Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ὁσιακῶν μορφῶν, ποὺ μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες, τὰ ρεύματα τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως καὶ τοὺς λοιποὺς θεοφιλεῖς καμάτους τους ἄρδευσαν καὶ ἁγίασαν, ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη, τὴ φιλάγια τῆς Κύπρου γῆ, εἶναι γνωστὴ καὶ μία μικρὴ σὲ ἀριθμὸ ὁμάδα ἁγίων γυναικῶν.
Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση, ἡ φωτώνυμη αὐτὴ ὁσία καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τοῦ Καρπασίου. Αὐτό, ποὺ μὲ βεβαιότητα γνωρίζουμε, εἶναι ὅτι διῆλθε τὸν ἀσκητικό της βίο σ’ ἕνα εὐρύχωρο λαξευτὸ ὑπόγειο σπήλαιο μέσα στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος Καρπασίας. Τὸ σπήλαιο τοῦτο, ποὺ διατηρεῖται σὲ ἐξαίρετη γενικὰ κατάσταση μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, εἶναι πιθανὸν νὰ προϋπῆρξε τῆς ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ ἴσως παραπέμπει σὲ πρωτοχριστιανικοὺς ἢ καὶ πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους. Σ’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἐσωτερικὲς προεκτάσεις, ὑπὸ μορφὴ σηράγγων, διασώζονται δὲ καὶ λαξευμένες ἐσοχὲς στὰ τοιχώματα γιὰ τὴν τοποθέτηση λύχνων.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἐντοπίσθηκε μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 15ου αἰώνα, σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη μαρτυρία τοῦ γνωστοῦ Κυπρίου μεσαιωνικοῦ χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρᾶ. Τοῦτο ἦταν ἀσφαλῶς οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νὰ παρηγορήσει τοὺς ὑπόδουλους τότε στοὺς Φράγκους παπικοὺς κατακτητὲς Κυπρίους καὶ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Μαχαιρᾶ, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχαιότερη γνωστὴ γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὁσία Φωτεινή, ἔχει ὡς ἑξῆς (ἀποδίδουμε τὸ κείμενο σὲ μετάφραση, θέτοντας σὲ παρένθεση ἐπεξηγηματικὲς-διασαφηνιστικὲς λέξεις/φράσεις):
«Ἀκόμη βρίσκεται στὴν (περιοχὴ) Ἀκρωτίκη, στὴν κώμη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆ ςΚανακαριᾶς—ἔχει λίγο καιρὸ καὶ βρέθηκε μὲ ἀποκάλυψη Θεοῦ— (μία ἄλλη ἁγία), ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἁγία Φωτεινή, καὶ ὁ τάφος της εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ (σὲ σπήλαιο). (Ἐκεῖ) ὑπάρχει (ἅγιο) Βῆμα καὶ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐπίσης ἐκεῖ ὑπάρχει νερὸ-ἁγίασμα, καὶ (στὸ πηγάδι ποὺ βρίσκεται) ἔχει πολὺ βάθος τὸ νερό, καὶ στὸ γύρισμα τοῦ φεγγαριοῦ πήζει ἐπάνω τὸ νερὸ (ἁγίασμα), ὅπως πήζει ὁ πάγος, καὶ γίνεται μία τσίππα. Καὶ τὴ βγάζουν (ἀπὸ τὸ πηγάδι) σὰν μιὰ πλάκα πάγου. Κι ἅμα ἀρχίζει νὰ λυώνει, γίνεται λεπτὸ σὰν σκόνη, καὶ τὴ βάζουν στὰ μάτια τους οἱ τυφλοὶ καὶ θεραπεύονται»4.
Πέραν τῆς μαρτυρουμένης χρήσης τοῦ σπηλαίου τούτου ὡς ναοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας, ἀλλὰ καὶ μέχρι πρόσφατα (τὸ ἔτος 1974), ὁ χῶρος αὐτὸς λειτούργησε πιθανώτατα καὶ ὡς Μονή. Ἀργότερα (ἴσως ἐπὶ τουρκοκρατίας) λειτούργησε ἐπάνω καὶ πέριξ τοῦ σπηλαίου μικρὴ ἀνδρώα Μονή, ποὺ διαλύθηκε περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα6. Ὁ ναός, ποὺ βρίσκεται σήμερα πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, κτίσθηκε ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (1767-1810), λειτουργοῦσε δὲ πρὸ τῆς εἰσβολῆς ὡς ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Ἀνδρόνικος7.
Ἐπισημειώσεις
1. Τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Φωτοῦ παράχθηκε ἀπὸ τὴ γενικὴ τοῦ συγγενικοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἡ Φωτὼ (τῆς Φωτοῦς), ἀποτελεῖ δὲ σύνηθες γλωσσικὸ φαινόμενο ἀναγόμενο στὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ (τῆς ἀποδόσεως δηλ. θηλυκῶν κυρίων προσηγορικῶν ὀνομάτων εἰς -οῦ, π.χ. Σωφρονοῦ, Κυριακοῦ, Παρασκευοῦ κ.λπ.).
2. Ὄχι μόνο ὁ χῶρος ἀσκήσεως τῆς ὁσίας, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος τοῦ τάφου της, πού, παρὰ τὶς μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις (κατὰ τὶς δύο ἀνευρέσεις του), διακρίνεται ἐμφανῶς ὅτι ἦταν ἀρκοσόλιο (βλ. ἑπόμενη σημ.), παραπέμπουν στὴν παλαιοχριστιανικὴ περίοδο.
3. Ἡ λ. ἀρκοσόλιο (ἀπὸ τὸ λατινικὸ arcosolium, προερχόμενο ἀπὸ τὶς λ. arcus=τόξο καὶ solium=σορός, θήκη, τάφος), δηλώνει τοὺς τοξωτοὺς τάφους, ποὺ κατασκευάζονταν κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ-παλαιοχριστιανικὴ περίοδο. Ὁ τάφος τοῦ τύπου τούτου, ποὺ προεξεῖχε λίγο ἀπὸ τὸ δάπεδο, ἐπιστεγαζόταν ἀπὸ τοξωτὴ ὀροφή, δίνοντας ἔτσι ἕνα πλαστικὸ βάθος στὴν κατασκευή. Τὰ ἀρκοσόλια τῶν Ἁγίων διακοσμοῦνταν συνήθως μὲ ποικίλες παραστάσεις (νωπογραφίες).
4. Λεοντίου Μαχαιρᾶ, Χρονικόν, στό: R. M. Dawkins (ἐπιμ.), Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, Ὀξφόρδη 1932, τόμ. I, §34, σσ. 32-35. Τὰ τοῦ Μαχαιρᾶ περιληπτικὰ ἀναφέρουν καὶ οἱ D. Strambaldi (Chronicha, σ. 14), Fl. Bustron (Historia, σ. 34) καὶ ἀρχιμανδρίτης Κυπριανὸς (Ἱστορία χρονολογική, σ. 352).
5. Ἡ καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς ὁσίας Φωτεινῆς ἀπορρέουσα θαυματουργικὴ Χάρη τῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμικῶν παθήσεων ἔχει ἀντίστοιχη περίπτωση τὰ μετὰ θάνατον θαύματα τῆς ὁμώνυμης μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάλιστα ὑπῆρχε καὶ ἁγίασμα, θεραπευτικὸ τῶν ἀσθενειῶν (βλ. «Ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς καὶ μερικὴ ταύτης θαυμάτων ἐξήγησις», στό: Fr. Halkin, Hagiographica Inedita Decem, Corpus Christianorum Series Graeca, No. 21, Louvain 1989, σσ. 111-125 [κείμενο], καὶ σχετικὰ σχόλια στό: Alice-Mary Talbot, «The posthumous miracles of St. Photeine», Analecta Bollandiana, 112 [1994], σσ. 85-104).
6. Γιὰ τὴ μικρὴ αὐτὴ Μονὴ τῆς Ὁσίας βλ. στό: Ν. Γ. Κυριαζῆς, Τὰ Μοναστήρια ἐν Κύπρῳ, Λάρνακα 1950, σ. 99 καί, Κωστῆς Κοκκινόφτας-Θεοχαρίδης Ἰωάννης, «Μοναστηριακὰ δεδομένα σύμφωνα μὲ τὸ Κατάστιχο VΙ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου (1825)», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ἱ. Μ. Κύκκου, 4, σσ. 241-309, μάλιστα Πίν. 1-3 καὶ Χάρτης 3.
7. Σύμφωνα μὲ πληροφορίες τῶν ἐγχωρίων, στὴν τουρκοκυπριακὴ συνοικία (τουρκομαχαλλᾶ) τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, ἐρειπωμένος σήμερα.
8. Τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἁγιώνυμα τοπωνύμια στὴν Κύπρο, Ἁγία Φωτεινὴ καὶ Ἁγία Φωτοῦ, βλ. στά: Christodoulou Menelaos and Konstantinides Konstantinos, A complete Gazetteer of Cyprus, τόμ. I, Λευκωσία 1987, σ. 20, καὶ Jack Goodwin, An Historical Toponymy of Cyprus, τόμ. I, Λευκωσία 51985, σ. 299. Ἂς σημειωθεῖ πὼς ὁ ναὸς τῆς Ὁσίας στὴν Ἀκανθοῦ (19ου[;] αἰ.) ἦταν ὁ κοιμητηριακὸς τοῦ χωριοῦ, ὑπῆρχε δὲ παλαιότερα ναός της καὶ στὴν Κυθρέα.
9. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς ὁσίας, μαζὶ μὲ ἄλλες εἰκόνες ἀπὸ τὴν Κύπρο, κλεμμένες μετὰ τὴν εἰσβολὴ ἀπὸ Τούρκους ἐμπόρους ἀρχαιοτήτων, παρουσιάσθηκαν σὲ ἔκθεση στὴ Γερμανία καὶ τιτλοφορήθηκαν ὡς προερχόμενες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος (!), μετὰ δὲ ἐξαφανίσθηκαν (βλ. Κατάλογο τῆς Ἐκθέσεως, Ikonen des Ostens. Kultbilder aus fünf Jahrhunderten, St. Otto-Verlag Bemberg, Germany, No. 30, σ. 124, «Heilige Fotinia»).
10. Παλαιότερη σωζόμενη Ἀκολουθία τῆς ὁσίας, ποὺ ἀσφαλῶς σχετίζεται μὲ τὴν ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σιλβέστρου ἐπανεύρεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου της, εἶναι ἡ συμπιληθεῖσα ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ἀκάκιο στὸ γνωστό του χγφ. Πεντέορτον (1732/1733), ποὺ δημοσιεύθηκε στό: Κυπριακαὶ Σπουδαί, ΙΑ΄ (1947), σσ. 77-97, μὲ σχετικὰ προλεγόμενα στὶς σσ. κη΄-κθ΄ (τὸ Συναξάριο εἶχε προδημοσιευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰω. Συκουτρῆ στὰ Κυπριακὰ Χρονικά, Β΄ [1924], σσ. 238-240). Ἡ αὐτὴ σχεδὸν Ἀκολουθία (μὲ μικρὲς διαφορὲς) βρίσκεται στὸ γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀντώνιο Τεϊρμεντζόγλου χγφ. Ἱ. Μητροπόλεως Κιτίου 25 (ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ.), σσ. 246-287. Ἀμφότερες στεροῦνται ὁποιασδήποτε πρωτοτυπίας (ὡς καὶ οἱ μεταγενέστερες ὑπὸ τῶν Μαχαιριωτῶν Ἰγνατίου [1881] καὶ Μητροφάνους [1899]). Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ Συναξάριό τους, ποὺ στὸν Τεϊρμεντζόγλου ἀποδίδεται μὲ διαφορές, ἀλλὰ περιέχει τὰ αὐτὰ βασικὰ στοιχεῖα. Ἀξιοσημείωτο ὅτι σ’ αὐτὸ (τοῦ Τεϊρμεντζόγλου) γίνεται τὸ πρῶτον ἀναφορὰ στὴν ἐπὶ Σιλβέστρου ἀνεύρεση τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας —στὸν Ἀκάκιο ὑπονοεῖται, ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται ρητὰ— ἀπὸ τὸν οἰκονόμο Ἄνθιμο (καὶ ὄχι Νικόδημο, ὅπως βραδύτερα ἐπεκράτησε), καὶ ὅτι τότε (περίπου τέλη 18ου/ἀρχὲς 19ου αἰ.) τὸ λείψανο βρισκόταν ἀκέραιο μέσα στὸν τάφο. Νέα ᾀσματικὴ Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Ὑμνογράφου Χαραλάμπους Μπούσια, περιλήφθηκε (μαζὶ μὲ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία) στὰ Κύπρια Μηναῖα, Ι΄ (Αὔγουστος), σσ. 21-38.
11. Ὡς γνωστό, μὲ τὴν Bulla Cypria τοῦ πάπα Ἀλεξάνδρου Δ΄ (1260) καταργήθηκε ὁ τίτλος καὶ θεσμὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, οἱ δὲ ἐπισκοπὲς τῆς νήσου περιορίσθηκαν ἀπὸ 14 σὲ 4. Μεταξὺ τῶν ἐπισκοπῶν αὐτῶν ποὺ καταργήθηκαν ἦταν καὶ αὐτὴ τοῦ Καρπασίου, ὅπου ἐξορίσθηκε ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου. Μὲ τὴν ἀνασύσταση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Κύπρου μετὰ τὴν κατάληψη τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους (1570/1571), ἡ ἐπισκοπὴ Καρπασίου (καθὼς καὶ ἡ τῆς Ἀμμοχώστου) περιέρχεται ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου. Πρόσφατα (2007), μὲ τὴ διεύρυνση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἀνασυνεστήθη ἡ ἐπισκοπὴ Καρπασίου καὶ ἐξελέγη καὶ χωρεπίσκοπος Καρπασίας ὁ κ. Χριστοφόρος.