Το 325, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μεγας Κωνσταντίνος, συγκάλεσε την Πρώτη Σύνοδο της Νικαίας ή Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, επειδή η αίρεση του Αρείου εξαπλωνόταν επικίνδυνα.
Ο Θεοδώρητος Κύρου, συγγραφέας του Ε΄ αιώνος, αναφέρει: Μπαίνοντας στην αίθουσα της Συνόδου ο αυτοκράτορας, άρχισε να χαιρετάει μειδιών τους Πατέρες. Όμως το μειδίαμά του πολύ γρήγορα χάθηκε από το πρόσωπό του. Έβλεπε μπροστά του ένα παράξενο θέαμα. Οι περισσότεροι Πατέρες, που ήρθαν στην Σύνοδο ήταν λωβοί και ακρωτηριασμένοι. Άλλου του έλειπαν τα αυτιά, άλλου τα μάτια και άλλου η μύτη του. Άλλος τον χαιρέτησε με το αριστερό χέρι, γιατί το δεξί δεν υπήρχε πλέον. Και πολλοί δεν μπορούσαν να σηκωθούν από τις θέσεις τους, αφού τα πόδια τους ήταν παράλυτα.
Ξαφνιάστηκε ο αυτοκράτορας και ρώτησε με κατάπληξη. «Γιατί όλοι σχεδόν που ήρθαν στην Σύνοδο είναι λωβημένοι;»
Ένας αρχιερέας του απάντησε: «Διότι, βασιλιά, έρχονται από τα μαρτύρια. Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι Μάρτυρες και Ομολογητές».
Συγκινήθηκε ο Μ. Κωνσταντίνος και δάκρυσε. Σηκώθηκε και πλησίασε τους λωβημένους Πατέρες. Γονάτισε και φίλησε τα παράλυτα πόδια τους, τις άδειες κόγχες των ματιών τους και τα χέρια τους τα ακρωτηριασμένα και κάθισε ως έσχατος σε χαμηλό θρονί παρακολουθώντας τις εργασίες της Συνόδου.
Κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της Συνόδου, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και με πολλά θαυμαστά σημεία που φανέρωσε η χάρις του Θεού, υπερίσχυσαν οι θεόπνευστες θέσεις των αγίων Πατέρων έναντι των δήθεν λογικών τοποθετήσεων του Αρείου και των οπαδών του.
Μετά από αυτά έγινε πρόταση από τον Μ. Κωνσταντίνο να επικυρωθεί ο τόμος με τις υπογραφές καθενός από τους Πατέρες. Μετά λοιπόν από την έκθεση και την δημοσία ανάγνωση του τόμου, έγινε ένα αξιομνημόνευτο θαύμα προς καύχηση όσων επίστευσαν, προς εντροπή δε των αντιφρονούντων. Δύο, δηλαδή, από τους οσίους επισκόπους, ο Χρύσανθος και ο Μουσώνιος, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη υπογράψει τον τόμο, συνέβη από πρόνοια Θεού να φύγουν από τη ζωή αυτή. Οι θεοφόροι, λοιπόν, πατέρες, αφού ήλθαν στον τόπο, όπου είχαν τοποθετηθεί τα λείψανα, και θεωρώντας τους σαν ζωντανούς και ότι μπορούσαν να υπακούουν στα λόγια τους, είπαν: «Πατέρες και αδελφοί μας, τον καλόν αγώνα ηγωνίσθητε μαζί μας, τον δρόμον τετελέκατε, την πίστιν τετηρήκατε. Εάν λοιπόν κρίνετε ως θεάρεστα αυτά που εγράφησαν στον τόμο, και μάλιστα τώρα που έχετε καθαρωτέρα αντίληψη των πραγμάτων, τι σας εμποδίζει να υπογράψετε και σεις, σύμφωνα με τoν νόμο, μαζί μας; Αφού είπαν αυτά οι Πατέρες και τοποθέτησαν τoν τόμο σφραγισμένο κοντά στα λείψανα των οσίων, αφιέρωσαν όλη εκείνη τη νύκτα σε άγρυπνη προσευχή. Την επαύριο, όταν ήλθαν εμπρός στις σορούς, κι ενώ οι σφραγίδες ήσαν άθικτες, ξεδίπλωσαν τoν άγιον τόμο, και βρήκαν μέσα και τις υπογραφές των δύο οσίων επισκόπων. Όπως ομολόγησαν όλοι χωρίς δισταγμό, ακόμη και αλλόθρησκοι, στη χορεία εκείνη των οσίων πατέρων παρευρίσκετο και συνεργούσε η ομοούσιος Τριάς.
Από τους αγίους αυτούς Πατέρες οι διακόσιοι τριάντα δύο ήταν αρχιερείς και οι ογδόντα έξι ήταν ιερείς, διάκονοι και μοναχοί. Συνολικά ήταν τριακόσιοι δεκαοκτώ.
Οι πιο επίσημοι ήταν οι εξής: ο Σίλβεστρος ο αρχιερέας της Ρώμης και ο Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως που ήταν ασθενής, οι οποίοι συμμετείχαν με αντιπροσώπους· ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας μαζί με τον Μέγα Αθανάσιο που τότε ήταν Αρχιδιάκονος· ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Μακάριος Ιεροσολύμων· ο Όσιος επίσκοπος Κουδρούης· ο Παφνούτιος ο ομολογητής, άνδρας σημειοφόρος· όσιος Ιάκωβος, ο πρόεδρος της Εκκλησίας της Νισήβεως, που πολλούς ελευθέρωσε από νοσήματα, διαβεβαιώνουν δε ότι ανέστησε και νεκρούς· ο Παύλος Νεοκαισαρείας, ο οποιος είχε γίνει παίγνιο της μανίας του Λικινίου· ο μυροβλύτης Νικόλαος και ο Σπυρίδων Τριμυθούντος, ο οποίος νίκησε έναν παρόντα φιλόσοφο, και αφού (με το θαύμα της κεραμίδας) του απέδειξε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, τον βάπτισε.
***
Κατά τη διάρκεια της συνόδου, οπου μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με αυτό το θέμα δεν οδηγούσε πουθενά, σηκώνεται όρθιος ο Όσιος Αχίλλιος Λαρισσης, κάνει νεύμα σε όλους να σωπάσουν και με δυνατή φωνή λέει:
-<<Εσύ Άρειε και οι υποστηρικτές σου, εάν έχετε δίκαιο που λέτε ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ποίημα Θεού, πες τότε σ’ αυτήν την πέτρα που βρίσκεται εδώ μπροστά μας, να αναβλύσει έλαιον και τότε θα σας πιστέψουμε. Αλλοιώς κάθε συζήτηση είναι μάταιη και δεν οδηγεί πουθενά>>.
Οι Αρειανοί ξαφνιάστηκαν και για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί. Κατ’οπιν γυρίζουν και λένε στον Όσιο Αχίλλιο:
-<<Εσύ που είπες αυτό, εσύ και να το κάνεις>>.
Λέγοντας αυτό πίστευαν ότι ο Επίσκοπος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τέτοιο θαύμα. Θεώρησαν τα λόγια του σαν προπέτεια και όχι σαν Θεϊκή έμπνευση από το Άγιο Πνεύμα.
Ο Όσιος Αχίλλιος όμως, χωρίς φόβο και χωρίς να δειλιάσει λεπτό, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον βασιλέα και τους Αρχιερείς. Με πίστη στον Χριστό, αφού πρώτα προσευχήθηκε, τους λέει:
-<< Εάν ο Υιός του Θεού υπάρχει ομοούσιος και ομόδοξος του Πατρός, όπως εμείς πιστεύουμε, ομολογούμε και κηρύσσουμε , ας αναβλύσει η πέτρα αυτή έλαιον, για να πιστεψουν και να βεβαιωθούν οι αιρετικοί>>.
Αμέσως , πριν τελειώσει καλά καλά τα λόγια του, έγινε το μεγάλο και καταπληκτικό θαύμα. Κάτω από την πέτρα, άρχισε να βγαίνει έλαιο τόσο ώστε κάλυψε όλο το έδαφος. Βλέποντάς το ο βασιλιάς και οι Αρχιερείς, θαύμασαν τη δυναμη της πίστης, δόξασαν το Θεό και επαίνεσαν τον Όσιο Αχίλλιο. Οι αρειανοί αντίθετα ντροπιάστηκαν και λυπήθηκαν..
Στην Σύνοδο αυτή έκανε και ο Άγιος Σπυρίδωνας ένα θαύμα που αφορούσε επίσης την Αγία Τριάδα. Αφού κατατρόπωσε με τα λόγια του τον οπαδό και ρήτορα του Αρείου, έπιασε στα χέρια του ένα κεραμίδι και θέλοντας να δείξει ότι ορισμένα πράγματα δεν τα φτάνει το μυαλό του ανθρώπου, είπε:
-<< Αν σας ρωτήσω πόσα πράγματα κρατάω στο χέρι μου , θα μου πέιτε, ένα κεραμίδι. Αυτό όμως δεν είναι ένα και θα σας το φανερώσω αμέσως τώρα>>.
Ενώ με το αριστερό χέρι κρατούσε το κεραμίδι, με το δεξί έκανε το Σταυρό του και είπε:
– <<Εις το όνομα του Πατρός>>.
Από το χέρι του Αγίου που κρατούσε το κεραμίδι, βγαίνει φωτιά με την οποία είχε ψηθεί. Και ενώ όλοι κοιτούν συγκλονισμένοι,ο Άγιος συνέχισε:
-<<Και του Υιού>>.
Τότε από το κεραμίδι έτρεξε νερό.
-<<Και του Αγιού Πνεύματος>>.
Και τότε, στο χέρι του Αγίου, από το κεραμίδι έμεινε μόνο χώμα.
Aυτά και άλλα θαυμαστά έγιναν κατά την διάρκεια της Συνόδου.
Με τα θαύματά του ο Θεός, τίμησε την δύναμη των Ορθοδόξων, φανέρωσε περίτρανα το ομοούσιο της Αγίας Τριάδος και ταπείνωσε τους αιρετικούς. Έλαμψε το φως της αλήθειας και οι παρευρισκόμενοι δόξασαν τον Κύριο.
Από τους οπαδούς του Αρείου δε, άλλοι δέχτηκαν την Τριαδικότητα και ακολούθησαν την Ορθοδοξία, μερικοί όμως, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Άρειος, εμμένοντας πεισματικά στις απόψεις τους, εξορίστηκαν.
Όταν τελείωσε η Σύνοδος ο Μέγας Κωνσταντίνος ασπάστηκε με μεγάλο σεβασμό καθέναν ξεχωριστά και βλέποντας πάλι την βασανισμένη εικόνα πολλών από αυτούς, εξαιτίας των μαρτυρίων που υπέστησαν καρτερικά από τους διωγμούς ομολογώντας Χριστό, άλλους δηλαδή χωρίς μάτια, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστεί το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων, κατενύγη πολύ, προσκυνούσε με ευλάβεια τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων, και καταφιλούσε τα παραλυμένα μέλη τους. Στα κατεστραμμένα μέλη άγγιζε άλλοτε τα μέλη του δικού του σώματος, άλλοτε τη βασιλική του πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τoν τρόπο και ο ίδιος αγιάζεται. Και στους εξορυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του ματιών, για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της δικής του ψυχής.
Όταν ήρθε η ώρα να αναχωρήσουν οι άγιοι Πατέρες, συγκεντρώθηκαν στην ανατολική είσοδο της πόλης, ώστε να αναπέμψουν προσευχή για καλή επάνοδο στις βάσεις τους, αλλά και για τη σωτηρία και προστασία της πόλης που τους φιλοξένησε κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου. Τότε συνέβη στον χώρο εκείνο της ανατολικής εισόδου, που λέγεται «μεσόμφαλο», και γύρω από τον οποίο στεκόταν η χορεία των αγίων, άλλο θαυμαστό σημείο. Ανέβλυσαν πηγές από λάδι, εκεί στην μέση της αψίδας. Η πηγή αυτή, κατά μαρτυρία του Γρηγορίου, φαίνεται μέχρι σήμερα, φανερώνοντας τη δύναμη και τους καρπούς των προσευχών των αγίων αυτών ανδρών.
Οι άγιοι Πατέρες αξιώθηκαν να κοιμηθούν μακαρίως σε προχωρημένο γήρας, αφού κατελάμπρυναν τον δρόμο της επιγείου ζωής τους με την προκοπή τους στην αρετή. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός «ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» επέτρεψε ο θάνατός τους να επέλθει τόσο ειρηνικά, όπως ο φυσικός ύπνος και οι ψυχές τους να απολαύσουν τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς. Στη συνέχεια, τα σώματα των Πατέρων αυτών, τα οποία είχαν δεχθεί τη Θεία Χάρη, έμειναν για αιώνες στην επαρχία του καθενός αδιάλυτα. Πολλοί είναι εκείνοι που μαρτύρησαν το γεγονός, οι οποίοι τους είδαν «ιδίοις όμμασι», σαν να κοιμούνται μέσα στις λάρνακές τους που ανοίγονταν κατά καιρούς, και τους προσκυνούσαν. Γιατί αυτά είναι τα δώρα της Χάριτος.
***
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ευχαριστημένος από τα αποτελέσματα της Συνόδου, κάλεσε όλους τους Πατέρες να τον συνοδεύσουν στην βασιλεύουσα, για να τελέσουν τα εγκαίνια της νεόκτιστης πόλης. Όλοι δέχτηκαν και τον ακολούθησαν. Φτάνοντας στην πόλη που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα, όλοι οι Ιερείς δεήθηκαν προς τον Θεό, να μείνει η πόλη στερεά και ανίκητη απέναντι στους εχθρούς της και τους βαρβάρους.
Στη λιτανεία που ακολούθησε, προεξέχοντος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, η πόλη αφιερώθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο που την έθεσε υπό την προστασία Της. Γιά 12 αιώνες περίπου, η Πανάχραντος Δέσποινα σε διαφόρους καιρούς και με πολλούς τρόπους διαφύλασσε αυτήν από τους κινδύνους.
Aπό τότε η Εκκλησία μας γιορτάζει κάθε χρόνο στις 11 Μαϊου την ανάμνηση των γενεθλίων της Κωνσταντινούπολης. Ο Μέγας Κωνσταντίνος τελος κάλεσε τους αγίους Πατέρες σε κοινή τράπεζα, κι έδωσε στον καθένα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τις ανάγκες των Εκκλησιών τους, τα νοσοκομεία και τα πτωχοκομεία και τους ευχαρίστησε.
Πηγή κειμένου: https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/15/