Η Ενορία – Πως πρέπει να λειτουργεί Θεολογικά και Εκκλησιαστικά Πρωτοπρεσβυτέρου Πολυβίου Πέτρου

Ομιλία στο πλαίσιο της Γ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 28η Φεβρουαρίου, 2013.

Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ευχαριστώ για την τιμή, που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτό το θέμα, το οποίο είναι βέβαια πολύπλευρο και δεν είναι αρκετή μια συνάντηση, για να καλυφθεί. Σήμερα, απλώς θα πάρουμε μια γεύση του. Θα προσπαθήσω με την εισήγησή μου, να σας παρουσιάσω αρχικά την έννοια της ενορίας, ιστορικά από τη μια, και από την άλλη θεολογικά, αλλά και το αλληλένδετο θέμα, τι είναι η Εκκλησία. Γιατί αρκετοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;». Αλλά, και το ερώτημα, «τι είναι Εκκλησία», το ακούμε και από ανθρώπους που εκκλησιάζονται, που είναι κοντά στην Εκκλησία. Κάποιοι πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία είναι ο ναός, ένας χώρος, στον οποίο έχουν καθήκον να πάνε, όπου συνήθως, για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελαν να ακούσουν ένα καλλίφωνο ιερέα, μαζί και καλούς ψάλτες. Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι! Την Εκκλησία πρέπει να τη δούμε βαθύτερα και θεολογικά, ως Σώμα Χριστού• πρώτα εμείς οι κληρικοί, που μας αξίωσε ο Θεός, παρόλη την αναξιότητά μας, να είμαστε αξιωματούχοι στο Σώμα της Εκκλησίας, κι έπειτα ο λαός, οι πιστοί, να καθοδηγηθούν σ᾽ αυτή την αντίληψη περί Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ευθύνη, να συνειδητοποιήσουμε τι βάρος κουβαλούμε στους ώμους μας. Και ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που τα προβλήματα της διαποίμανσης είναι πάρα πολλά και σε μικρές και σε μεγάλες ενορίες.

Προσωπικά, όταν χειροτονήθηκα ιερέας, μου ανετέθη μια μικρή ενορία στη Λάπηθο με 1200 ψυχές.Μετά την εισβολή, τον Οκτώβριο του 1974, διορίστηκα στα Κουφάλια, μια κωμόπολη του Νομού Θεσσαλονίκης, που εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Εδέσσης. Η κωμόπολη αυτή είχε δύο ενορίες. Υπηρέτησα στη μεγαλύτερη. Το 1986, όταν τελείωσαν όλα τα παιδιά μου το Λύκειο εκεί στα Κουφάλια, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκα σε μια ενορία είκοσι χιλιάδων. Η εμπειρία μου με δίδαξε, ότι την πιο καλή ποιμαντική σχέση, που είχα με τους ενορίτες μου απ’ αυτές τις τρεις ενορίες, την είχα στη Λάπηθο. Κι αυτό, γιατί εκεί γνώριζα όλο τον κόσμο, όλους, μικρούς και μεγάλους τους ήξερα με το όνομά τους. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι, που να μην έμπαινα μια φορά τον χρόνο για έναν αγιασμό, για μια ιεροτελεστία. Ακόμη, εκεί δεν υπήρχε κανείς αιρετικός. Ήταν όντως μια πραγματική ποιμαντική σχέση, την οποία δεν ξανασυνάντησα ύστερα. Γιατί; Στα Κουφάλια, για παράδειγμα, ήταν 5000 ψυχές οι ενορίτες μου και παράλληλα συνέπεσε τότε και δύσκολη περίοδος, γιατί, μετά την Αντιπολίτευση, υπήρχε έντονο αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα εκεί, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να τους γνωρίζω όλους, ούτε και είχα την δυνατότητα να επισκέπτομαι τα σπίτια όλων των ενοριτών μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και πολλή αγάπη κατορθώσαμε και είχαμε μια καλή επαφή με τον κόσμο εκεί και ήταν παράλληλα ένα καλό μεταβατικό στάδιο και για μένα και για τα παιδιά, την οικογένειά μου. Γιατί φύγαμε από τη Λάπηθο, που ήταν μια κωμόπολη (είχε Γυμνάσιο, ήταν μεγάλη ενορία). Αν πηγαίναμε απευθείας σε μια μεγαλούπολη, τα παιδιά μας θα κινδύνευαν ασφαλώς. Ήταν οικονομία Θεού, που πήγαμε στα Κουφάλια. Γι’ αυτό, σ᾽ αυτά τα θέματα, να αφηνόμαστε στα χέρια του Θεού και να αφήσουμε τον Θεό να κατευθύνει τη ζωή μας: «τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ.8,28)

Αυτά, σαν ένας μικρός πρόλογος.

Η Ενορία

Την ημέρα της Πεντηκοστής στην πόλη των Ιεροσολύμων, μετά το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου, πίστευσαν και βαπτίσθηκαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κατά την εντολή του Κυρίου, τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία του Χριστού, την πρώτη ενορία – κοινότητα.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και έτσι η Εκκλησία έχει προαιώνια ύπαρξη. Όπως όλο το έργο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και το μυστήριο της Εκκλησίας ήταν στο σχέδιο του Θεού από καταβολής κόσμου, το οποίο απεκαλύφθη με την ενανθρώπηση του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα – ενορία ήταν και η πρώτη ενορία – επισκοπή, με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Την κοινή πίστη στον Σωτήρα Χριστό.
2. Την κοινή λατρεία: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». (Πράξ. 1,42)
3. Την υπαγωγή υπό τον Α´ Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
4. Την αγάπη, ως εφαρμογή του ευαγγελικού κηρύγματος στη ζωή των μελών της,
και
5. Την προσδοκία της κοινής Ανάστασης και μετοχής στην ουράνιο Βασιλεία του Θεού.

Οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, που ζούσαν τα μοναδικά βιώματα της πρώτης τότε ενορίας («του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» “Πράξ.4,32”), απεδείκνυαν την αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, μέσα από το μυστήριο της ενορίας. Ήταν πραγματικά ιδανική η πρώτη αυτή χριστιανική κοινότητα – ενορία: Είχαν κοινοκτημοσύνη («είχον άπαντα κοινά», “Πράξ.2,44”), τα Κυριακά δείπνα – «Αγάπες», με ενσυνείδητη μετοχή στο μυστήριο της Ζωής, τη θεία Ευχαριστία.

Με το κήρυγμα των Αποστόλων εις πάντα τα έθνη, κατά την εντολή του Κυρίου, και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, παρά τους διωγμούς, έχουμε και τη συνακόλουθη αναγκαία χειροτονία επισκόπων και πρεσβυτέρων κατά τόπους. Σχετική είναι η εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο, «ίνα καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1,5). Οι πρώτες κοινότητες – ενορίες συνήθως λειτουργούσαν στις πόλεις. Για τη ζωή των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας έχουμε πολλές μαρτυρίες από τις Πράξεις των αποστόλων και τις Επιστολές του αποστόλου Παύλου. Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός, βρέθηκε στην ανάγκη της αποκέντρωσης. Αυτό γίνεται ειδικά μετά τη λήξη των διωγμών, οπότε έχουμε μαζική προσέλευση στην Εκκλησία και οι πνευματικοί πατέρες έπρεπε να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους πιστούς.

Κατά την περίοδο των αποστολικών Πατέρων έχουμε την εδραίωση του θεσμού της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας λέγει ότι ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος προσθέτει, «όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία» και, «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra Ecclesiam nulla salus “Κυπρ. Επιστ., 66.8”).

Μετά την παύση των διωγμών, έχουμε μαζική αύξηση των Χριστιανών και στην ύπαιθρο και περαιτέρω αποκέντρωση, και τη δημιουργία νέων επισκοπών και κατά τόπους ενοριών σε όλη τη Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, καταρχήν, διαμορφώνονται ως τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα (Πενταρχία των Πατριαρχών). Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στον βίο του αγίου Αθανασίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ότι είχε στη δικαιοδοσία του αρκετές αρχιεπισκοπές και 120 επισκόπους. Η ενορία, υπό τη σημερινή της μορφή, άρχισε να υφίσταται μεταξύ του 4ου – 5ου αι., με τη χειροτονία πολλών πρεσβυτέρων στην επαρχία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα – ενορία καθόριζε την καθημερινή ζωή και την ύπαρξη του Ρωμηού. Τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος.

Η ενορία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι η ίδια η Εκκλησία σε μικρογραφία. Εδώ τελεσιουργείται η διακονία της καταλλαγής, κηρύττεται και λατρεύεται ο Χριστός. Ο άνθρωπος προσεγγίζει εμπειρικά την Εκκλησία του Χριστού, στη μορφή κάποιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, στη ζωή της ενορίας.

Όπως είπαμε στην αρχή, η αποκάλυψη της Εκκλησίας έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και η εδραίωση με την αποστολή του αγίου Πνεύματος, ενώ η τελεία φανέρωση θα γίνει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά είναι βεβαίως θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν άμεση σύνδεση με τη ζωή μας. Άλλωστε, όλα τα προβλήματα πρέπει να τα λύνουμε θεολογικά, αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σωτηρία μας και να ζούμε σωστά και φυσικά. Για να σκεφτόμαστε θεολογικά, ασφαλώς δεν είναι αρκετό η απαραίτητο το πτυχίο μίας Θεολογικής η Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά, όπως λέγει ο όσιος Νείλος ο ασκητής, Θεολόγος είναι αυτός, που ξέρει να προσεύχεται («Ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη• και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» “Migne, P.G. 79, 1180”).

Αλλά εκκλησία λέγεται και ο ναός, ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να τελέσουν τα Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, κατεξοχήν δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γιατί η θεία Ευχαριστία αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της Εκκλησίας από τις άλλες θρησκείες. Για τον καθαγιασμό ενός χώρου ως ναού, όπου θα συναθροίζεται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, γίνεται ειδική τελετή, η τελετή των Εγκαινίων. Η καθιέρωση του ναού είναι ουσιαστικά καθιέρωση του θυσιαστηρίου. Ναός χωρίς θυσιαστήριο δεν είναι ναός, αλλά οίκος προσευχής, «μήτε σκήνωμα είναι της δόξης του Θεού χωρίς θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεού», κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόλαος Καββάσιλας, ότι το θυσιαστήριον καθιερώνεται από τον επίσκοπο με την τοποθέτηση λειψάνων αγίων μαρτύρων, που φανερώνουν τους τρεις πυλώνες οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι το θυσιαστήριο, ο επίσκοπος και οι άγιοι. Διαχωρισμός του ενός από τα άλλα δύο συνιστά απώλεια του ορθοδόξου ήθους.

Πάντως ο ναός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι ουρανός «ένδον του ιερού καταπετάσματος ώσπερ εν επουρανίαις σκηναίς, τον θρόνον έχων τον δεσποτικόν, εφ᾽ ου καθήμενος ο του παντός βασιλεύς, συναίρει λόγον αοράτως μετά των δούλων αυτού».

Η Καθολική Εκκλησία ενεργεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στην ενορία, που είναι η πνευματική μας οικογένεια. Στη μήτρα – κολυμβήθρα της ενορίας μας γεννηθήκαμε και στη ζωή της αναγεννώμαστε στο λειτουργικό γίγνεσθαι. Εκκλησία είναι η ενορία και συνιστά τον ναό ως το κέντρο της, τον κατεξοχήν χώρο της. Όπως το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο, τοπικά και λειτουργικά, του κοινοβίου, έτσι και ο ενοριακός ναός είναι στο κέντρο της κοινότητας. Παλαιότερα μάλιστα, στον περίβολο του ναού, οι ορθόδοξοι πιστοί εβίωναν την κοινωνία μεταξύ τους, ιδίως μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι η επι-κοινωνία των πιστών μεταξύ τους έξω από τον ναό ήταν συνέχεια και ήταν συνδεδεμένη με τη θεία Κοινωνία, που είχε προηγηθεί μέσα στον ναό.

Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τη συνάντηση των πιστών αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με τους γιορτάρηδες να κερνούν κι όσους είχαν μνημόσυνο να προσφέρουν τα κόλλυβα, τη ρακή. Συντελείτο μια ωραία επικοινωνία όλης της Κοινότητας στον περίβολο του ναού. Η επικοινωνία της κοινότητας-ενορίας φανερωνόταν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, το Πάσχα θα έπρεπε να έρθουν όλοι οι χωριανοί, για να πει τον Καλό Λόγο ο ιερέας. Έψαχναν μήπως έλειπε κανείς και, αν έλειπε, έστελναν κάποιο να του φωνάξει. Σήμερα, αυτή η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση, έχει μεν ατονήσει, αλλά μπορεί όμως να ανανεωθεί στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που υπηρέτησα, δημιουργήσαμε προς τον σκοπό αυτό πολλούς χώρους κάτω από τον ναό. Ένα παρεκκλήσι, μια αίθουσα 500 ατόμων, ένα αρχονταρίκι, αίθουσες κατηχητικών, βιβλιοθήκης, παιχνιδιού, υπολογιστών, ψυχαγωγίας. Όλα όσα γίνονται στους χώρους αυτούς υπηρετούν, τρόπον τινά, με σύγχρονους τρόπους αυτό, που ζούσαμε παλαιότερα στους περιβόλους των ναών.

Η Εκκλησία αρνείται να αφομοιωθεί με την άμορφη κοινωνία, αλλά εκτείνεται ως σωτηρία, που υπάρχει «εν ορίοις», πέραν μεν των χωρικών ορίων του ναού, μέσα σε καθορισμένα όμως όρια, που υποδηλώνουν ευθύνη. Δεν πρόκειται για όρια περιχαράκωσης και για τους μη υγιείς τοπικισμούς, που δημιουργούνται καμμιά φορά, όσο για σύνορα έγνοιας και μέριμνας. Ο εκκλησιαστικός ενοριακός κύκλος δεν κλείνει, αλλά ανοίγεται και διαλέγεται, προσεγγίζει και μεταδίδει το μυστήριο της κοινωνίας, μαρτυρεί τον Χριστό προς τους εγγύς και τους μακράν.

Η ενορία είναι η ευχαριστιακή οικογένεια, που γίνεται «ο,τι κοινωνεί», το μικρό ευχαριστιακό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα η σωτήρια δράση της ευρύτερης Εκκλησίας, η κλήση πάντων σε σύναξη. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά πραγματώνεται στην ενορία. Ενορία γίνεται ο χώρος σάρκωσης της Εκκλησίας, που για τον χριστιανό του κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε απομάκρυνση από αυτή είναι ξενητιά. Χωρίς ενορία, όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, που καταδυναστεύει μία άσαρκη ρομαντική ουτοπία, μία κοινότητα, που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού. Η ζωή υπερβαίνει το σύστημα. Και αυτή η υπέρβαση, η ελευθερία από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι η ενορία. Ο σύγχρονος μακαριστός κορυφαίος δογματικός θεολόγος, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ λέγει: «Δεν δίνουμε ορισμό σε κάτι, που είναι από μόνο του απόλυτα σαφές. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα, που την ζούμε, παρά αντικείμενο, που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε» (Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Εκδόσεις Αρμός, σ.13).

Ο απώτατος Θεός γίνεται εγγύτατος, ως Θεάνθρωπος, που γίνεται ψηλαφητός μέσα στην Εκκλησία δια της ενορίας, που είναι η εικόνα, η έκφραση και η εκδήλωση όλης της Εκκλησίας, «ο μεταμορφωμένος κόσμος μέσα στον κόσμο». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας στη λατρεία της, καλλιεργώντας σωστή σχέση με την ενορία, σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας.

Ο προεστώς της ενορίας, ως ποιμένας, αλλά και ως ποιμαινόμενος του επισκόπου, ενορίτης και ο ίδιος, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Επιδεής, βεβαίως, και ο ίδιος σωτηρίας, γίνεται δρόμος προς τον Χριστό, αντιμετωπίζει τους λαϊκούς αδελφούς, όχι ως παθητικούς θεατές, αλλ᾽ ως δυναμικούς συνοδοιπόρους στο ενοριακό έργο. Ως μέτοχος της ιερωσύνης του Χριστού, με την αίσθηση της αναξιότητάς του, την υπηρετεί και δεν τη χρησιμοποιεί ως δικαιωματικός της κάτοχος. Φροντίζει τα πρόβατά του ως να ανήκουν στον Χριστό και όχι στον ίδιο.

Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να κινείται ως πνευματικός πατέρας, φίλος και αδελφός, σύμβουλος και συμπαραστάτης, έχοντας ως προϋπόθεση το πατερικό πνεύμα, το ορθόδοξο φρόνημα και τις ησυχαστικές πρακτικές (ευχή, νηστεία, άσκηση, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στα πνευματικά του τέκνα). Πρέπει να θυμάται τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι», και, «γέγονα τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω», ενώ παράλληλα δεν πρέπει να υστερεί σε θέματα φιλανθρωπίας, κοινωνικής προσφοράς και ανιδιοτελούς αγάπης.

Στην ενορία πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το εγώ στο εσύ, γιατί η πραγματική ηθική αρχίζει, όταν μπαίνει στη σκηνή «ο ξένος», ο διαφορετικός. Το κάθε μέλος έχει και ξαναβρίσκει τη σχέση του ως «μέλος εκ μέρους». Και οι γυναίκες και οι άντρες, οι μικροί και οι μεγαλύτεροι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, που μας κάνουν πιο οικείους με την αιώνια ζωή. Η μνήμη τους δεν είναι αναπόληση, αλλά η μνημόνευσή τους σε κάθε προσκομιδή τους καθιστά κοινωνούς στη μνήμη του Θεού και στη ζωή μας μέσω της θείας Ευχαριστίας. Στη ζωή της ενορίας όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως «εν δυνάμει αγίους», ως συνοδοιπόρους και όχι ως απειλή. Η ενοριακή πίστη μας αυτή είναι: ο άλλος είναι ο πλησίον, ο Παράδεισός μου και όχι η Κόλασή μου, όπως διακήρυσσε ο άθεος Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σάρτρ. Η μόνη διάκριση, που γίνεται, είναι αυτή μεταξύ του αμετανοήτου – μη αναγεννημένου και του μετανοημένου – ευχαριστιακού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Νικολάου Γ. Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας. Συνδεόταν με τον πατέρα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη και τον Γέροντα Παΐσιο. Ήταν φιλομόναχος άνθρωπος και «τρελλός», με την τρέλλα, που όλοι πρέπει να έχουμε για τον Χριστό. Το απόσπασμα αναφέρεται στη σχέση μας με τους νεκρούς, που αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, και με μας, που αποτελούμε τη στρατευομένη. Είμαστε όμως όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, ένα αδιάσπαστο σώμα με κεφαλή τον Χριστό.

« Η Εκκλησία είναι το σώμα μου»

Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μοναχός εν᾽ απόγευμα, μπήκα στην εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορημένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ.
Τότε λοιπόν, παρά τις ελλειπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ᾽ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου ειν᾽ ένας άλλος.
Άλλος ο Χριστός και η αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος, που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τος αγαπώ ως εαυτόν μου. άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου, που μ᾽ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου». (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 66-67)

Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Στην ενορία τα άτομα αναδεικνύονται ξεχωριστά πρόσωπα, που εξελίσσονται στην ελευθερία χάρις στην ταπείνωση, που είναι η δύναμη να μη βασίζομαι μόνο στις δικές μου δυνάμεις και να εμπιστευθώ στον Θεό την ύπαρξή μου και να βάλω τον αδελφό στη ζωή μου, να θητεύσω στο θέλημα του Θεού για να ελευθερωθώ, να συσταυρωθώ με τον αδελφό μου, για να αναστηθώ. Το παράδοξο του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ουδετερότητα, αλλά με αγάπη. Να γίνει αγάπη.

Τέλος, οι ενορίες – κλήρος και λαός – δεν πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς ευχαριστιακές κοινότητες μέσα στα όρια της κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας, αλλά να εξαρτώνται από τη μία επισκοποκεντρική ευχαριστία, ως οργανικός της κλάδος. Εκεί διασφαλίζεται πνευματικά η ενότητα της Εκκλησίας, κάτω από το ωμοφόριο, την ευχή και την προσευχή του οικείου ποιμενάρχου της, εν αγάπη και υπομονή.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι χωρίς να γνωρίσουμε τι είναι Εκκλησία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποστολή μας, ως ιερείς.

Θέματα προς συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού.
2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας.
3. Επιλογή των συνεργατών μας.
4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα.
5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες.
6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
7. Αξιοποίηση των αποδήμων.
8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες.
9. Η αξιοποίηση της μαζικής προσέλευσης πιστών κατά τις μεγάλες εορτές, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα.
10. Η ιδιαίτερη φροντίδα μας για την ευπρέπεια του ναού, των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων.
11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών.
12. Αξιοποίηση του διαδικτύου.

Συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού

Η πνευματική ζωή του ιερέα περιλαμβάνει τη μυστηριακή ζωή, τη μετάνοιά του ενώπιον του Χριστού και του πνευματικού του, την προσευχή, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων. Αναμφίβολα, χωρίς μελέτη και χωρίς ανανέωση, ο ιερέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ποικιλότροπες ποιμαντικές ανάγκες της εποχής μας, που είναι πολύ δύσκολη. Έχουμε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, οι εξελίξεις τρέχουν και δεν τις προλαβαίνουμε. Οφείλουμε να έχουμε ενδιαφέρον να ενημερωνόμαστε μέσα από τα διαθέσιμα μέσα, και για τους νεώτερους υπάρχει και το διαδίκτυο, που συνιστά μια αξιόλογη πηγή ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, ο ιερέας οφείλει να μελετά, χωρίς όμως να αισθανθεί ποτέ την αυτάρκεια της γνώσης. Να έχει διαπαντός την αίσθηση της μαθητείας και την ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Να τρέφει σεβασμό προς όλους τους λαϊκούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους του, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να αντιμετωπίζει με πραότητα, υπομονή και καλωσύνη τις όποιες δύσκολες καταστάσεις και περιστατικά της ζωής.

Το χάρισμα της διάκρισης πρέπει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ιερέα. Αυτό αποκτιέται και καλλιεργείται με την προσωπική πνευματική του ζωή, και κυρίως την προσωπική καθημερινή του μετάνοια. Σ’ αυτό βοηθά, αν ανακρίνει καθημερινά τον εαυτό του γύρω από τους λογισμούς, τη στάση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες, που είχε από την επαφή του με συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, θα διαπιστώσει τις ελλείψεις του και θα επεκτείνει τα όρια της προσευχής του στους συνανθρώπους του, που πλήγωσε, που κατέκρινε, είτε με τους λογισμούς του, είτε με τις επιθυμίες του, τη γλώσσα του, τις ενέργειές του. Όταν αυτή η «ανάκριση» γίνεται καθημερινά, με το να προσεύχομαστε δηλαδή ονομαστικά για τους ανθρώπους, που πικράναμε, που κατακρίναμε, τότε αποκτούμε διάκριση, αποκτούμε αγάπη. Αυτό αποτελεί «αρχή μετανοίας», για να έλθει η μετάνοια. Για να φωτιστούμε και να αγιασθούμε, πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Ουδέποτε ενώνεται η χάρις του αγίου Πνεύματος με ακάθαρτο νου, με σώμα μολυσμένο.

Όταν ο καθένας κάνει αυτή την προσωπική εργασία, τότε τα όποια προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του Θεού. Τα προβλήματα, οι αποτυχίες μας σε ενορίες οφείλονται σε προσωπική μας έλλειψη. Πρέπει να αναλάβουμε προσωπικά την ευθύνη γι᾽ αυτή την έλλειψη. Δεν φτάνει μόνο η μελέτη και η διεκπεραίωση ακολουθιών από μέρους μας.

Το πιο σημαντικό για όλους μας είναι η καθημερινή μας μετάνοια• τα υπόλοιπα τα κατευθύνει το άγιο Πνεύμα. Να επιμελούμεθα και να ανανεώνουμε την προσωπική μας πνευματική ζωή, που η βάση της είναι η μετάνοια και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Σ’ αυτό μας κατευθύνει το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου και το πρώτο κήρυγμα του Δεσπότου Χριστού: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάθε μέρα να ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, για να μπορούμε να ανανεώνουμε την παράστασή μας, την παρουσία μας δηλαδή ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου. Εάν δεν ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, τότε δεν ανανεώνουμε την ευχαριστιακή μας σχέση, ούτε με τον Θεό, ούτε με τους συνανθρώπους μας.

2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας

Εδώ, βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι και σταυρός για μας. Γιατί ο κόσμος θεωρεί, ότι πρέπει να είμαστε ψηλά κι εμείς και η οικογένειά μας. Καμμιά φορά όμως, αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς και, ούτε μεγάλα λόγια πρέπει να λέμε, ούτε μπορεί κάποιος να καυχηθεί γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό κι εδώ χρειάζεται η προσωπική πνευματική μας ζωή και το παράδειγμά μας. Διαφορετικά, είναι επικίνδυνο και για την ποιμαντική μας προσπάθεια, αν αποτύχουμε στην οικογένειά μας, πράγμα, για το οποίο δεν είναι πάντα υπαίτιος ο ιερέας. Κι ασφαλώς, πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο για μια επιτυχημένη ιερατική οικογένεια. Είναι ένας σταυρός, που πρέπει να σηκώσουμε με την προσευχή μας και να προσπαθήσουμε με το παράδειγμά μας, όσο εξαρτάται από εμάς, να δώσουμε μια καλή μαρτυρία και μέσα από την οικογένειά μας. Ο ιερέας οφείλει να νοιάζεται την οικογένειά του. Να δίνει το παρόν του από τη μικρή ηλικία των παιδιών του μέχρι και την εφηβεία και την αποκατάστασή τους.

3. Επιλογή των συνεργατών

Στην επιλογή των συνεργατών μας να μην υπάρχουν διακρίσεις και αποκλεισμοί. Από μέρους του ιερέα χρειάζεται προσέγγιση ανθρώπων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Να δίνει ευκαιρία και σε καινούργια πρόσωπα, που θα ήθελαν να βοηθήσουν και να προσφέρουν, μεταφέροντας έτσι προς την κοινωνία το έργο της Εκκλησίας.

4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα

Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται καινούργιοι τρόποι προσέγγισης. Η πίστη μας παραμένει σαφώς η ίδια, αλλά να βρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων.

5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες

Η Κατήχηση αποτελεί σημαντική μας έλλειψη. Πολλά προβλήματα είναι ζήτημα απουσίας λόγου. Η κατήχηση δεν αφορά μόνο στα μικρά παιδιά, αλλά κατήχηση θέλουμε όλοι ανεξαιρέτως. Η μελέτη από τους ιερείς βοηθά στο να ανανεώνει ο ιερέας την ιερωσύνη του, να την εμπνέει, να την εμβαθύνει. Πρέπει να γίνει έμπρακτη μέσω του κηρύγματος, που βοηθά και επικοινωνιακά τη σχέση του ιερέα με τον λαό. Πολλοί ιερείς «φοβούνται» ότι θα εκτεθούν, ότι θα κριθούν. Ο κηρυγματικός λόγος αυτός, ιδιαίτερα όταν είναι μέσα στη θεία Λειτουργία, είναι βαπτισμένος μέσα στο αναστάσιμο σώμα του Κυρίου μας και βοηθά τον λαό. Ο ιερέας μοιράζεται τη συμμετοχή του με αυτό το σώμα.

Ο ιερέας πρέπει να έχει την έγνοια του ποιμνίου του. Πολλοί είναι οι ορθόδοξοι, που πλησιάζουν τους ιερείς με σκοπό να τους διαβαστεί η ευχή της βασκανίας, η να τους κάνουν ευχέλαιο. Τούτο το σημείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται μεν «ανώφελο», αποτελεί εντούτοις ένα σημείο επαφής, που φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα. Είναι μια καλή αφορμή για να τους πλησιάσουμε με αγάπη, χωρίς να αρνηθούμε να τους βοηθήσουμε . Κυρίως «να ακούσουμε» τον πόνο τους, και έτσι να τους αναπαύσουμε. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να αισθανθούν την Εκκλησία ως μητέρα τους, που τους νοιάζεται.

Όσον αφορά στους ξένους στην Κύπρο, έχουμε δύο περιπτώσεις: τους ορθοδόξους και τους μη ορθοδόξους. Για τους ορθοδόξους, πρέπει να εργαστούμε ουσιαστικά. Πρέπει πρώτα εμείς με το παράδειγμά μας, να αποδείξουμε ότι αυτή η Εκκλησία είναι και δική τους Εκκλησία, όχι μόνο για μας τους Έλληνες. Οι ιερείς οφείλουν να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθούν• να τους εντάξουν στο ποίμνιό τους, μια και αποτελούν ποίμνιό τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενταχθούν μέσα στην τοπική Εκκλησία. Ο καλύτερος τρόπος είναι μέσα από τα μυστήρια. Παράλληλα, να τους βοηθήσουμε και σε πρακτικά ζητήματα, όπως την επικοινωνία τους με τις κρατικές υπηρεσίες για την τακτοποίηση γραφειοκρατικών θεμάτων, που γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικά.

Αναμφίβολα, η παρουσία στη Μητρόπολή μας ιερέων από άλλες ορθόδοξες εθνότητες ωφελεί. Ο καθένας κουβαλά τις συνήθειές του, την κουλτούρα του και έτσι διαφαίνεται ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική, πράγμα που έγινε αντιληπτό στους Κυπρίους μόνο τα τελευταία χρόνια, επειδή οι ίδιοι οι Κύπριοι ήταν περιχαρακωμένοι στο εγώ τους.

Έχουμε ακόμα περιπτώσεις ανθρώπων αιρετικών η που είναι μπλεγμένοι με τη μαγεία, τα μέντιουμ η διάφορες ινδουϊστικές θεωρίες. Προληπτικά, είναι καλό ο ιερέας να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αυτές με προσευχή. Αλλά, παράλληλα, να γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του, διατηρώντας επικοινωνία με αυτό. Με ενδιαφέρον να συμπαραστέκεται, οδηγώντας τους πεπλανημένους προς την Ορθή πίστη. Να είναι ανοικτός και σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, αγκαλιάζοντάς τον με καλωσύνη.

Ο ιερέας οφείλει να κατηχεί τον ορθόδοξο λαό του προς την ορθόδοξη πίστη. Την ίδια στιγμή όμως να γνωρίζει την κουλτούρα των αλλοδόξων ανθρώπων (που πολλές φορές συμβιώνουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια), καθώς και τους τρόπους, τις μεθόδους και πολλές φορές τα αρνητικά μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσουν, εκπληρώνοντας τα πνευματικά τους καθήκοντα. Ο ρόλος του ιερέα είναι άκρως σημαντικός: ο ίδιος παρέχει ασφαλή προστασία στο ποίμνιό του, κατηχώντας από τη μια το ποίμνιό του πως να προσεύχεται, αντιστεκόμενος στα κακά πνεύματα και δυνάμεις, και από την άλλη, καθαγιάζοντας το ποίμνιό του μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς

Η σχέση του ιερέα με τους εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι στενή. Να επιδιώκει ο ιερέας να έχει σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαιτέρως στα σχολεία πρέπει να δίνουμε το παρόν μας στις εορτές τους, να προσφέρουμε, να προτείνουμε στους εκπαιδευτικούς η στα παιδιά ένα σχετικό βιβλίο, να κάνουμε μια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορεί να μην είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, έχουν εντούτοις αναζητήσεις. Όταν τους δώσουμε την ευκαιρία, βοηθιούνται οι ίδιοι και βοηθούν ταυτόχρονα και εμάς. Από την άλλη, στην περίπτωση, που εκπαιδευτικοί κατηγορούν την Πίστη μας και είναι εναντίον της Εκκλησίας, τότε καλό είναι το κάθε πρόβλημα να λύνεται, είτε σιωπηλά, είτε με τη βοήθεια και συνεργασία του εκάστοτε γυμνασιάρχη-λυκειάρχη, χωρίς να είμαστε εριστικοί, δημιουργώντας εχθρότητες. Το τελευταίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει.

Ο ιερέας οφείλει να συμμετέχει ενεργά, δυναμικά, αλλά και διεκδικητικά πολλές φορές, σε όλα τα δρώμενα της ενορίας του, η οποία αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τα όποια προβλήματά της. Να βοηθά στην επίλυση προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει επιθετικές προθέσεις, πράγμα που πολλές φορές κάνει το πρόβλημα μεγαλύτερο. Ούτε και είναι καλό για τον ιερέα να κρατά στάση δειλίας απέναντι στα προβλήματα, αλλά να αντιδρά άμεσα, εκφράζοντας ανοικτά την άποψή του, όπου χρειάζεται. Να έχει το θάρρος να υπερασπίζεται τα δίκαια της Εκκλησίας, γιατί είναι αποδεδειγμένο, όταν εμείς είμαστε σωστοί, οι άλλοι μας δέχονται. Ενώ, όταν είμαστε δειλοί, μη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της Εκκλησίας, δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που περιμένει από μας να είμαστε πρωτοστάτες σε αυτά τα θέματα. Ταυτόχρονα, αν ο ιερέας είναι προνοητικός, μπορεί πολλές φορές να προλάβει το πρόβλημα πριν την εμφάνισή του. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους του προσωπική εγρήγορση. Ο ίδιος να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να συνεργάζεται στα θέματα, που μπορεί να συνεργάζεται, εμπλεκόμενος κάθε φορά με τους σχετικούς κοινωνικούς φορείς. Σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις είναι ο Θεός, που φωτίζει τον ιερέα να ενεργήσει αναλόγως.

7. Αξιοποίηση των αποδήμων

Στα μικρά χωριά τα Σαββατοκυρίακα η ενορία μεγαλώνει με την παρουσία των αποδήμων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλό να συνεργαζόμαστε, προσπαθώντας να τους αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Έτσι, η ενορία θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά ταυτόχρονα τους βοηθούμε και προσωπικά, συνδέοντάς τους με την πρώτη τους ενορία, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί πατρίδα τους.

8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες

Αυτή η μέριμνά μας, θα μπορούσε έμπρακτα να οργανωθεί με την εύρεση καταλλήλων προσώπων. Στη Μητρόπολή μας ήδη συστάθηκαν για τον σκοπό αυτό μονάδες οικονομικής στήριξης και προσφοράς αναγκαίων τροφίμων και ειδών ένδυσης σε άπορα άτομα, με υπεύθυνους ιερείς.

9. Η αξιοποίηση των μεγάλων εορτών, οπόταν έχουμε μαζική προσέλευση πιστών, καθώς και των μυστηρίων και των μνημοσύνων

Εδώ είναι μια πρόκληση, που οφείλουμε να την κερδήσουμε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι των μεγάλων εορτών, των μνημοσύνων, των μυστηρίων, που δεν έχουν τακτική επαφή με την Εκκλησία και την ενορία, αν είμαστε οργανωμένοι, αν τελούμε τα μυστήρια με επίγνωση χωρίς να βιαζόμαστε και να κατανοούν οι άνθρωποι, τότε εύκολα προσεγγίζουν την Εκκλησία. Στην αρχή μπορούμε να λέμε μερικά λόγια, ώστε να υπάρχει μια τάξη και ησυχία. Είναι καλό τις μεγάλες εορτές να υπάρχει σωστή οργάνωση, να μην υπάρχουν κενά στην ακολουθία, ώστε να δημιουργούνται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτά, βοηθούν πολύ και πάρα πολλοί ευκαιριακοί επισκέπτες της ενορίας μπορούν να γίνουν τακτικοί, αν εμείς δίνουμε καλές εξετάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις.

11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών

Όλοι μας έχουμε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ένας αδελφός, που διαθέτει ένα χάρισμα, μια εμπειρία, να τη μοιράζεται, χωρίς να έχουμε την ιδέα ότι τα ξέρουμε όλα. Αλλά να έχουμε υπόψη μας την έννοια της «δια βίου γνώσεως», κάτι, που για όλους μας χρειάζεται, και να αξιοποιούμε με αυτό τον τρόπο τις εμπειρίες των άλλων αδελφών μας. Το χάρισμα του καθενός να το αξιοποιούμε με τη συνεργασία, με τον διάλογο και με τη συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών. Δείχνουμε έτσι στον κόσμο την ύπαρξη συνεργασίας και αγάπης μεταξύ μας.

Είναι απαραίτητη η συμμετοχή μας στη γειτονική ενορία, όταν αυτή πανηγυρίζει. Δίνουμε μια καλή μαρτυρία αγάπης και προς τον ιερέα, αλλά και προς τον εορταζόμενο Άγιο της ενορίας, που εορτάζει. Μία πρακτική, που εφαρμόζουν πολλοί ιερείς, είναι, όταν πανηγυρίζει μια γειτονική Κοινότητα, δεν λειτουργούν στην ενορία τους, αλλά μετέχουν με το ποίμνιό τους στην πανήγυρη της γειτονικής ενορίας. Η, καμμιά φορά, μπορεί να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα των ακολουθιών της ενορίας τους, ώστε να μπορέσουν οι ίδιοι να συμμετάσχουν και στη γειτονική πανήγυρη. Πάνω σ᾽ αυτό, είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «Εις την Καινήν Κυριακήν», στον οποίο παροτρύνει τον κόσμο, ιερείς και λαϊκούς, να πηγαίνουν σε μέρες πανήγυρης στα προσκυνήματα, γιατί κατ’ αυτή την ημέρα παρέχεται περισσότερη και ιδιαίτερη χάρις του αγίου Πνεύματος στους πιστούς, λόγω του εορταζομένου αγίου.

Με αφορμή το θέμα αγαστής συνεργασίας με τους συμπρεσβυτέρους μας, να θίξουμε κι ένα σημαντικό παρεμφερές: Πάντα να έχουμε ένα καλό λόγο για τους κληρικούς αδελφούς μας. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε εύκολα κατηγορίες για άλλους ιερείς, αλλά, αντίθετα, να τους υπερασπιζόμαστε, όταν τύχει σχετικός λόγος. Κι ακόμα, να προσπαθούμε να εμβάλουμε στους κατηγόρους καλούς λογισμούς για τους κατηγορουμένους κληρικούς. Γιατί, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθει και η δική μας η σειρά, οπότε θα θυμηθούμε ότι κακώς κι εμείς δεχτήκαμε μια κατηγορία εναντίον άλλου ιερέα αβασάνιστα και χωρίς να ερευνήσουμε το θέμα. Ο ιερέας επιβάλλεται να είναι προσεκτικός με τους ανθρώπους, ο οποίος ανοίγει διάφορα θέματα, τάχα από ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για να καταλήξουν όμως σε κατηγορία κάποιου εκκλησιαστικού προσώπου. Η συζήτηση αυτή καθοδηγείται ασφαλέστατα από τον δαίμονα της κατάκρισης. Ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει αυτό τον πειρασμό της κατάκρισης, όχι μόνο για άλλους ιερείς, αλλά, πολύ περισσότερο, και για αρχιερείς, γιατί θα το βρει μπροστά του. Θα βρει δηλαδή, σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο, πειρασμό, για να ταπεινωθεί και μετανοήσει. Η ιεροκατηγορία οδηγεί τον ιερέα σε ψυχικό θάνατο και σκανδαλίζει ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό μας.

12. Αξιοποίηση του διαδικτύου

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πολύπλευρης γνώσης και ενημέρωσης, που μπορεί να βοηθήσει πολύ στο ποιμαντικό μας έργο, και κυρίως για πληροφόρηση σε θέματα, που απασχολούν τους νέους μας. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι χρειάζεται από μέρους του ιερέα σύνεση στον τρόπο χρησιμοποίησης του εργαλείου αυτού. Καταρχήν, να μην παρασύρεται ο ίδιος από το «νεωτεριστικό πνεύμα», απολυτοποιώντας το. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι σε γνώση του ιερέα ο τρόπος λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα από τη χρήση του στο περιβάλλον της ενορίας του. Αν ο υπεύθυνος ιερέας αφήνει ανεξέλεγκτο τον χειρισμό του διαδικτύου από νέους, που θα το χειρίζονται στο πλαίσιο της κατηχητικής κίνησης της ενορίας του, χωρίς δηλ. να επιβλέπει και να έχει αίσθηση της σχετικής ευθύνης, τότε, πολύ εύκολα η κατάσταση θα ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια, και θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Πολλοί καλοπροαίρετοι ιερείς, ευρύτερα ομιλούντες, έκαναν πειράματα εκσυγχρονισμού, τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην εκκοσμίκευση. Στην προσπάθειά τους, να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο, οδηγήθηκαν σε λανθασμένο δρόμο, έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο λόγος είναι ότι δεν αξιοποιούμε τη μεγάλη δύναμη της εξαγιασμένης και μακρόπνοα δοκιμασμένης ιερής Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά επηρεαζόμαστε από το κοσμικό φρόνημα και από την τεχνολογία της επικοινωνίας (σύγχρονα πολυμέσα), που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φαινομενική πρόοδος, χωρίς Θεό, είναι ψεύτικη τελικά, και, άρα, χωρίς περιεχόμενο ουσιαστικό.

13. Σχέση ενορίας και μοναστηριών

Πολλές φορές δημιουργείται μια εχθρότητα στις ενορίες προς τους πιστούς, που πάνε στα μοναστήρια. Το γεγονός όμως τούτο δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Η σχέση αυτή των πιστών ενοριτών μας με κάποια μονή είναι τελικά ευεργετική, διότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθηθούν και θα γίνουν έτσι και καλύτεροι ενορίτες. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελέσουν τους καλύτερους συνεργάτες του ιερέα στην ενορία του. Αυτοί, είναι πιστοί, που αποκτούν περισσότερα αισθητήρια, ζουν καλύτερα τη μετάνοιά τους, αφού συχνάζουν σ᾽ ένα κατεξοχήν χώρο μετανοίας. Κάθε μοναστήρι, που αγωνίζεται να λειτουργεί σωστά, προτρέπει, και πρέπει να προτρέπει, τους πιστούς να ενταχθούν ενεργητικά στις ενορίες τους. Το μοναστήρι έτσι βοηθεί τον κάθε πιστό, να εκτιμήσει την ενορία του, αφού εκεί ανήκει οργανικά. Από την άλλη, είναι ωφέλιμο να υπάρχει μια επικοινωνία και επαφή του ιερέα και της ενορίας του με μοναστήρια, μάλιστα γειτνιάζοντα στην ενορία. Διότι καμμιά φορά γίνονται στο μοναστήρι ευκολώτερα γνωστά τα προβλήματα ενός ενορίτη, κι έτσι ο ιερέας του, σε συνεννόηση με το μοναστήρι, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώτερα την περίπτωση. Στα μοναστήρια, εξάλλου, οι μοναχοί και μοναχές πρέπει να εξυψώνουν στις ψυχές των πιστών τους ιερείς των ενοριών. Χρειάζεται, τελικά, μια λεπτότητα και μια ειλικρινής αμοιβαιότητα εκ μέρους και των μοναχών και των ιερέων.

Πηγές και βοηθήματα

1. Η Καινή Διαθήκη
2. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέος, Όσοι Πιστοί, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
3. Εφημέριος, Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Ημερολόγιον 2012.
5. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1-12, Αθήναι 1962-1968.