Το μειονέκτημα των σαφώς καθορισμένων κανόνων είναι ότι καθησυχάζουν τη συνείδηση εκείνων που μπορούν να τους τηρούν, και τους δίνουν την αίσθηση ότι είναι σωσμένοι. Αυτό είναι πολύ αφελές. Οι Φαρισαίοι, οι ασκητές και θεολόγοι της Παλαιάς Διαθήκης εγκρατεύονταν επίσης, αλλ’ αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Χριστός είπε: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον (των αρετών) των Γραμματέων και των Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Ματθ. 5,20).
Ο άνθρωπος που κατόρθωσε να υψωθεί πάνω από κάθε νόμο, έφθασε στην κατάσταση της θεώσεως, δηλαδή στη σωτηρία. Σημαντικότερο είναι να έχουμε συνείδηση και υπευθυνότητα για την κάθε κίνηση της καρδιάς και του νου μας, παρά να έχουμε κάποιον κανόνα.
Δεν μπορούμε να θεωθούμε με την άσκησή μας. Η θέωση ενεργείται με την ενοίκηση του Θεού μέσα μας και όχι με τις δικές μας ικανότητες.
Ο πιο τρομερός εχθρός μας είναι η υπερηφάνεια. Η δύναμη της είναι τεράστια. Η υπερηφάνεια υπονομεύει κάθε φιλοδοξία μας, καταστρέφει κάθε προσπάθεια μας. Πολλοί από μας πέφτουμε στις παγίδες της. Ο υπερήφανος θέλει να κυριαρχεί, να επιβάλλει τη θέληση του στους άλλους, κι έτσι παρουσιάζεται η σύγκρουση ανάμεσα στα αδέλφια. Η πυραμίδα της ανισότητας είναι αντίθετη με την αποκάλυψη που αφορά την Αγία Τριάδα, στην οποία δεν υπάρχει ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος, αλλά καθένα πρόσωπο κατέχει την πληρότητα του Θείου Όντος.
Η Βασιλεία του Χριστού βασίζεται στην αρχή ότι όποιος θέλει να είναι πρώτος πρέπει να ‘ναι υπηρέτης όλων (Μαρκ. 9,35). Ο άνθρωπος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υπερυψωθεί (από το Θεό) και, αντίθετα, όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Στον αγώνα μας για προσευχή πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας, το νου και την καρδιά από κάθε επιθυμία να επικρατήσουμε πάνω στον αδελφό μας. Επιθυμία για δύναμη είναι θάνατος για την ψυχή. Ο κόσμος ξεγελιέται από το μεγαλείο της δυνάμεως, λησμονώντας ότι όποιος εκτιμάται υπερβολικά ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτόν τον αποστρέφεται ο Κύριος. Η υπερηφάνεια μας παρακινεί να κρίνουμε ή και να περιφρονούμε τους αδύνατους αδελφούς μας, όμως ο Κύριος μας προειδοποίησε: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. 18,10). Εάν παρασυρθούμε στην υπερηφάνεια, όλη η άσκησή μας στην ευχή του Χριστού καταντά βεβήλωση του ονόματός Του. «Ο λέγων εν αυτώ μένειν οφείλει, καθώς εκείνος περιεπάτησεν, και αυτός ούτω περιπατείν» (Α’ Ιωάν. 2,6). Εκείνος που αληθινά αγαπά το Χριστό αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην υπακοή των λόγων του. Αυτό το τονίζω γιατί είναι στ’ αλήθεια η πραγματική μας «μέθοδος» για να μάθουμε να προσευχόμαστε. Αυτή και όχι καμιά άλλη ψυχοσωματική τεχνική είναι ο ορθός δρόμος.
Στη λαχτάρα μας να κάνουμε τον λόγο του Ευαγγελίου κτήμα όλης της υπάρξεως μας, ελευθερωνόμαστε με τη δύναμη του Θεού από τη δυναστεία των παθών. Ο Ιησούς είναι ο Ένας και μοναδικός σωτήρας με την αληθινή έννοια της λέξεως.
«Κύριε, Ιησού, Υιέ του ζώντος Θεού, ελέησον ημάς και τον κόσμον σου».
Εάν η υπερηφάνεια ενεργεί πάνω μας ή βρίσκουμε τα σφάλματα των άλλων ή ακόμα έχουμε εχθρότητα, τότε ο Κύριος στέκεται μακριά μας.
Πλησιάζουμε το Θεό σαν οι ελεεινότεροι από τους αμαρτωλούς. Κατηγορούμε τον εαυτό μας για όλα τα πράγματα. Δεν σκεφτόμαστε τίποτα. Δεν αναζητούμε τίποτα, παρά συγχώρηση και έλεος. Καταδικάζουμε τον εαυτό μας σαν άξιο της κολάσεως. Και σ’ αυτή την κατάσταση συνεχίζουμε. Παρακαλούμε το Θεό να μας βοηθήσει να μην πικράνουμε το Άγιο Πνεύμα με τα πάθη μας να μην βλάψουμε τον αδελφό μας. Δεν περιμένουμε εξαιρετικά χαρίσματα από ψηλά. Με όση δύναμη έχουμε προσπαθούμε να συλλάβουμε και να εφαρμόσουμε τις εντολές του Χριστού, ζώντας σύμφωνα με αυτές. Τον παρακαλούμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Ο Θεός ακούει αυτήν την ευγενή προσευχή και βιάζεται για τη σωτηρία μας. «Και έσται πας, ός αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ιωήλ 2,32).