1. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἀρετὲς εἶναι δεμένες μεταξύ τους ἀποτελώντας μιὰ ἱερή ἁλυσίδα. Ἔτσι ἡ προσευχὴ ξεκινάει ἀπό τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴ χαρά. Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν πραότητα. Ἡ πραότητα ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπὸ τὴ διακονία. Ἡ διακονία ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα ἀπὸ τὴν πίστη. Ἡ πίστη ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Ἡ ὑπακοὴ ἀπὸ τὴν ἁπλότητα. Ἐπίσης καὶ οἱ κακίες εἶναι ἁλυσίδα μεταξύ τους: Τὸ μῖσος ἀπὸ τὸ θυμό. Ὁ θυμός ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ἡ κενοδοξία ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Ἡ ἀπιστία ἀπὸ τὴ σκληροκαρδία. Ἡ σκληροκαρδία ἀπὸ τὴν ἀμέλεια. Ἡ ἀμέλεια ἀπὸ τὴ χαύνωση. Ἡ χαύνωση ἀπὸ τὴν ὀλιγωρία. Ἡ ὀλιγωρία ἀπὸ τὴν ἀκηδία (=ἀφροντισιά). Ἡ ἀκηδία ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησία. Καὶ τέλος ἡ ἀνυπομονησία ἀπὸ τὴ φιληδονία.
2. Ὁ,τιδήποτε καλὸ κάνει ὁ ἄνθρωπος; ὁ πονηρὸς θέλει νὰ τὸ λερώνει μὲ τὰ δικά του σπέρματα. Δηλαδὴ μὲ τὴν κενοδοξία, τὴν οἴηση, τὸ γογγυσμό, οὕτως ὥστε τὸ καλὸ νὰ μὴ γίνεται πρὸς δόξαν Θεοῦ ἤ μὲ προθυμία. Ὁ Ἄβελ π.χ. πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία ἀπὸ τὰ λιπαρά μέρη καὶ ἀπὸ τὰ πρωτότοκα πρόβατα. Ἐπίσης καὶ ὁ Κάϊν πρόσφερε δώρα ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γής, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὰ πρῶτα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ καὶ δὲν δέχθηκε τὰ δῶρα τοῦ Κάϊν. Ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε ὅτι ἕνα καλό, ἄν τὸ κάνουμε μὲ ἀμέλεια ἤ καταφρονητικά ἤ γιὰ κάτι ἄλλο καὶ ὄχι γιὰ τὸ Θεό, δὲν γίνεται εὐπρόσδεκτο ἀπὸ τὸ Θεό.