Ομιλία για τον Αβραάμ
«Εγώ δε ειμί γη και σποδός», (Γεν. 18. 27)
Αυτά είναι τα λόγια που είπε για τον εαυτό του ο δίκαιος Αβραάμ. Αδελφοί μου, πόσο γελοίοι είναι οι άνθρωποι που καυχώνται για τις γνωριμίες τους με κοσμικούς άρχοντες και άλλους επιφανείς του κόσμου τούτου και έχουν, γι’ αυτό τον λόγο, μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους!
Ο Αβραάμ αξιώθηκε να συνομιλεί με τον Παντοδύναμο και Αιώνιο Βασιλέα, με τον ίδιο τον Θεό. Εντούτοις, παρέμεινε απαράτρεπτος και αταλάντευτος στην ταπείνωσή του, αποκαλώντας τον εαυτό του γη και σποδό. Ποιός ήταν αυτός ο Αβραάμ, ο οποίος αξιώθηκε εν ζωή μιας τόσο μεγάλης ευλογίας από το Θεό και μιας τέτοιας εξυμνήσεως, μετά το θάνατό του, από τον Παύλο (Γαλ. 3, Εβρ, 11), αλλά και από τον ίδιο τον Δεσπότη Χριστό (Λουκ. 16, 22, Ιωάν. 8, 39);
Ήταν ένας χωρικός που είχε όλες τις αρετές και ζούσε σύμφωνα με το νόμο του Θεού, ένας άνθρωπος με ακράδαντη πίστη στο Θεό, ένας εραστής του δικαίου, ένας εξαιρετικά φιλόξενος και συμπονετικός άνθρωπος, γενναίος, ευπειθής, γνήσιος και ταπεινός.
Μολαταύτα, ο Αβραάμ δοξάζεται κυρίως για την πίστη του, μια πολύ δυνατή πίστη! Ο Αβραάμ ήταν ήδη εκατό ετών, όταν ο Θεός του είπε πως η γυναίκα του, στείρα έως τότε, θα γεννούσε έναν γιό. Εκείνος πίστεψε το Θεό. Ακόμη και προτού γεννήσει η Σάρα τον Ισαάκ, ο Θεός είπε στον Αβραάμ: και ποιήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της γης (Γεν. 13, 16). Ο Αβραάμ πίστεψε και διόλου δεν αμφέβαλε. Όταν γεννήθηκε ο μοναδικός υιός του Αβραάμ, ο Θεός τον πρόσταξε, ως δοκιμασία, να προσφέρει το μοναχοπαίδι του θυσία. Ο Αβραάμ ετοιμάστηκε για να το κάνει, αλλά ο Θεός την τελευταία στιγμή τον απέτρεψε απ’ αυτή την πράξη. Πόσο πλήρης ήταν η πίστη και τελεία η υπακοή του θαυμάσιου αυτού ανθρώπου στο Θεό! Ως αποτέλεσμα, ο Θεός τον ευλόγησε δαψιλώς και τον έκανε ένδοξο τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.
Αδελφοί μου, είναι μακάριοι αυτοί που, χωρίς ενδοιασμούς, πιστεύουν στο Θεό και εκπληρώνουν τις άγιες εντολές Του. Η ευλογία του Θεού τους συνοδεύει και στους δύο κόσμους!
Ω παντευλόγητε Δημιουργέ μας, ευλόγησε κι εμάς τους αμαρτωλούς και συναρίθμησέ μας ανάμεσα στους εκλεκτούς Σου, οι οποίοι έχουν μερίδιο μαζί με τον Αβραάμ στο Βασίλειό Σου.
Ομιλία για τον Λώτ
ἐξῆλθε δὲ Λὼτ …εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε. (Γένεσις 19,7)
Ο Λωτ, ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος εν μέσω πολλών ανόμων, και ζούσε στα Σόδομα με την σύζυγό του και τις δύο θυγατέρες του. Ο πιστός Αβραάμ ρώτησε τον Θεό: μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; (Θα καταστρέψεις τον δίκαιο με τον ασεβή;) (Γένεση 18:23). Ο Θεός απάντησε τότε στον πιστό Αβραάμ ότι όχι μόνο δεν θα κατέστρεφε τον δίκαιο, αλλά αν υπήρχαν δέκα δίκαιοι σε αυτήν την πόλη, θα έσωζε ολόκληρη την πόλη χάριν αυτών των δέκα. Ωστόσο, μόνον ένας δίκαιος άνθρωπος βρέθηκε στα Σόδομα, ο Λωτ, και αυτός ήταν ξένος! Ακριβώς όπως πριν από τον κατακλυσμό υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο, ο Νώε, έτσι και πριν από την καταστροφή των Σοδόμων υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος σε αυτήν την πόλη, ο Λωτ. Ο Λωτ ήταν όμοιος με τον θείο του τον Αβραάμ σε κάθε αρετή, κυρίως δε στην υπακοή του προς τον Θεό και στη φιλοξενία του. Οι Σοδομίτες τον μισούσαν, επειδή ήταν ξένος και ακόμη περισσότερο, επειδή ήταν δίκαιος.
Αδελφοί, μη πονηρεύσησθε, τους προέτρεψε ο Λωτ. Αποκάλεσε αδελφούς του τους διεφθαρμένους ανθρώπους, για να τους ηρεμήσει και να τους υπενθυμίσει να μην διαπράξουν κακό, προκειμένου να τους σώσει. Αλλά τα αδελφικά λόγια του τους προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη οργή. Ο Λωτ κρίθηκε άξιος να τον επισκεφτούν οι άγγελοι του Θεού και να τον ελευθερώσουν από αυτή τη διεφθαρμένη πόλη, της οποίας οι μεγάλες αμαρτίες έφθαναν σαν κραυγή μέχρι τον Θεό. Και οι διεφθαρμένοι Σοδομίτες επιτέθηκαν στο σπίτι του Λωτ με πονηρό σκοπό, για να μολύνουν την ιερότητα της φιλοξενίας.
Αδελφοί, μη πονηρεύσησθε, τους ζήτησε ο Λωτ. Αλλά γιατί να ακούσουν οι αποκτηνωμένοι αυτοί έναν άνθρωπο, αφού δεν φοβόταν τον Θεό; Αυτός είναι ο λόγος που οι άγγελοι του Θεού τους τιμώρησαν με τύφλωση: τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, και τιμώρησαν τους ανθρώπους που ήταν στην πόρτα του σπιτιού με τύφλωση, από μικρού εως μεγάλου (Γένεση 19:11).
Τότε οι άγγελοι οδήγησαν τον Λωτ έξω από την πόλη των αδίκων και άφησαν να πέσει καταιγίδα από θειάφι και φωτιά πάνω στην πόλη. Έτσι, η άνομη πόλη χάθηκε, και ο μόνος δίκαιος άνθρωπος στην πόλη σώθηκε· κρείσσων γὰρ εἷς ἢ χίλιοι (Προτιμότερος είναι ένας δίκαιος άνθρωπος από χίλιους αμαρτωλούς (Σειρ. 16: 3).
Ω Δίκαιε Θεέ, Εσύ που ουδέποτε εγκαταλείπεις τον δίκαιο άνθρωπο, διόρθωσέ μας τις αδικίες μας και σώσε μας, Κύριε.
Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή κειμένου: iconandlight.wordpress.com