1. Ὅπως ὁ πλεονέκτης, κι’ ἄν μαζέψει ἀναρίθμητα χρήματα, δὲν χορταίνει, ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἐπιθυμία του γιὰ περισσότερα. Ἤ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ ἕνα ποτάμι μὲ γλυκύτατο νερὸ πρίν ξεδιψάσει νοιώθει μεγαλύτερη δίψα. Ἔτσι καὶ στὸν καθένα μας ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει κορεσμὸ ἤ τέλος. Ἀλλὰ ὅσο πλουτίζει κανεὶς μ’ αὐτὸν τὸν πλοῦτο, τόσο νομίζει τὸν ἑαυτό του φτωχό. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν θεωροῦν πολύτιμη τὴ ζωή τους, ἀλλὰ νοιώθουν νὰ εἶναι ἕνα μηδενικὸ μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους δούλο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πολύ χαίρεται ὁ Θεὸς καὶ ἀναπαύεται μ’ αὐτήν τὴν ψυχὴ γιὰ τὴν ταπείνωσή της. Ἄν λοιπὸν ἔχει κανεὶς κάποιο καλὸ ἤ καὶ εἶναι πνευματικὰ πλούσιος, νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι πνευματικὰ πλούσιος, νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι κάτι ἤ ἔχει κάτι. Γιατὶ ὁ Κύριος σιχαίνεται τὴν οἴηση. Καὶ αὐτὴ ἔχει διώξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Παράδεισο μὲ τὸ «θὰ εἶστε σὰν θεοὶ» τοῦ σατανᾶ. Σκέψου ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου Ἰησοῦς κένωσε τὸν ἑαυτό Του παίρνοντας δούλου μορφὴ καὶ σταυρώθηκε καὶ συγκαταριθμήθηκε μεταξύ τῶν κακούργων. Ἄν ἔτσι ἔγινε μὲ τὸ Θεό, ἐσὺ τὸ σκουλήκι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶσαι τελείως ἀκάθαρτος, πῶς ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἄν ἔχεις λοιπὸν κάτι καλό, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ λές: “Αὐτὸ δὲν εἶναι δικὸ μου, ἀπὸ Ἄλλον τὸ πῆρα, καὶ ἄν Αὐτὸς θέλει, θὰ μοῦ τὸ πάρει πίσω”. Ἔτσι κάθε καλὸ νὰ τὸ ἀποδίδεις στὸν Κύριο καὶ κάθε κακὸ στὸν ἑαυτό σου!
2. Ὁ Θησαυρός ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τὸν ἔχουμε σὲ πήλινα σκεύη, εἶναι (νὰ πιστεύεις) ἡ ἁγιαστικὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, τὴν ὁποία ἀξιώθηκες νὰ λάβεις ἀπ’ αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ βρῆκε καὶ κρατάει μέσα του τὸν ἐπουράνιο αὐτὸ θησαυρὸ τοῦ ἀγίου Πνεύματος, μπορεῖ νὰ ἐργάζεται κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε ἐντολὴ χωρὶς κόπους καὶ κούραση. Γιατὶ μόνο μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ μπορέσουμε χωρὶς μόχθο καὶ ταλαιπωρία νὰ ἐργαζόμαστε τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν.
3. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν Θεϊκὸ πλοῦτο τοῦ Πνεύματος μέσα τους, ὅταν μιλᾶνε πνευματικὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ τὸ θησαυρὸ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὸν τὸν Θεϊκὸ πλοῦτο μέσα τους προβάλλουν τὰ ξένα σὰν δικά τους κι’ ἐμφανίζονται σὰν γονεῖς ξένων τέκνων. Γι’ αὐτό, μὴ ἔχοντας δικό τους θησαυρό, δὲν μποροῦν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ὡφελοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους νὰ εὐφραίνουν μὲ τὴ διδασκαλία τους.