Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος (28/7)

Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, συνεργατῶν τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου (28/7).

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Άγιος Τίμων

Ὁ ἀποστολικὸς ἄνδρας, ἅγιος Τίμων, ἀκόλουθος καὶ συνεργάτης στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου, ἔζησε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Κύπριος, καταγόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Λαμπαδιστοῦ, ποὺ πιθανώτατα βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Σολέας, κοντὰ στὸ χωριὸ τῆς Γαλάτας.

Σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαιότατο ἁγιολογικὸ κείμενο, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα», ποὺ γράφτηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα στὴν Κύπρο καὶ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ τῶν ὅσων γνωρίζουμε γιὰ τὸ ἱερό του πρόσωπο, ὁ Τίμων ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ στὸν Κρομμυακίτη (σημερινὸ Κορμακίτη), ὅπου φιλοξένησε τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία στὴν Κύπρο περὶ τὸ ἔτος 49 μ.Χ. γιὰ τὴ δεύτερή τους ἐδῶ ἀποστολικὴ περιοδεία. Ὁ Βαρνάβας θεράπευσε τὸν Τίμωνα, ποὺ ἦταν τότε ἀσθενής. Κι αὐτός, ἔχοντας πλέον πιστεύσει στὸν Χριστό, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἀκόλουθησε ἔκτοτε τοὺς δύο αὐτοὺς ἀποστόλους στὶς περιοδεῖες τους στὸ νησί (ἔτη περίπου 49-53),  γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Κυπρίων.

Σπήλαιο Αγίου Τίμωνα

Στὴν ἱερὴ αὐτὴ συνοδία προστέθηκε σύντομα καὶ ὁ ἅγιος Ρόδων, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ταμασοῦ. Ὁ Ρόδων, ποὺ ἐπίσης ἄκμασε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ., πιθανώτατα ταυτίζεται πρὸς τὸν ὁμώνυμο νεωκόρο εἰδωλείου στὴν Παλαίπαφο, τὸν ὁποῖο συνάντησαν ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος κατὰ τὴ δεύτερή τους αὐτὴ ἱεραποστολικὴ δράση στὴ νῆσο. Ἀφοῦ πίστευσε μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων αὐτῶν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, ἔγινε πλέον ἀκόλουθός τους μὲ τὸν ἅγιο Τίμωνα. Κάποια ἡμέρα ἡ ἀποστολικὴ τούτη συνοδία πέρασε ἀπὸ τὴ γενέτειρα τοῦ Τίμωνος Λαμπαδιστό, ὅπου καὶ φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι τοῦ χωριανοῦ του Ἱεροκλέους, τοῦ μετέπειτα ἁγίου Ἡρακλειδίου, τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἀφοῦ τὸν βάπτισαν, χειροτόνησαν ἐπίσκοπο Ταμασοῦ.

Μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους (περὶ τὸ ἔτος 53), ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Βαρνάβα σὲ παρακείμενο σπήλαιο. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι τοὺς ἀναζητοῦσαν νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ τοὺς καταδίωκαν, κατέφυγαν στοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία), κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Λιμνήτη τῶν Σόλων (περιοχὴ Μόρφου). Στὸν Λιμνήτη, ὁ Μᾶρκος κατήχησε, βάπτισε καὶ χειροτόνησε ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Σόλων τὸν πρόσφατα τότε ἀφιχθέντα ἀπὸ τὴ Ρώμη ἅγιο Αὐξίβιο. Κατόπιν, ὁ Μᾶρκος μὲ τὴ συνοδία του ἀπέπλευσαν στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ κηρύξουν καὶ ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο.

Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖες τοπικὲς παραδόσεις, ποὺ περιλήφθηκαν καὶ σὲ δύο ἄλλα ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ κείμενα, ποὺ ἐπίσης γράφτηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα , οἱ ἐν λόγῳ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Τίμων καὶ Ρόδων, ἴσως μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐπιστρέφουν στὴ γενέτειρά τους Κύπρο, συνεχίζοντας τὴν ἱεραποστολική τους δράση στὸ νησί.

Καί, ὁ μὲν Ρόδων ἐγκαταστάθηκε στὴ νεοπαγὴ τότε Ἐκκλησία τῆς Ταμασοῦ, ὅπου κατέστη μαθητὴς τῶν ἁγίων Ἡρακλειδίου καὶ Μνάσωνος καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὸ ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ καὶ στερέωσης τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸν θρόνο τῆς Ταμασοῦ, ἅγιος Μνάσων, πρὶν τὴν κοίμησή του χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν ἅγιο Ρόδωνα. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ρόδωνος βρίσκεται στὸ ἀρχαῖο Μαρτύριο (στὸ σωζόμενο σήμερα μεσαιωνικὸ Μαυσωλεῖο), δίπλα ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸ Πολιτικό, ὅπου καὶ οἱ τάφοι τῶν ἁγίων ἐπισκόπων Ταμασοῦ Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος καὶ Μακεδονίου. Χωριστὴ ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Ρόδωνος δὲν εἶναι γνωστή. Μὲ τὴν πρόσφατη (2007) ἀνασύσταση τῆς Μητροπόλεως Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς, καθορίστηκε ὡς κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ πάντων τῶν ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Ταμασοῦ διαλαμψάντων ἁγίων (ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Ρόδων) ἡ Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου. Ἐπίκειται ὅμως ἀλλαγὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ταμασοῦ.

Ὁ δὲ Τίμων, φαίνεται ὅτι τελικὰ ἐγκαταστάθηκε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὸ χωριὸ Βάσα Κοιλανίου, τὸ ὁποῖο κατέστησε χῶρο ἄσκησης καὶ λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὸ λαξευτὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ταφικὸ σύμπλεγμα ρωμαϊκῆς περιόδου μὲ τρία ἀρκοσόλια (τοξωτοὺς τάφους), σώζεται μέχρι σήμερα καὶ λειτουργεῖ ὡς ναός, τιμώμενος στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τίμωνος. Στὸν ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ παρακειμένου χωριοῦ τῆς Βάσας Κοιλανίου φυλάσσεται παλαιὰ φορητὴ εἰκόνα (16ου αἰώνα), στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται ἕνας νεαρὸς στὴν ἡλικία ἀπόστολος, μὲ ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Ὁ ἅγιος Τίμων», ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τὸν ἐν λόγῳ Κύπριο ἀκόλουθο τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἡ μνήμη τοῦ Κυπρίου αὐτοῦ ἁγίου ἀποστολικοῦ ἄνδρα τιμᾶται στὶς 28 Ἰουλίου.