Φιλιά

Το χωριό Φιλιά βρίσκεται 25χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 9χλμ ανατολικά της Μόρφου. Είναι κτισμένο στο λεκανοπέδιο Μόρφου σε μέσο υψόμετρο 130μ. Την καμπίσια περιοχή του χωριού διαμελίζει ο ποταμός Οβγός, που ρέει βόρεια του χωριού.

Η Φιλιά συνδέεται στα ανατολικά με το χωριό Γερόλακκος (15χλμ.), στα δυτικά με το χωριό Μάσαρη (1,5χλμ.) και μέσω του με την κωμόπολη της Μόρφου (10χλμ.). Στα βορειοδυτικά συνδέεται με το χωριό Κυρά (3,5χλμ.).

Κατά μία εκδοχή το όνομα του χωριού προήλθε από τη λέξη φίλος, φιλία, επειδή οι κάτοικοι του λέγεται ήσαν φιλιωμένοι και αδελφωμένοι. Αλλά, το πιθανότερο είναι το όνομα να προήλθε από την αρχαιότητα επειδή εκεί υπάρχει ο πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της Φιλιάς.

Επίσης, σε παλαιούς χάρτες σημειώνεται χωριό με την ονομασία Φιλιά ανατολικά του χωριού Κυθρέα, και η Φιλιά αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές με αποτέλεσμα ορισμένοι να υποθέτουν ότι το χωριό πιθανόν να ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου.

Οι κάτοικοι της Φιλιάς ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών, λαχανικών και σιτηρών. Επίσης, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το 1973 εκτρέφονταν 1.362 πρόβατα, 1.429 κατσίκες, 71 αγελάδες και 10.735 πουλερικά.

Το 1960 ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 731 κατοίκους και το 1973 σε 1042.

Στα όρια του χωριού βρίσκονται οι εκκλησίες Αγίου Γεωργίου και Προφήτη Ηλία και τα ερείπια των εξωκλησιών Αξώπετρα και Παλιοεκκλησιά.

Στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο που κατά τη σχολική χρονιά 1973-74 σε αυτό φοιτούσαν 186 μαθητές.

Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν τα ελληνικά ονόματα μετονόμασαν το χωριό σε Serhatkoy (χωριό των συνόρων»).

Ο αρχαιολογικός χώρος Φιλιάς

Τα μέχρι σήμερα γενικά αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα από το στενό συνοριακό περιβάλλον της Φιλιάς, γύρω στα 10 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόρφου και 20 χιλιόμετρα δυτικά της Λευκωσίας, μαρτυρούν ότι στην τοποθεσία Δράκος του τουρκοκρατούμενου αυτού χωριού αναπτύχθηκαν δυο σημαντικοί προϊστορικοί κυπριακοί συνοικισμοί.

Ο αρχαιότερος συνοικισμός ανασκάφηκε τμηματικά μεταξύ των ετών 1965 και 1970 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και του Εδιμβούργου υπό τη διεύθυνση του καθηγητή T. Watkins. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά πορίσματα των Βρετανών αρχαιολόγων τα αποκαλυφθέντα οικιστικά κατάλοιπα του συνοικισμού αυτού, που είναι πολύ αμυδρά, χρονολογούνται από το 5300 μέχρι το 3800 περίπου π.Χ. και αντιπροσωπεύονται από τρεις διαδοχικές πολιτιστικές φάσεις, που εντάσσονται στην Κεραμική Νεολιθική περίοδο. Η πρώτη φάση παραλληλίζεται με τον πολιτισμό του συνοικισμού στο Αγρίδι του Δαλιού, η δεύτερη με την τελευταία φάση του πολιτισμού στον συνοικισμό του Τρουλιού και η Τρίτη φάση με τον πολιτισμό των παρόμοιων νεολιθικών συνοικισμών στον Άγιο Επίκτητο και στη Σωτήρα.

Τα κατάλοιπα των κατοικιών στον Δράκο της Φιλιάς φαίνεται να αποτελούσαν μικρό οικιστικό σύνολο γεωργοκτηνοτρόφων. Οι κατοικίες που ανήκουν στην πρώτη και δεύτερη φάση του συνοικισμού ήσαν απροσδιόριστου σχήματος. Οι κατοικίες όμως της τρίτης φάσης είχαν ακανόνιστο τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα με στρογγυλεμένες γωνίες και οι τοίχοι τους ήσαν λιθόκτιστοι στο κάτω μέρος και πλινθόκτιστοι στο πάνω μέρος. Οι στέγες τους υπολογίζεται ότι ήσαν επίπεδες, καμωμένες από καλάμια και ξύλα, επενδυμένες με παχύ, συμπαγές στρώμα πηλού και στηριγμένες σ’ ένα κεντρικό πάσσαλο, στερεωμένο στο γήινο δάπεδο, που έφερε κυκλικές εστίες και χαμηλά έδρανα, όπως ακριβώς στις αντίστοιχες νεολιθικές κατοικίες στη Σωτήρα και τον Άγιο Επίκτητο. Στο νότιο και δυτικό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οχυρωματικού τοίχου και μια τάφρος, πλάτους 2 μέτρων και βάθους 1,5 μέτρου, που ανήκουν στην αρχική του φάση. Στη δεύτερη φάση του συνοικισμού, όπως και στον Άγιο Επίκτητο, τα οχυρωματικά αυτά έργα καταστράφηκαν και οι κατοικίες επεκτάθηκαν πολύ πιο πέρα απ’ αυτά.

Οι ταφές των νεκρών γίνονται σε ειδικό χώρο πολύ κοντά στον συνοικισμό. Σ’ ένα από τους τάφους, που είναι αβαθές, ορθογώνιο, όρυγμα, βρέθηκε ένας σκελετός σε συνεσταλμένη στάση, χωρίς κτερίσματα.

Εκτός από την ομοιογένεια του καθημερινού τρόπου ζωής, της οικιακής αρχιτεκτονικής, των ταφικών εθίμων και του συστήματος οχύρωσης, τα λίθινα αγροτικά εργαλεία και τα οικιακά σκεύη καθώς και τα βιοτεχνικά είδη του Δράκου της Φιλιάς, τόσο στην ποιότητα όσο και στην τεχνική κατασκευή, είναι πανομοιότυπα μ’ εκείνα των νεολιθικών συνοικισμών στη Σωτήρα και στον Άγιο Επίκτητο. Από το είδος, τον αριθμό, την ποικιλία και την ποιότητα των αγροτικών εργαλείων και των οικιακών σκευών φαίνεται καθαρά ότι οι κύριες ασχολίες των κατοίκων των κατοίκων της μικρής αυτής κοινότητας ήσαν η γεωργία, η βοσκή αιγοπροβάτων, η εκτροφή χοίρων και η βιοτεχνία. Το κυνήγι κατατάσσεται στις δευτερεύουσες, ευκαιριακές ασχολίες τους. Τα διάφορα αυτά ευρήματα αντιπροσωπεύονται από λίθινες αξίνες, τριπτήρες, κοπάνους, πυριτολιθικές λεπίδες, κύπελλα και άλλα είδη οικιακών σκευών. Μερικά μικρά διάτρητα περίαπτα από στεατιίτη και οστέινα δείγματα καρφίδων και ψήφων περιδεραίων είναι επιπρόσθετες σαφείς αποδείξεις εξελιγμένης μικροτεχνίας και καλαισθησίας. Τα περισσότερα από τα αγροτικά εργαλεία ακολουθούν στους τύπους την προκεραμεική νεξολιθική παράδοση και ο σκληρός γκριζόμαυρος ανδεσίτης είναι το βασιλικό υλικό για την κατασκευή τους.

Τα πρώιμα δείγματα αγγειοπλαστικής περιλαμβάνουν μερικά όστρακα, παρόμοια μ’ εκείνα που βρέθηκαν στο Αγρίδι του Δαλιού, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια χονδροειδή και ατημέλητη κατασκευή με καταφανή την άγνοια στην τεχνική της τέλειας όπτησης. Η ακόσμητη επιφάνειά τους είναι καμένη και μαυρισμένη και ο πηλός σχεδόν ακατέργαστος και άψητος. Στα ανώτερα στρώματα του συνοικισμού βρέθηκαν και τα πρώτα δείγματα κεραμεικών οστράκων με τη χαρακτηριστική ερυθρωπή ή καστανή διακόσμηση πάνω στη λευκή επιφάνεια του αγγείου, που, υποθετικά, χρονολογούνται στις αρχές της πέμπτης χιλιετίας π.Χ. Στα ίδια στρώματα βρέθηκαν επίσης και μερικά όστρακα με τη χαρακτηριστική «κτενιστή» διακόσμηση, που ακολουθούν την τεχνοτροπία τα πανομοιότυπα πρότυπα των αγγείων της Σωτήρας.

Ο δεύτερος προϊστορικός συνοικισμός στην ίδια τοποθεσία της Φιλιάς, ο λεγόμενος Δράκος Β’ εντάσσεται στην τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου (2900-2500 π.Χ.). Οι ανασκαφές στον συνοικισμό αυτό έγιναν σε πολύ μικρή κλίμακα το 1943 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την διεύθυνση του Πορφύριου Δίκαιου. Τα ελάχιστα δείγματα των κατοικιών, που αποκαλύφθηκαν, παρουσιάζουν κτυπητές ομοιότητες με τις κατοικίες των συνοικισμών της ίδιας περιόδου, που βρέθηκαν στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος του χωριού Αμπελικού. Οι κατοικίες αυτές συνεχίζουν την αρχιτεκτονική παράδοση των προγενέστερων νεολιθικών κατοικιών με τα λιθόκτιστα θεμέλια και τα γήινα επίπεδα δάπεδα. Πάνω στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά κεραμικά όστρακα, λίθινα αγροτικά εργαλεία, οικιακά σκεύη και βιοτεχνικά είδη, που περιλαμβάνουν αξίνες, οστέινες βελόνες, κοπάνους, τριπτήρες και διάφορα άλλα αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού, που χαρακτηρίζουν την τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου. Τα κεραμεικά όστρακα ανήκουν σε ερυθρά και μελανά στιλπνά αγγεία, σε λευκά ερυθροβαφή αγγεία και σε αγγεία με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση. Η προέλευση των προτύπων των αγγείων με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση πολύ πιθανό να είναι από τη νοτιοδυτική περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί παρόμοια αγγεία βρέθηκαν και στην Ταρσό.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ
  • ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΑΛ. ΣΟΛΩΜΟΥ
  • ΣΟΛΩΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ
  • ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
  • ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΚΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
  • ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΜΑΡΑ