Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ’ αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του έδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού.
Δεν παραπονιόταν και δεν γκρίνιαζε ποτέ. Ήταν ευχαριστημένος, ευχάριστος, αναπαυμένος και αναπαυτικός. Τον γνωρίσαμε ένα απόγευμα στην αυλή της μονής Σταυρονικήτα. Για χρόνια έφτιαχνε σκούπες από τις άφθονες σουσούρες της Καψάλας.
Γύριζε με κάτι παλιοκονσερβοκούτια και ζητούσε λίγο φαγάκι. Τον ρωτούσαν: «Γέροντα έχεις φαγητό;». Απαντούσε χαμογελαστά και χαριτωμένα: «Άμα έχει, καλά είναι, άμα δεν έχει, ακόμη πιο καλά».
Ζούσε σ’ ένα καθημερινό πανηγύρι στην καθαρή καρδιά του. Ήταν πάντα αληθινά χαρούμενος. Περιφερόταν στα δάση και τα καλντερίμια ξυπόλητος. Έχοντας τα παπούτσια στο χέρι και το Ψαλτήρι. Κάθε τόσο στάθμευε και διάβαζε το Ψαλτήρι. Όταν πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι ή στις Καρυές έβαζε τα παπούτσια του.
Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα.
«Ο άντρωπο», έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του, «δεν πρέπει να ζητάει ντόξα. Όταν είναι με ντόξα ο άντρωπο, είναι σαν να θέλει να κερδίσει κι αυτό το κόσμο και τον ουρανό. Αυτό δεν γίνεται …». Ήταν ένας αληθινός μοναχός. «Ο μοναχός πρέπει να είναι ταπεινός. Να μην πηγαίνει ψηλά αλλά χαμηλά. Με ταπείνωση σώζεται εύκολα… Απλός μοναχός και ταπεινός σώζεται εύκολα». Πόσο απλά, αλήθεια, είναι τα πράγματα, κι όμως πόσο τα μπερδεύουμε. Σ’ ένα μοναχό που του είπε πως έχει εγωισμό, του είπε: «Αυτό είναι φτηνό, το έχουν και οι γύφτοι …».
Ήταν τόσο απονήρευτος, καλοκάγαθος, χαμογελαστός, χαριτωμένος και φιλικός πάντοτε μαζί σου. Είχε διαρκή μνήμη θανάτου. Μιλούσε για τη μέλλουσα κρίση. «Όλοι οι άγγελοι είναι ταπεινοί και οι δαίμονες υπερήφανοι… Ο κόσμος αυτός είναι παγίδα. Οι δαίμονες θέλουν να μας πιάσουν μέσα και να μη σωθούμε τη Δευτέρα Παρουσία».
Σε μία επίσκεψή του στη μονή Γρηγορίου οι πατέρες κατέγραψαν λίγους από τους απλούς και χαριτωμένους λόγους του: «Γιατί να θέλεις αξιώματα; Δεν θέλεις σώσει ψυχή σου; Αφού ήρθες Άγιο Όρος για σώσει ψυχή σου, και πάλι θέλεις δόξα, υπερηφάνεια, δόξα των ανθρώπων; Όχι! Να είσαι απλός, ταπεινός. Εγώ θέλω σώσει ψυχή μου. Δεν υπάρχει πιο καλό πράγμα από να σώσει ο άνθρωπος την ψυχή του … Εγώ ήρθα Άγιο Όρος για να σώσω ψυχή μου. Επειδή διάβασα ότι Περβόλι Παναγίας Άγιο Όρος και είπα εκεί εύκολα σώζεται ο άνθρωπος. Και ήρθα το 1923. Τώρα είμαι 80 χρονών. Τί περιμένω τώρα; Τάφο! Όλοι θα πεθάνουμε. Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε στον κόσμο αυτό». Είχε και το προορατικό χάρισμα. Έβλεπε από μακριά τι ακριβώς συνέβαινε και το έλεγε με τέτοιο τρόπο, που αμέσως δεν το καταλάβαινες.
«Η ευχή πρέπει να είναι συνέχεια στον μοναχό. Αυτή θα μας σώσει, τίποτ’ άλλο. »
Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες.
Στις 13.10.1979 ταξίδεψε ειρηνικός για τη «ντόξα» τ’ ουρανού, φιλοξενούμενος ξανά, επί τρίμηνο, όλος χάρη και χαρά στη φιλόξενη μονή Σταυρονικήτα, στο κοιμητήρι της οποίας ενταφιάσθηκε αναμένοντας τη σάλπιγγα του αρχαγγέλου. Αναπαύεται το σώμα του εκεί και η ψυχή του περιπολεύει στους ουρανούς.
Ο τότε ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα Βασίλειος είπε γι’ αυτόν: «Ήταν κάποιος Ρουμάνος μοναχός, ο πατήρ Ενώχ, ο οποίος ήταν πολύ απλός, είχε έρθει κάποτε στη Μονή μας και μας μίλησε για την Παναγία αλλά μας είπε δυο κουβέντες.
Μας είπε, «Πολύ μισάει ο διάβολος το Παναγία, και ξέρετε γιατί μισάει; Το μισάει γιατί εγέννησε τον Ιησού Χριστό».
Ξέρετε πρέπει να ζήσεις μια ζωή ολόκληρη για να φτάσεις να γεννήσεις αυτή τη φράση. Και να είναι μόνο αυτή η φράση της ζωής σου».
Έγραφε δε γι’ αυτόν: «Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους από αυτόν … Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλο ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κανείς. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους, μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές. Έχει όμως ντυθεί με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθει στο μοναστήρι. Όλοι, μοναχοί και προσκυνητές, συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσουμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπό του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον αββά που ζήταγε από τον Θεό να μην τον δοξάσει επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίσει κατάματα».
Ήλθε στο Περιβόλι της Παναγίας το 1923 από τη Μολδαβία. Επί 56 χρόνια συνεχώς στο Περιβόλι της Παναγίας αγωνίσθηκε φιλότιμα για τη σωτηρία του. Στις 13 Οκτωβρίου του 1979 ταξίδεψε ειρηνικός για τη «ντόξα» τ’ ουρανού.