Ζ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1571-1878)
Τουρκοκρατία, ο άγιος Νεομάρτυρας Μακρύδιακος της Μόρφου
Τουρκοκρατία
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, ανασυστάθηκε η Επισκοπή των Σόλων, μέχρι το 1660. Τότε, καθορίστηκαν οι σχέσεις Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών οπόταν, με βάση τη νέα ρύθμιση, η Εκκλησία της Κύπρου είχε ένα Αρχιεπίσκοπο και τρεις Μητροπόλεις: Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Η παλαίφατη Επισκοπή των Σόλων, υπήχθη στην Μητρόπολη Κυρηνείας, ρύθμιση που διήρκεσε μέχρι το 1973.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους και καταλαμβάνουν και την Κύπρο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία Κύπρου αναλαμβάνει τα παλαιά της προνόμια κι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου γίνεται «μιλλέτ πασάς», εθνάρχης. Ταυτόχρονα κλήρος και λαός προσπαθούν να αγοράσουν από τους σπάχηδες (ιππείς) του στρατού τους νέους κατακτητές τη γη τους και πολλά μοναστήρια, ενορίες και λαϊκοί τα καταφέρνουν παρόλες τις δυσκολίες. Οπόταν, παρατηρείται πλέον το φαινόμενο να έχομε μεγάλα τσιφλίκια αγάδων και πασάδων. Σε μεγάλα και εύφορα χωριά του κάμπου της Μόρφου όπως Λεύκα, Καζιβερά, Αγκολέμι, Ελιά παρατηρούνται εξισλαμισμοί και αυτά γίνονται αμιγώς τουρκοκυπριακά. Ενώ πριν κατοικούντο από ορθόδοξους και Λατίνους. Χωριά της περιοχής όπως Αργάκι, Μόρφου, Ακάκι, Περιστερώνα, Κοράκου, Φλάσου, Λινού, Άγιος Επιφάνιος Σολέας κ.α. γίνονται μειχτά. Ενώ, οι Λατίνοι της περιοχής είτε γίνονται ορθόδοξοι είτε εξισλαμίζονται είτε μεταναστεύουν στη Βενετιά, με αποτέλεσμα η λατινική κοινότητα να εξαφανιστεί.
Την 19η Ιουλίου του 1727, ο ορθόδοξος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι Κιεβοπολίτης Μοσχοβορώσσος φτάνει στην Μόρφου και περιγράφει με έκπληξη τον ναό του Αγίου Μάρτυρος Μάμαντος: «είναι λαμπράς αρχιτεκτονικής, όσον ουδείς άλλος εις χείρας των Χριστιανών σήμερον…η μονή αύτη υπήρξε κάποτε, όταν εκυριάρχει ο Χριστιανισμός [προ της Τουρκικής κατοχής] πλουσία και είχε πολλούς μοναχούς˙ διότι, ευρίσκεται, δυστυχώς, εντός ενός χωρίου ουχί μακράν μιας πόλεως, της οποίας το ήμισυ των κατοίκων είναι Τούρκοι, οι οποίοι φορολογούν βαρέως την μονήν από φθόνον, δια την ωραίαν αρχιτεκτονικήν της. Κάποτε οι απόγονοι της Άγαρ εσκέπτοντο να αρπάσουν τον ναόν από τους μοναχούς και να τον μετατρέψουν εις τέμενος δια τας θρησκευτικάς των ανάγκας. Δεν διέμενον τότε Τούρκοι εις το χωρίον, αλλ’ ότε εταξίδευον από την πόλιν η διέβαινον εκείθεν δι’ εργασίαν κάπου αλλού, διενυκτέρευον ούτοι εκεί. Και αφού δεν είχον τέμενος εκεί, απεφάσισαν να αρπάσουν τον ναόν εις τας χείρας των. Εάν ήθελεν ο Θεός, θα ήτο πολύ εύκολον δια τους Τούρκους και θα εγίνετο τούτο, αλλά ο Θεός, υπακούων εις τας προσευχάς του Αγίου Μάμαντος, δεν επέτρεψε να συμβή τοιαύτη βεβήλωσις. Ο Ηγούμενος της μονής ικέτευσε τους Μουσουλμάνους να μη πάρουν τον ναόν και τους υπεσχέθη να τους οικοδομήση νέον τέμενος, το οποίον και έπραξεν (ο Θεός να σώση την ψυχήν του) και έσωσε τοιουτοτρόπως την μονήν από τας χείρας των απίστων».
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως γράφει ο Κώστας Καλαθάς, μυθιστοριογράφος της Μόρφου, «στις αναβροσιές έπιαναν μαύρες στράτες ουκ ολίγοι Μορφίτες και περιέφεραν την τραγική τους μοίρα σε πόλεις της νότιας Μικρασίας, από την Αττάλεια μέχρι τον κόλπο της Αλεξανδρέττας, και επέστρεφαν σε καλοχρονιές». Η κωμόπολη, όπως την χαρακτηρίζει ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, γνώρισε φοβερές ανομβρίες και θεομηνίες. Οι κάτοικοι της, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ανήρχοντο σε δύο χιλιάδες και με τα πέριξ χωρία σε εφτά χιλιάδες.
Ο άγιος Νεομάρτυρας Μακρύδιακος
Την περίοδο αυτή, έτυχε να πέσει μεγάλη ξηρασία, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αναφέρεται ότι στην περιοχή Μόρφου πέθαναν περί τα 1500 άτομα, κυρίως παιδιά και ηλικιωμένοι. Χειρόγραφο ιερέα από το Αργάκι, ανευρεθέν από τον αγρότη και διανοούμενο Χατζηματθαίο Χατζηνικόλα, περιγράφει την τραγική κατάσταση: «με τους πολλούς θανάτους από την πείνα λόγω αστοσιάς, ήλθαν πολλές ακρίδες. Ο Κορτζιής και ο Μουτίρης έρχονταν με σεϊμένιδες και με τις ματσούκες τους εχτυπούσαν και τους έπερναν φυλακή. Σπάνια είχαν άρτον καθ’ όλον το έτος και μη δυνάμενοι να υποφέρουν την απάνθρωπον τυρρανίαν, επιθυμούσιν να γίνωσι Τούρκοι».
Τον πειρασμό του εξισλαμισμού υπέστη και ο Μακρύδιακος του Άι Μάμα. Με την άρνησή του να τουρκέψει, έγινε ο πρώτος γνωστός Νεομάρτυρας της Μόρφου. Εν έτει 1750, ο Μακρύδιακος, διάκονος στον Άγιο Μάμα, προπάππος του δικαστή Χριστόπουλου και του Νικόλα του Διάκου, πατέρα των Γιώργου, Πολυκάρπου, Χρίστου, Βασιλάκη, Σωκράτη και Αρίστου Γαβριηλίδη, υψηλού αναστήματος, ισχυρής σωματικής διάπλασης, ωραίας κατατομής και γλυκείας φωνής, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και να σπουδάσει χότζας στην Κωνσταντινούπολη. Έντρομη η οικογένειά του προσπάθησε να τον φυγαδεύσει. Οι Τούρκοι όμως τον εντόπισαν στην Αγία Ειρήνη, τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό κράτηση. Προσπάθησαν με υποσχέσεις και διάφορα τεχνάσματα να τον πείσουν να αλλαξοπιστήσει, αλλά απέτυχαν.
Απελπισμένος ο Σαλίχ, πασάς της Μόρφου, διέταξε τον θάνατό του με αποκεφαλισμό, ορίζοντας την εκτέλεσή του στη μεγάλη πλατεία των αλωνιών, έναντι των κυβερνητικών γραφείων. Η μεσολάβηση του Εθνάρχη Αρχιεπισκόπου Φιλοθέου, δεν απέφερε αποτέλεσμα. Την ημέρα της εκτέλεσης «αποζέξαν ούλλα τα ζευκάρκα, βούδκια, μούλες που αλωνεύκαν τζιαι ένας ένας επήαν στα σπίθκια τους…», έλεγε ο Χ”Φανης Χ”Γιωρκης αφηγούμενος το γεγονός.
Οδήγησαν τον Μακρύδιακο τον Μάιο του ιδίου έτους στον τόπο του μαρτυρίου με τα χέρια του δεμένα οπισθάγκωνα, τον γονάτισαν, έβαλαν την κεφαλή του επί κομμένου κορμού δένδρου και τον ρώτησαν τρεις φορές αν «τουρτζιεύκει». Απήντησε επανειλημμένα με ένα όχι και τότε ένας μαύρος δήμιος του απέκοψε με «κουνιάν» την κεφαλή. Η μητέρα του, περίλυπη έως θανάτου, επί 30 ημέρες έπινε μόνο νερό και στις σαράντα πέθανε…
Κατά τον μεγάλο σεισμό του 1753, η Μόρφου εσείσθη εκ θεμελίων, η γη και οι τοίχοι ήνοιγαν, οι στέγες κατέπιπταν και υπόγειος βρυχηθμός κατατρόμαξε πολλούς. Ο άγριος Σαλίχ πασάς καταπλακώθηκε με το χαρέμι του των έξι γυναικών, στις οποίες περιλαμβανόταν και μια δεκαπενταετής ορφανή Ελληνίδα, που περιμάζεψαν «μίαν εσπέραν οι σεϊμένιδες».
Στις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821, ο Ιεροδιάκονος του Αγίου Μάμα, ονόματι Χριστοφόρος αρνείται να αλλαξοπιστήσει, πράγμα που έκανε δυστυχώς ο Πρωθιερέας Νικόλαος μετονομαζόμενος σε Ντερβίς Χασάν. Ο Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος καρατομήθηκε όπως τόσοι άλλοι κληρικoί και λαϊκoί της Κύπρου, τις αγιασμένες εκείνες ημέρες της 9ης Ιουλίου 1821.