Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου*
Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Ιωάννη Σταματάκου, η λέξη «θεό-μορφος» παρουσιάζεται ως σύνθετη, από το «θεός» και «μορφή», που σημαίνει θεοειδής, δηλαδή ο έχων θεία μορφή.
Στὴν Ομήρου Ιλιάδα, ο ποιητής προικίζει τους μεγάλους ήρωες του έπους του με επίθετα όπως «θεοείκελ Αχιλλεύ», «Αλέξανδρος θεοειδής», «Πρίαμος θεοειδής», τα οποία, σε νεοελληνική εκδοχή, μπορούν να αποδοθούν με το επίθετο «θεόμοιαστος».
Στη χριστιανική γραμματεία, ο Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αναφερόμενος στους πρωτοπλάστους γράφει: «από της γης χουν λαβών ο Δημιουργός, θεόμορφον ζώον κατεσκεύασεν τον πρωτόπλαστον». Αλλού, ο Άγιος Κύριλλος, επίσης Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αναφερόμενος στους Αγίους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, γράφει: «οι σοφoί αντιλήπτορες, οι τον καλλιεπή και θεόμορφον της αρχιερωσύνης θρόνον επέχοντες».
Θεωρώντας την εξέλιξη του όρου «θεόμορφος» από την αρχαιοελληνική μέχρι τη χριστιανική γραμματεία, διαπιστώνουμε ότι η δεύτερη εμβαθύνει κατά συγκεκριμένο τρόπο την έννοια της Θεοείδιας, παρουσιάζοντάς την ως μια συγκεκριμένη σχέση με τον μόνον Θεόν, τον Δημιουργό των πρωτοπλάστων. Στο εξής, ο έχων θείαν μορφήν, άρα και ομορφιά, είναι ο άνθρωπος, το μόνο δημιούργημα που πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ο άνθρωπος δεν προέρχεται από το ασχημάτιστο χάος, αλλά έχει την ομορφιά του Θεού. «Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν… Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν».
Ο άνθρωπος είναι Θεόμορφος επειδή πλάστηκε κατά την εικόνα του Θεού, δηλαδή κατά την ελευθερία Του. Πλάστηκε όμως και καθ’ ομοίωσιν. Του δόθηκε δηλαδή η προοπτική, μέσω ακριβώς της ελευθερίας του, να γίνει κατά χάριν όμοιος με τον Θεό, να ενωθεί κατά τις θείες ενέργειες με τον Θεό.
Αυτή η πορεία της λέξεως «θεόμορφος», που ξεκινώντας από το κάλλος των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων κατέληξε να υποδηλoί την σχέση με τον όντως Θεό, της λέξεως που από έννοια αισθητική έγινε προοπτική ατελευτήτου αναπτύξεως, είναι η ιστορία της πόλης μας. Είναι η ιστορία της Θεομόρφου Μόρφου, η ιστορία των προγόνων μας, αλλά και ημών και των μελλόντων απογόνων μας.
Η πορεία αυτή, είναι πορεία μεταμορφώσεως: Από την Αφροδίτη-Μορφώ, στη Θεομόρφου. Από την όμορφη, στην κατ’ εικόνα Θεόμορφη. Από το αισθητό, στο όντως και στο ωσαύτως ον. Από το τετελεσμένο κάλλος, στο ατελεύτητο καθ’ ομοίωσιν.
Και είναι η πορεία αυτή ιστορική, υλική. Όχι μαγική, όπως τις μεταμορφώσεις των παραμυθιών. Πορεία που απλώνεται μέσα στο χρόνο, στο χρόνο της πόλης μας, στο χρόνο της ζωής μας. Πορεία κατά την οποία τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο, αφού όλα υπόκεινται στις δικές μας ελεύθερες επιλογές, αλλά και στις επιλογές των άλλων, των γύρω, των δικών μας και των ξένων.
Στην πορεία αυτή, η πολιτεία μας Μόρφου ενίοτε «καταβαίνει εις λάκκον», ενίοτε δε υψούται και φτάνει στην ποθεινή πατρίδα βγάζοντας αγίους. Πορεία με σκαμπανεβάσματα, αλλά και με σταθερό προσανατολισμό. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μελετούμε όλους τους σταθμούς, όλες τις διαδοχικές στιγμές που τη συναποτελούν.
Έχοντας κληρονομήσει ένα από τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας, πολλοί μελετητές της ιστορίας του τόπου μας, κάνουν ένα μαγικό, θα το έλεγα, άλμα: από την αρχαιότητα στους νέους χρόνους, προσπερνώντας πολύ συνοπτικά και υποτιμητικά την υπερχιλιετή περίοδο που επικράτησε να λέγεται βυζαντινή. Κάποτε μάλιστα την αποσιωπούν τελείως. Ξέρουμε βέβαια σήμερα ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν αυτό το αθέμιτο άλμα πρέπει να αναζητηθούν στα ευρωπαϊκά «φώτα», στο γαλλικό Διαφωτισμό και γερμανικό ρομαντισμό, οι οπτικές των οποίων επεβλήθησαν στη διανόηση του Ελληνισμού των Νέων Χρόνων.
Σήμερα, μπορούμε πλέον, νομίζω, να σταθούμε κριτικά απέναντι σ’ αυτό το άλμα που ήθελε να αφαιρέσει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας μας και να την αφήσει ασπόνδυλη. Είναι καιρός να δούμε την ιστορία μας σε όλη της την έκταση. Μάλιστα είναι καιρός να εντρυφήσουμε ιδιαίτερα σε όλα εκείνα που παραγνωρίστηκαν και περιφρονήθηκαν. Η περίοδος που ονομάζεται χοντρικά βυζαντινή, αν χρησιμοποιήσουμε κριτήρια πολιτικά και διοικητικά, δεν ήταν, τουλάχιστον για την Κύπρο, βυζαντινή. Αφού, κατά ένα μεγάλο μέρος αυτής της μακράς περιόδου, η Κύπρος ήταν διοικητικά αποσπασμένη από τον βυζαντινό κορμό και ριγμένη σε άλλες ιστορικές περιπέτειες.Ήταν όμως βυζαντινή ως προς το πνεύμα, το ήθος, τη γλώσσα, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον εαυτό της και τον κόσμο. Και τολμώ να πω ότι, υπ’ αυτή την έννοια, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό ακόμα και σήμερα να είναι βυζαντινή.
Υπερβαίνοντας λοιπόν κάποιες αγκυλώσεις που επικρατούσαν μέχρι προσφάτως στην ελληνική ιστοριογραφία, θα πρέπει να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της μακράς αυτής διάρκειας. Η ιστορία μας, και επομένως η ιστορία της Μόρφου, δεν εξαντλείται στα μεγάλα γεγονότα και στις κατακτήσεις. Αλλά στοιχειοθετείται στο επίπεδο του ήθους των ανθρώπων της, στο επίπεδο και της καθημερινής πάλης, του καθημερινού αγώνα για να μεταμορφωθεί η Μορφώ σε Θεομόρφου.
Από αυτή τη σκοπιά θα προσπαθήσω να αναφερθώ στην ιστορική πορεία της πόλεως και περιφερείας μας. Ανατρέχοντας σε πρόσωπα και γεγονότα που, αν και η επίσημη ιστορία παραγνωρίζει, η ελάχιστα αναφέρει, εξακολουθούν να μορφώνουν αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε.