Βίος τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης (21 Μαΐου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ*

Εἰκ. 1. Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη. Τοιχογραφία στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νεοφύτου του Ἐγκλείστου στὴν Πάφο

Γέννηση καὶ καταγωγὴ τῶν Ἁγίων

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ἐνδοξότατος πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, ὁ ἱδρυτὴς τῆς βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στὴν πόλη Ναϊσσό, τὴ σημερινὴ Νίσσα τῆς κεντρικῆς Σερβίας, γύρω στὸ ἔτος 275. Πατέρας του ἦταν ὁ ἑλληνοϊλλυρικῆς καταγωγῆς Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, ἀξιωματοῦχος τότε τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, ὁ ὁποῖος κατόπιν, πως θὰ δοῦμε, ἀνακηρύχθηκε Καίσαρας καὶ Αὔγουστος τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν. Μητέρα του ὑπῆρξε ἡ πολὺ εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετη Ἑλένη, ποὺ γεννήθηκε στὴν πόλη Δρέπανο τῆς Βιθυνίας (Μικρᾶς Ἀσίας) περὶ τὸ ἔτος 247, π πατέρα ξενοδόχο. Τὴν πόλη αὐτὴ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μετονόμασε ἀργότερα Ἑλενόπολη, πρὸς τιμὴ τῆς μητέρας του. Ὁ Κωνστάντιος νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη γύρω στὸ 273. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρωτότοκος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν. 

τότε κατάσταση τοῦ κράτους

Τὴνἐποχὴ ἐκείνη τῆς γέννησης τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία εἶχε περιέλθει σὲ χαώδη κατάσταση. Οἱ βασιλεῖς, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, φονεύονταν, καὶ ἀνερχόταν ὁ ἑκάστοτε ἐπικρατέστερος στὸν θρόνο. Τὸ 284, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Νουμεριανοῦ, ἀνακηρύχθηκε στὴ Χαλκηδόνα ὡς νέος αὐτοκράτορας ὁ Διοκλητιανός, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία, καὶ ἔγινε ἀργότερα μεγάλος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Βασίλευσε γιὰ 21 ἔτη (μέχρι τὸ 305), δύο ὅμως ἔτη μετὰ (286) διαίρεσε τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος σὲ δύο τμήματα, τὸ Ἀνατολικὸ ἢ Ἰλλυρικὸ καὶ τὸ Δυτικὸ τμῆμα. Τὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα περιλάμβανε τὴν Ἑλλάδα, τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Αἴγυπτο, καὶ εἶχε πρωτεύουσα τὴ Νικομήδεια, που ἐγκαταστάθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἀπ᾿ ὅπου διεύθυνε τὴν ὅλη αὐτοκρατορία. Στὸ Δυτικὸ τμῆμα, ποὺ περιλάμβανε τὴν Ἰταλία, τὴ Γαλλία, τὴν Ἱσπανία, τὴ Βρεταννία καὶ τὴ Βόρεια Ἀφρική, μὲ ἕδρα τὰ Μεδιόλανα (Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας) ἐγκατέστησε αὐτοκράτορα τὸν ἔμπιστο φίλο του Μαξιμιανὸ τὸν Ἑρκούλιο (Ἡρακλῆ).

Προχωρώντας στὴ διοικητικὴ μεταρρύθμισή του ὁ Διοκλητιανός, τὸ 293 διόρισε ἄλλους δύο βοηθοὺς στὴν ἐνάσκηση τῆς ἐξουσίας, τοὺς ὁποίους ὀνόμασε Καίσαρες, ἐνῶ ὁ ἴδιος καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διατήρησαν τὸν τίτλο τοῦ Αὐγούστου (Σεβαστοῦ). Οἱ Καίσαρες θὰ ἦσαν συμβασιλεῖς, βοηθοὶ καὶ διάδοχοι τῶν Αὐγούστων. Στὴν Ἀνατολὴ ὁ Διοκλητιανὸς προσέλαβε ὡς Καίσαρα τὸν γαμβρό του Γαλέριο, ἐνῶ στὴ Δύση ὅρισε τὸν Κωνστάντιο Α΄ τὸν Χλωρὸ (Εἰκ. 2), πὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Μαξιμιανοῦ.

Εἰκ. 2. Κωνστάντιος Α´. Φόλλις ποὺ ἐκοψε ὡς καίσαρας (293-305)

Ὁ Κωνστάντιος μὲ τὴν ἀνακήρυξή του σὲ Καίσαρα (τὸ 293) ἀναγκάσθηκε νὰ διαζευχθεῖ τὴν Ἑλένη, λόγῳ τῆς ταπεινῆς καταγωγῆς της, τὴν ὁποία ἡ ρωμαϊκὴ νομοθεσία θεωροῦσε ἀσυμβίβαστη γιὰ τὴν ἄνοδο σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ἡ Ἑλένη ἔδειξε ἀπόλυτη κατανόηση στὸ δίλημμα τοῦ Κωνσταντίου, ὁ ὁποῖος ὑποχρεώθηκε νὰ νυμφευθεῖ τὴ θετὴ θυγατέρα τοῦ Αὐγούστου τῆς Δύσης Μαξιμιανοῦ Θεοδώρα. ποσύρθηκε τότε ἡ Ἑλένη ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ποικίλα ἔργα φιλανθρωπίας, εἶχε δὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ υἱοῦ της Κωνσταντίνου σὲ ὅλους τοὺς σταθμοὺς τῆς ἐξέλιξής του (Καῖσαρ, Αὔγουστος, Αὐτοκράτορας). Ἀλλὰ στὸ ἔργο τῆς Ἑλένης θὰ ἐπανέλθουμε ἀργότερα.

Κωνσταντῖνος ὅμηρος στοὺς Διοκλητιανὸ καὶ Γαλέριο. Θεὸς τὸν διασώζει

Τότε (293) ὁ Διοκλητιανός, γιὰ περισσότερη ἀκόμη ἀσφάλειά του, κράτησε ὅμηρο κοντά του τὸν Κωνσταντῖνο, ὡς ἐγγυητὴ τῆς πιστότητας τοῦ πατέρα του. Στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Ἀνατολῆς παρέμεινε ὁ Κωνσταντῖνος μέχρι καὶ ποὺ βασίλευσε ὁ Γαλέριος (ἔτος 305), συναναστρεφόμενος μὲ ἀσεβεῖς καὶ τυράννους. Δὲν ἐξομοιώθηκε ὅμως στὰ ἤθη καὶ τὶς πράξεις μὲ αὐτούς, γιατὶ ἡ ἁγία μητέρα του Ἑλένη φρόντισε νὰ τοῦ δώσει ὀρθὴ ἀνατροφή. Κατ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχε τὴν εὐχέρεια νὰ μαθητεύσει σὲ πολὺ ἀξιόλογους διδασκάλους. Παράλληλα ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἔλαβε μέρος σὲ ἐκστρατεῖες μὲ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. 

Ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος διακρινόταν γιὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματος, τὸ ἐντυπωσιακὸ παράστημα, τὴ μεγάλη του δύναμη καὶ τὶς φυσικὲς δεξιότητες, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔξοχα πνευματικά του χαρίσματα, τὴ σωφροσύνη, τὴ φρόνηση, τὴ σοφία καὶ εὐγένεια τῶν τρόπων, ποὺ καθιστοῦσαν παντοῦ αἰσθητὴ τὴν παρουσία του. 

Οἱ εἰδωλολάτρες τύραννοι τὸν ζήλευαν τρομερὰ γιὰ τὰ ποικίλα του χαρίσματα, καὶ σχεδίαζαν νὰ τὸν θανατώσουν μὲ τρόπο πονηρὸ καὶ μυστικό. Ὁ Πανάγαθος ὅμως Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν, διαφύλαξε ἀβλαβῆ τὸν Κωνσταντῖνο ἀπὸ τὶς δολοπλοκίες καὶ πανουργίες τους καί, τελικά, ἐξολόθρευσε τοὺς φθονεροὺς ἐχθρούς του. 

Τὸ ἔτος 305, κατόπιν συμφωνίας, οἱ δύο Αὔγουστοι Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς παραιτήθηκαν ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἀποσύρθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Τότε στὴ θέση τους ἀνακηρύχθηκαν Αὔγουστοι, στὴ Δύση μὲν ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντίνου Κωνστάντιος καὶ στὴν Ἀνατολὴ ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως κρατήθηκε στὴν αὐλὴ τοῦ Γαλερίου, ποὺ φθονοῦσε τὰ ἐξαίρετα προτερήματά του, καὶ προσπάθησε κι αὐτὸς μὲ δολιότητα νὰ τὸν ἐξοντώσει. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως τοῦ Κυρίου διέμεινε καὶ πάλιν ἀβλαβὴς καί, μὲ ἔγκριση τελικὰ τοῦ Γαλερίου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κωνστάντιος τὸ εἶχε ζητήσει, ἔσπευσε στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλατίας τὸ ἴδιο ἔτος (305) νὰ συναντήσει τὸν ἀσθενῆ πατέρα του, ποὺ εἶχε ἀναλάβει ἐκστρατεία γιὰ τὴ Μεγάλη Βρεταννία.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνακηρύσσεται βασιλέας

Μόλις ὁ Κωνστάντιος εἶδε τὸν υἱό του, χάρηκε ὑπερβολικά, γιατὶ τὸν δέχθηκε στὴν πιὸ κατάλληλη στιγμή, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει διάδοχο τοῦ θρόνου του. Καὶ εἶχε μὲν ὁ Κωνστάντιος ἄλλους τρεῖς υἱοὺς ἀπὸ τὴ σύζυγό του Θεοδώρα, ἀλλ᾿ ὁ Κωνσταντῖνος κέρδισε ἀμέσως τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνη τοῦ πατέρα του, καθὼς καὶ τὸν θαυμασμὸ τοῦ στρατοῦ, γιὰ τὰ ἔξοχα διοικητικὰ καὶ στρατηγικά του προσόντα. Γιὰ τοῦτο καὶ πρὶν ἀποθάνει, διόρισε τὸν Κωνσταντῖνο βασιλέα. Ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Κωνστάντιου στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 306 στὴν πόλη Ἐβόρακο (Ὑόρκη) τῆς Βρεταννίας δὲν δημιούργησε προβλήματα διαδοχῆς, γιατὶ ὁ στρατὸς μὲ ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις ἀνακήρυξε ὡς διάδοχό του τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τὴ Μινερβῖνα, ἀπ᾿ τὴν ὁποία ἀπέκτησε υἱὸ τὸν Κρίσπο. Ὁ Κωνσταντῖνος λοιπὸν στέφθηκε Καίσαρας στὶς 24 Ἰουλίου τοῦ 306.

Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Κωνσταντίου. Αὐτός, ἂν καὶ δὲν ἦταν χριστιανός, ἀγαποῦσε ὅμως καὶ τιμοῦσε πολὺ τοὺς χριστιανούς. Καὶ ἦταν ὁ μόνος ἡγεμόνας, ποὺ δὲν ἄσκησε διωγμοὺς στὶς ἐπαρχίες ποὺ ἐξουσίαζε, ὅταν οἱ ἄλλοι τρεῖς (Διοκλητιανός, Γαλέριος καὶ Μαξιμιανὸς) εἶχαν κινήσει τοὺς γνωστοὺς μεγάλους διωγμούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ἀναδείχτηκαν πλήθη Μαρτύρων. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τίμησε τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς τῆς αὐλῆς του μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ἦταν ἀκόμη πολὺ ἐλεήμονας καὶ φιλάνθρωπος, γιατὶ ποτὲ δὲν θησαύρισε χρυσάφι ἢ ἀσήμι πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες ποὺ εἶχε, καὶ βοηθοῦσε πάντοτε τοὺς πτωχούς. Καὶ ὁ σεπτὸς υἱός του κληρονόμησε τὶς πατρικὲς αὐτὲς ἀρετές, ἐπαυξάνοντάς τες.

Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Διοκλητιανὸς εἶχε ὁρίσει Καίσαρα τῆς Ἀνατολῆς τὸν Μαξιμῖνο Δαΐα, ἐνῶ στὴ Δύση τὸν στρατηγὸ Σεβῆρο, ποὺ ἔστειλε στὴ Ρώμη. Αὐτός, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ, ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας στὴ Δύση. Τότε ὅμως ὁ υἱὸς τοῦ παραιτηθέντος αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, ὁ Μαξέντιος, ποὺ ἦταν καὶ γαμβρὸς τοῦ Γαλερίου, ἀνάγκασε τὸν πατέρα του νὰ ἐπανέλθει στὸν θρόνο, καὶ οἱ δύο κατανίκησαν στὴ συνέχεια τὸν Σεβῆρο, τὸν φόνευσαν καὶ ἀνακηρύχθηκαν αὐτοὶ αὐτοκράτορες στὴ Ρώμη (28.10.306). Κατόπιν συνῆψαν συμμαχία μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος καὶ διαζεύχθηκε τὴν πρώτη σύζυγό του Μινερβῖνα, νυμφεύθηκε δὲ μὲ τὴν κόρη τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἀδελφὴ τοῦ Μαξεντίου Φαῦστα (31 Μαρτίου 307), νέα περίφημη γιὰ τὴν ὀμορφιά της, ἀλλὰ πονηρὴ καὶ κακότροπη, ὅμοια στὸν χαρακτῆρα μὲ τὸν πατέρα της.

Θάνατος τῶν Μαξιμιανοῦ καὶ Γαλερίου

Ἀποκαταστάθηκε τότε προσωρινὰ ἡ εἰρήνη στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς αὐτοκρατορίας, καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴν πόλη Ἀρελάτη τῆς νότιας Γαλλίας, ἀπ᾿ ὅπου διακυβερνοῦσε τὸ βασίλειό του μὲ κάθε δικαιοσύνη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπ᾿ τὸν λαό.

Ἐνωρὶς ὁ Μαξιμιανὸς ἦλθε σὲ ρήξη πρὸς τὸν υἱό του Μαξέντιο, καὶ ἐπιχείρησε νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὸν θρόνο. Νικήθηκε ὅμως ἀπ᾿ αὐτόν, καὶ κατέφυγε στὸν γαμβρό του Κωνσταντῖνο, ποὺ τὸν δέχθηκε μὲ πραγματικὴ καλωσύνη. Ἐπειδὴ ὅμως κι ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ μηχανορραφίες καὶ συνωμοσία ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου, αὐτὸς διέταξε τὴ φυλάκισή του. Τελικά, ἀπελπισμένος, ὁ Μαξιμιανὸς αὐτοκτόνησε (Ἰούλιος τοῦ 310), κι αὐτοτιμωρήθηκε ἔτσι γιὰ ὅσα κακὰ εἶχε διαπράξει.

Ὁ Γαλέριος, σκοπεύοντας νὰ κυριαρχήσει καὶ στὴ Δύση, συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατὸ καὶ ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Μαξεντίου καὶ Κωνσταντίνου. Καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴ Ρώμη ἔπεσε σὲ παγίδα τοῦ Μαξεντίου καὶ ἔπαθε μεγάλη καταστροφή. Φοβήθηκε λοιπόν, ὑποχώρησε, καὶ στράφηκε κατὰ τοῦ Κωνσταντίνου. Ἀλλὰ καὶ στὴ μάχη μ᾿ αὐτὸν ἔπαθε τέτοια πανωλεθρία, ὥστε σὲ λίγο διάστημα τὸ στράτευμά του ἀφανίστηκε τελειωτικά. Τότε ἀφαίρεσε τὴ βασιλικὴ στολὴ καὶ φόρεσε πτωχική, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται καί, μαζὶ μὲ λίγους ἔμπιστους στρατιῶτες του διέφυγε καὶ κρυβόταν ἀπὸ χώρα σὲ χώρα. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλ᾿ ἡ θεία Δίκη πρόλαβε καὶ τὸν βρῆκε πιὸ πρίν, γιατὶ περιέπεσε σὲ φοβερὴ ἀσθένεια καὶ ἀπέθανε (Μάιος 311).

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸν ὕπνο τοῦ Κωνσταντίνου

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γαλερίου, οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ἀνατολῆς Αὔγουστος Λικίνιος καὶ Καίσαρας Μαξιμῖνος ἦρθαν σὲ ρήξη. Τότε ὁ Μαξιμῖνος συνῆψε συμμαχία μὲ τὸν Μαξέντιο, ὁ δὲ Λικίνιος μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, και, ὡς ἐχέγγυο, νυμφεύθηκε τὴν Κωνσταντία, θετὴ ἀδελφὴ τοῦ Κωνσταντίνου.

Ὁ Μαξέντιος τότε ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει πολυάριθμο στρατὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ Ἀφρική, μὲ σαφῆ προοπτικὴ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς ἀπειλῆς τοῦ Κωνσταντίνου στὴ Δύση, καὶ σκόπευε νὰ κάμει αἰφνιδιαστικὴ εἰσβολὴ στὴ Γαλατία. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή, ἀκούοντας μάλιστα τὶς αἰσχρουργίες καὶ τὴν τυραννία τοῦ Μαξεντίου στοὺς Ρωμαίους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνέλαβε μὲ ἀποφασιστικότητα τὴν πρώτη κίνηση, ἂν καὶ διέθετε πολὺ μικρότερες δυνάμεις. Ἀφοῦ διαπέρασε μὲ τὸν στρατό του τὶς Ἄλπεις, κατέλαβε μὲ ἀστραπιαία προέλαση, τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη, τὶς πόλεις τῆς βόρειας Ἰταλίας μέχρι τὸν Ἠριδανὸ (Πάδο) ποταμὸ (Σεπτέμβριος 312). Ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδός του στὰ Μεδιόλανα ἄνοιξε τὸν δρόμο πρὸς τὴ Ρώμη, τὴν ὁποία ὁ Μαξέντιος ἐπέλεξε ὡς τόπο τῆς ἀναμέτρησής του. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος, προελαύνοντας ἀήττητος, ἔφθασε στὰ πρόθυρα τῆς Ρώμης, ὅπου τὸν περίμενε ὁ Μαξέντιος μὲ πολὺ μεγαλύτερες δυνάμεις. Τὰ δύο στρατεύματα ἀντιπαρατάχθηκαν τότε, ἕτοιμα γιὰ τὴν τελικὴ μάχη. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος παρατηροῦσε περίλυπος τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα καὶ συλλογιζόταν πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τὴ νίκη, κατὰ τὶς πρῶτες ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας ἐκείνης εἶδε στὸν οὐρανὸ φωτεινὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ γύρω του τὴν ἐπιγραφή, «Ἐν τούτῳ νίκα» (Εἰκ. 3).

Εἰκ. 3. Τὸ ὅραμα ῾Ἐν τούτῳ νίκα῾῾

Μάρτυρας τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς θεοσημίας ὑπῆρξε ὅλο τὸ στράτευμα τοῦ Κωνσταντίνου! Ἀποροῦσε δὲ ὁ εὐσεβὴς βασιλέας γιὰ τὸ νόημα τοῦ ὁράματος. Γι᾿ αὐτὸ τὴ νύχτα φάνηκε στὸν ὕπνο του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἑρμηνεύοντάς το σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἕνα σταυρικὸ λάβαρο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ εἶδε, νὰ τὸ φέρει μὲ πίστη ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους, καὶ θὰ νικοῦσε μὲ τὴ δύναμή Του πάντοτε τοὺς ἐχθρούς του.

Εἰκ. 4. Τὸ λάβαρο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπεικονίζεται ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ

Πράγματι τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ κάλεσε τεχνῖτες καὶ διέταξε καὶ κατασκεύασαν τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιχρυσώθηκε καὶ στολίσθηκε στὸ ἄνω μέρος μὲ στεφάνι ἀπὸ πολύτιμους λίθους, ποὺ ἔφερε στὸ μέσο τὸ χριστόγραμμα ΧΡ (Εἰκ. 4). Ἀπὸ τὸ ἐγκάρσιο κέρας κρεμόταν ὕφασμα, ἐπίσης στολισμένο μὲ πολύτιμους λίθους (Εἰκ. 5). Τοῦτο τὸ θεῖο λάβαρο πρόσταξε πενῆντα ἐκλεκτοὺς στρατιῶτες νὰ τὸ μεταφέρουν ἐναλλὰξ μπροστὰ ἀπ᾿ ὅλο τὸ στράτευμα.

Εἰκ. 5. Σχηματικὴ ἀπεικόνιση τοῦ Λάβαρου τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου

Τὸ ἱερὸ λάβαρο θριαμβεύει

Ὁ Μαξέντιος, ἔχοντας βεβαιότητα ὅτι θὰ νικήσει τὸν Κωνσταντῖνο, κατασκεύασε κάτω ἀπὸ τὴν παλαιὰ γέφυρα τοῦ Τίβερη ποταμοῦ Μουλβία (Εἰκ. 6), ἄλλη, χαμηλότερη καὶ εὔθραστη.

Εἰκ. 6. Ἡ Μουλβία Γέφυρα

Μὲ τὴν πανουργία του αὐτὴ ἔλπιζε πὼς ὁ Κωνσταντῖνος, σὰν θὰ νικόταν καὶ θὰ προσπαθοῦσε νὰ διαφύγει, θὰ περνοῦσε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ δόλια γέφυρα μὲ τὸ στράτευμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε πολὺ διαφορετικὰ τὰ πράγματα! 

Πραγματικά, ὅταν συγκροτήθηκε ἡ τελικὴ μάχη στοὺς Κόκκινους Βράχους (28 Ὀκτωβρίου 312), νίκησε ὁ Σταυρός, τὸ ἀνίκητο σύμβολο, ποὺ προπορευόταν τοῦ στρατεύματος τοῦ Κωνσταντίνου! Τόσος φόβος κατέλαβε τότε τὸν Μαξέντιο, ποὺ τὰ ἔχασε, καὶ δὲν ἔβλεπε πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε! Καταδιωγμένος, ὅρμησε ἀπερίσκεπτα νὰ περάσει ἀπὸ τὴ δόλια ἐκείνη γέφυρα, ὄχι μόνο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ καὶ ἀρκετοὶ στρατιῶτες του. Ἀμέσως ὅμως ἀποκόπηκε ἡ γέφυρα καί, ἀφοῦ πέσανε ὅλοι μέσα στὸν Τίβερη ποταμό, πνίγηκαν! Ὁ Κωνσταντῖνος τότε δόξασε τὸν Θεό, καὶ θαύμασε τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, βλέποντας τέτοιο θαῦμα. Σὲ λίγο ὁ ὑπόλοιπος στρατὸς τοῦ Μαξεντίου ἀποδεκατίσθηκε καὶ διαλύθηκε.

Εἰκ. 7. Εἴσοδος στὴ Ρὠμη μετὰ τὴ νίκη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου

Τὸν θρίαμβο τοῦ Κωνσταντίνου γιόρτασαν μὲ μεγάλη χαρὰ ὅλοι οἱ πολίτες τῆς Ρώμης (Εἰκ. 7). Στόλισαν μεγαλόπρεπα τὴν πόλη καὶ ὑποδέχτηκαν συγκινημένοι τὸν μεγάλο νικητὴ μὲ κραυγὲς εὐφημικές. Ἀλλ᾿ ὁ Κωνσταντῖνος ἀπέδωσε μεγαλόφωνα τὴ νίκη στὸν Θεό, καὶ πρόσταξε νὰ στήσουν ἀναμνηστικὲς στῆλες μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὰ κυριώτερα μέρη τῆς πόλης. Ἀκόμη νὰ ἐρευνήσουν προσεκτικὰ γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ εἴχανε χύσει τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τὴν πρέπουσα τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἀλλὰ συνεχίστηκαν οἱ εὐεργεσίες τοῦ θεοπρόβλητου βασιλέα: Ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία τοὺς ἐξορίστους, πελευθέρωσε τοὺς κρατουμένους ἀπὸ τὶς φυλακές, πέδωσε τιμὲς στὸν κλῆρο, ἀνήγειρε ναοὺς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σκόρπισε πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πένητες!

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ διπλὸ πιὸ πάνω ὅραμα (τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ) καὶ τὴ θαυμαστὴ νίκη μὲ τὴ βοήθειά Τους, ὁ Κωνσταντῖνος, ποὺ ἦταν ἤδη εὐνοϊκὰ προδιατεθειμένος πρὸς τὸν Χριστιανισμό, ζήτησε ἱερωμένους εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν κατήχησαν καὶ τὸν δίδαξαν ποιὸς ἦταν ἀκριβῶς ὁ Θεός, ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε, καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ ὁράματός του, καθὼς καὶ τὰ κύρια δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστης. Κι αὐτὸς μαθήτευσε ταπεινὰ κοντά τους. Ἔκτοτε ἐπιδόθηκε σὲ ἱερὰ ἀναγνώσματα καὶ κατέστησε ἐναρέτους ἱερεῖς ὡς συμβούλους του.

Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Λίγους μῆνες μετὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ νίκη (στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου τοῦ 313), οἱ δύο νικητὲς καὶ σύμμαχοι αὐτοκράτορες, ὁ Αὔγουστος τῆς Δύσης Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Αὔγουστος τῆς Ἀνατολῆς Λικίνιος (Εἰκ. 8), συναντήθηκαν στὰ Μεδιόλανα (σημερινὸ Μιλᾶνο) τῆς Ἰταλίας, που ἐξέδωσαν καὶ ὑπέγραψαν μαζὶ τὶς περίφημες ποφάσεις τῶν Μεδιολάνων, εὐρύτερα γνωστὲς ὡς Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων.

Εἰκ. 8. Ὁ Λικίνιος σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς του

Μὲ αὐτὲς καθιερώθηκε ἡ γενικὴ ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας, μὲ κύριο στόχο τὴν κατοχύρωση καὶ ἀναγνώριση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Με τὶς πρόνοιες τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ἔμμεσα κατηργεῖτο ἡ ἐθνικὴ λατρεία (εἰδωλολατρία). Οἱ ποφάσεις αὐτὲς δημοσιεύτηκαν καὶ στὴν Ἀνατολή, μὲ σχετικὸ διάταγμα τοῦ Λικινίου.

Κωνσταντῖνος γίνεται μονοκράτορας

Ἐνόσῳ ζοῦσε στὴν Ἀνατολὴ ὁ Καίσαρας Μαξιμῖνος Δαΐας, πολλοὶ Χριστιανοὶ βρῆκαν ἐπώδυνο θάνατο ἀπ᾿ αὐτὸν στὸν διωγμό, ποὺ κήρυξε ἐναντίον τους. Ὁ Μαξιμῖνος, ἔχοντας ἐπιθυμία νὰ κυριαρχήσει σ᾿ ὅλη τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, μάζεψε στρατὸ καὶ κίνησε πόλεμο κατὰ τοῦ Λικινίου. Ἀφοῦ λοιπὸν πέρασε τὸν Βόσπορο καὶ συγκρότησε μάχη μὲ τὸν Λικίνιο στὴν Πέρινθο (313), παθε πανωλεθρία. Κατέφυγε ὕστερα στὴν Ταρσό, που ἀπέθανε ἀπὸ θεήλατη φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μαξιμίνου τελέστηκε ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιὰ νὰ ἐπισφραγιστεῖ ἡ συμμαχία τῶν δύο αὐτοκρατόρων. Ἀλλ᾿ ἡ συμμαχία αὐτὴ δὲν διάρκεσε γιὰ πολύ.

Ἤδη ἀπὸ τὸ 314 ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις τῶν δύο μοναρχῶν στὸ Ἰλλυρικό, τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ ὁποίου κατέκτησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καὶ τὴν 1η Μαρτίου 317 εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). πὸ τότε ἄρχισε προοδευτικὰ ἡ στροφὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, ποὺ ἔγινε ἰδιαίτερα αἰσθητὴ τὸ 322, ὅταν αὐτὸς νίκησε τοὺς Σαρμάτες καὶ κατέβηκε ἀνεμπόδιστος μέχρι τὴ Μακεδονία. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν πιστῶν προκάλεσε τὸν φθόνο τοῦ Λικινίου, τόσο, ποὺ λησμονῶντας τοὺς ὅρκους ποὺ ἔδωσε, ἄρχισε νὰ κακοποιεῖ τοὺς πιστοὺς στὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες. Ἀρχικὰ ἔλαβε μέτρα κατὰ τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἀπαγόρευσε τὴ συνάθροισή τους σὲ συνόδους, καθὼς καὶ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν γυναικῶν (322), καὶ, τέλος, κίνησε φανερὸ διωγμὸ κατὰ τῶν πιστῶν, ἀναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων.

Τὸ 323 ὁ Κωνσταντῖνος, πλισμένος μὲ νηστεία, ἁγνότητα καὶ προσευχή, εἰσέβαλε στὴ Θράκη, μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἐξουδετέρωσης τῶν Γότθων. Ὕστερα προχώρησε στὴν τελικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν Λικίνιο. πρώτη μάχη ἔγινε κοντὰ στὴν Ἀδριανούπολη (Ἰούλιος 324). Τὰ στρατεύματα τοῦ Κωνσταντίνου πρέλαυναν, ἔχοντας πάντοτε μπροστὰ τὸ ἱερὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔτρεπε τοὺς ἀντιπάλους σὲ ἄτακτη φυγή. Νικημένος ὁ Λικίνιος, ἀναγκάστηκε νὰ ὀπισθοχωρήσει καὶ ὀχυρώθηκε στὸ Βυζάντιο. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ νικήθηκε ἀπὸ τὸν στρατὸ τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τὸν στόλο του, ποὺ εἶχε ὡς ἀρχηγὸ τὸν υἱό του Κρίσπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαπεραιώθηκε στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Χρυσόπολη (τὸ σημ. Σκούταρι). Στὴν ἐκεῖ μεγάλη τελικὴ μάχη νικήθηκε καὶ πάλιν ὁ Λικίνιος, καί, φεύγοντας, συνελήφθη στὴ Νικομήδεια. Ὁ Κωνσταντῖνος, μὲ τὶς παρακλήσεις τῆς ἀδελφῆς του, τοῦ χάρισε τὴ ζωὴ καὶ τὸν περιόρισε μόνο στὴ Θεσσαλονίκη, παραχωρῶντας του ἐκεῖ πλούσια εἰσοδήματα, γιὰ νὰ συντηρεῖται. Ἀλλ᾿ ὅταν καὶ πάλιν ὁ Λικίνιος ἀθέτησε τὶς ὑποσχέσεις του, καὶ ἄρχισε νὰ ὀργανώνει συνωμοσίες ἐναντίον τοῦ εὐεργέτη του Κωνσταντίνου, τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἐκριζώθηκε ἔτσι καὶ τὸ τελευταῖο ζιζάνιο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀναταραχῆς, καὶ ὁ νικητὴς Μεγάλος Κωνσταντῖνος παρέμεινε πλέον μονοκράτορας σ᾿ ὅλο τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος, ἐξασφαλίζοντας στὴν αὐτοκρατορία του τὴν πολυπόθητη ὁμόνοια καὶ εἰρήνη.

Τὰ θεάρεστα ἔργα τοῦ μονοκράτορα Κωνσταντίνου

Ὁ ἔνδοξος νικητὴς Κωνσταντῖνος δὲν κενοδόξησε γιὰ τὰ πολεμικὰ καὶ ἄλλα κατορθώματά του! Ἀντίθετα, πέστειλε σ᾿ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους του ἐπιστολές, στὰ ἑλληνικὰ καὶ λατινικά, ἄλλες πρὸς τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, κι ἄλλες πρὸς τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐθνικοὺς κατὰ πόλη, που, μεταξὺ ἄλλων, διακήρυττε τὸν Θεὸ ὡς αἴτιο τῆς νίκης του, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγαθῶν γενικά. 

παλλαγμένος πιὰ ἀπ᾿ τοὺς πολέμους, ὁ εὐσεβὴς βασιλέας ἐπιδόθηκε σὲ ἔργα θεάρεστα. Καταρχὴν θέσπισε εὐεργετικὲς νομοθεσίες γιὰ ἀνάκληση τῶν ἐξορίστων καὶ ἀπελευθέρωση τῶν καταδικασμένων γιὰ τὴν πίστη τους στοὺς προηγουμένους διωγμούς, καθὼς καὶ γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων Μαρτύρων καὶ τὴν ἀπόδοση τῶν κατασχεθέντων ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων στοὺς νομίμους κατόχους τους (τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες). Ἀκόμη, μὲ σχετικοὺς νόμους προήγαγε τοὺς Χριστιανοὺς στὰ ποικίλα ἀξιώματα, παυσε τὶς εἰδωλικὲς θυσίες καὶ ἐπιχορήγησε τὴν ἀνοικοδόμηση νέων ναῶν, καθὼς καὶ τὴ διεύρυνση καὶ συντήρηση παλαιοτέρων. Περαιτέρω, μὲ σχετικό του διάταγμα, που ἀναφέρεται ἐκτενῶς στοὺς παρελθόντες διωγμοὺς καὶ τὸ φοβερὸ τέλος ὅλων τῶν διωκτῶν, προτρέπει, ἀλλὰ δὲν ἐξαναγκάζει, τοὺς παραμένοντες στὴν ἀπιστία νὰ γίνουν Χριστιανοί, καὶ τέλος προστάζει νὰ μὴν ἐνοχλεῖ πλέον κανεὶς κανένα γιὰ τὴν πίστη του. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ εὐεργεσίες τοῦ Κωνσταντίνου ἔρρεαν ὡς ἀκένωτος κρουνὸς πρὸς τοὺς πάντες, προκαλῶντας τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἄμετρη ἐκτίμηση στὸ πρόσωπό του.

Πέραν ἀπ᾿ αὐτά, θὰ ἀναφερθοῦμε πιὸ συγκεκριμένα καὶ μὲ συντομία καὶ στὰ ἑξῆς σπουδαιότατα ἔργα του, ποὺ ἀπαθανάτισαν στοὺς αἰῶνες τὴ μνήμη του. Αὐτὰ ἦσαν: (α) Ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (β) ἡ ἀποστολὴ τῆς μητέρας του, τῆς ἁγίας Ἑλένης, στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, (γ) ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ (δ) ἡ ὁλοκλήρωσή του στὴν Χριστιανικὴ Πίστη μὲ τὴ βάπτισή του.

Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος

Τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ πέτυχε μὲ τόσους ἀγῶνες ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, καταπαύοντας τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν, ἦλθε νὰ διασαλεύσει ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος, πρωτοπρεσβύτερος καὶ δάσκαλος σχολῆς στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Αὐτὸς  ἄρχισε νὰ κηρύττει βλάσφημα πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι Ὁμοούσιος (τῆς ἴδιας οὐσίας) μὲ τὸν Πατέρα Του, ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἄρα ὄχι ἀληθινὸς Θεός. Πατριάρχης τότε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἦταν ὁ ἁγιώτατος Πέτρος, πού, μετὰ ἀπὸ θεϊκὴ ὀπτασία, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ βέβηλο τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, καθαίρεσε τῆς ἱερωσύνης τὸν Ἄρειο. 

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πέτρου, ὁ νέος πατριάρχης Ἀχιλλᾶς κατόρθωσε μὲ τὶς συμβουλές του νὰ ἐπαναφέρει τὸν Ἄρειο στὴν εὐσέβεια. Καί, ὅσο καιρὸ ζοῦσε ὁ Ἀχιλλᾶς, ὁ Ἄρειος σιωποῦσε καὶ δὲν κήρυττε τὶς αἱρετικές του δοξασίες. Ἀφοῦ ὅμως ἔγινε πατριάρχης ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἄρχισε καὶ πάλιν ὁ Ἄρειος νὰ διδάσκει τὰ αἱρετικὰ φρονήματά του, καὶ παρέσυρε μάλιστα μαζί του πολλοὺς λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, πως τοὺς ἐπισκόπους Εὐσέβιο τῆς Νικομηδείας, Παυλῖνο τῆς Τύρου, Θεωνᾶ, Σεκοῦνδο κ.. Τότε ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καθαίρεσε καὶ πάλιν τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς ὀπαδούς του.

Ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος παρακολουθοῦσε μὲ μεγάλη του λύπη τὰ ἔκτροπα τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, καθὼς καὶ τὴ μεγάλη σύγχυση, ποὺ προκαλοῦσαν σ᾿ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. πιθυμῶντας λοιπὸν νὰ ἐπαναφέρει τὴν ὁμόνοια καὶ εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, προσέταξε νὰ συγκεντρωθοῦν στὴ μεγαλούπολη Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοποι ἀπὸ ὅλες τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιὰ νὰ μελετήσουν τὸ ὅλο ζήτημα. Πράγματι τὸν Μάιο τοῦ ἔτους 325 συναθροίστηκαν ἐκεῖ 318 θεοφόροι Πατέρες καὶ συγκρότησαν Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνωρίσθηκε στὴ συνέχεια ὡς ἡ Πρώτη Οἰκουμενική, στὴν ὁποία παρακάθισε προσωπικὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ φιλόχριστος βασιλέας. 

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος προέτρεψε τοὺς ἐπισκόπους νὰ μελετήσουν τὸ θεολογικὸ ζήτημα, κάλεσε τὸν Ἄρειο νὰ παρουσιασθεῖ μὲ τοὺς ἀκολούθους του, γιὰ νὰ ἐκθέσει τὶς ἀπόψεις του καὶ ν᾿ ἀκούσει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Παρουσιάσθηκε πράγματι ὁ Ἄρειος, ἀκολουθούμενος ἀπ πολλοὺς φιλοσόφους καὶ ρήτορες, ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες νίκησαν κατὰ τὴ γενόμενη συζήτηση καθ᾿ ὁλοκληρία, ἀφοῦ ἐξήγησαν σ᾿ αὐτοὺς τὶς ἀλήθειες τῆς ἁγίας Πίστεώς μας μὲ ταπεινὸ πνεῦμα. Κατόρθωσαν ἔτσι νὰ ἑπαναφέρουν πολλοὺς στὸν ὀρθὸ δρόμο μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια τους καὶ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπετέλεσαν. Τέτοια θαύματα γίνανε μπροστὰ στὴν ἁγία Σύνοδο ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ἐπίσκοπο Τριμιθοῦντος (θαῦμα τοῦ κεραμιδιοῦ) καὶ τὸν ἅγιο Ἀχίλλειο ἐπίσκοπο Λαρίσσης (θαῦμα πέτρας, ποὺ μὲ τὴν προσευχή του ἀνάβλυσε λάδι). Ἄλλοι ἀκόμη Πατέρες συντάραξαν τοὺς φιλοσόφους, καὶ ἐπανέφεραν πολλοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους καὶ τὴ θεοπνευστία τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Ὁ Ἄρειος ὅμως καὶ πάλιν δὲν θέλησε νὰ παραδεχθεῖ τὴν πλάνη του. Τότε ἡ ἁγία Σύνοδος καθαίρεσε καὶ ἀναθεμάτισε αὐτὸν καὶ τὴ διδασκαλία του καὶ ὅσους μείνανε προσκολλημένοι στὴν πλάνη του. 

Ἡ ἁγία αὐτὴ Σύνοδος συνέταξε καὶ τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας (δηλαδὴ τοῦ «Πιστεύω»), καὶ ἐξέδωσε ἐπιπλέον ὁρισμένους Κανόνες γιὰ τὴν καλύτερη λειτουργία καὶ διακυβέρνηση τῶν Ἐκκλησιῶν. Μεταξὺ ἄλλων ρύθμισε καὶ τὸ πότε πρέπει νὰ ἑορτάζεται τὸ ἅγιο Πάσχα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅρισε δηλαδὴ νὰ τελεῖται τὸ Πάσχα τὴν πρώτη Κυριακή, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς (ἀνοιξιάτικης) ἰσημερίας, καὶ ὁπωσδήποτε μετὰ ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Τὸν Τόμο τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου μὲ τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους ὑπέγραψε ὁ φιλόχριστος βασιλέας μὲ ἐρυθρὰ γράμματα (κιννάβαρη), πισημοποιῶντας ἔτσι τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.

Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εὐχαρίστησε πάλιν τὸν Θεό, διότι τὸν καταξίωσε νὰ καταπολεμήσει καὶ νὰ ἐξαλείψει, παλαιότερα μὲν τὴν εἰδωλολατρία, τώρα δὲ καὶ τὶς αἱρέσεις.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, ἄρχισαν στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 325 οἱ ἑορτασμοὶ γιὰ τὰ εἰκοσάχρονα τῆς βασιλείας τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στοὺς ὁποίους, μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου, καὶ ἀπένειμε σ᾿ αὐτοὺς πλούσια δῶρα. Καταφιλοῦσε τότε τὰ βγαλμένα μάτια τοῦ ἁγίου Παφνουτίου καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν, καθὼς καὶ τὰ παραμορφωμένα καὶ πληγωμένα μέλη τους, στὰ ὁποῖα τὰ σημάδια τῶν πληγῶν παρέμειναν ἀνεξίτηλα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν. Αὐτὰ ὅλα τὰ ἔκανε μὲ μεγάλη ταπείνωση, ζητῶντας ἀπ᾿ αὐτοὺς συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν του!

Συμβούλευσε τέλος ὅλους τοὺς ἐπισκόπους νὰ ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη καὶ ὁμόνοια στὴν Πίστη, νὰ δείχνουν ἀγάπη στοὺς πάσχοντες καὶ νὰ μὴν ὑβρίζουν ἢ νὰ προσβάλλουν τὴν ἀξιοπρέπεια τῶν ἀδελφῶν τους. Ὅταν μερικοὶ τοῦ ἀνέφεραν κατηγορίες γιὰ κάποιους ἐπισκόπους, αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς δὲν δέχτηκε νὰ τὶς ἐξετάσει, οὔτε τὶς ὑποθέσεις τῶν κατηγορουμένων ἐπισκόπων διερεύνησε, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ ὅλους ἔσχισε ὅλες τὶς κατηγορίες, λέγοντας τὰ ἀκόλουθα βαρυσήμαντα λόγια: «Ἄν ἐγὼ ἴδιος προσωπικὰ τύγχαινε νὰ ἔβλεπα ἀρχιερέα νὰ παρανομεῖ, ἐξάπαντος θὰ τὸν σκέπαζα μὲ τὴν βασιλικὴ πορφύρα μου»!

Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποχαιρέτισαν τὸν βασιλέα καὶ τὸν πατριάρχη Ἀλέξανδρο, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ εἶχαν χειροτονήσει ὡς διάδοχο τοῦ ἁγίου Μητροφάνη ποὺ εἶχε κοιμηθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Συνόδου (4.6.325), πέστρεψαν στὶς ἐπαρχίες τους, που κήρυτταν τὰ δόγματα τῆς ἁγίας Συνόδου.

ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης

Τὸ ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου ὑπῆρξε ἡ ἵδρυση μιᾶς νέας πρωτεύουσας τοῦ κράτους στὶς εὐρωπαϊκὲς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου καὶ στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου Βυζαντίου, ποικίας τῶν Μεγαρέων τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.

Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος πῆρε τὴ σχετικὴ ἀπόφαση, δὲν ἐπέλεξε ἀμέσως τὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ σκέφθηκε ἀρχικὰ τὴ γενέτειρά του Ναϊσσό, τὴ Σαρδικὴ (Σόφια) καὶ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ συνέχεια. πὸ τὰ ἐμπόδια ὅμως ποὺ προέκυψαν, ἐννόησε ὅτι δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ προχωρήσει ἐκεῖ καὶ μετέβη στὸ ἀρχαῖο Ἴλιο, που λέγεται πὼς εἶχαν στρατοπεδεύσει οἱ Ἀχαιοὶ στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Τροίας. Ἐκεῖ σχεδίασε τὴν πόλη ὅσο μεγάλη ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ κατασκεύασε ἀκόμη καὶ τὶς πύλες της. Ἀλλὰ κάποιο βράδυ παρουσιάσθηκε ὁ Κύριος στὸν εὐσεβῆ βασιλέα, προτρέποντάς τον νὰ ἐπιλέξει ἄλλη τοποθεσία γιὰ πρωτεύουσά του. πακούοντας στὸ θεῖο κέλευσμα, ὁ Κωνσταντῖνος κατέληξε τελικὰ στὸ Βυζάντιο, τοῦ ὁποίου τὴ θέση θεώρησε ὡς τὴν πλέον κατάλληλη γιὰ τὸν σκοπό του καὶ ἀρεστὴ στὸν Θεό.

Κατὰ τὴ χάραξη τῶν ὁρίων τῆς νέας πόλης ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν μόνο καὶ τὸν καθοδηγοῦσε, προπορευόμενός του, μέχρι ποὺ σημείωσαν ὅλο τὸν χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖο ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ κτισθεῖ ἡ πρωτεύουσα. 

Ἡ τελετὴ γιὰ τὴ θεμελίωση τῆς πόλης ἔγινε στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 324, καὶ γιὰ τὰ ἔργα ἀνοικοδόμησης, ποὺ ἄρχισαν στὴ συνέχεια, μαζεύτηκαν ἐργάτες καὶ ὑλικὰ ἀπ παντοῦ, ἐνῶ πολλὰ ἀρχαῖα προχριστιανικὰ μνημεῖα τῆς Ρώμης, τῆς Ἀθήνας, τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἐφέσου κ.. πόλεων χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα γιὰ τὴ διακόσμηση τῆς βασιλεύουσας. Ἀλλὰ καὶ λείψανα Ἁγίων καὶ Μαρτύρων μετέφερε ὁ Κωνσταντῖνος, γιὰ τὸν ἐξαγιασμό της. Καὶ δὲν κόσμησε τὴν πόλη ὁ εὐσεβὴς βασιλέας μόνο μὲ ἱππόδρομο, κρῆνες, στοὲς καὶ ἄλλα λαμπρὰ οἰκοδομήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ περικαλλεῖς ναούς, πως αὐτοὺς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τοῦ Ἁγίου Μωκίου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Τίμησε ἀκόμη τὴν πόλη μὲ Σύγκλητο, ἀφοῦ κάλεσε ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀλλοῦ εὐγενεῖς καὶ λογίους ἄρχοντες, γιὰ τὴ διαμονὴ τῶν ὁποίων ἔκτισε κατάλληλες οἰκοδομές, καὶ συνέστησε ἱεραρχία βασιλικῶν ἀξιωματούχων, κατὰ τὴν τάξη, ποὺ ἐπικρατοῦσε καὶ στὴ Ρώμη.

Μετονόμασε λοιπὸν τὴ νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο (26 Νοεμβρίου τοῦ 328) καὶ τῆς ὁποίας τὰ ἐγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικὰ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 (Εἰκ. 9).

Εἰκ. 9. Προσωποποίηση τῆς Κωνσταντινούπολης σὲ ἀναμνηστικὴ κοπὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου

Βεβαίως τὰ οἰκοδομικὰ ἔργα συνεχίστηκαν καὶ ἀργότερα. Ἡ Κωνσταντινούπολη κατέστη σύντομα τὸ πολιτικό, ἐκκλησιαστικό, οἰκονομικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο τῆς μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Μέσα στὰ μεγαλόπνοα σχέδια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀπόφασή του νὰ ἀποστείλει τὴ μητέρα του Ἑλένη (Εἰκ. 10) στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καί, εὐρύτερα, γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῶν Ἁγίων Τόπων, που ἔζησε, μαρτύρησε, σταυρώθηκε, τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, καὶ τοὺς ὁποίους οἱ καταστροφὲς ἀπὸ τὸν χρόνο, τοὺς πολέμους, ἀλλὰ καὶ ἡ ζηλοφθονία τῶν Ἑβραίων, εἶχαν σκεπάσει καὶ ἀποκρύψει ὁλότελα. 

Εἰκ. 10. Ἡ μορφὴ τῆς ἁγίας Ἑλένης σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς της

Ἡ ἱεραποδημία αὐτὴ τῆς Ἁγίας Ἑλένης ἔλαβε χώρα μετὰ τὴν ἀνάδειξή της ἀπὸ τὸν υἱό της σὲ Αὐγούσταερὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 324), γύρω στὰ ἔτη 325/326. Παράλληλα πρὸς τὴ σχετικὴ ἐπιθυμία τοῦ Κωσταντίνου, καὶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία Ἑλένη εἶχε δεῖ ὀπτασία, ποὺ τὴν παρακινοῦσε πρὸς τὴν ἱερή της αὐτὴ ἀποστολή. Ἐφοδιασμένη λοιπὸν μὲ βασιλικὰ γράμματα πρὸς τὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων ἅγιο Μακάριο, μὲ ἀφθονία χρημάτων, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἁρμόζουσα συνοδία στρατοῦ καὶ ἐπισήμων ἀρχόντων, φθάνει «μὲ σπουδὴ καὶ νεανικὴ δύναμη ἡλικιωμένη (ἦταν τότε περίπου 78 ἐτῶν) καὶ γεμάτη φρόνηση (Ἑλένη), νὰ πισκεφθεῖ τὴν ἀξιοσέβαστη γῆ καὶ συγχρόνως νὰ δεῖ τὶς παρχίες, τοὺς δήμους, καὶ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς μὲ βασιλικὴ ἀξιοπρέπεια». πατέρας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Εὐσέβιος μᾶς φανερώνει στὸ χωρίο του αὐτὸ καὶ τὸν εὐρύτερο ἱεραποστολικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ χαρακτῆρα τῆς ἱεραποδημίας τῆς Ἁγίας.

Στὴν ἀναζήτηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ τιμία βασίλισσα συναντᾶ ἀρκετὲς δυσχέρειες. Σύμφωνα μὲ ἀρχαιότερη παράδοση, ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ, πισκόπου στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ ἅγιος Κυριακός, Ἑβραῖος στὴν καταγωγή, μὲ τὸ ἀρχικὸ ὄνομα Ἰούδας, ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε ἀπὸ τοὺς προγόνους του τὸ μέρος, που ἦταν κρυμμένος ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀποκαλύψει στὴν ἁγία Ἑλένη. Αὐτὴ τότε πρόσταξε νὰ τὸν βάλουν σὲ ξεροπήγαδο γιὰ μιὰ ἑβδομάδα, πότε ἀναγκάστηκε ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ δίψα νὰ ὑποδείξει τὸν χῶρο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ Μνήματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ τόπος εἶχε καταχωσθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ἕνεκα φθόνου, οἱ δὲ εἰδωλολάτρες, βλέποντας νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ εὐλάβεια γιὰ τὰ ἐκεῖ τελούμενα θαύματα, εἶχαν ἀνεγείρει στὸν χῶρο αὐτὸ τέμενος τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης. Μὲ προσταγὴ τῆς Ἁγίας τὸ τέμενος κρημνίζεται καὶ ἀνασκάπτεται ὁ χῶρος, πότε ἀνευρέθηκαν ὁ Γολγοθᾶς, τὸ Πανάγιο Μνῆμα, οἱ τρεῖς Σταυροί, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δύο ληστῶν, καὶ οἱ ἅγιοι Ἧλοι (καρφιὰ) τῆς Σταύρωσης.

Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε μὲ τὸ ἑξῆς θαῦμα: Μία νεκρὴ γυναῖκα ὁδηγεῖτο πρὸς ἐνταφιασμό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος εἶπε νὰ σταματήσει ἡ νεκρικὴ πομπή. Μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ καὶ τοποθετῶντας διαδοχικὰ καὶ χωριστὰ τοὺς τρεῖς Σταυροὺς πάνω στὴ νεκρή, αὐτή, ὢ τοῦ θαύματος!, ἀναστήθηκε ὅταν τὴν ἄγγιξε ὁ τρίτος Σταυρός, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Τότε ἡ Ἁγία διέταξε καὶ διαιρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός. Καὶ τὸ μὲν ἕνα τμῆμα τοποθέτησε σὲ ἀργυρῆ πολύτιμη θήκη καὶ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ δὲ ἄλλο μετέφερε σὲ ταξίδι της ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δεύτερο τμῆμα, ποὺ ἄφησε κατὰ τόπους τεμάχια, σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο. Τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου καὶ τῶν ἁγίων Ἥλων τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 Μαρτίου.

Μὲ τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τῆς νεκρῆς γυναίκας ἀπὸ τὸν Σταυρὸ πιστεύει ὁ πιὸ πάνω Ἑβραῖος Ἰούδας, βαπτίζεται καὶ μετονομάζεται Κυριακός, χειροτονεῖται ἀργότερα ἐπίσκοπος (μᾶλλον χωρεπίσκοπος) στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ μαρτυρεῖ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363). Ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τὴ μνήμη του στὶς 28 Ὀκτωβρίου.

Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς δύο ἄλλους Σταυροὺς τῶν ληστῶν, πειδὴ ἡ Ἁγία ἀδυνατοῦσε νὰ διακρίνει ποιὸς ἀνῆκε στὸν «ἐκ δεξιῶν» Καλὸ Ληστὴ καὶ ποιὸς στὸν «ἐξ ἀριστερῶν» καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη σκέφθηκε πὼς τόσα χρόνια θαμμένοι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ εἶχαν πάρει κι αὐτοὶ εὐλογία καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ παραμεληθοῦν, πρόσταξε νὰ ἀποσυναρμολογηθοῦν, καὶ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ὁριζοντίων ξύλων τους νὰ σχηματισθοῦν δύο νέοι Σταυροί. Ἔτσι ὁ καθένας τους περιεῖχε τεμάχιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Καλοῦ Ληστῆ. 

Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, χάρηκε ἰδιαίτερα καὶ μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἅγιο Μακάριο ὅρισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν χῶρο τοῦ Παναγίου Τάφου ναὸς λαμπρὸς καὶ περικαλλής, παρέχοντας ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας τὰ μέσα πρὸς τοῦτο. Ἡ ἁγία Ἑλένη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη στὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τούτου, ἀνήγειρε θαυμάσιο ναὸ στὴ Βηθλεὲμ (στὸ ἅγιο Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου) καὶ ἄλλον ἐφάμιλλο τῆς Ἀναλήψεως στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

Στὴ συνέχεια, ἡ εὐσεβὴς βασίλισσα περιῆλθε ὅλες τὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας, στολίζοντας τοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ μὲ λαμπρὰ κειμήλια καὶ κάνοντας ποικίλα ἔργα φιλανθρωπίας: Ἐλεοῦσε ἀφθονοπάροχα κατοίκους πόλεων συλλογικά, ἀλλὰ κι ὅσους τὴν πλησίαζαν ἀτομικά, στρατιῶτες, πένητες, γυμνοὺς καὶ ἀπροστάτευτους, παρέχοντας ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ σώματος. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεσμά, τὴν καταπίεση καὶ τὴν ἐξορία ἀπάλλαξε πολλοὺς καταδίκους, πὸ μεγάλη φιλανθρωπία κινουμένη. 

Τὸ θαυμαστὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἡ ἱεραποστολικὴ καὶ πλούσια φιλανθρωπική της περιοδεία στὶς πέριξ ἐπαρχίες τῆς Ἀνατολῆς διήρκεσε γύρω στὰ δύο μὲ τρία χρόνια (325/326-328/329).

ἔλευση τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὴν Κύπρο

Στὰ πλαίσια τῆς ὡς ἄνω μακρόχρονης ἀγαθοεργοῦς δράσης τῆς Ἁγίας βασίλισσας ἐντάσσεται βεβαίως καὶ ἡ διέλευσή της ἀπὸ τὴν Κύπρο. Συγκεκριμένες ἀναφορὲς τῶν παλαιῶν ἱστορικῶν γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο δὲν ὑπάρχουν, πως ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχουν καὶ γιὰ ἄλλα πολλὰ σημαντικὰ ἔργα τῆς Ἁγίας. Οἱ σωζόμενες σήμερα γραπτὲς πηγές, πὸ τὸν 12ο αἰῶνα κ.. (πρώτη γνωστὴ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Ρώσου Ἡγουμένου Δανιὴλ τὸ 1106) καταγράφουν τὴν παράδοση, ποὺ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα καὶ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ διασώθηκε μέχρι τότε. Ἀκριβῶς καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση λειτούργησε ὁ παράγοντας τῆς παράδοσης, γιὰ νὰ διασώσει ὅ,τι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ περισωθεῖ μὲ ἄλλο τρόπο, καὶ μάλιστα ἐξαιτίας τῶν πολλῶν περιπετειῶν καὶ συμφορῶν τῆς Κύπρου, ποὺ τὴ στέρησαν ἀπὸ σπουδαίους θησαυρούς, μνημεῖα τῶν παλαιῶν ἐκείνων γεγονότων. 

Εἰκ. 11

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν παράδοση αὐτὴ (Εἰκ. 11), πολὺ ἰσχυρὴ μέχρι καὶ σήμερα, ἡ εὐλογημένη βασίλισσα σὲ ταξίδι μὲ πλοῖα ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, που μετέφερε τὰ ἅγια Σύμβολα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς Σταυροὺς τῶν ληστῶν, ἀναγκάστηκε ἀπὸ θαλασσοταραχὴ νὰ προσορμισθεῖ στὰ νότια παράλια τῆς Κύπρου, στὶς ἐκβολὲς τοῦ ἀρχαίου χειμάρρου Τετίου, ποὺ ἀπὸ τότε μετονομάστηκε πρὸς τιμήν της Βασιλοπόταμος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια παράδοση ἡ Κύπρος μαστιζόταν τότε ἀπὸ φοβερὴ ἀνομβρίαδὲν εἶχε βρέξει γιὰ πολλὰ συνεχῆ ἔτη—, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε λοιμικὲς ἀσθένειες, τὸ δὲ νησὶ εἶχε γεμίσει ἀπὸ θανατηφόρα φίδια. Ἡ θεομηνία αὐτὴ ὁδήγησε πολλοὺς κατοίκους νὰ μεταναστεύσουν σὲ ἄλλα μέρη, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιβιώσουν.

Ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Σταυροβουνίου) στὴν Κύπρο

Ἐκεῖ λοιπὸν στὴν περιοχὴ τοῦ Βασιλικοῦ, ὅπου προσάραξε ἡ βασίλισσα Ἑλένη, ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνεγείρει ναοὺς καὶ στὴν Κύπρο, ὅπως καὶ στὴν Ἁγία Γῆ, στοὺς ὁποίους νὰ ἀφιερώσει τεμάχια τοῦ Τιμίου Ξύλου, γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ ἐδῶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἄλλο θαῦμα τότε ἀκολούθησε, γιατὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς ποὺ εἶχε μαζί της μεταφέρθηκε ἀπὸ θεία δύναμη στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Ὀλύμπου, τοῦ σημερινοῦ Σταυροβουνίου, ὑποδεικνύοντας στὴν Ἁγία τὴ θέση, ὅπου ἔπρεπε νὰ ἀνεγείρει ναὸ πρὸς τιμή Του.

Ἡ ταπεινὴ αὐτοκράτειρα ἦλθε πράγματι προσωπικὰ στὴ βουνοκορφὴ τοῦ Ὀλύμπου καὶ μὲ τὴ βοήθεια κάποιων κατοίκων τῶν γύρω περιοχῶν, καθὼς καὶ τῶν ἀνθρώπων της, καταργεῖ προϋπάρχοντα ἐδῶ εἰδωλολατρικὸ ναὸ (ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ὀλύμπιο Δία) καὶ ἀνεγείρει ναὸ πρὸς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Στὸν ἀρχικὸ τοῦτο ναὸ ἀφιέρωσε τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο Σταυροὺς τῶν ληστῶν, ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, τοποθετῶντας στὸ κέντρο του τεμάχιο ἀπὸ τὸ Τίμιο Ξύλο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἕνα ἁγιασμένο Ἧλο (καρφί). Μὲ τὸ τέλος τοῦ ἔργου της ἀνέπεμψε δοξολογία καὶ εὐχαριστία στὸν Κύριο.

Κατὰ τὴν ἴδια παράδοση, ἡ ἁγία Ἑλένη ἀνεγείρει καὶ στὴν Τόχνη ναό, προικίζοντάς τον κι ἐκεῖνο μὲ τεμάχια τῶν ἁγιασμένων Συμβόλων τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Μεταφέρει ἐπίσης μὲ ἐνέργειές της ἕνα πλοῖο γεμᾶτο γάτες ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία (ὁ ὅρμος, ποὺ προσορμίστηκε τὸ πλοῖο ὀνομάστηκε ἔκτοτε Ἀκρωτήριο τῶν Γάτων ἢ Κάβο Γάτα), ποὺ ἀφέθηκαν στὴν ξηραμένη γῆ, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὰ πολλὰ φίδια. Καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, μερίμνησε καὶ πέτυχε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Κυπρίων στὸ νησί τους, ποὺ εἶχαν ξενιτευθεῖ ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας.

Ἡ παλαιὰ αὐτὴ παράδοση εἶχε ἤδη κωδικοποιηθεῖ στὴν Κύπρο κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους (12ο-13ο αἰ.) καὶ διασώθηκε ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς τοπικοὺς χρονογράφους (μὲ ἀρχαιότερο τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ [15ος αἰ.]), οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν περιέλαβαν στὰ σχετικὰ ἱστορικά τους ἔργα.

Ἡ Κύπρος ἔτσι ἀναγεννᾶται αἰσθητὰ καὶ πνευματικά. Αἰσθητά, γιατὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ξανάρχισαν οἱ βροχές, καὶ ἦλθε πάλιν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν τόπο. Καὶ πνευματικά, γιατὶ ὁ ταλαιπωρημένος Κυπριακὸς λαὸς στερεώθηκε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸν δρόμο τῆς πίστης Του.

Ἔτσι λοιπὸν διαθρυλοῦνται τὰ γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴ διέλευση τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τῆς Κύπρου, στὴ ζωντανή του παράδοση! Καὶ ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, κτητόρων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Σταυροβουνίου, τιμᾶται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα σ᾿ ὅλο τὸ νησί. Τὰ δὲ ὀνόματά τους κοσμοῦν πλῆθος τῶν κατοίκων του. Εἴκοσι τουλάχιστο ναοί, παλαιοὶ καὶ νεώτεροι, εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν Κύπρο στοὺς Ἁγίους αὐτούς, καθὼς καὶ πολλὰ τοπωνύμια, ὅπου προφανῶς βρίσκονταν παλαιότερα ναοί τους.

Ἡ ἀνάμνηση τῆς διέλευσης τῆς Βασιλομήτορος Ἁγίας Ἑλένης ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τῆς ἵδρυσης ἀπ᾿ αὐτὴν τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸ Σταυροβούνι διαιωνίζεται καὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ πάνω σὲ πέτρινη πλάκα, ποὺ σήμερα βρίσκεται ἐντοιχισμένη στὸν διάδρομο στὰ βόρεια τοῦ Καθολικοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Μονῆς. Ἡ πλάκα αὐτὴ ἀνακαλύφθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐργασιῶν γιὰ ἐπισκευὴ τοῦ Καθολικοῦ, μετὰ τὴν πυρκαγιὰ κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1888, καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ εἰδικοὺς στοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, εἶναι δὲ πιθανὸ νὰ ἀποτελεῖ ἀντίγραφο πρωτοτύπου τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς.

κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἑλένης

Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ μετέφερε μὲ μεγάλη εὐλάβεια ἡ μητέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους Ἥλους ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας ἀναφέρεται πὼς τοποθέτησε στὴν περικεφαλαία καὶ τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου του, γιὰ προστασία καὶ εὐλογία στοὺς πολέμους. 

Ἀφοῦ λοιπὸν διῆλθε ἡ μακαρία Ἑλένη τὴ ζωή της μὲ προσευχή, ταπείνωση καὶ τόσα θαυμαστὰ ἔργα καὶ ἀγαθοεργίες, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ πιθανώτατα στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὰ ἔτη 328/329, σὲ ἡλικία ὀγδόντα περίπου ἐτῶν. Τὸ ἅγιο σκῆνος της μεταφέρθηκε στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν υἱό της καὶ κατατέθηκε στὸ μαυσωλεῖο (ροτόντα) γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα Tor Pignattara (Εἰκ. 12), μέσα σὲ μεγαλοπρεπῆ σαρκοφάγο ἀπ πορφυρίτη λίθο.

Εἰκ. 12. Μαυσωλεῖο Ἁγίας Ἑλένης στὴ Ρώμη

Ἡ σαρκοφάγος αὐτὴ φυλάσσεται σήμερα στὸ Βατικανὸ Μουσεῖο (Εἰκ. 13-14).

Θανάτωση τοῦ Κρίσπου καὶ τῆς Φαύστας

Ὁ Κρίσπος ἦταν υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναῖκα, τὴ Μινερβῖνα. Μὲ τὴ δεύτερή του γυναῖκα, τὴ Φαῦστα, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀπόκτησε ἄλλους τρεῖς υἱούς, τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν Κωνστάντιο καὶ τὸν Κώνσταντα. 

Ἡ ἐκτίμηση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου πρὸς τὸν υἱό του Κρίσπο ἦταν πολὺ μεγάλη, ἰδίως μετὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Κρίσπου στὸ νὰ κατατροπωθεῖ ὁ Λικίνιος, πως πιὸ πάνω ἤδη ἀναφέραμε. Τοῦτο ὅμως στάθηκε αἰτία νὰ φθονήσει θανάσιμα τὸν Κρίσπο ἡ Φαῦστα, γιατὶ φοβόταν πὼς ἡ δόξα τοῦ Κρίσπου θὰ ἐπεσκίαζε τὰ δικά της παιδιά. Συνέλαβε λοιπὸν ἡ πανοῦργα τὸ ἑξῆς δαιμονικὸ σχέδιο: Κατηγόρησε ἔντεχνα τὸν Κρίσπο στὸν πατέρα του μὲ ψεύτικες καὶ ἀσύστολες κατηγορίες. Ὅτι δηλαδὴ ἐπεχείρησε δῆθεν ὁ Κρίσπος νὰ τὴν ἀτιμάσει, καὶ στὴ συνέχεια νὰ φονεύσει τὸν πατέρα του, γιὰ ν᾿ ἁρπάξει, καὶ τὸν θρόνο, καὶ τὴ γυναίκα του! Δυστυχῶς ὁ Κωνσταντῖνος ἔπεσε στὴν παγίδα. Παρασύρθηκε καὶ πίστεψε τὴ συκοφαντία, ὥστε διάταξε τὴ θανάτωση τοῦ Κρίσπου (326).

Ἡ ἁγία Ἑλένη λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονός. Ἔλεγξε δριμύτατα τὸν αὐτοκράτορα υἱό της γιὰ τὸ θανάσιμο σφάλμα του. Ἐκεῖνος, μετανοιωμένος καὶ συντετριμμένος, διέταξε ξανὰ νέες ἀνακρίσεις. ποδείχτηκε ἡ φοβερὴ πλεκτάνη καὶ ἡ Φαῦστα τιμωρήθηκε μὲ θάνατο (326).

Τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ γεγονότα τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸν λυποῦν βαθύτατα. Τὸν κάνουν νὰ θρηνεῖ σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του καὶ νὰ ζητεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. Πρὸς τιμὴ τοῦ ἀδικοσκοτωμένου υἱοῦ του Κρίσπου ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔστησε ἀργυρὸ ἀνδριάντα, μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Τῷ ἠδικημένῳ υἱῷ μου». 

Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐπικριτὲς τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ δυσάρεστα αὐτὰ γεγονότα. Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅτι: 

(1) Ὅταν συνέβησαν τὰ θλιβερὰ αὐτὰ γεγονότα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἦταν ἀκόμη Χριστιανός. Πῶς μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε χριστιανικὴ συνέπεια ἀπὸ κάποιον, ποὺ δὲν ἦταν βαπτισμένος Χριστιανός; 

(2) Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος δὲν ἐνέργησε μὲ κακία καὶ μὲ ἐμπάθεια, ἀλλὰ ἔπεσε θῦμα καλὰ στημένης ραδιουργίας καὶ συκοφαντίας.

(3) Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη δικαστήρια γιὰ τὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης. Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἦταν στὰ χέρια τῶν αὐτοκρατόρων, ποὺ δίκαζαν σύμφωνα μὲ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ τὴ διαδικασία πρόβλεπε ὁ νόμος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ ἔτσι γίνονταν καὶ λάθη. 

(4) Ἅγιος δὲν εἶναι μόνον ὁ ἀναμάρτητος. Ἀλλὰ Ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδεικνύει πραγματικὴ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔπραξε, ἀλλάζει ζωή, καὶ ἀγωνίζεται ἔπειτα νὰ συμμορφώνεται πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἂς μὴ μᾶς διαφεύγει πὼς πολλοὶ Ἅγιοι ἦσαν προηγουμένως μεγάλοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀργότερα μετανόησαν, ἄλλαξαν ζωή, εὐαρέστησαν τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τοὺς συγχώρησε, ἀλλὰ καὶ τοὺς δόξασε, ἀναδεικνύοντάς τους Ἁγίους θαυματουργούς. Γιὰ παράδειγμα, προφήτης καὶ βασιλέας Δαβὶδ ἔπεσε στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας. Ὁ βασιλέας καὶ ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος ἔπεσε καὶ αὐτὸς στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο μετανόησαν πικρά. πραξαν ἔργα γνήσιας μετάνοιας, συγχωρέθηκαν, εὐαρέστησαν τὸν Θεό, καὶ τελικὰ ἀναδείχθηκαν καὶ οἱ δύο μεγάλοι Ἅγιοι!

Τὰ τελευταῖα ἔργα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου

Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες ἱστορικὲς μαρτυρίες, καὶ μάλιστα τοῦ συγχρόνου τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, πισκόπου Καισαρείας, ἐκτὸς τῶν καλῶν ἔργων, ποὺ ἀναφέραμε ἤδη πιὸ πάνω, ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας ἐπιδόθηκε σὲ πλεῖστα ἄλλα ἀξιομνημόνευτα θεάρεστα ἔργα κατὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. 

Μεταξὺ ἄλλων, προνοῶντας γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Περσία, ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν Σαβὼρ Β΄ (310-381), που μὲ λόγους κατάλληλους τὸν παρακινεῖ νὰ φροντίζει, ὥστε οἱ ἐκεῖ πιστοὶ νὰ διάγουν εἰρηνικά, καὶ ὅπου ὁμολογεῖ ξεκάθαρα τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Δυστυχῶς ὁ Σαβὼρ δὲν τήρησε τὶς ὑποσχέσεις του, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κωνσταντῖνος, πως θὰ δοῦμε, ἀνέλαβε ἐκστρατεία ἐναντίον του.

Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν προσευχή, προσευχόμενος στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κατὰ μόνας, καθὼς καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ βασιλικοῦ οἴκου στὰ ἀνάκτορα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ ἔκοψε ἀποτυπώνεται, ἔχοντας τὸ βλέμμα στραμμένο πρὸς τὰ ἄνω, σὲ σχῆμα προσευχομένου (Εἰκ. 15).

Εἰκ. 15. Χρυσὸς σόλιδος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅπου εἰκονίζεται μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανὸ σὲ προσευχή

Θεσμοθέτησε μάλιστα πρῶτος αὐτὸς τὴν Κυριακή, ὡς τὴν κατεξοχὴν ἡμέρα προσευχῆς, καὶ τὴν καθιέρωσε μὲ νόμο ὡς ἡμέρα ἀργίας. πιπρόσθετα δίδασκε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τιμοῦν τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ προσεύχονται κατ᾿ αὐτήν, ὄχι μόνο οἱ πιστοὶ Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐθνικοί, καὶ ἔγραψε γιὰ ὅλους τοὺς στρατιωτικοὺς (στὰ λατινικὰ) τὴν ἑξῆς προσευχή:

«Σὲ μόνον γνωρίζουμε Θεόν, ἐσὲ ἀναγνωρίζουμε βασιλέα, σὲ πικαλούμαστε βοηθό, π ᾿σένα τὶς νῖκες κατορθώσαμε, μὲ τὴ βοήθειά σου γίναμε ἀνώτεροι τῶν ἐχθρῶν, σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὰ ἀγαθά, τὰ ποῖα ἤδη μᾶς χορήγησες, π σένα ἐλπίζουμε (νὰ λάβουμε) τὰ μέλλοντα (ἀγαθά), σοῦ γινόμαστε ὅλοι ἱκέτες, παρακαλῶντας νὰ διαφυλάσσεται γιὰ χάρη μας σῶος καὶ νικητὴς βασιλέας μας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ θεοφιλεῖς υἱοί του».

Περαιτέρω πρόσταξε καὶ χαράχτηκε ὁ Σταυρὸς στὰ ὅπλα τῶν στρατιωτῶν του. 

Πόσο λοιπὸν τιμοῦσε τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος! Ἰδιαίτερα, μετεῖχε μὲ λαμπρότητα στὴν ἑορτὴ καὶ ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα, παρέχοντας τότε καὶ πλούσια ἐλεημοσύνη. Μὲ ἐντολή του ἀκόμη τιμῶνταν χαρμόσυνα οἱ ἡμέρες τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων Μαρτύρων, καθὼς καὶ οἱ λοιπὲς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, θέσπισε νόμους ἐναντίον τῶν θυσιῶν καὶ τῶν εἰδωλικῶν τελετῶν.

Καθὼς ἦταν καὶ καλὰ καταρτισμένος ὁ Ἅγιος, ἔγινε ἄριστος λογογράφος γιὰ τὰ θεῖα σὲ ὁμιλίες, ποὺ ἔγραφε ὁ ἴδιος καὶ ἀπεύθυνε πρὸς τὰ πλήθη, μιλῶντας ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῆς ἀπληστίας καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ἀνόμους! Ὁ ἴδιος δέ, τιμῶντας τὸν Θεό, ἀκροαζόταν πάντοτε ὄρθιος τὰ θεῖα λόγια. Μάλιστα πρόσταξε τὸν πιὸ πάνω ἐπίσκοπο Εὐσέβιο νὰ φροντίσει γιὰ τὴν καλλιγράφηση 50 τόμων τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, παρέχοντας ὅλα τὰ ἀναγκαῖα σχετικὰ ἔξοδα, τοὺς ὁποίους τόμους πράγματι ἀπέστειλε ὁ Εὐσέβιος στὴν Κωνσταντινούπολη. Θεωρεῖται πὼς ὁ περόφημος Σιναϊτικὸς κώδικας μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ (4ου αἰώνα), μπορεῖ νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ 50 ἐκεῖνα χειρόγραφα.

Μέχρι τέλους φιλοσοφοῦσε ἄριστα ὁ καλὸς Κωνσταντῖνος, καὶ μάλιστα περὶ θανάτου, πως ἀποδεικνύει ἐπικήδειος λόγος, ποὺ ἐκφώνησε ὁ ἴδιος. Εἴδαμε δὲ ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη ἀνήγειρε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, που διέταξε καὶ κατασκευάστηκαν δώδεκα λάρνακες (θῆκες) πρὸς τιμὴ τῶν Ἀποστόλων, σκοπεύοντας νὰ μεταφέρει ἐκεῖ τὰ τίμια λείψανά τους. Στὸ μέσο τους λοιπὸν κατασκεύασε καὶ τὴ δική του λάρνακα, τόσο γιὰ μνήμη θανάτου, ὅσο καὶ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ταφεῖ ἐκεῖ. 

Ἀκόμη, στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335, σύμφωνα μὲ ἐντολή του, τελέστηκαν μὲ λαμπρότητα τὰ ἐγκαίνια τοῦ πανιέρου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ, πως εἴπαμε, μὲ δική του ἐπιχορήγηση καὶ τὶς ὁδηγίες του στὸν χῶρο τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα. 

Πρέπει ἐπίσης νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ καὶ τὸν ἐκχριστιανισμὸ διαφόρων ἐθνῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πως τῶν Ἰνδῶν, ὅταν τοὺς κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο ὁ φιλόσοφος Μερόπιος ἀπὸ τὴν Τύρο μὲ τοὺς μαθητές του Αἰδέσιο καὶ Φρουμέντιο. Ὁ τελευταῖος μάλιστα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἰνδίας ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μεγάλο, ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας. Πίστευσαν ἀκόμη στὸν Χριστὸ καὶ οἱ Ἴβηρες (Γεωργιανοί), ποὺ διδάχθηκαν τὴν Πίστη ἀπὸ μία αἰχμάλωτη χριστιανή, τὴν ἁγία Νῖνα, ποὺ τέλεσε μεγάλα θαύματα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Νῖνα θεράπευσε μάλιστα, τόσο τὴν βασίλισσα Νάνα ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ὅσο καὶ τὸν βασιλέα Μιριὰν (265-342), ὅταν αὐτὸς ἐπέστρεψε τυφλὸς ἀπὸ τὸ κυνήγι. Τότε ὁ Μιριὰν ἔστειλε πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ζητῶντας τὴ βοήθειά του γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Γεωργίας. Ἀνταποκρινόμενος ὁ φιλόθεος Κωνσταντῖνος, τοῦ ἔστειλε ἱερεῖς μαζὶ μὲ εἰκόνες, ἅγια λείψανα καὶ τεμάχιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σὲ λίγο διάστημα, ὄχι μόνο οἱ βασιλεῖς, ἀλλὰ καὶ πλήθη λαοῦ βαπτίστηκαν Χριστιανοί. 

Τὴν ἴδια ἐποχὴ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ οἱ Ἀρμένιοι, καὶ πάλιν μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τὴν ἀποστολικὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πισκόπου καὶ φωτιστοῦ τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας.

Ἐκστρατεία κατὰ τῶν Περσῶν καὶ ἀσθένεια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου

Στὰ τέλη τῆς βασιλείας τοῦ Μ. Κωνσταντίνου παρατηρήθηκαν ἐχθρικὲς προετοιμασίες τῶν Περσῶν κατὰ τῶν Ρωμαίων. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνησύχησε, ὄχι μόνο γιὰ τὸν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ τὴν τύχη τῶν Χριστιανῶν στὴν Περσία, γιὰ τοὺς ὁποίους, πως εἴδαμε, πέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Οἱ ἀνησυχίες του δικαιώθηκαν, καθὼς ἀπὸ τὸ 343 περίπου ὁ Σαβὼρ ἐξαπέλυσε ἐκτεταμένους διωγμοὺς σ᾿ ὅλη τὴν Περσία, ἀναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων. Ἑτοιμάστηκε λοιπὸν γιὰ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν, πικαλούμενος τὸν Θεὸ καὶ παραλαμβάνοντας ὡς συνοδοὺς καὶ μερικοὺς ἐπισκόπους, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύουν μὲ τὶς εὐχές τους. Ἀκόμη καὶ ἡ σκηνή του σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία εἶχε σχῆμα σταυροειδές! Περνῶντας ὅμως ἀπὸ τὴ Νίκαια ἀσθένησε καὶ κατέφυγε στὴν Ἑλενόπολη γιὰ θεραπεία, καθὼς ἐκεῖ ὑπῆρχαν θερμὰ ἰαματικὰ λουτρά. πειδὴ ὅμως ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε, μεταφέρθηκε στὴ Νικομήδεια κι ἀπ᾿ ἐκεῖ σὲ προάστιό της, καλούμενο «Ἀχυρών», ποὺ ἦταν τόπος κατάλληλος γιὰ ἀνάπαυση καὶ ἀνακούφιση.

βάπτιση καὶ κοίμηση τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου

Ὁ μέχρι τότε κατηχούμενος στὴ Χριστιανικὴ Πίστη βασιλέας, ἀφοῦ διέμεινε ἐκεῖ γιὰ λίγο διάστημα καὶ εἶδε πὼς ἡ κατάστασή του δὲν βελτιωνόταν, κάλεσε κοντά του τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ποὺ τὸν συνόδευαν, καὶ ἐξέφρασε σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐπιθυμία του νὰ λάβει ἐπιτέλους τὸ ἅγιο Βάπτισμα, λέγοντας τὰ ἀκόλουθα ἀξιομνημόνευτα λόγια: «Αὐτὸς εἶναι καιρός, ποὺ περίμενα π χρόνια μὲ πόθο καὶ προσευχή, ἐλπίζοντας νὰ ἀξιωθῶ τῆς σωτηρίας π τὸν Θεό. Εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ πολαύσω κι ἐγὼ τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγῖδα (ἔτσι ὀνόμασε τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα)κάτι τὸ ποῖο σκεπτόμουν νὰ λάβω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, στὸν ποῖο, πως ἀναφέρεται (στὴν Ἁγία Γραφή), μετέσχε τοῦ λουτροῦ τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χριστός, ὡς πρότυπο αράδειγμα) γιὰ μᾶς. Ἀλλ᾿ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον μας, μὲ ἀξιώνει νὰ τὸ λάβω ἐδῶ. Ἂς τελεσθεῖ λοιπὸν τοῦτο χωρὶς ἀναβολή…».

Τότε οἱ ἀρχιερεῖς βάπτισαν τὸν μακάριο Κωνσταντῖνο καὶ τὸν μετέλαβαν τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Κι αὐτός, σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴν ἁγία κολυμβήθρα, φόρεσε τὰ λευκὰ ἐνδύματα τοῦ Βαπτίσματος, τὰ ὁποῖα καὶ δὲν ἀπέβαλε μέχρι τὴν κοίμησή του! Δὲν θέλησε πιὰ νὰ περιβληθεῖ τὴ βασιλικὴ πορφύρα! Ἀνέπεμψε δὲ ἀμέσως μετὰ τὴ βάπτισή του εὐχαριστήρια προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, πιλέγοντας τὰ ἑξῆς: «Τώρα γνωρίζω ὅτι εἶμαι πράγματι μακάριος. Τώρα γνωρίζω ὅτι δείχθηκα ἄξιος τῆς ἀθάνατης ζωῆς. Τώρα γνωρίζω ὅτι ἔγινα μέτοχος τοῦ θείου φωτός»! 

Ἔτσι λοιπόν, εὐτυχὴς καὶ εὐχόμενος, ἀφοῦ τακτοποίησε τὰ τῆς διαδοχῆς καὶ διαθήκης του, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 22 Μαΐου τοῦ 337, ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, ἀφοῦ διετέλεσε τεσσαρακοστὸς τέταρτος αὐτοκράτορας μετὰ τὸν Καίσαρα Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο (27 π.Χ.-14 μ.Χ.). Ἔζησε δὲ γύρω στὰ ἑξῆντα τρία χρόνια, ἀφοῦ βασίλευσε γιὰ περίπου τριάντα ἕνα χρόνια. 

Στὴ διαθήκη του ὁ Κωνσταντῖνος ἄφησε ὡς διαδόχους του τοὺς τρεῖς υἱούς του, παραχωρῶντας στὸν Κωνστάντιο ὅλη τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν Κώνσταντα τὴ Ρώμη καὶ ὅλη τὴν Ἰταλία καὶ στὸν Κωνσταντῖνο τὴ Γαλλία καὶ τὶς Βρεταννικὲς νήσους.

Τὸ λείψανο τοῦ Κωνσταντίνου τοποθετήθηκε σὲ χρυσῆ λάρνακα καὶ μεταφέρθηκε στὰ ἀνάκτορα στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἀφίχθηκε ὁ υἱός του Κωνστάντιος, πότε τελέστηκε μεγαλοπρεπὴς ἡ κηδεία του καὶ κατετέθη ἡ σορός του στὴ λάρνακα, ποὺ εἶχε προετοιμάσει, πως εἴδαμε, στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενο τὸ τίμιο λείψανό του, πετέλεσε πολλὰ θαύματα!

Ἀντὶ πιλόγου

Αὐτὰ ἦταν, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, σὲ γενικὲς γραμμὲς τὰ σπουδαιότερα γεγονότα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τῶν ἀοιδίμων Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, πως τὰ παρουσιάσαμε στὸ συνοπτικὸ αὐτὸ καὶ λιτὸ Συναξάριο. 

Εἰδικώτερα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ποὺ γιὰ ὁρισμένους εἶναι δυστυχῶς «σημεῖον ἀντιλεγόμεννο», πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης καὶ μελετητὴς τοῦ βίου του δὲν μπορεῖ, παρὰ νὰ δοξάσει τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀνέδειξε αὐτοκράτορα σὲ μιὰ ἐποχὴ κρίσεως θεσμῶν καὶ ἀξιῶν, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες σκληρῶν διωγμῶν καὶ φρικτῶν θανατώσεων ἑκατομμυρίων ἀθώων ἀνθρώπων, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν πίστη καὶ ἀγάπη τους στὸν Χριστό! Μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε σήμερα αὐτὴ τὴ μεγίστη του προσφορὰ στὴ Χριστιανικὴ οἰκουμένη; Καὶ νὰ ἦταν μόνη αὐτή; Ἀναφέρθηκαν ἤδη πιὸ πάνω οἱ πολυάριθμες θεάρεστες νομοθεσίες καὶ ἐνέργειες τοῦ φιλοθέου αὐτοκράτορα, μὲ τὶς ὁποῖες, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, ἐξάπλωσε καὶ στερέωσε τὴ μέχρι τότε διωκόμενη χριστιανικὴ πίστη σὲ πλεῖστα μέρη τῆς οἰκουμένης. 

Ἀντίθετα, οἱ γνωστὲς πράξεις βίας ἀπέρρεαν ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας τοῦ αὐτοκράτορα, καὶ ὄχι ἀπ προσωπικὴ του εὐθύνη. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν τότε καὶ ἀβάπτιστος! Καὶ ἡ θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ βαπτιζόμενος καθαρίζεται, τόσο ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅσο καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο προσωπικὸ ἁμάρτημα (σὲ περίπτωση ποὺ εἶναι μεγάλης ἡλικίας), ἴσχυσε ἀναμφίβολα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. 

Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος βρέθηκε λοιπὸν μὲ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ πνευματικὰ ἕτοιμος καὶ πολιτικὰ ὥριμος στὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμή, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγάλο ὅραμα ἑνὸς βαθύτερου μετασχηματισμοῦ τῶν δομῶν τῆς καταρρέουσας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό, ὄχι μόνο ὡς ἕνας ἁπλὸς πολίτης της, ἀλλ᾿ ὡς ὁ αὐτοκράτορας καὶ μονοκράτοράς της! Αὐτὸ μάλιστα, τὸ ὅτι βαπτίσθηκε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του γιὰ τοὺς λόγους, ποὺ προεκθέσαμε, ποδεικνύει περίτρανα πὼς δὲν ὑπῆρχε ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα στὴν ἐπιλογή του αὐτή, ἀλλὰ προερχόταν ξεκάθαρα ἀπὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ παρόρμησή του. Μποροῦμε ἆραγε νὰ ἀντιληφθοῦμε ἀληθινὰ τί σήμαινε ἕνας Ρωμαῖος μονοκράτορας, μετὰ ἀπὸ τόσες νῖκες καὶ δόξα, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν μόνο ὁ ὕψιστος πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ pontifex maximus (ὁ μέγιστος δηλαδὴ ἀρχιερέας τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, ποὺ στὴ Ρώμη τοῦ ἀποδίδονταν τιμὲς λατρείας, ἂν καὶ ὁ ἴδιος κατήργησε μὲ νόμους τὴ λατρεία αὐτὴ στὸ πρόσωπό του), νὰ βαπτισθεῖ Χριστιανός; Πράγματι, ἡ ἐξέχουσα θέση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄσχετη πρὸς τὸ βάπτισμά του κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Καί, τέλος, πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ πὼς ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας ἑνὸς κεκοιμημένου ὀρθοδόξου χριστιανοῦ δὲν εἶναι προϊὸν ἀνθρώπινης αὐθαιρεσίας ἢ καρπὸς ὁποιασδήποτε ἀνθρωπαρέσκειας! «Τοὺς δοξάζοντάς με, δοξάσω», λέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μόνο ὁ Θεὸς στὴν πραγματικότητα ἀνακηρύσσει καὶ δοξάζει τοὺς Ἁγίους Του! Καὶ πράγματι! Δὲν εἴδαμε πόσης Θείας Χάρης ἀξιώθηκε ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνόσῳ ἀκόμη ζοῦσε; Τὴν ἄμεση μὲ ὁράματα θεϊκὴ καθοδήγηση, ποὺ εἶχε καθόλες τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς ζωῆς του; Πὼς στάθηκε μοναδικὸ ὄργανο στὰ χέρια τῆς θείας Προνοίας γιὰ τὴ στερέωση καὶ ἐπικράτηση τῆς λατρείας τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο; Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατο τὸν δόξασε ὁ Κύριος!  Καθότι δὲν πρέπει νὰ παραβλέπεται τὸ ὅτι καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του οἱ προσευχὲς καὶ μεσιτεῖες του πρὸς τὸν Θεὸ θαυματουργοῦν, πως ἐξάλλου ἀναφέρουν καὶ ἀρχαῖα τροπάρια πρὸς τιμή του: «Ὀρθοδόξων βασιλέων πατήρ, οὗ καὶ λάρναξ ἰάσεις βρύει» (=ἐσὺ ποὺ εἶσαι πατέρας, παρχὴ τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ λάρνακα [ὁ τάφος] πηγάζει θεραπεῖες) (Δοξαστικὸ ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ)· καὶ ἀλλοῦ: « τάφος ἔνθα κεῖται τὸ ἱερόν, Κωνσταντῖνε, καὶ τίμιον σῶμά σου, μαρμαρυγὰς θείας καὶ ἀκτῖνας φωτολαμπεῖς, τοῖς προσιοῦσι πάντοτε βλύζει ἰαμάτων παντοδαπῶν» (=Ὁ τάφος, που βρίσκεται τὸ ἱερὸ καὶ τίμιο σῶμα σου, ὦ Κωνσταντῖνε, πάντοτε ἀναβλύζει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται [σ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν] θεῖες ἐλλάμψεις καὶ φωτοειδεῖς ἀκτῖνες κάθε εἴδους θεραπείας) (τροπάριο θ΄ ᾠδῆς Κανόνος τοῦ Ὄρθρου). Καὶ ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ἐξέχουσας θέσης του στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν οἱ πολυάριθμοι ναοὶ καὶ οἱ εἰκόνες, ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ καὶ γίνονται μέχρι σήμερα πρὸς τιμὴ τοῦ ἰδίου καὶ τῆς ἁγίας μητέρας του Ἑλένης! 

Τῶν Μεγάλων τούτων Θεοστέπτων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ἂς ἐπικαλούμαστε κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων αὐτῶν χρόνων τὶς πρεσβεῖες καὶ ἱκεσίες πρὸς τὸν μεγαλοδύναμο Θεό, νὰ εἰρηνεύσει τὸν κόσμο, νὰ ἐξαλείψει τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς αἱρέσεις, νὰ φέρει τὴν ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μαζί τους τῆς αἰωνίου βασιλείας τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν! 

* Πηγὲς γιὰ τὸν παρόντα βίο εἴχαμε τὰ σχετικὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ πατέρα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Εὐσεβίου, πισκόπου Καισαρείας, καὶ μάλιστα τὸ ἔργο, Εἰς τὸν Βίον Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως, καθὼς καὶ ἔργα ἄλλων μεταγενεστέρων ἱστορικῶν, πως τῶν Σωκράτους Σχολαστικοῦ καὶ Σωζομένου Σαλαμινίου, ποὺ βασικὰ ἀκολουθοῦν τὸν Εὐσέβιο, σὲ συνδυασμὸ μὲ σύγχρονη ὑπεύθυνη βιβλιογραφία.