺ θὰ θέλουμε νὰ ζωγραφίζουμε πολλὲς εἰκόνες γιὰ τοὺς ναούς μας στὰ κατεχόμενα, καὶ  πρέπει νὰ ἔχουμε πολλοὺς ἁγιογράφους». 

Ὁ ἐλεήμων γέρο Παναῆς

Μιὰ ἄλλη πλευρὰ τῶν χαρισμάτων του ἦταν αὐτὴ τῆς ἐλεημοσύνης, τὴν ὁποία ἀσκοῦσε καὶ τὴ ζοῦσε ὁ κόσμος τῆς Λύσης. Δηλαδή, ὅπου ἤξερε ὁ ἴδιος ὅτι ὑπῆρχαν ἀνάγκες, ἔπαιρνε, εἴτε ἀπὸ πλουσίους, εἴτε ἀπὸ τὰ δικά του ὑστερήματα, καὶ κρυφὰ ἀσκοῦσε αὐτὴ τὴν ἀρετή. Ἐπίσης, ἦταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ ἔπαιρνε τὸν παπᾶ γιὰ νὰ κοινωνήσει τοὺς ἀρρώστους. Λέει ὁ παλιὸς παπᾶς τῆς Λύσης ὅτι μιὰ μέρα ἔβρεχε καὶ τοῦ εἶπε: «Μά, ποῦ νὰ πᾶμε τώρα, Παναῆ, νὰ κοινωνήσουμε τοὺς ἀρρώστους; Δὲν βλέπεις ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ βγοῦμε ἔξω, οὔτε μέσα στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς πολλὲς βροχές»; Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: «Ἔλα παπᾶ μου, καὶ θὰ μᾶς φυλάξει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου». Πῆγαν, λέει, κοινώνησαν τὸν κόσμο, τοὺς ἀρρώστους, χωρὶς νὰ πέσει οὔτε μία σταγόνα βροχῆς ἐπάνω τους!

Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων

Ἐπίσης, κάτι ποὺ χαρακτήριζε ἔντονα τὸν γέρο Παναῆ καὶ τὴ συνοδεία του, τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, τὸν Βασίλη, τὴν Τρυφωνοῦ, τὴ Θεωροῦ, ἦταν ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων ποὺ ἔκαναν στὴν προσευχή τους, κάτι ποὺ πολὺ ἀργότερα κατάλαβα τὴν ἀξία του. Κάτι, ποὺ ἔκαναν καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος καὶ ὁ Γέρο Εὐμένιος. Αὐτοὶ βέβαια καθηκόντως, ὡς παπάδες· καὶ αὐτὸς τὸ ἔκανε χωρὶς νὰ εἶναι ἱερέας. Κάθε μέρα στὶς 1 μ.μ. ἔκανε Παράκληση στὸ σπίτι του. Καί, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Παράκλησης, γονάτιζε καὶ αὐτὸς καὶ ἡ συνοδεία του καὶ μνημόνευαν ἀπὸ ἕνα δεφτέρι γύρω στὶς δυόμισυ χιλιάδες ὀνόματα ἀνθρώπων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καὶ παράδοση τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ξέρω ἀνθρώπους στὴ Λάρνακα, ποὺ μοῦ εἶπαν πὼς ἔμαθαν νὰ μνημονεύουν ὀνόματα ἀπὸ τὸν γέρο Παναῆ. Αὐτὸ δείχνει μιὰ λαϊκὴ ἱερωσύνη. Αὐτὸ δὲν ἦταν κάτι ποὺ ἔκανε μονάχα ὁ γέρο Παναῆς, ἀλλὰ κάτι ποὺ γινόταν στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ὑπῆρχε στὴν Κύπρο, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐξομολογῶ διαφόρους ἀνθρώπους καί, μεταξὺ ἄλλων, τοὺς ὑποδεικνύω νὰ μνημονεύουν τὶς νύκτες ὀνόματα ζώντων καὶ κεκοιμημένων, καὶ μοῦ λένε ὅτι ἤδη τὸ κάνουν, ἐπειδὴ τοὺς τὸ εἶπε ἡ γιαγιά τους, ὁ παπποῦς τους.  Ἄρα εἶναι παράδοση αὐτό, παράδοση τῆς Ἀνατολῆς.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 

Πολλὰ εἶναι τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν γέρο Παναῆ, ἀλλὰ  γιὰ μένα τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ ὁποῖο διάβασα κάπου, ἦταν ὅτι δέκα χρόνια πρὶν τὸ 1974, τὸ 1964, ποὺ ἔγιναν οἱ πρῶτες διακοινοτικὲς ταραχές, ἀντελήφθη ὁ γέρο Παναῆς ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὴν Κύπρο. Καί, τί ἔκανε; Προσέθεσε στὶς ἄλλες του Ἀκολουθίες, ποὺ καθημερινὰ τελοῦσε, Παράκληση ἐπὶ ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων. Αὐτὸ σημαίνει φώτιση καὶ διορατικότητα. Ἔβλεπε τὰ κακὰ ποὺ ἔρχονταν, καὶ ἕνα χρόνο προηγουμένως, προετοίμασε τοὺς Λυσιῶτες ὅτι θὰ ξεριζωθοῦν ἀπὸ τὸ χωριό τους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, λέγοντάς τους χαρακτηριστικά: «Ἐλᾶτε νὰ χαρεῖτε τὴν ἐκκλησία μας τώρα, γιατὶ μετὰ δὲν θὰ μπορεῖτε». 

Προφητεία γιὰ τὴν Εἰσβολὴ τοῦ 1974 

Τὸ ὅτι εἶχε προγνωρίσει τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ τοῦ 1974, ἀποδεικνύεται κι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε στοὺς Λυσιῶτες: «Τί κρίμα, ποὺ χτίζετε μεγάλα σπίτια! Τοῦρκοι θὰ τὰ κατοικήσουν»!  Ὅπως καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τὴν ἴδια ἐποχὴ γνώριζαν ὅτι θὰ γίνει εἰσβολή, ἀφοῦ τοὺς εἶχε ἀποκαλύψει ἡ Θεοτόκος ὅτι ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὴν Κύπρο. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε πεὶ ἡ Παναγία τὸ 1964· «Πρέπει νὰ ἐπιστρατευτεῖτε μὲ ἀγρυπνίες, νυχτερινὲς προσευχές, μετάνοιες»· καὶ ἀναφέρομαι στὸν μακαριστὸ Στυλλῆ τὸν Μυλωνᾶ ἀπὸ τὴν Εὐρύχου. Ὁ ὁποῖος μὲ ἀφέλεια ἀποκρίθηκε στὴν Παναγία:  «Παναγία μου, ἀφοῦ θὰ  ’ρθοῦν οἱ Τοῦρκοι, γιατί νὰ μὴν κοιμοῦμαι τὴ νύχτα καὶ νὰ κάμνω ἀγρυπνίες»; Καὶ τοῦ λέει ἡ Παναγία: «Γιὰ νὰ  ’ρθεῖ τὸ κακὸ λιγότερο». 

Παρόμοια προγνώρισε τὸ κακὸ ποὺ ἐρχόταν καὶ ὁ συγχωριανός μου ὁ ψάλτης, ὁ Δημήτρης τοῦ Πρωτόπαπα ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδια. Λίγο πρὶν τὴν εἰσβολή, ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ὅταν ἡ κόρη του ἡ Μηλοῦ τὸν ρώτησε γιατί κλαίει, αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: «Ἄχ, κόρη μου, Τοῦρκοι θὰ  ’ρθοῦν στὸ χωριό μας καὶ θὰ γίνουμε πρόσφυγες». «Τί λὲς πατέρα; Καὶ θὰ μείνουμε γιὰ πάντα πρόσφυγες»; «Ὄχι», τῆς εἶπε. «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι ἱδρύθηκε στὴν Τουρκία μία καινούργια χώρα, ποὺ θὰ λέγεται Κουρδία, τότε νὰ ξέρετε ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν ὅλοι πίσω. Ἀλλὰ μέχρι τότε, πολλοὶ θὰ πεθάνουν στὴν προσφυγιὰ μὲ τὴν πίκρα τῆς ἀναμονῆς τῆς ἐπιστροφῆς». «Καὶ μέχρι ποῦ θὰ ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι, πατέρα»; «Μέχρι τὸν Ἀστρομερίτη», τῆς ἀπάντησε. Αὐτὸ ἦταν ἀδιανόητο τότε. Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγες κάποιου ὅτι θὰ καταλάβουν τὴν Ἀραδίππου οἱ Τοῦρκοι, ὄχι ὅμως καὶ τὴ Λάρνακα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γεωγραφικὴ σχέση Ζώδιας-Ἀστρομερίτη. Ὁ δὲ καρδιακός φίλος τοῦ Παναῆ καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφός του, ὁ ὅσιος γέρο Χατζηφλουρέντζος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τὸ 1969, προφήτευε στὰ παιδιά του καὶ στοὺς οἰκείους του τὰ γεγονότα ποὺ ἦλθαν ἀργότερα, τὸ 1974: Τὸ πραξικόπημα, τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων, τὴν παρατεταμένη κατοχή, καθὼς καὶ τὴ μελλοντικὴ ἐλευθερία τῆς Κύπρου. 

Ὁ γέρο Παναῆς καὶ ὁ γέρο Χατζηφλουρέντζος

Ἐδῶ, θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὴν ἐν Χριστῷ φιλία αὐτῶν τῶν δύο πολὺ σημαντικῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ τόπου μας. Δὲν ἦσαν ἁπλῶς δύο ἀδελφικοὶ φίλοι ποὺ εἶχαν κοινὰ ἐνδιαφέροντα, ἀλλὰ ἦσαν δύο χαριτωμένοι ἄνθρωποι, ποὺ ἡ Θεία Χάρις τοὺς ἕνωνε καὶ τοὺς συνέδεε μέσῳ τῆς μετανοίας καὶ τῆς προσευχῆς τους, ποὺ ἀφοροῦσε τὸ μέλλον μας, τὸ μέλλον τῆς Κύπρου. Διότι, οἱ δύο θεοφόροι ἄνθρωποι εἶχαν τὴν πνευματικὴ ὅραση καὶ  ἤξεραν αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ τὸ 1982 ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι δηλαδὴ «τὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου δὲν εἶναι πολιτικό, ἀλλὰ στὸ βάθος εἶναι πνευματικό». Ὁ Παναῆς καὶ ὁ Χατζηφλουρέντζος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπαν αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπουμε. Ἔβλεπαν μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας τους καὶ εἶχαν τὴν ἴδια βεβαιότητα μὲ τον ἅγιο Παΐσιο, μᾶλλον προηγήθηκαν τοῦ ἁγίου,  ὅτι ὁ τόπος χρειάζεται ἐπειγόντως πνευματικὲς βάσεις, γιὰ νὰ ἀποβάλει κυρίως τὶς ψυχοφθόρες βάσεις τοῦ ἀντίθετου πνεύματος καὶ τὶς προσωρινὲς τῶν κατακτητῶν. 

Πρωτίστως, εἶχαν τὸ ὅραμα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ λάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, ποὺ ὄχι μόνο ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μιὰ ὁλάκερη ἀμετανόητη κοινωνία μπορεῖ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν πνευματικὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ ἡ μετάνοια καὶ ἡ προσευχή τους ἦταν μεγάλης ἔντασης, βαθιὰ καρδιακή, βαθιὰ πονεμένη καὶ ἀγκάλιαζε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλη τὴν Κύπρο, ὅλη τὴν  οἰκουμένη. Δὲν μποροῦσε ὁ πνευματικός τους πόνος νὰ ἐξαντληθεῖ στὴν ἐπικαιρότητα τοῦ κόσμου τούτου, στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κύπρου, ἢ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάποιες ταλαιπωρίες καὶ ἀσθένειες. Ἀλλὰ τὰ δάκρυά τους τὰ ἔχυναν γιὰ τὴν ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προσεύχονταν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὸ θεῖο θέλημά Του, στὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.  

Ἀλίμονο σ’ ἕναν τόπο ποὺ δὲν ἔχει τέτοιους ἁγίους ἀνθρώπους! Διότι οἱ  ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν μετανοοῦν μόνο γιὰ τὰ δικά τους πάθη καὶ λάθη, ἀλλὰ μετανοοῦν γιὰ τοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιάδες τους, γιὰ τὸν πατέρα τους, γιὰ τὴ μάνα τους, γιὰ τὴ γυναίκα τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους, γιὰ τοὺς  προγόνους τους, ὥστε νὰ καθαρίσει ἡ κληρονομικότητά τους, γιὰ τοὺς χωριανούς τους, τοὺς συμπατριῶτες τους, γιὰ τὸν τόπο τους, γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι κλαῖνε καὶ θρηνοῦν προκαταβολικὰ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ μᾶς καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν εἰλικρινὴ μετάνοιά τους, τοὺς δίνει συνεχῶς δῶρα. 

Κάτι τέτοιο συνέβηκε ἕνα βράδυ, ποὺ ὁ Χατζηφλουρέντζος ἦταν στὸ σπίτι τοῦ Παναῆ καὶ προσευχόντουσαν, καὶ ὁ γέρο Παναῆς ἄρχισε νὰ διηγεῖται ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ τοῦ συνέβη, τὸ ὁποῖο περιγράφει μὲ πολὺ γλαφυρότητα καὶ ἐκφραστικὸ πλοῦτο ἡ συγγραφέας Γιῶτα Παρασκευᾶ στὸ βιβλίο της «Ὁ ποδηλάτης τοῦ Θεοῦ- Γέρων Χατζηφλουρέντζος», ἐκδ. Ἐν Πλῷ, 12020, Ἀθήνα, τὸ ὁποῖο καὶ παραθέτουμε: 

«Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸ λιτὸ δεῖπνο τους, κάθονταν οἱ δυό τους στὴ σάλα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παναῆ, μὲ σταυρωμένα τὰ ἀργασμένα ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὸ γονάτισμα χέρια τους, ἐνῶ ἔξω ἦταν χαλασμὸς κόσμου. Ἡ δυνατὴ βροχὴ ἐξελίχθηκε σὲ καταιγίδα, σπάνιο γεγονὸς γιὰ τὸν ἄβροχο μεσαρίτικο κάμπο.

Τὰ ἀστραπόβροντα ἔσκιζαν τὸν σκοτεινὸ οὐρανὸ καὶ ἦταν τόσο δυνατά, ποὺ ἔτριζαν τὰ ξύλινα παραθυρόφυλλα κι ἔμοιαζε νὰ σείεται ἡ γῆ. ‘‘Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἒργα Σου!’’, ἔλεγε ὁ Χατζῆς καὶ σταυροκοπιόταν. ‘‘Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων’’, «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποιήσας», ἀπαντοῦσε ὁ Παναῆς. «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν, αὐτὴν τρέμειν….», συνέχιζε ὁ ἴδιος καὶ ὕστερα ξανὰ ὁ Χατζηφλουρέντζος, «Μέγας, εἶσαι, Κύριε, καί θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου!».

Ὁ Παναῆς μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ σιωπή, ἄρχισε νὰ διηγεῖται μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸ ἑξῆς περιστατικό:

‘‘Ἦταν δείλις, ἡμέρα τῆς Παναγίας, πρὶν νὰ δύσει ὁ ἥλιος. Ἤμουν μὲ τὸν Βασίλη ἔξω στὸ ἁλώνι μας. Κάποια στιγμὴ μοῦ φωνάζει νὰ κοιτάξω ἀπέναντι ποὺ ἔρχονταν πρὸς τὸ μέρος μας ἕνας ρασοφόρος καὶ μιὰ γυναίκα. Σταθήκαμε νὰ τοὺς χαιρετήσουμε. Ὅπως πλησίαζαν, εἶδα τὸ κοπέλλιν, ἦταν πολλὰ ὄμορφον, λεβέντης.

Μὲ γενειάδα καὶ πρόσωπο φωτεινό. Τέτοιον ἄνθρωπο δὲν εἶδα ποτὲ στὴ ζωή μου. Εἶπα τότε στὸν Βασίλη: “Ἄ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ζητιάνος, ἀλλὰ σὰν νὰ εἶναι κάποιος ἄγγελος’’. Ἡ γυναίκα, μαυροφοροῦσα σὰν καλογριά, μεγαλύτερη στὴν ἡλικία, ἀλλὰ πολλὰ γλυτζειά. Πῆγα κοντά τους καὶ τοὺς μίλησα. Ἐκεῖνος κρατοῦσε ἕναν ποξιὰ μὲ ροῦχα, τὸν ἄφησε στὴ γῆ καὶ προχώρησε λίγα βήματα πιὸ κάτω μόνος του. Ὕστερα γύρισε πίσω καὶ μᾶς εἶπε: “Πότε θὰ κάμετε τὸν περίπατό σας ἐκεῖ ποὺ πᾶτε κάθε βράδυ;” Ἐμεῖς συνηθίζαμε κάθε βράδυ νὰ περπατοῦμε στὸν δρόμο πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ νὰ κάνουμε τὸ Ἀπόδειπνο. “Θὰ πᾶμε τώρα, εἴμαστε ἕτοιμοι”, τοῦ ἀπάντησα. “Θὰ πάω κι ἐγὼ μαζί σας”, μᾶς εἶπε. Ξεκινήσαμε. Τὸν ρώτησα ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ποῦ πηγαίνουν κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχαν ἔρθει μὲ τὴ μητέρα του γιὰ λίγες μέρες. Ἄρχισε νὰ μᾶς λέει ἱστορίες ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Πόλιν, γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου. Σὲ ὅλο τὸν δρόμο μᾶς ἔλεγε γιὰ τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου. Μιλοῦσε ἁπαλὰ καὶ ὑπέροχα. Ἐμεῖς δακρύζαμε συνέχεια. Ὅταν τέλειωσε ὁ περίπατος, πήγαμε ὡς τὸ σπίτι μας. Τοὺς παρακάλεσα νὰ ‘μπουν μέσα. Ὁ νέος εἶπε, “θὰ γυρίσω ἐκεῖ ποὺ ἄφησα τὰ ροῦχα, γιὰ νὰ μείνω ἀπόψε”. Μπῆκα μέσα στὸ σπίτι νὰ τοὺς φέρω μερικὰ τρόφιμα. Αὐτοὶ ἔμειναν ἔξω μὲ τὸν Βασίλη. Ὁ ἀδελφός μου εἶπε ὅτι ξαφνικὰ ὁ νέος βρέθηκε νὰ κρατᾶ ἕνα πιάτο φαΐ καὶ δείχνοντας τὸ διπλανὸ σπίτι, ὅπου ἔμενε μόνη της μιὰ γριὰ θεία μας, τοῦ εἶπε: “Θὰ ‘μπῶ ἐδῶ στὴ γερόντισσα νὰ τῆς δώσω τὸ πιάτο, γιατὶ ἕνα βράδυ μοῦ ἔδωσε ἕνα πιάτο φαΐ”. Μπῆκε στὸ σπίτι αὐτὸ ἀλλὰ δὲν ἐπέστρεψε. Ὅταν γύρισα ἐγὼ μὲ τὰ τρόφιμα, ψάξαμε στὸ σπίτι τῆς γριᾶς, δὲν τὸν βρήκαμε. Μόνο στὸ τραπέζι εἴδαμε τὸ γεμάτο πιάτο ποὺ κρατοῦσε ὁ νέος. Ἄφαντοι κι αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του. Μᾶς ἔμεινε, ὅμως, μιὰ γλυκασιά, μιὰ ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν παρουσία τους’’.

Ὁ Χατζηφλουρέντζος κουνοῦσε τὸ κεφάλι μὲ νόημα, δακρύζοντας ἀσταμάτητα καὶ φιλοῦσε τὰ χέρια τοῦ παπποῦ Παναῆ, ποὺ ἀξιώθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του νὰ δοῦν, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι στὸν δρόμο πρὸς Ἐμμαούς, τὸν μεγάλο Ἄγνωστο Ξένο καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του».

Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Ἑπομένως βλέπουμε ὅτι ὁ γέρο Παναῆς δὲν εἶναι μόνο ἕνα φυτὸ ἁγιότητας, ἕνα δέντρο εὐσκιόφυλλο, τὸ ὁποῖο βλάστησε στὴ Λύση καὶ μεταφυτεύτηκε στὴ Λάρνακα λόγῳ τῆς προσφυγιᾶς. Εἶναι καὶ αὐτό. Ἀλλά, ἦταν καὶ μέλος μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ποὺ  φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἀπὸ τὸ 1960 στὴν Κύπρο, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρατεύτηκαν ἀπό τὴν Παναγία ἢ ἀπὸ κάποιον ἄγγελο γιὰ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ ὅλους μας, γιὰ νὰ ἔρθει τὸ κακὸ λιγότερο. Μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας ποὺ συνέχισαν τὴν ἐμπειρικὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ κομίζουν λαϊκοὶ αὐτὸ τὸ ἦθος, διότι στὸν Μοναχισμὸ  θεωρεῖται αὐτονόητο. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει, τότε δὲν μιλᾶμε γιὰ Ὀρθόδοξο Μοναχισμό. Στοὺς λαϊκούς, ὅταν συναντᾶς αὐτὸ τὸ ἦθος, ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς μοναχούς. Δὲν ὑπάρχουν δύο Εὐαγγέλια, ἕνα Εὐαγγέλιο ὑπάρχει καὶ γιὰ μοναχοὺς καὶ γιὰ λαϊκοὺς καὶ γιὰ ἐγγάμους καὶ γιὰ ἀγάμους. Ἐπίσης, τὸ μήνυμα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι  δὲν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη ἁγιότητα χωρὶς ἄσκηση, χωρὶς ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν. Αὐτὸ σημαίνει ἄσκηση. Δὲν εἶναι μία δίαιτα. Εἶναι ἕνας τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσω τὰ ἀρρωστήματα τῆς ψυχῆς μου. Τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μου. Αὐτὸ εἶναι τὰ πάθη. Ὁ γέρο Παναῆς καὶ ὅλοι οἱ ὅμοιοί του, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ καὶ ποὺ ἀκόμα ὑπάρχουν, δίδασκαν στὸν κόσμο τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ —ἂς τὸ προσέξουμε αὐτὸ— τῆς Μετανοίας. Δηλαδὴ μάθαιναν τοὺς ἀνθρώπους, στὰ χωριά τους, στὶς πόλεις τους, πῶς νὰ μετανοοῦν. Πῶς νὰ θεραπεύουν, δηλαδή, τὴν ψυχή τους. Καὶ τὸ σῶμα τους βέβαια. Δὲν εἶναι μόνον ἡ ψυχή. Καὶ τὸ σῶμα. Τὴ σύνολη προσωπικότητά τους. Δημιουργοῦσαν ἔτσι ὑγιεῖς ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες. Καὶ μάλιστα πότε; Στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ βίου τους. Διότι ὁ λαϊκὸς ἀσκητὴς μπορεῖ νὰ βρίσκεται μέσα στὸ σπίτι σου. Νὰ εἶναι μιὰ γιαγιά σου, νὰ εἶναι ἕνας παππούς σου, ὁ γονιός σου, ἕνας γείτονάς σου. Καὶ ἐπισημάναμε πόσο καθοριστικὰ εἶναι τὰ πρῶτα χρόνια. Ἐγὼ τὰ ἔχω ζήσει αὐτά, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ τονίζω καὶ τὰ λέω. Καὶ ἂν σήμερα πάσχει ἡ κοινωνία, εἶναι γιατὶ δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ Παναῆδες, πολλὲς γιαγιάδες, πολλοὶ παπποῦδες ἀσκητικόβιοι, νὰ διαβάζουν Ἀκολουθίες. Γιατὶ δὲν εἶναι μόνον ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια. Νὰ μάθεις νὰ προσεύχεσαι, νὰ μετανοεῖς, νὰ ταπεινώνεσαι, δηλαδὴ νὰ ἔχεις συνεχῶς κατὰ νοῦν αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε ἡ μάνα μου: «Πρόσεχε, γιέ μου, νὰ μὴ γύρει ὁ νοῦς σου». Αὐτὸ εἶναι καὶ συμβουλὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου! Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν νὰ κάνουν μὲ τὸν νοῦ, ἤξεραν πόσο σημαντικὴ ὑπόθεση εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς.

Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!