1. «Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ δέχεται, ὅλα τὰ ὑπομένει• ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ξεπέφτει», λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἡ τέλεια ἀγάπη δὲν ὑπόκειται οὔτε σέ πτώση, οὔτε σέ πάθος, ἀλλὰ εἶναι τέτοια, ὥστε καὶ οἱ γλώσσες τῶν Ἀγγέλων καὶ ἡ προφητεία καὶ ὅλη ἡ γνώση καὶ τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων εἶναι μηδέν, ὅταν συγκριθοῦν μ’ ἐκείνη.
Ἔτσι πρέπει καὶ οἱ προεστῶτες ὄχι ἀπὸ θυμὸ καὶ ὑψηλοφροσύνη, οὔτε γιὰ ἐκδίκηση, νὰ τιμωροῦν τοὺς ἀδελφοὺς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη παιδεύσεως, ἀλλὰ μὲ σπλάχνα οἰκτιρμῶν καὶ μὲ σκοπὸ τὴν πνευματική τους ὠφέλεια καὶ διόρθωσή τους.
2. Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο νὰ ἐπιδιώκουμε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἱερὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔρχεται μέσα μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δωρεά τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀπὸ αὐτὴ εὔκολα φθάνουμε στὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνός ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε κυνηγάει τὴ δόξα καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ τότε λέει ὁ Κύριος «Πῶς μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σεῖς ποὺ δέχεσθε δόξα ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ δὲν ζητᾶτε τὴ δόξα ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνον;».
3. Πρέπει διαρκῶς ὁ νοῦς μας —χωρὶς περισπασμό— νὰ χρονίζει στὴν ἀγάπη καὶ μνήμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εὐχή. Ἀπ’ αὐτὰ γεννιοῦνται ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη, ἡ ἁπλότητα, ἡ πραότητα, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ προσευχή. Ὁ διάβολος ἀγωνίζεται νὰ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ μας ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὸ φόβο καὶ τὴν ἀγάπη Του, μὲ λογῆς – λογῆς γήϊνα δολώματα.
Ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ὅταν συνάντησε τὸν ἱερέα τοῦ Θεοῦ Μελχισεδέκ, τοῦ ἔδωσε τὰ καλύτερα τῶν ὑπαρχόντων του καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Ἔτσι καὶ μεῖς τοὺς καλύτερους λογισμούς μας νὰ τοὺς ἀφιερώνουμε στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη Του, ὁπότε ἀκόπως καὶ μὲ χαρά θὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές τοῦ Κυρίου.