Γενικὴ εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία

Εἰσήγηση στὴν Θ΄ συνάντηση τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2013-2014)
Θ΄ Συνάντηση (27.05.2014)
 
Ὁμιλητής: Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
 
Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Πανιερώτατε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Πρὶν εἰσέλθουμε στὸ καθαυτὸ θέμα τῆς ἀποψινῆς μας εἰσήγησης, ποὺ εἶναι μία γενικὴ εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία, θεώρησα καλὸ νὰ ἐνδιατρίψουμε πρῶτα μὲ συντομία γύρω ἀπὸ τὸν ὅρο ἅγιος καὶ τὴν ἔννοιά του, καθὼς καὶ τὸ τί ὁρίζουμε ὡς Ἁγιολογία.

Ἡ λέξη ἅγιος ἑτυμολογεῖται  ἀπὸ τὸ ρῆμα ἅζεσθαι (ἅζομαι), ποὺ σημαίνει ἐντρέπομαι, φοβοῦμαι, σέβομαι, καὶ ποὺ ἐκφράζει τὴ στάση, τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θείου, τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ γραμματεία τὸ ρ. ἅζεσθαι ἔχει τὴ σημασία τῆς ἐκδηλώσεως φόβου πρὸς τὸν Θεό. Ἅγιος ἐκεῖ εἶναι ὁ καθιερωμένος, ἀφιερωμένος στοὺς θεούς, ὁ ἱερός. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα παράγονται τὸ ἅγος (ποὺ σημαίνει σέβας, εὐλάβεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωσή τους, δηλ. θῦμα, θυσία) καὶ τὸ ἁγνός, ποὺ σημαίνει καθαγιασμένος, ἱερὸς καί, κατὰ συνέπεια, καθαρός. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ λέξη ἅγιος ἀποτελεῖ μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ ἐπιθέτου gadoshἢ τοῦ οὐσιαστικοῦ godesh, λέξεων, ὅρων, ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα, ὅσα ἀνήκουν στὴ λατρεία, πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κατόπιν οἱ ἱερωμένοι ἄνθρωποι, τὰ πράγματα, ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος, εἶναι ἅγια, δηλαδὴ χωρισμένα ἀπὸ τὴν κοινὴ βέβηλη χρήση. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἅγιος ἀποκαλεῖται κατεξοχὴν ὁ Θεός, ὁ τρισυπόστατος Θεός. Ἀκόμη, ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ ἄγγελοι, οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι. Τέλος, ἅγιοι ἀποκαλοῦνται καὶ ὅλοι οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοί, καθόσον ἔχουν μὲ τὰ Μυστήρια ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό, ἔχοντας λάβει τὴν ἁγιαστική του θεία Χάρη. Καὶ βεβαίως ὁ προσωπικός μας ἁγιασμός, ἡ προσοικείωση δηλαδὴ τῆς θεοποιοῦ θείας Χάρης, ἀποτελεῖ ἐντολὴ Θεοῦ («ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι») καὶ τὸν ἀπώτερο στόχο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ εἶναι «κλητοὶ ἅγιοι», ὡς «κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Κατόπιν τούτων, ἅγιος ἄνθρωπος (ἢ ἅγιο πράγμα), μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια, ἀποκαλεῖται καὶ χαρακτηρίζεται ὁ ἀφιερωμένος (ἢ τὸ ἀφιερωμένο) πλήρως στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν εἰδικώτερη δὲ ἔννοια, ἅγιος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται, εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός, μέλος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος, διὰ τῆς μετοχῆς τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν καὶ τοῦ ἐν γένει προσωπικοῦ ἐν Χριστῷ ἀγῶνος καὶ μὲ τὴν ἀπαραίτητη συνέργεια τῆς ἁγιαστικῆς θείας Χάριτος, ἀποκάθηρε τὸ «κατ᾽ εἰκόνα», ἔλαβε τὸν ἐνυπόστατο θεῖο φωτισμὸ καὶ ἔφθασε στὸ μέτρο τῆς θεώσεως, ἔγινε δηλαδὴ κατὰ χάριν θεός, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὸ προηγούμενον ἢ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, τὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναπλάσεώς του.

Ἁγιολογία εἶναι ὁ κλάδος ἐκεῖνος τῆς Χριστιανικῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει καὶ ἐρευνᾶ ἐπιστημονικὰ ὁτιδήποτε σχετίζεται μὲ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας (σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέρω δεύτερη, εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ἅγιος) καὶ τὴν τιμή τους. Πρωτίστως ἐρευνᾶ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα (Μαρτύρια, Βίους ἁγίων, Συναξάρια, Ἐγκώμια καὶ πανηγυρικοὺς Λόγους, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ψυχωφελεῖς Διηγήσεις, κ.λπ.), καὶ δευτερευόντως τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα, ποὺ ἔχουν ὡς πηγή τους τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, καθὼς καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ θέματα καὶ προβλήματα, ἱστορικά, θεολογικά, ἐκκλησιαστικὰ κ.λπ. Ἡ Ἁγιολογία καλύπτει εὐρύτατα χρονικὰ ὅρια, ποὺ ἐκτείνονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δικαίων καὶ προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέχρι τὶς ἡμέρες μας, μὲ τὴν ἐπίσημη διακήρυξη νέων ἁγίων ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἢ τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἑπομένως, ἡ Ἁγιολογία εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἕνας εὐρύτατος καὶ πολυδιάστατος κλάδος, ποὺ συνδέεται ἄμεσα καὶ ὀργανικὰ μὲ πλείστους ὅσους ἄλλους κλάδους τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης καὶ ἀποτελεῖ χῶρο συνάντησής τους, ὅπως τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία, τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν Ὑμνολογία, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχαιολογία καὶ τὴ Λειτουργική, ὅπως καὶ ἄλλων ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ἡ Φιλολογία, ἡ Ἱστορία, ἡ Ἀρχαιολογία, ἡ Λαογραφία καὶ οἱ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Ἀσφαλῶς ἡ Ἁγιολογία δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο στὸ ἱστορικοφιλολογικὸ σκέλος της. Βεβαίως οἱ διάφορες παράμετροι καὶ τὰ πορίσματά της ἐνδιαφέρουν τὰ μέγιστα τοὺς ὡς ἄνω ἐπιστημονικοὺς κλάδους, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴ θεολογία τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων καὶ λοιπῶν πηγῶν της, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὲς ἀναδύεται ἀνάγλυφα ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς ἐπίτευξη τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καὶ οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις της, καθὼς καὶ τὰ συναφῆ θεολογικὰ θέματα (τιμὴ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἱερῶν τους λειψάνων, τὰ θαύματα τῶν ἁγίων καὶ ἡ παρρησία τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κ.ἄ.). Ἔτσι, ἡ Ἁγιολογία ἀποτελεῖ, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ, ποιμαντικὸ ὄργανο στὰ χέρια τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς σωτηρία τῶν πιστῶν.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἡ Κυπριακὴ Ἁγιολογία ἐξετάζει ἐπιστημονικά, μέσα στὸ πλαίσιο τῶν προδιαγραφῶν τῆς σύγχρονης εὐρύτερης ἐπιστήμης τῆς Ἁγιολογίας, ὁτιδήποτε ἀφορᾶ στοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους καὶ στὴ διαχρονικὴ τιμή τους. Εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μία εἰσαγωγή, εὐρύτερα νοούμενη, στὴν ἐκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὴν πολιτικὴ μετὰ Χριστὸν ἱστορία τῆς Κύπρου, καθόσον ὁ διαχρονικὰ σταθερώτερος ἱστορικὸς καὶ συνεκτικὸς θεσμὸς στὴ νῆσο ὑπῆρξε ἡ τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βεβαίως τοῦτο ἐκφεύγει τῶν σκοπῶν τῆς παρούσης συνοπτικῆς εἰσήγησης. Ἐφεξῆς, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ συντομία, σὺν Θεῷ, τὴ διαχρονικὴ παρουσία στὴ μεγαλόνησό μας τῆς ἐκλεκτῆς μεγίστης χορείας τῶν «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διαλαμψάντων σ᾽ αὐτὴ ἁγίων, σύμφωνα καὶ πρὸς νεώτερα δεδομένα, ἀκολουθῶντας τὴν κατὰ ὁμάδες παρουσίασή τους (ἀπόστολοι, μάρτυρες καὶ ὁμολογητές, ἱεράρχες, ὅσιοι) .

Πρὶν ὅμως προχωρήσουμε, πρέπει νὰ διασαφήσουμε, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς βυζαντινῆς Κύπρου, ποὺ ἀκολούθησε τὴν πρωτοχριστιανική της περίοδο (1ος αἰ.-324), ὑποδιαιρεῖται συμβατικὰ στὶς ἑξῆς ὑποπεριόδους: Πρωτοβυζαντινὴ ἢ παλαιοχριστιανικὴ (324-649/650), μεσοβυζαντινὴ ἢ περίοδος τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649/650-965) καὶ ὑστεροβυζαντινὴ (965-1191). Κατόπιν ἀκολουθεῖ μακραίωνη περίοδος δουλείας (φραγκοκρατία [1191-1570], τουρκοκρατία [1570-1878] καὶ ἀγγλοκρατία [1878-1960]).

Ἀναμφίλεκτα, ἡ φιλόχριστος νῆσος τῆς Κύπρου ἀπόλαυσε πλούσιες τὶς εὐλογίες τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος. Ἔχοντας δεχθεῖ πρώτη μετὰ τὴ Συροπαλαιστίνη τὸν ἅγιο σπόρο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλάστησε ἄφθονους τοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπάνω στὴ μακαρία της γῆ εἶδε νὰ ἀναθάλλουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολυάριθμο στίφος ἀμαράντων βλαστῶν τοῦ νοητοῦ Παραδείσου: Ἀπόστολοι, μάρτυρες, ἱεράρχες, ὁμολογητές, ὅσιοι καὶ δίκαιοι. Καθόλο τὸ εὖρος καὶ μῆκος της ἡ κλεινή μας νῆσος σεμνύνεται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τους λειψάνων καὶ εἰκόνων, τάφων καὶ ἀσκητηρίων καὶ μονῶν καὶ ναῶν τους, τόπων ἁγιασμοῦ, χώρων θεοφανείας, τρόπων παρηγορίας. Γιὰ τοῦτο καὶ δίκαια ἀπέσπασε τὸν ἐπίζηλο τίτλο τῆς ἁγιωνυμίας, ἀποκληθεῖσα «ἁγία νῆσος» καὶ χαρακτηρισθεῖσα ὡς ἡ κατεξοχὴν «νῆσος τῶν ἁγίων».

Τὴ χριστιανικὴ πίστη δέχθηκε ἡ Κύπρος ἐνῶ τελοῦσε ὑπὸ ρωμαϊκὴ κυριαρχία (30 π.Χ.-330 μ.Χ.). Οἱ πρῶτοι ποὺ ἦλθαν, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Χριστὸ στὴ νῆσο, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, ἦταν Χριστιανοὶ ἐξ Ἰουδαίων, μαθητὲς τῶν ἁγίων ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι, ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ ποὺ ἐπακολούθησε τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, «διασπαρέντες…διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας» (Πράξ. 11,19) περὶ τὸ 34 μ.Χ., κηρύττοντας πρῶτα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔπειτα δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Ἔτσι, προπαρασκεύασαν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ μετέπειτα ἱεραποστολικὴ δράση τῶν Κυπρίων στὴν καταγωγὴ ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ (Ἰωάννου) Μάρκου τοῦ ἀνεψιοῦ του καὶ Εὐαγγελιστῆ, ποὺ ἦλθαν στὴν Κύπρο ἀρχικὰ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο περὶ τὸ 45-46, καὶ κατόπιν χωριστὰ ἀπὸ αὐτὸν περὶ τὸ 49. Μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ τὶς χειροτονίες ἐπισκόπων θεμελιώθηκε στὴ νῆσο ὁ Χριστιανισμός, γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ κάθε δίκαιο ὁ Βαρνάβας θεωρήθηκε καὶ μέχρι σήμερα τιμᾶται ὡς ὁ θεμελιωτὴς καὶ προστάτης τῆς ἁγιώτατης τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἄρδευσε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, καθόσον τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Σαλαμίνα περὶ τὸ 55. Σύγχρονα πνευματικὰ ἀναστήματα καὶ διάδοχοι τῶν ὡς ἄνω ἀποστόλων στὸ πολύμοχθο ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς νήσου ἀναδείχθηκαν κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα οἱ ἅγιοι ἱεράρχες Ἡρακλείδιος, Μνάσων καὶ Ρόδων τῆς Ταμασσοῦ, Αὐξίβιος ὁ Ρωμαῖος, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Σόλων, Λάζαρος ὁ τετραήμερος καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ στὸ Κίτιον, Φιλάγριος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ Ἐπαφρᾶς, ὁ ἀκόλουθος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν Πάφο, ὁ ἐπίσης συνέκδημος τοῦ Παύλου Τυχικὸς στὴ Νεάπολη (σημ. Λεμεσό), καθὼς καὶ ὁ ἀποστολικὸς ἄνδρας Τίμων, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἐπισημότερους ἀπὸ αὐτούς. Γιὰ ἀρκετοὺς τῶν ἁγίων τούτων σώζονται ἀναφορὲς σὲ πρωιμότατα ἁγιολογικὰ κείμενα.

Κατὰ τοὺς στὴ συνέχεια διωγμοὺς τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ρώμης μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ εὐλογημένη μας νῆσος εὐμοίρησε νὰ προσφέρει στὸν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν πλειάδες ἐνδόξων μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ ἱερό τους αἷμα πότισαν καὶ στερέωσαν τὸ νεοπαγὲς δένδρο τῆς πίστης. Χρονολογημένες μαρτυρίες γιὰ ὀργανωμένους διωγμοὺς στὸ νησί μας σώζονται γιὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (τὸν τελευταῖο τοῦτο μεγάλο διωγμὸ κήρυξαν ὁ Διοκλητιανὸς μὲ τὸν Καίσαρα Γαλέριο στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303). Εἶναι κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦτο, ποὺ μαρτύρησαν πλεῖστοι ὅσοι γνωστοὶ μάρτυρες στὴν Κύπρο, ὅπως οἱ ἱερομάρτυρες Θεόδοτος Κυρηνείας, Φιλωνίδης Κουρίου καὶ οἱ ὁμολογητὲς Γελάσιος Σαλαμῖνος καὶ Πάππος Χύτρων (ποὺ χειροτόνησε ἀργότερα ἀρχιεπίσκοπο τῆς νήσου τὸν Μέγα Ἐπιφάνιο), οἱ μάρτυρες στὴ Σαλαμίνα Ἀριστοκλῆς πρεσβύτερος, Δημητριανὸς διάκονος καὶ Ἀθανάσιος ἀναγνώστης, καθὼς καὶ Λούκιος ὁ βουλευτὴς ἀπὸ τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης. Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἐξορίζονται στὴν Κύπρο πολλοὶ ἀνώνυμοι ὁμολογητὲς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, ἐπισκόπου Καισαρείας, καὶ ἀφικνύεται στὸ νησί μας ἕνας ἄλλος μέγας ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἀρτέμων, πρεσβύτερος Λαοδικείας τῆς Συρίας, γιὰ νὰ τελειωθεῖ εἰρηνικὰ λίγο ἀργότερα στὸν ἀρχαῖο Αὐλῶνα τῆς Σολίας (τὴ σημερινὴ Αὐλῶνα), κατάλοιπα τοῦ ναοῦ τοῦ ὁποίου προσφάτως ἐντοπίστηκαν καὶ ἀνασκάπτονται. Σὲ ἄγνωστο χρόνο μαρτύρησαν ἀκόμη ὁ ἱερομάρτυς Θεράπων, ἐπίσκοπος Κιτίου, οἱ μάρτυρες Ρηγῖνος καὶ Ὀρέστης στὴ Φασούλλα τῆς Λεμεσοῦ, Ἀλέξανδρος καὶ Ἄμμων μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι ἀνωνύμους στοὺς Σόλους, Νεμέσιος, Ποτάμιος καὶ Δίδυμος, καθὼς καὶ οἱ ἑπτάριθμοι μάρτυρες Φαίνοντες ἢ Φανέντες, ποὺ τὸ μαρτύριό τους (σήμερα μουσουλμανικὸ τέμενος) βρίσκεται περὶ τὸ ἕνα χιλιόμετρο βορείως τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Ἐπίκτητος Κερύνειας, ἐπάνω στὴ βραχώδη ἐκεῖ ἀκτή.

Ἀλλά, ἡ μαρτυρικὴ Ἐκκλησία Κύπρου προσέφερε μάρτυρες στὸν βωμὸ τῆς Πίστεως καὶ κατὰ τὴν μετέπειτα ἱστορική της πορεία, μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀραβικῶν κατ᾽ αὐτῆς ἀπηνῶν ἐπιδρομῶν ἀναβλαστάνει συστοιχία νέων μαρτύρων ( χαρακτηριζομένων ἔτσι ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς, πρὸς διάκρισή τους ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τοὺς πρώτους διωγμούς). Τέτοιοι γνωστοὶ ἅγιοι, ποὺ βασανίσθηκαν καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικῶς ἀπὸ τοὺς Ἄραβες ἐπιδρομεῖς, εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος τῆς Ὁρμιτείας (σημ. Ὁρμίδειας), Δημητριανὸς Ἀνδριδιώτης παρὰ τὸ Ἰδάλιον Λευκωσίας, Σώζων ὁ θαυμαστὸς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παιδομάρτυρες ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ Πλακουντούδιον πλησίον τῆς Ἀσπρογιᾶς Πάφου, ἡ ἔνθεος τετρακτὺς τῶν Γρηγορίου, Διογένους, Δομετίου καὶ Θεοτέκνου, πιθανῶς δὲ καὶ Γεώργιος ὁ Μαχαιρωμένος, ὁ παρὰ τὸν Ἀναλιόντα Λευκωσίας. Μὲ αὐτοὺς συναριθμεῖται καὶ ὁ γενναῖος βυζαντινὸς δρουγγάριος (ναύαρχος) Θεόφιλος ὁ νέος, ποὺ μαρτύρησε μαχόμενος γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Κύπρου καὶ πιθανὸν τελειώθηκε στὴ νῆσο μας. Ἐξάλλου, κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἡ Κύπρος ἁγιάζεται μὲ τὴν παρουσία πολλῶν ἀνωνύμων εἰκονοφίλων ὁμολογητῶν μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἐκτυφλώνονται καὶ ἐξορίζονται ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἀμείλικτο εἰκονομάχο στρατηγὸ Μιχαὴλ Λαχανοδράκοντα τὸ 771. Γιὰ νὰ ἔρθουμε τώρα στοὺς ζοφώδεις χρόνους τῆς φραγκοκρατίας, τὴν καταδιωκόμενη Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων τῆς νήσου ἔρχεται νὰ ἑδραιώσει τὸ μαρτύριο τῶν δεκατριῶν ὁσιομαρτύρων τῆς μονῆς Παναγίας Κανταριωτίσσης, μὲ ἡγούμενο τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἀντιστάθηκαν γενναῖα στὶς παπικὲς πλάνες, μετὰ ἀπὸ πολυειδεῖς κακώσεις τριετοῦς φυλάκισης στὴ Λευκωσία, ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο στὶς 19 Μαΐου 1231. Ἐπίσης, καὶ κατὰ τὴ δεινὴ δουλεία τῆς τουρκοκρατίας, ποὺ ἐπακολούθησε, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν» ὁ Κύριος, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ δόξα Του, ἀναδεικνύοντας λαμπρὴ χορεία σεπτῶν Κυπρίων νεομαρτύρων, γιὰ νὰ μεγαλυνθεῖ καὶ πάλιν ἡ Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ καταισχυνθοῦν οἱ τῆς Ἄγαρ υἱοί.  Τέτοιοι ὑπῆρξαν Ἰωάννης (ὁ παραμείνας γνωστὸς ὡς Γεώργιος), ὁ ἐν Πτολεμαΐδι (Ἄκκρᾳ) τῆς Παλαιστίνης, Μιχαὴλ ὁ ἐν Σαμοθράκῃ καὶ Πολύδωρος ὁ ἐν Νέᾳ Ἐφέσῳ. Καὶ ἄλλοι ὅμως κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἴδια περίοδο, τοὺς ὁποίους σὺν τῷ χρόνῳ ἡ Ἐκκλησία μας θὰ πρέπει, συγκεντρώνοντας τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα, νὰ ἐξετάσει κατὰ περίπτωση καὶ νὰ ἐντάξει, ἐὰν κριθεῖ τελικῶς πρέπον, καὶ ἐπίσημα στοὺς χοροὺς τῶν νεομαρτύρων. Σ᾽ αὐτοὺς συγκαταλέγονται οἱ ἐκ Κύπρου ἱεράρχες Νικομηδείας Ἀθανάσιος Καρύδης (1791-1821) καὶ Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζῆς (1795-1821), Μακρύδιακος καὶ Χριστοφόρος, οἱ κληρικοὶ τῆς μονῆς Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου, ὅπως καὶ οἱ μεταγενεστέρως «πεπελεκυσμένοι διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ», ἀρχιμανδρίτης Ματθίας Παυλίδης ἀπὸ τὴ Γύψου (1878-1919) καὶ παπᾶ Χαράλαμπος Μιχαηλίδης, ὁ ἁγνὸς ἱεραπόστολος τῶν τῆς Λουρουκίνας κρυπτοχριστιανῶν, ὁ κατὰ τὸ 1924 βαναύσως σφαγεὶς ὑπὸ φανατικῶν ἰσλαμιστῶν. Περατώνουμε τὸν ἀπέραντο τοῦτο μαρτυρικὸ κατάλογο μὲ τὸν ἐξ Ὀρούντης καταγόμενο καὶ εἰς τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ κατὰ τὸ 1979 μαρτυρικῶς ὑπὸ φανατικῶν Ἑβραίων καὶ ἀπηνῶς σφαγέντα νέον ἱερομάρτυρα Φιλούμενο τὸν πολυθαύμαστο.  

Γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς νήσου ἱεραρχῶν, ὅταν ἐπιτέλους ἡ Ἐκκλησία ἐξέρχεται τῶν κατακομβῶν ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀρχίζει καὶ γιὰ τὴν Κύπρο λαμπρὴ περίοδος πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀκμῆς. Τὴν ἀπαρχὴ τῆς περιόδου αὐτῆς ἀσφαλῶς σηματοδοτεῖ ἡ κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ἐπίσκεψη τῆς νήσου ἀπὸ τὴ βασιλομήτορα ἁγία Ἑλένη. Ἤδη ἡ νῆσος μετέχει ἐνεργῶς τῶν δύο Οἰκουμενικῶν καὶ ἄλλων τοπικῶν Συνόδων τοῦ δ´ αἰώνα (λ.χ. τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς [Σόφιας Βουλγαρίας, ἔτος 343]), καὶ ἀναδεικνύει ἐξέχουσες πατερικὲς μορφές, πλήρεις σοφίας καὶ ἁγιότητας. Κυριακὸς ἢ Κύριλλος Πάφου, ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματα Σπυρίδων Τριμιθοῦντος ὁ πολύδοξος καὶ Τριφύλλιος Λήδρων (Λευκωσίας) ὁ μαθητής του, Τύχων Ἀμαθοῦντος ὁ θαυματουργός, Φίλων καὶ Συνέσιος οἱ Καρπασίας, Νίκων, Ἀρίστων καὶ Ἀρκάδιος οἱ Ἀρσινόης ποιμενάρχες, ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, καταπολεμώντας τὶς ποικίλες αἱρέσεις ἀλλὰ  καὶ τὴν εἰσέτι ἐμπνέουσα στὴ νῆσο εἰδωλολατρία. Κατὰ τὸν ἴδιο αἰῶνα τίθενται τὰ θεμέλια τῆς κανονικῆς ὀργάνωσης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑδράζεται ἡ ὑπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου ἐσωτερικὴ διαίρεσή της σὲ 15 συνολικῶς ἐπισκοπικὲς περιφέρειες. Εἶναι τότε, ποὺ ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, στὸ πρόσωπο τοῦ ἐξέχοντος μοναχικοῦ ἡγέτη καὶ θαυματουργοῦ Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἀρχιεπισκόπου της (367-403) διασφαλίζει τὸ αὐτοκέφαλο καὶ τὰ «ἄνωθεν καὶ ἐξαρχῆς» προνόμιά της, τὰ ὁποῖα τελικῶς καὶ κανονικῶς κατοχυρώθηκαν ἀπὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Η´ Κανών). Νὰ τονισθεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου μετέσχε μὲ ἐκλεκτοὺς ἐκπροσώπους καὶ ἁγίους ἐπισκόπους της σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους (ἐκτὸς τῆς Ε´), οἱ ὁποῖοι, σὲ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές, διαδραμάτισαν σημαντικὸ ρόλο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Κύπριους ἱεράρχες τῶν πρωτοβυζαντινῶν χρόνων, μὲ τοὺς ἄτρυτους ποιμαντικοὺς καμάτους καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή τους ἁγίασαν καὶ ἔτυχαν ἐνωρίτατα τιμῆς, ὁ ὁποία ἐνίοτε ἐξῆλθε καὶ τῶν ὁρίων τῆς νήσου, ὅπως ἀποδεικνύει σὺν ἄλλοις ἡ περίληψή τους σὲ Μαρτυρολόγια, Καλενδάρια καὶ Μηνολόγια εὐαγγελισταρίων τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν 9ο αἰ. κ.ἑξ.

Κατὰ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς γιὰ τὴ νῆσο χρόνους (7ος-10ος αἰ.), ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ἀναδεικνύει ὡσαύτως οὐρανομήκεις βλαστούς, ποὺ ὁδηγοῦν τὸ λογικό τους ποίμνιο «πρὸς νομὰς σωτηρίους», στηρίζοντάς το μάλιστα σὲ περιόδους σάλου αἱρέσεων καὶ ἐπιδρομῶν τῶν Ἀράβων. Σταχυολογοῦμε τὶς μορφὲς τῶν ἁγιωτάτων ἀρχιεπισκόπων Κύπρου Ἀρκαδίου (625-641/642), Σεργίου τοῦ διαδόχου του, ποὺ ἐξεμέτρησε τὸν βίο ὡς ἁπλοῦς μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ, Ἐπιφανίου τοῦ Β´, Ἰωάννου τοῦ Α´, Δαμιανοῦ, Σωφρονίου καὶ Εὐσταθίου, ἀλλὰ καὶ Ἰωάννου τοῦ Ἀμαθοῦντος, πνευματικοῦ πατρὸς τοῦ ἐξ Ἀμαθοῦντος Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, καὶ τοῦ ἐπισκόπου Χύτρων Δημητριανοῦ, ποὺ ἔθεσε τὴν ψυχή του χάριν τοῦ ποιμνίου του καὶ τὸ ἀκολούθησε ἑκὼν στὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία (στὴ Βαγδάτη), συνεργήσας μεγάλως στὴν ἀπελευθέρωσή του. Μεγάλη ἀκμὴ γνώρισε ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους (11ος-12ος αἰ.), ὁπόταν, μὲ τὴ  συναρωγὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀνεστύλωσε πολλὰ καταστραφέντα ἀπὸ τοὺς Ἄραβες μνημεῖα, ναοὺς καὶ μονές, ἐνῶ ἀνήγειρε καὶ ἀρκετὰ νέα ἱερὰ καθιδρύματα ἐκ βάθρων. Μνημονευτέοι ἐδῶ οἱ ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι τῆς νήσου, Νικόλαος ὁ Μουζάλων, Ἰωάννης ὁ Κρητικὸς καὶ ὁ διάδοχός του Βαρνάβας ὁ Γ´ ὁ θεοπτικώτατος, καθὼς καὶ ὁ Τριμιθοῦντος Θεοφύλακτος. Τοὺς δύο τελευταίους εἶδε σὲ συλλείτουργο μαζί τους ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Λεόντιος νὰ λάμπουν «ὑπὲρ τὸν ἥλιον». Ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς μεταγενέστερους χρόνους τῆς ξένης κυριαρχίας ἀνέτειλαν θεοφόροι ἀρχιερεῖς στὴ νῆσο, ποὺ στερέωσαν τὴν πίστη τῶν ὑποδούλων Κυπρίων μὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία τους καὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα, ποὺ ἐπιτέλεσαν. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ νέος, ἐπίσκοπος Σολέας (†1550), ὁ παραιτηθεὶς τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τελειωθεὶς ἀσκητικῶς στὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμοῦ, καὶ ὁ ἀφανὴς ἀσκητὴς καὶ σιδηροφόρος μέσα στὸν κόσμο Πανάρετος ὁ Πάφου (†1790), ποὺ δοξάσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ζῶν καὶ μετὰ θάνατον, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα διακηρύχθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μόλις 4 ἔτη μετὰ τὴν ἁγία του κοίμηση.

Ἀναφορικῶς τώρα πρὸς τὴ γένεση καὶ ἀκμὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Κύπρο, πρέπει ἐδῶ νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα, κατὰ τὴ μαρτυρία πρωιμοτάτων ἁγιολογικῶν πηγῶν καὶ παραδόσεων, παρατηρεῖται στὴ ζωὴ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου μία μορφὴ ἀρχεγόνου ἀσκητισμοῦ, συνυφασμένου μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν. Ὁ κλεινὸς πρωθιεράρχης τῆς Ταμασσοῦ, ἅγιος Ἡρακλείδιος, ὅπως καὶ οἱ συνεργάτες καὶ διάδοχοί του στὸν θρόνο Μνάσων καὶ Ρόδων, μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῆς πρώτης αὐτῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, διαβιοῦν ἀσκητικῶς μέσα σὲ μεγάλο ἀρχαῖο σπήλαιο τῆς Ταμασσοῦ, ὅπου καὶ ἐνταφιάστηκαν• αὐτό, ποὺ σώζεται σήμερα ἐνσωματωμένο στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου. Παράλληλα, σὲ σπήλαιο διαβιοῦν ἀσκητικῶς καὶ οἱ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Ἀριστοκλειανὸς (σὲ περιοχὴ μεταξὺ Κουρίου καὶ Ἀμαθούντας) καὶ Τίμων (σώζεται στὴ Βάσα Κοιλανίου• πρόκειται γιὰ ρωμαϊκὸ ταφικὸ σπήλαιο μὲ ἀρκοσόλια). Ἔτσι ὁ μοναδικὴ πολιτεία συγγεννᾶται καὶ συναυξάνεται στὴ νῆσο μας μαζὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Πάντως, συμφώνως πρὸς βυζαντινὲς πηγές, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν ὡς ἄνω λαμπρὴ ἄνθηση τῆς τοπικῆς ἱεραρχίας, τὸ θεοβλαστούργητο δένδρο τοῦ Μοναχισμοῦ ἤδη θάλλει στὴν Κύπρο. Χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ ὁσίου Ἀρκαδίου τοῦ Κυπρίου (ἡ μνήμη του στὶς 6 Μαρτίου). Τὰ θεμέλια ὅμως μιᾶς πλέον ὀργανωμένης μορφῆς ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ καὶ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἐφεξῆς πρὸς μίμηση, θὰ θέσουν λίγα χρόνια ἀργότερα δύο συνασκητὲς καὶ φίλοι ἐν Κυρίῳ, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱστορία ἐπεφύλαξε τὸν ζηλευτὸ τίτλο τοῦ Μεγάλου: Πρῶτος, Ἱλαρίων ὁ Μέγας, μαθητὴς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος στὴν Παλαιστίνη, μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν Κύπρο (περὶ τὸ 363/364) καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ βιοτὴ σὲ λαξευμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο σπήλαιο μέχρι τὴν ὁσιακή του ἐδῶ τελευτὴ (περὶ τὸ 371), ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο καὶ τὴν κρηπῖδα γιὰ μεγάλο ἀριθμὸ μοναστῶν, ποὺ ἦλθαν κάτω ἀπὸ ποικίλες περιστάσεις καὶ κατὰ διάφορες ἐποχὲς στὴ νῆσο μας καὶ τελειώθηκαν ἀσκητικῶς σ᾽ αὐτή. Ὁ δὲ Μέγας Ἐπιφάνιος, ποὺ κατέληξε στὴ Σαλαμῖνα περὶ τὸ 367 κατὰ προτροπὴ καὶ πρόγνωση τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ στὴ συνέχεια ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγαλονήσου, ἀποβαίνει ὄχι μόνον «πατὴρ τοῦ Κυπριακοῦ Αὐτοκεφάλου»  , ἀλλὰ καὶ πατριάρχης τοῦ κοινοβιακοῦ ἐνταῦθα μοναχισμοῦ, μετατρέποντας τὴ μητροπολιτική του καθέδρα σὲ μονή,  καὶ ἱδρύοντας συνάμα πολυάριθμες μοναστικὲς ἀδελφότητες. Τὶς μονὲς τοῦτες θὰ περιέλθει προσκυνηματικῶς περὶ τὸ 385 ἡ ἐκ ῾Ρώμης συγκλητικὴ ὁσία Παῦλα, μαθήτρια τοῦ περιωνύμου Δυτικοῦ Πατρὸς Ἱερωνύμου, παρέχοντας ἀφθονοπάροχη σ᾽ αὐτὲς ἐλεημοσύνη . Περαιτέρω, καὶ συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, στὴ νῆσο θὰ ἀνθήσει ἐφεξῆς, ὄχι μόνον ὁ κοινοβιακὸς καὶ ἐρημητικὸς μοναχισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἔγκλειστος καὶ ὁ στυλιτικὸς βίος ( ἂς θυμηθοῦμε λ.χ. τὰ περὶ τοῦ ἀββᾶ Καϊουμᾶ τοῦ στυλίτη στὴν Ἀμμόχωστο ἀπὸ τὸν Κύπριο ὅσιο Ἀναστάσιο τὸν Σιναΐτη στὰ «Ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ διηγήματα», ποὺ γράφει περὶ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰώνα). Ἰσχυροὶ ἱστορικοὶ λόγοι, ἐν προκειμένῳ, ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, καθὼς καὶ ἔντονες τοπικὲς παραδόσεις, συνδέουν τὶς ὀνομασίες τῶν χωριῶν Στύλων τῆς Ἀμμοχώστου καὶ Ἀγκλεισίδων (τὸ λει νὰ γράφεται  μὲ ει!) τῆς Λάρνακας πρὸς τὴν ἐκεῖ παρουσία καὶ διαβίωση στυλιτῶν καὶ ἐγκλείστων, ἀντιστοίχως. Ἡ μοναδικὴ πολιτεία λοιπὸν ἀναπτύσσεται καὶ ὀργανώνεται στὴν ἁγία νῆσο συγχρόνως, μὲ ἀλληλοπεριχώρηση καὶ παραλλήλως πρὸς τὰ παραμεσόγεια μεγάλα μοναστικὰ κέντρα (Αἰγύπτου, Συρίας, Φοινίκης καὶ Παλαιστίνης) καί, πολὺ πρὶν ἡ οὐράνια εὐωδία της ἀφιχθεῖ σὲ ἄλλα μεταγενεστέρως γνωστὰ κέντρα, αὐτὴ ἔχει καταμυρίσει τὴν Κύπρο.

Σ’ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς νήσου θὰ συναντήσουμε μονές, σὲ λειτουργία ἢ διαλελυμένες, ἀσκητήρια, ἔγκλειστρα, τόπους ἁγιασμοῦ, θεοφανείας καὶ παράκλησης.Τὰ περίχωρα τῶν βυζαντινῶν Λήδρων (Λευκωσίας), ἡ ἀρχαία ἀσκητικὴ περιοχὴ τοῦ Ἀχερᾶ-Ἀγροκηπιᾶς τῆς Ταμασσοῦ, ἡ Ἀμμόχωστος μὲ τὴ Μεσαορία, ἡ ἀπόκοσμη Καρπασία, ὁ Πενταδάκτυλος, τὰ βόρεια παράλια,  τὰ ὀρεινὰ τῆς Λεμεσοῦ, ἡ ἀσκητοπλημμύριστη Πάφος μὲ τὴν Πέγεια καὶ τὴ Γεροσκήπου, ὁ οὐρανοβάμονας Ἀκάμας μὲ τὶς 101 ἐκκλησίες καὶ ἀσκητήρια, γιὰ νὰ κάνουμε μία ταχύτατη  γεωγραφικὴ περιδιάβαση, ἀποτελοῦν ἁπτοὺς μάρτυρες, μὲ τὰ σωζόμενα λαξευτὰ σπήλαια-ἀσκητήριά τους, τοῦ ἀσφαλοῦς τοῦ λόγου! Ἐδῶ, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι ὅσιοι, «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, χαμευνία καὶ προσευχὴ δάμασαν τὰ πάθη, νεκρώθηκαν γιὰ τὸν κόσμο καὶ κατέστησαν σκεύη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Περαιτέρω, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ πρακτικὴ στὴ νῆσο, μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ ὁσιακὴ τελείωση κάποιου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ τοπικοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, ἀνεγείρεται ναὸς πρὸς τιμή του στὸ πλησιέστερο δυνατὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του καὶ λατρευτικῶς προσβάσιμο σημεῖο: Συνηθέστερα πάνω ἢ δίπλα ἀπὸ τὸ Μαρτύριό του (τὸν χῶρο δηλονότι τοῦ ἀναιμάκτου τῆς συνειδήσεως μαρτυρίου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς μαρτυρίας του), ἀναλόγως πρὸς τὴ γεωφυσιολογία τοῦ χώρου τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐνίοτε αὐτὸ τοῦτο τὸ σπήλαιο, ὁ μάρτυρας τῶν ποικίλων τοῦ ὁσίου (ἢ τῆς ὁσίας) ἀσκητικῶν παλαισμάτων, καθιερώνεται σὲ ναό. Σπουδαιότατο ἐν προκειμένῳ τὸ κατάγραφο σπήλαιο/ναὸς τοῦ Ὁσίου Σωζομένου στὴν Ποταμιὰ Λευκωσίας, ἡ πρώιμη φάση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ὁποίου θὰ μποροῦσε νὰ χρονολογηθεῖ στὸν 10ο αἰῶνα.

Βεβαίως, καθόλη τὴ βυζαντινὴ γιὰ τὴν Κύπρο περίοδο ἀκμάζει ἐδῶ ὁ μοναχισμός. Φαίνεται ὅμως ὅτι μεγάλο μέρος τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τῆς νήσου διαλάμπει κατὰ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους (4ος-7ος αἰ.). Πρέπει ἀκόμη νὰ τονίσουμε, ὅτι ἡ Κύπρος ἀποτέλεσε περίφημο μοναστικὸ καταφύγιο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ παρατηρεῖται διαχρονικά, τόσο ἔλευση σ᾽ αὐτὴν ὁσίων μοναχῶν ἀπὸ πλησιόχωρα μεγάλα μοναστικὰ κέντρα, ὅσο καὶ μετάβαση Κυπρίων μοναχῶν πρὸς ἄσκηση καὶ τελείωση στὰ κέντρα αὐτά. Στὴν πρώτη κατηγορία ἐντάσσονται καὶ οἱ ὡς τριακόσιοι στὸν ἀριθμὸ θεωρούμενοι ἅγιοι ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι, κάτω ἀπὸ ποικίλες ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ σὲ διάφορες ἐποχὲς ἦλθαν στὴ νῆσο μας, τελειώθηκαν ἐδῶ ἀσκητικῶς καὶ τύγχαναν ἀνέκαθεν ἰδιαίτερης τιμῆς καὶ εὐλάβειας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς Κυπρίους. Σ᾽ αὐτοὺς ἐντάσσονται, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς γνωστότερους, οἱ ἅγιοι Ἀναστάσιος στὴν Περιστερωνοπηγὴ Μεσαορίας, Βαρνάβας στὴ Βάσα Λεμεσοῦ, Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων στὴν Περιστερῶνα τῆς Μόρφου, Ἐπίκτητος στὸ ὁμώνυμο χωριὸ τῆς Κερύνειας, Εἰρηνικὸς παρὰ τὴ Ζώδεια, Εὐφημιανὸς καὶ Συνέσιος παρὰ τὴ Λύση Ἀμμοχώστου, Θεοδόσιος καὶ Πολέμιος παρὰ τὴν Μόρφου, Κενδέας στὸ Αὐγόρου, Ἡλιόφωτος καὶ οἱ συνασκητές του παρὰ τὴν Κάτω Μονὴ Λευκωσίας, Ἡράκλειος ὁ ἐπίσκοπος μὲ πλειάδα συνασκητῶν στὰ περίχωρα τῆς Κοφίνου Λάρνακος, οἱ κλεινοὶ Θεράποντες παρὰ τὰ χωριὰ Σίντα Μεσαορίας καὶ Κοιλάνι Λεμεσοῦ, ἡ σεπτὴ δυάδα τῶν Κασσιανῶν παρὰ τὴν Ἀλέκτορα καὶ τὴν Αὐδήμου, Ἐπείγων παρὰ τὴν Κούρδακα καὶ Ἀλέξανδρος στὴν Ἀξύλου τῆς Πάφου, ἡ ὁμώνυμη ξυνωρίδα τῶν Σωζομένων καὶ Φώτιος στὴν Ἀθιένου. Ἄλλοι ἅγιοι ἀσκητὲς, ποὺ δὲν γνωρίζουμε ἂν εἶναι τοπικοὶ ἢ ἦλθαν ἀπὸ ἀλλοῦ,  εἶναι οἱ ὅσιοι Ἀββακοὺμ στὴν Καλαμιθάσα Φτερικουδίου, Βηχιανὸς (=Βασσιανὸς) καὶ Νόμων παρὰ τὴν Ἀνάγεια, Εὐτύχιος ὁ κτήτωρ τῆς μονῆς τῶν Ἱερέων στὴν Πάφο, Κυριακὸς στὴν Εὐρύχου καὶ Κόνων ὁ ἐρημίτης τοῦ Ἀκάμαντα. Κύπριοι στὴν καταγωγὴ ὅσιοι, ποὺ τελειώθηκαν ἐκτὸς Κύπρου, εἶναι οἱ αὐτάδελφοι Γεώργιος καὶ Ἡρακλείδης οἱ Χοζεβίτες, καθὼς καὶ οἱ ἐξ Ἀμαθοῦντος Ἀναστάσιος καὶ Στέφανος οἱ Σιναΐτες. Κατὰ δὲ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους  ἀνέλαμψαν στὸ νοητὸ τῆς νήσου στερέωμα ὁ ταπεινὸς στὸν βίο καὶ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματα Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστής, οἱ ὅσιοι Κυριακὸς τῆς Εὐρύχου καὶ Γεώργιος ὁ κτήτωρ τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου τοῦ Κουτζοβένδη (11ος/12ος αἰ.), καὶ οἱ ἐπὶ Κομνηνῶν ἀκμάσαντες κτήτορες τῶν μεγάλων σταυροπηγιακῶν μοναστικῶν καθιδρυμάτων Ἡσαΐας τοῦ Κύκκου, Νεῖλος ὁ τοῦ Μαχαιρᾶ, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ταμασσοῦ, καὶ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ἱδρυτὴς τῆς ὁμωνύμου εὐκλεοῦς μονῆς. Ἰδιαιτέρως μνημονευτέος ὁ ἱερὸς τοῦτος πατήρ, ὁ πολυγραφώτατος καὶ θεόπτης, ποὺ στήριξε, ἔργῳ καὶ λόγῳ, τὸν περιούσιο τῆς νήσου λαὸ στὶς ἀντιξοότατες περιστάσεις πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν ὑποδούλωση στοὺς Φράγκους τῆς πολύκλαυστης πατρίδας μας.

Ἀλλὰ καὶ ὅσιες γυναῖκες ἀνέδειξε ἡ Κύπρος, ὅπως Δομνίκη τὴ μητέρα τοῦ ἁγίου Τριφυλλίου, ἐπισκόπου Λήδρων, Εἰρήνη, τὴ θυγατέρα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος, Κωνσταντία, τὴ μαθήτρια τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος, Τιμώ, τὴ σύζυγο τοῦ ἁγίου Θεμισταγόρα στοὺς Σόλους καὶ Φωτεινή, τὴ λαοφιλὴ θαυματουργὸ γιὰ ὀφθαλμικὲς παθήσεις, ποὺ ἔζησε ἀσκητικῶς, τελειώθηκε καὶ τάφηκε σὲ ἀρχαία ὑπόσκαφη κατακόμβη στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος Καρπασίας.

Οἱ κυριώτερες πηγὲς τῆς Κυπριακῆς Ἁγιολογίας, γιὰ νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ καὶ στὸ κεφάλαιο αὐτό, εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Βίοι, μαρτύρια καὶ συναξάρια. Βίοι, δηλαδὴ ἐκτενέστερα ἱστορικοβιογραφικὰ κείμενα, ἢ μαρτύρια, δηλαδὴ κείμενα ποὺ ἀναγράφουν τὸν βίο καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου, γιὰ πολὺ λίγους ἀπὸ τοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους διασώθηκαν (ὅπως λ.χ. Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἡρακλειδίου Ταμασσοῦ, Αὐξιβίου Σόλων, Θεοδότου Κυρηνείας, Ἐπιφανίου καὶ Ἱλαρίωνος τῶν Μεγάλων, Σπυρίδωνος Τριμιθοῦντος, Τύχωνος Ἀμαθοῦντος, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Δημητριανοῦ Χύτρων). Γιὰ ἕνα μεγαλύτερο ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας σώζονται συναξάρια, δηλ. συντομώτερα βιογραφικὰ κείμενα, συχνὰ τελείως ἐπιγραμματικά, ποὺ ἐντάχθηκαν, εἴτε στὸ περίφημο Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (συναξαριακὴ συλλογή, ὅπως αὐτὴ στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα, ποὺ ἀπαρτίστηκε κατὰ τοὺς 10ο-12ο αἰῶνες), εἴτε σὲ μεμονωμένες μεταγενέστερες κυπριακὲς λειτουργικὲς φυλλάδες (ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. κ.ἑξ.). Σχεδὸν ὅλες οἱ ἀνωτέρω πηγὲς ἔχουν ἐκδοθεῖ, εἴτε σὲ ξεχωριστὲς κριτικὲς ἐκδόσεις, εἴτε συμπεριλήφθηκαν στὴ σειρὰ Κύπρια Μηναῖα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου. Ἐδῶ νὰ προσθέσουμε, ὅτι ἀναφορὲς σὲ Κυπρίους ἁγίους συναντοῦμε σὲ Βίους ἢ συναξάρια καὶ ἄλλων, μὴ Κυπρίων ἁγίων.

β. Δεύτερη σημαντικὴ πηγὴ εἶναι οἱ γνωστὲς ᾀσματικὲς Ἀκολουθίες τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, ἐκδεδομένες ἢ ἀνέκδοτες (ποὺ βρίσκονται δηλ. ἀκόμη σὲ χειρόγραφα), καθὼς αὐτὲς συχνὰ ἀρύονται ἀπὸ προγενέστερους Βίους, ποὺ σήμερα ἔχουν ἀπολεσθεῖ (ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ὁσίων Ἡλιοφώτων) .

γ. Σπουδαία ἐπίσης γραπτὴ πηγὴ ἀποτελοῦν τὰ Καλενδάρια ἢ Μαρτυρολόγια (κατάλογοι τιμωμένων κατὰ ἡμέρα ἁγίων διαφόρων πόλεων καὶ μονῶν), τὰ Μηνολόγια τῶν χειρογράφων Εὐαγγελισταρίων, καθὼς καὶ τὰ λειτουργικὰ Τυπικά. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ συμπεραίνουμε τὴν ἐξάπλωση τῆς τιμῆς ὁρισμένων ἀπὸ τοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους, ἀπὸ τὴ μεσοβυζαντινὴ ἤδη περίοδο, σὲ πλεῖστα μέρη τῆς Ὀρθόδοξης οἰκουμένης.

δ. Σημαντικὴ γραπτὴ πηγὴ ἀποτελοῦν βεβαίως καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τῶν τοπικῶν χρονογράφων (μεσαιωνικῶν καὶ μεταγενεστέρων), ὅπως τῶν Λεοντίου Μαχαιρᾶ (15ος αἰ.), ἀνωνύμου γραφέα τοῦ Κώδικος τῆς Βρεταννικῆς Βιβλιοθήκης Λονδίνου BLAdditional 34554 (16ος αἰ.), Νεοφύτου Ροδινοῦ (17ος αἰ.) καὶ ἀρχιμανδρίτη Κυπριανοῦ Κουριοκουρίτου (18ος αἰ.). 

δ. Ἀσφαλῶς, ἄλλη σημαντικὴ πηγὴ ἀποτελοῦν οἱ εἰκονογραφικὲς παραστάσεις τῶν ἁγίων (τοιχογραφίες ἢ φορητὲς εἰκόνες).

ε. Παράλληλα, ναοί, μονές, τάφοι καὶ ἀσκητήρια, ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ σημαντικώτερη ἢ μοναδικὴ πηγὴ γιὰ ὁρισμένους τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων.

ϛ. Σπουδαία περαιτέρω πηγὴ ἀποτελοῦν τὰ ἁγιώνυμα τοπωνύμια τῆς νήσου, ποὺ μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων μας ἤ, ἐνίοτε, ἀποτελοῦν καὶ τὴ μοναδικὴ μαρτυρία γιὰ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτοὺς καὶ διασώζουν τὴ μνήμη τους.

ζ. Ἀκόμη, συναριθμοῦμε στὶς πηγές μας καὶ τὶς ποικίλες τοπικὲς προφορικὲς παραδόσεις, ἐνίοτε πολὺ ἔντονες, ποὺ λειτούργησαν ὡς σωστικὴ κιβωτός, ἕνεκα τῶν πολλῶν περιπετειῶν καὶ συμφορῶν τῆς νήσου μας, ποὺ τὴ στέρησαν ἀπὸ σπουδαίους θησαυρούς, μνημεῖα παλαιῶν γεγονότων. Βεβαίως, οἱ προφορικὲς παραδόσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ νηφαλιότητα καὶ περισυλλογή, μάλιστα οἱ ἀναφερόμενες σὲ ἀπέχοντα χρονικὰ πολὺ ἀπὸ ἐμᾶς πρόσωπα καὶ γεγονότα, καθὼς περιέχουν μὲν ἀσφαλὴ ἱστορικὸ πυρῆνα, εἶναι ὅμως εὔλογο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων νὰ ἔχουν προσλάβει ἑτερογενὴ στοιχεῖα.

ζ. Τελευταῖο στὸν συνοπτικὸ τοῦτο κατάλογο ἀφήσαμε τὸ περίφημο καὶ δυστυχῶς στὶς μέρες μας ὄχι πολὺ γνωστὸ Συνοδικὸν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἤ, πιὸ σύντομα, Κυπριακὸν Συνοδικόν. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τί εἶναι αὐτὸ τὸ κείμενο, θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν προϊστορία του. Ὅπως εἶναι γνωστό, μὲ τὴ λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὸ 843, συντάχθηκε κείμενο ἀπὸ τὴν τότε συνελθοῦσα τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (ἐξ οὗ καὶ Συνοδικόν), στὸ ὁποῖο κατοχυρώνεται δογματικὰ ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ συνάμα πολυχρονίζονται καὶ ἐπευφημοῦνται μὲν οἱ Ὀρθόδοξοι βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς καὶ ὁμολογητές, ἀναθεματίζονται δὲ οἱ εἰκονομάχοι. Τὸ συνοδικὸ τοῦτο κείμενο ἐντάχθηκε σὲ λειτουργικὴ χρήση κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τότε ὀνομάσθηκε ἔτσι ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καὶ καταχωρίσθηκε στὸ λειτουργικὸ βιβλίο τοῦ Τριῳδίου, ἀποτελέσαν τὸ περιώνυμο Συνοδικὸν τῆς (Κυριακῆς τῆς) Ὀρθοδοξίας. Τὸ κείμενο τοῦτο δέχθηκε κατὰ καιροὺς προσθῆκες, τόσο ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ὅρους, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὰ μακαριζόμενα καὶ ἀναθεματιζόμενα πρόσωπα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς προσθῆκες στὸ Συνοδικὸν στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. κ.ἑξ., καὶ οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἐνέταξαν σὺν τῷ χρόνῳ στὸ ἀρχικὸ κείμενο ἐπευφημίες σημαινόντων ἐκκλησιαστικῶν σ᾽ αὐτὲς προσώπων. Τὸ αὐτὸ συνέβηκε καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ὅπου, ἐπὶ τῶν Κομνηνῶν, πιθανώτατα ἐπὶ Μανουὴλ Α´ τοῦ Κομνηνοῦ (1143-1180), ἐντάσσονται στὸ ἀρχικὸ Συνοδικὸ τὰ δίπτυχα τῶν μέχρι τότε ἐπιφανῶν ἀρχιεπισκόπων τῆς νήσου, ἀλλὰ καὶ τῶν κατὰ τὶς κυπριακὲς ἐπισκοπὲς ἁγίων ἀρχιερέων. Ἔτσι ἀπαρτίσθηκε τὸ Κυπριακὸν Συνοδικόν, ποὺ σώζεται σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα. Λειτουργικὴ ἐπισφράγιση τῆς κατάρτισης τοῦ Κυπριακοῦ Συνοδικοῦ ἀποτελεῖ καὶ ἡ κατὰ τοὺς 11ο-12ο αἰῶνες ἔνταξη τῶν περιφανῶν Κυπρίων ἁγίων ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων στὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο τοῦ Βήματος τῶν ναῶν (λ.χ. τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, τῆς Παναγίας Ἀσίνου, τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος, τῆς Παναγίας τῆς Ἀμασγοῦ, κ.λπ.).

Περαιτέρω, πιθανώτατα κατὰ τοὺς 11ο/12ο αἰῶνες, ἡ ἀνασυγκροτηθεῖσα καὶ ἀναδιοργανωθεῖσα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐπανένταξη τῆς Κύπρου στὸ βυζαντινὸ κράτος τοπικὴ Ἐκκλησία συνέταξε ἕνα εἶδος Ἁγιολογίου (καταλόγου ἁγίων), ποὺ περιλάμβανε τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἁγίους, ποὺ τὴν εἶχαν λαμπρύνει. Εἶναι ἀπὸ τὸ Κυπριακὸν Συνοδικὸν καὶ τὸ ἐν λόγῳ τοπικὸ Ἁγιολόγιο, ποὺ ἀρύονται καὶ οἱ ἀνωτέρω μεσαιωνικοὶ χρονογράφοι καὶ ἐντάσσουν παραθέματα στὰ ἁγιολογικὰ τμήματα τοῦ ἔργου τους.

Καταλήγοντας, ἡ Ἁγιολογία, ὡς προσέγγιση τῶν Βίων τῶν ἁγίων καὶ τῶν χώρων καὶ μορφῶν τιμῆς τους, τότε θεωρεῖται ὅτι λειτουργεῖ ὀρθῶς, ὅταν κινεῖται μέσα στὶς προϋποθέσεις τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς• ὅταν δηλαδὴ γίνεται μὲ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ προσευχή, μὲ ταπείνωση καὶ φιλάγια διάθεση, μὲ ἐνχριστωμένη καρδία καὶ μὲ νοῦ φωτισμένο ἀπὸ τὴ θεία Χάρη. Τότε ὁ ἄνθρωπος δρέπει καρποὺς ψυχικῆς ὠφέλειας.  Καί, ὅπως εὐστοχώτατα καὶ θεολογικώτατα τὸ καταθέτει ὁ σύγχρονος ὅσιος, ὁμολογητὴς καὶ κορυφαῖος δογματικὸς καὶ θεολόγος, ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Οἱ ‘‘Βίοι τῶν ἁγίων’’ εἶναι μία ἰδιόμορφος ὀρθόδοξος Ἐγκυκλοπαιδεία. Εἰς αὐτοὺς δύναται νὰ εὕρῃ κανεὶς ὅλα, ὅσα χρειάζονται εἰς μίαν ψυχὴν πεινασμένην καὶ διψασμένην διὰ τὴν αἰωνίαν Δικαιοσύνην καὶ τὴν αἰωνίαν Ἀλήθειαν μέσα εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον…Ἐὰν διψᾷς διὰ πίστιν, θὰ τὴν εὕρῃς πλουσίαν εἰς τοὺς ‘‘Βίους τῶν ἁγίων’’ καὶ θὰ χορτάσῃς τὴν ψυχήν σου μὲ τροφήν, διὰ τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν θὰ ξαναπεινάσῃς. Ἐὰν ποθῇς τὴν ἀγάπην, τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν ἐλπίδα, τὴν πραότητα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν μετάνοιαν, τὴν προσευχὴν ἢ ὁποιανδήποτε ἀρετὴν καὶ ἄσκησιν, εἰς τοὺς ‘‘Βίους τῶν ἁγίων’’ θὰ εὕρῃς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων διὰ κάθε ἄσκησιν καὶ θὰ λάβῃς τὴν βοήθειαν τῆς χάριτος διὰ κάθε ἀρετήν.»

 Γιὰ τοῦτο καὶ προοιμιακὰ ἀναφέραμε, ὅτι ἡ Ἁγιολογία ἀποτελεῖ καίριο ποιμαντικὸ ἐργαλεῖο στὰ χέρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατεξοχὴν τῶν ποιμένων καὶ διδασκάλων της. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἐκλείπουν τὰ ζωντανὰ πρότυπα τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας καὶ μεθοδεύεται συστηματικὰ ἀπὸ τὴ Νέα Τάξη πραγμάτων ὁ θρησκευτικὸς ἀποχρωματισμὸς καὶ ὁ ποικιλώνυμος συγκριτισμός, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πρόδρομο κατάσταση τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀντιχρίστου ἀποστασία, ὅπως προφητικὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Α´ Θεσ., 2, 3) ἡ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἡ ἀνάδειξη τῶν ἁγίων μας συμβάλλει τὰ μέγιστα στὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἤθους. Ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς Κυπρίους, προέχει ἡ προβολὴ τῶν τοπικῶν ἁγίων, τοὺς ὁποίους ἀνέκαθεν αἰσθάνονταν ὡς κατεξοχὴν οἰκείους καὶ ἰδιαζόντως σέβονταν. Ἡ προβολὴ λοιπὸν τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πρωτεύουσα ποιμαντικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιερέων καὶ ἱερέων, γιὰ παραδειγματισμό, στήριγμα, ἐνίσχυση, ὀρθὴ καθοδήγηση καὶ διαποίμανση τοῦ λογικοῦ μας ποιμνίου, στὸ ὁποῖο ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔθεσε ποιμένες, πρὸς δόξαν Αὐτοῦ καὶ σωτηρίαν ἀθανάτων ψυχῶν. 

——————-

Βιβλιογραφία κατ᾽ ἐπιλογὴν     

1. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, Ἁγιολογία, Ι, Θέματα Γενικά, Εἰδικὰ καὶ Ἑορτολογίου, ἐκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1991.

2. Δημήτριος Γ. Τσάμης, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Π. Πουρνάρας, Θεσσαλινίκη 1999.

3. Συμεὼν Πασχαλίδης, λῆμμα Ἁγιολογία, Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια (ΜΟΧΕ), Στρατηγικὲς Ἐκδόσεις, τόμ. Α´, Ἀθῆνα [2010], σελ. 132-133.

4. Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ, Ἁγιολόγιον τῆς κατὰ Κύπρον ἁγίας Ἐκκλησίας (ὑπὸ ἔκδοσιν).