3 Ιανουαρίου 1911 φεύγει από τη ζωή ο «άγιος των Ελληνικών γραμμάτων», ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η κάρα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ι. Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Παναγίας της Λιμνιάς Σκιάθου.
***
Τα χριστιανικά «τέλη»του Παπαδιαμάντη..
…Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε,
-«Τι μου συνέβη;» είπε.
-«Δεν είναι τίποτε, μια λιποθυμία μικρά», του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του.
-«Τόσα έτη», λέγει ο Αλέξανδρος, «εγώ δεν ελιποθύμισα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου;
-Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε».
Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν:
-«Τι θέλεις εσύ εδώ;».
-«Ήρθα να σε ιδώ», του λέγει ο ιατρός.
-«Να ησυχάσης», του λέγει ο ασθενής.
-«Εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ»
…Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. «Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!», έλεγε.
…Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, παρακάλεσε:
-«Ανάψτε ένα κηρί», είπε. «Φέρτε μου ένα βιβλίο» (εννοούσε Εκκλησιαστικό).
Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε: «Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω». Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά!
«Την χείρα σου την αψαμένην» (σημ. Είναι τούτον τροπάριον της ενάτης Ώρας της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.
***
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ δικαίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμωμένου, Παπαδιαμάντη δ’ ἐπικαλουμένου (1911).
“Είχα γνωριμία και φιλία με
τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη.
Τον γνώρισα στο εκκλησάκι
του Προφήτου Ελισαίου.
Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά , με κατάνυξη, φόβο Θεού ,ταπεινά…
Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού.
Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε
το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε
το Θεό χαρμόσυνα.
Ήταν ακτήμων όπως οι
Άγιοι Απόστολοι.
Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή και μάταιο.
Θα μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος.
Ό,τι του έδιναν για τον κόπο
του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς.
Πολλές φορές έμενε χωρίς χρήματα.
Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε!
Εγύρισα όλα τα μοναστήρια
της Ελλάδας, του Αγίου Όρους, της Παλαιστίνης, του Σινά. Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα λίγους”..
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος
***
† 3 Ιανουαρίου 1911 τό ξημέρωμα, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ὁ κύρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀφού ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἔχοντας στά χείλη τό δοξαστικόν τῆς Ένάτης Ώρας τῶν Θεοφανείων: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…».
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του Άλέξανδρου Παπαδιαμάντη χιόνιζε, καὶ τὸ φέρετρο, ποὺ μεταφερόταν ξεσκέπαστο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Μνημούρια, στρώθηκε μὲ χιόνι, σὰν σάβανο. Τὴ συνθήκη αὐτὴ εἶχε περιγράψει ὁ ἴδιος στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια», ὅπου ὁ μπαρμπα–Γιαννιός, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, πεθαίνει σαβανομένος ἀπὸ τὸ χιόνι!
“Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας…
{…} Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.”
***
Ἀναμνήσεις Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Πλανά, τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη
«Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος»… Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης… ἡμέραν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθῃς εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν».
Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ ̓ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοῖ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φὸβῳ καὶ τρόμῳ».
Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς τοῦ ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτί εὐρίσκετο εἰς τὸν Ὁὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…
Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱἐρεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλάνᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι, πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός.
Ἔἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ ̓ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδὶᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτί αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν».
«Μέχρι σήμερον ποὺ ἔχουν παρέλθη 45 ἔτη, ὁσάκις ἀναπολήσω εἰς τὴν μνήμην μου τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδην καὶ τὰς κατανυκτικὰς ἐκείνας ἀγρὺπνίας καὶ ἱερὰς μυσταγωγίας, τὰς ὁποίας ἐτέλουν ὁἱ ἀείμνηστοι π. Ἀντώνιος καὶ ὁ ἁπλοῦς καὶ ἀκέραιος καὶ ταπεινὸς τῇ κὰρδίᾳ παπα- Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, μοῖ φαίνεται ὡσὰν νὰ ἀκούω τὴν ἱἐρὰν ἐκείνην ὑμνωδίαν, ἡ ὁποία ὡμοίαζε ὡσὰν ὑμνωδία ἀγγελικὴ καὶ προσευχὴ κατανυκτική. Δὲν θὰ λησμονήσω τὴν εὐλάβειαν καὶ προσοχὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης καὶ Παπαδιαμάντης, μὲ τὴν σιγανὴν καὶ ταπεινὴν φωνήν των. Ἐφαίνοντο ὄχι ὅτι ἔψαλλον, ἀλλ’ ὅτι προσηύχοντο καὶ συνωμίλουν μὲ τὸν Θέόν.
Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅταν ἔψαλλε τὰ τροπάρια τῆς Δευτέρας Παρουσίας: «Ὅταν μέλλεις ἔρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι, Κριτὰ δικαιότατε… Ὅταν τίθωνται θρόνοι καὶ ἀνοίγωνται βίβλοι, καὶ Θεὸς εἰς κρίσιν καθέζηται… Ἐννοῶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν ὧραν, ὅταν μέλλομεν πάντες, γυμνοὶ καὶ ὡς κατάκριτοι τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι…» τὰ ἔψαλλε μὲ τοιαύτην συναίσθησιν καὶ φόβον, ὥστε ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἵστατο ἔμπροσθεν τοῦ φοβεροῦ Κριτηρίου. Ὅταν δὲ ἔψαλλε τὰ τοῦ Παραδείσου τροπάρια, ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἐξίστατο καὶ ἡρπάζετο ὡς εἰς Παράδεισον. Ὡσαύτως, ὅταν ἔψαλλε τὰ Ἀναστάσιμα τροπάρια καὶ κανόνας, ἐφαίνετο ὡς χαίρων καὶ ἀλλόμενος, καθὼς ὁ Θεοπάτωρ Δαυΐδ «πρὸ τῆς σκιώδου Κιβωτοῦ ἥλατο σκιρτῶν».
«Ἐπειδὴ δὲ ἔψαλλον (ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης) μετὰ συνέσεως καὶ εὐλαβείας, δὲν ἐπέτρεπον εἰς ψάλτας ποὺ ἤρχοντο διὰ νὰ ψάλωσι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔψαλλον συνετῶς καὶ μετεχειρίζοντο ὄχι τὰς φυσικάς των φωνάς, ἀλλὰ θυμελικάς, προσποιητὰς καὶ ἀτάκτους φωνάς. Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅστις ἦτο καὶ εὐέξαπτος, τοὺς ἐδίωκε. Φύγετε, τοὺς ἔλεγε, ἐδῶ εἶναι τόπος προσευχῆς. Πηγαίνετε νὰ τραγουδήσετε εἰς τὰ θέατρα. Πολλάκις καὶ ἐμὲ ὅστις ἤμην βοηθός του καὶ μαθητής, ὅταν ἔκανα καμμίαν παραφωνίαν ἢ παρατονίαν, μὲ ἐδίωκεν. Φύγε, μοῖ ἔλεγε, παῦσε, κλεῖσε τὸ στόμα σου, ἀπρόσεκτε. Ἐγὼ παρεμέριζα, ἀλλὰ γρήγορα τοῦ περνοῦσε ὁ θυμὸς καὶ πάλιν μὲ ἐκάλει. Κώστα, ἔλα νὰ ψάλης. Ἐγὼ ἐπειδὴ εἶχον ζῆλον νὰ μάθω, ἀμέσως ἔτρεχον καὶ ἔψαλλον.
Ἦτο δὲ τόσο ταπεινός, ὥστε πολλάκις μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀγρύπνίας ἔμπροσθεν πολλῶν μοῖ ἐζήτει σύγχώρησιν. Κώστα, μοῖ ἔλεγεν (τοῦτο ἦτο τὸ κοσμικὸν μου ὄνομα), νὰ μὲ συγχωρέσης, διότι σὲ ἐλύπησα. Καὶ ἐγὼ τῷ ἔλεγον: – Ἐγὼ πταίω, διδάσκαλε, διότι εἶμαι ἀπρόσεκτος. Σὲ εὐχαριστῶ δέ, διότι μὲ τὰς παρατηρήσεις ποὺ μὸῦ κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος καὶ μὲ τὰς ἐπιπλήξεις μὲ διδάσκεις τὴν ὑπομονὴν τῆς ὁποίας ἔχω ἀνάγκην.
Ὀμολογῶ, ὅτι ἀπὸ τὴν τάξιν ἐκείνην ἡ ὁποία παρετηρεῖτο εἰς τὸ ἐκκλησάκι ἐκεῖνο τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου ἔλαβον μεγάλην ὠφέλειαν».
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος
***
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η δίψα του Δαυΐδ
[Σχόλιον εἰς τὴν Π. Δ.] – 1905
Ἐκεῖνος ὅστις ὡμίλει οἰκείως πρὸς τὸν Θεὸν κ᾿ ἔλεγεν: «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου…», ἐκεῖνος ὅστις εἶπεν: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα…», πολλὰ καὶ διάφορα εἴδη δίψης ἐδοκίμασεν, ὡς εἰκός, εἰς τὴν ζωήν του τὴν πολυκύμαντον· καὶ ὄχι ὀλιγώτερον διαφέρουσα εἶναι ἐκείνη ἡ δίψα, τὴν ὁποίαν ᾐσθάνθη ποτὲ ἐν καιρῷ πολέμου, ἐνῷ ὁ ἐχθρὸς κατεῖχεν ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἠπείλει τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ πλήρης ἀντιθέσεων χαρακτήρ, ὁ Βασιλεὺς ὁ θεόπνευστος, τοῦ ὁποίου ἡ «ἰδιοτροπία» ἡ τόσον συμπαθὴς ἐφάνη εἰς τὴν τραγικὴν ἐκείνην περιπέτειαν τοῦ βίου του, καθ᾿ ὃν χρόνον ἐν ἄκρᾳ ἀσιτίᾳ προσηύχετο νυχθημερόν, παρακαλῶν νὰ τοῦ χαρίσῃ ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ βρέφους, τοῦ ἐκ τῆς Βηρσαβεέ, ἐζήτησε δὲ παραδόξως νὰ τοῦ δώσωσι νὰ φάγῃ, εὐθὺς ὡς ἐνόησεν ἀπὸ τοὺς ψιθυρισμοὺς τῶν ὑπηρετῶν, ὅτι τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει, εἶχε δείξει καὶ ἄλλας «ἰδιοτροπίας» εἰς τὴν ζωήν του.
Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, εἰς τὴν λιτανείαν τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Κυρίου, ἐν μέσῳ ἀπείρου πλήθους ὑπηκόων του, ὁ ἔνθεος ψάλτης εὐηρεστήθη νὰ δείξῃ πῶς λησμονεῖ ὅτι εἶναι βασιλεύς, καὶ ἤρχισεν αἴφνης νὰ χορεύῃ καθ᾿ ὁδόν, κρούων τὴν κινύραν· εἰς δὲ τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰς ἐπιπλήξεις τῆς πρώτης γυναικός του, τῆς θυγατρὸς τοῦ Σαούλ, μὲ ἄκραν ἁπλότητα ἀπήντησε: «Καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου…». Εἰς ὅλην τὴν νεότητά του εἶχε καταδιωχθῆ ἀμειλίκτως ἀπὸ τὸ Σαούλ, τὸν πενθερόν του. Αὐτὸς τοῦ εἶχε χαρίσει δὶς τὴν ζωήν, ὅταν ἔπεσεν εἰς χεῖράς του, ἐκεῖνος, κατόπιν λυκοφιλίας καὶ συνδιαλλαγῆς, παρεσπόνδει κ᾿ ἐζήτει ἐπιμόνως τὸν θάνατόν του.
Εἰς ἕνα τῶν διωγμῶν τούτων, ὁ Δαυῒδ εἶχε ζητήσει σωτηρίαν εἰς πόλιν ἀλλοφύλων. Ὁ βασιλεὺς ὁ ἐθνικός, μαθὼν ὅτι ὁ νικητὴς τοῦ Γολιάθ, ὁ κεχρισμένος Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν του, διέταξε τοὺς ἰδίους αὐλικούς του νὰ τὸν θανατώσωσιν ἄνευ ἀναβολῆς. Τότε ὁ Δαυΐδ, ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ, προσεποιήθη τὸν τρελόν, διὰ νὰ σωθῇ ἐκ τῆς καταδίκης.
Τὸ τέχνασμα ἐπέτυχε λαμπρῶς, κατὰ θείαν νεῦσιν, καὶ ὁ λυσσωδῶς καταδιωκόμενος γαμβρὸς τοῦ Σαοὺλ ἐπέζησε διὰ νὰ τὸν διαδεχθῇ εἰς τὴν βραχεῖαν ἐκείνου βασιλείαν, νὰ βασιλεύσῃ ἐνδόξως ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη, νὰ γίνῃ θεοπάτωρ, καὶ νὰ ψάλῃ θεσπέσια προφητικὰ ᾄσματα εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ Βασιλέως, τῆς ὁποίας εἶναι «πᾶσα ἡ δόξα ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη καὶ πεποικιλμένη».
Τίς οἶδεν ἂν ὁ μέγιστος Ἄγγλος ποιητὴς δὲν ὠφελήθη ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα τοῦτο τῆς προσποιητῆς τρέλας ἑνὸς ἐπιδόξου βασιλέως, διὰ νὰ πλάσῃ τὸν τύπον τοῦ ἰδικοῦ του Δανοῦ βασιλόπαιδος; – Πλὴν ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὴν δίψαν τοῦ Δαυΐδ.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, μετὰ τὸν οἰκτρὸν θάνατον τοῦ Σαούλ, καὶ ἀφοῦ ὁ Δαυῒδ παρέλαβε τὴν βασιλείαν – ὅστις διεξήγαγε τροπαιοῦχος πλείστους κατὰ τῶν γειτόνων ἐθνῶν πολέμους – ἡ γενέτειρα τοῦ Προφητάνακτος πόλις Βηθλεὲμ καὶ τὰ πέριξ εἶχον καταληφθῆ ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς. Μίαν ἡμέραν, ὁ Δαυΐδ, εἰς τὸ στρατόπεδόν του, ἀντικρὺ τῶν βράχων τῆς Σιών, καθήμενος εἰς τὰ πρόθυρα τῆς σκηνῆς του, προσέβλεπε σιωπηλὸς τὴν ὀρεινὴν χώραν τοῦ Ἰούδα.
Τὸ ὄμμα του προσηλώθη θολόν, καὶ σχεδὸν βλοσυρὸν πρὸς τὰ βουνὰ ἐκεῖνα. Οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ δορυφόροι του ἀνήσυχοι τὸν ἐκοίταζον, προσπαθοῦντες νὰ μαντεύσωσι τί ἆρα ἐσυλλογίζετο ὁ Βασιλεύς.
Αἴφνης ὁ Δαυῒδ ἔστρεψε βραδέως τὴν κεφαλήν, καὶ χωρὶς νὰ τείνῃ ἀπ᾿ εὐθείας πρὸς αὐτοὺς τὸ βλέμμα ἐστέναξε καὶ εἶπε μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην:
– «Τίς δώῃ μοι πιεῖν ἀπὸ τῶν λάκκων τῆς Βηθλεέμ;»
Ὁ περιπαθὴς ψάλτης ἐνθυμεῖτο τὸν καιρόν, καθ᾿ ὃν ἦτο ἁπλοῦς βοσκός, ὄγδοος υἱὸς τοῦ πατρός του, βόσκων τὰ πρόβατα εἰς τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ. Οἱ ἀδελφοί του «καλοὶ καὶ μεγάλοι σφόδρα καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος». Αὐτὸν τὸν νεαρὸν καὶ μικρόσωμον, ἐξέλεξε μεταξὺ ὅλων ὁ Σαμουήλ, ὁ Βλέπων, διὰ νὰ τὸν χρίσῃ εἰς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ οἱ ἀδελφοί του τὸν παρέβλεπον, καὶ ὁ πατήρ του τὸν ἔκρυπτε, λέγων ἀφελῶς, ὅτι δὲν εἶχεν ἄλλον υἱόν, ἀφοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ τοὺς εἶχεν ἀπορρίψει ὁ ἀπεσταλμένος Κυρίου!
Ὁ τραγικὸς βασιλεὺς ἴσως νὰ ἐπόθει ὡς νοσταλγὸς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, καθ᾿ ἣν ἔβοσκε τὸ ποίμνιόν του εἰς τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ. Ἢ ἐπεθύμει ἆρα νὰ ἐμπνεύσῃ φρόνημα εἰς τοὺς στρατιώτας του, ὅπως ριφθῶσιν ἀποφασιστικοὶ εἰς τὸν κίνδυνον, καὶ ἐξώσωσι τὸ ταχύτερον τοὺς βεβήλους ἐχθροὺς ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐδάφη τῆς Βηθλεέμ;
Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ τοῦτο, δύο ἀνδρεῖοι νεανίαι, ἀκούσαντες τὸν πόθον τοῦ Βασιλέως, ἐξήγησαν κατὰ γράμμα τοὺς λόγους του καὶ λαβόντες δύο ἀσκούς, ἐρριψοκινδύνευσαν ἐν καιρῷ νυκτός, διέσχισαν τὰς προφυλακὰς τοῦ ἐχθροῦ, ἔφθασαν εἰς τὴν κοιλάδα τῆς Βηθλεέμ, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ πάλαι ὁ θεόπνευστος βοσκὸς τὰ ποίμνια τοῦ πατρός του, κ᾿ ἐγέμισαν τοὺς ἀσκοὺς ἀπὸ τοὺς λάκκους τοῦ νεροῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπόθει νὰ πίῃ ὁ Βασιλεύς των. Ἔφθασαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον, κ᾿ ἐπαρουσίασαν τοὺς δύο ἀσκοὺς πλήρεις εἰς τὴν σκηνήν, ὅπου διενυκτέρευεν ἐν προσευχῇ ὁ Προφητάναξ, αὐτοσχεδιάζων ἕνα ἐκ τῶν θεσπεσίων ψαλμῶν του. «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω, ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου…»
Ἐδῶ πάλιν ἀπεδείχθη ἡ «ἰδιοτροπία» τοῦ Δαυΐδ. Ὁποία ὑψηλὴ καὶ εὐγενεστάτη, ἀλλ᾿ ἀκατάληπτος εἰς τὸ κοινὸν τῶν ἀνθρώπων, ἰδιοτροπία! Ὡς εἶδε τοὺς ἀσκοὺς πλήρεις ὕδατος, κ᾿ ἔμαθε τὸ τόλμημα τῶν δύο ἀνδρείων νεανίσκων δὲν ἠθέλησε νὰ πίῃ· ἀλλ᾿ ἐξέχεεν ὅλον τὸ ὕδωρ κατα- γῆς, εἰς σπονδὴν Κυρίῳ τῷ Θεῷ.
– «Οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, ὅτι ἐν αἵματι ψυχῆς ἀνδρῶν ἐστιν· ἀλλὰ σπείσομαι αὐτὸ Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου».
Μεγάλη τόλμη θὰ ἦτο ἂν ἀπεπειρώμεθα ἡμεῖς νὰ γράψωμεν ἐκ μέρους μας καὶ μίαν λέξιν ὡς σχόλιον ἢ ἑρμηνείαν εἰς τὸ ὡραῖον τοῦτο καὶ τόσον ποιητικὸν ἐπεισόδιον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ σήμερον ἔχομεν Φῶτα καὶ εἶναι ἡμέρα καθ᾿ ἣν ἁγιάζεται ἡ φύσις τῶν ὑδάτων, καθ᾿ ἣν ἡ Ἐκκλησία ἀνακαλεῖ τόσα θεσπέσια ρήματα ἐκ τῶν ψαλμῶν τοῦ Προφητάνακτος· «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε· Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν»· ἡμέρα καθ᾿ ἣν ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἐπικαλεῖται τὴν παρουσίαν του· «Δαυῒδ πάρεσο πνεύματι τοῖς φωτιζομένοις· νῦν προσέλθετε ὧδε πρὸς Θεόν…», ἂς μᾶς ἐπιτραπῇ μόνον νὰ εἴπωμεν ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς δίψης τοῦ Δαυῒδ εὐλόγως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς μία συμβολικὴ πρόρρησις· ὅτι, ὅπως ὁ Δαυῒδ ἐδίψησε τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο, ταχέως θὰ ἤρχετο χρόνος, ὁπότε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης ἔμελλε νὰ διψήσῃ καὶ νὰ ποθήσῃ νὰ δροσισθῇ ἀπὸ τὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ «ἀπὸ τῶν λάκκων τῆς Βηθλεέμ».
***
Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου,
Μεθ’ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτόν, ἡμῖν καθυπέδειξας,
Ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν·
Καὶ γὰρ μείζων τῶν Προφητῶν ἁπάντων, ὑπ’ αὐτοῦ μεμαρτύρησαι.
Τοὺς ὀφθαλμούς σου πάλιν δέ, τοὺς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα κατιδόντας,
ὡς ἐν εἴδει περιστερᾶς κατελθόν,
Ἀναπέτασον πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ἵλεων ἡμῖν ἀπεργασάμενος.
Καὶ δεῦρο στῆθι μεθ’ ἡμῶν, Ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον, καὶ προεξάρχων τῆς πανηγύρεως.