Ὁμιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν αἴθουσα τοῦ Κοινοτικοῦ Συμβουλίου τῆς κοινότητας Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου στὶς 18 Μαρτίου 2017.

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν αἴθουσα τοῦ Κοινοτικοῦ Συμβουλίου τῆς κοινότητας Ἀκακίου στὶς 18 Μαρτίου 2017, σὲ νέα ἐπεξεργασμένη ἔκφραση:

Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Τὸ φετινὸ Ἑορτολόγιο 2020 τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ὅσιο Νικηφόρο τὸν Λεπρό, ποὺ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἂν καὶ ἔζησε τὸ μαρτύριο τῆς λέπρας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπακολούθων της τὴν περίοδο ἐκείνη, δηλαδὴ τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀπόρριψης, οὐδέποτε λύγισε καὶ οὐδέποτε παραπονέθηκε. Ἀντιθέτως, κουβάλησε ἀδιαμαρτύρητα τὸν σταυρό του μὲ περισσὴ λεβεντιά, μεγάλη μετάνοια, ὑπομονὴ καὶ θαυμαστὴ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

 Καθότι ἀπὸ νωρὶς γνώριζε καλῶς ὅτι: «Ἐὰν ὁ πόνος, αἱ θλίψεις καὶ αἱ δοκιμασίαι ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἁγιότης θὰ ἦτο μόνον τῶν Ἀγγέλων κτῆμα»1.

Σύντομος βίος τοῦ ὁσίου

Ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, γεννήθηκε τὸ 1890 σ’ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῶν Χανίων τῆς Κρήτης, στὸ Σηρικάρι. Ἀπὸ μικρὸς ὀρφανεύει, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο γονεῖς του πεθαίνουν, καὶ τὴν ἀνατροφή του ἀναλαμβάνει ὁ παπποῦς του, ὁ ὁποῖος σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν τὸν στέλνει νὰ μάθει τὴν τέχνη τοῦ κουρέα. Τότε ἐμφανίζονται στὸ σῶμα του τὰ πρῶτα σημάδια τῆς λέπρας.

Ὅταν στὴν ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν τὰ συμπτώματα αὐτὰ ἔγιναν ἐμφανέστερα, γιὰ νὰ μὴν τὸν στείλουν στὸ νησὶ τῆς Σπιναλόγκα, ὅπου τότε ἔστελναν τοὺς λεπρούς, ὁ μικρὸς Νικόλαος φεύγει μὲ καράβι καὶ πηγαίνει στὴν Αἴγυπτο —συγκεκριμένα στὴν Ἀλεξάνδρεια— καὶ ἐργάζεται σὲ κουρεῖο. Ἡ ἀσθένεια ὅμως προχωροῦσε, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς ἀρχιερέα, φτάνει στὴ Χίο τὸ 1914, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, καὶ μεταβαίνει στὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου, ὅπου τὸν παραλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἄνθιμος, ὁ Πνευματικὸς τοῦ Λεπροκομείου. Κοντὰ στὸν ἅγιο Ἄνθιμο ὁ Νικόλαος μαθαίνει τὴν «τέχνη τῶν τεχνῶν», μυούμενος στὶς ἀρετὲς τῆς προσευχῆς, τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἀκατακρισίας. Ἀναφορικὰ πρὸς τὸ τελευταῖο, πράγματι ἀπὸ τότε ποτὲ δὲν εἶπε κακὸ λόγο γιὰ κανέναν. Σκοτώνοντας μέσα του κάθε συναισθηματισμό, γυρίζει τὸν διακόπτη τῆς ζωῆς του. Σταματᾶ νὰ μαραζώνει γιὰ τὸ κατάντημά του, κι ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Γέροντός του, ποὺ τὸν βοήθησε πάρα πολὺ ν’ ἀντιληφθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ μία ἀσθένεια, ἕνα πάθος, μὲ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἀποκτᾶ ἀξία καὶ  νόημα ὅταν ὁ πόνος μετατραπεῖ σ’ ἐσωτερικὴ ἐργασία καὶ μετάνοια. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἔστρεψε ὅλη τὴν ὕπαρξή του πρὸς τὴ μετάνοια. Γνώρισε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρός, μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ὑπακοῆς, ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντά του καὶ ἐκλήθη Νικηφόρος.

Ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε στὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίυ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἄνθιμο γιὰ 43 χρόνια. Ὅταν τὸ Λεπροκομεῖο ἔκλεισε, στάλθηκε στὸν Ἀντιλεπρικὸ Σταθμὸ Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν, στὸ Αἰγάλεω, ἔχοντας μαζί του συστατικὴ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἄνθιμο πρὸς τὸν πατέρα Εὐμένιο Σαριδάκη ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ, στὴν ὁποία τοῦ συνιστοῦσε νὰ διακονήσει «τὸν θησαυρὸ ποὺ τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἐπρόκειτο νὰ ὠφεληθεῖ πολὺ ἀπ᾽ αὐτόν. Καί, πράγματι, ὁ Γέροντας Εὐμένιος διακόνησε τὸν ὅσιο Νικηφόρο γιὰ ἐπτὰ ἔτη, μέχρι τὴν ὁσιακή του κοίμηση στὶς 4 ᾿Ιανουαρίου 1964.

Στοὺς Ἁγίους Τόπους

Ὅταν ὁ ἅγιος προσεβλήθη ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς λέπρας, ἦταν μόλις 16 ἐτῶν ἔφηβος. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι κι αὐτὸς —ὅπως κι ὅλοι οἱ συνομήλικοι του— ἔπλαθε τὰ δικά του σχέδια γιὰ τὸ μέλλον του. Ἤθελε νὰ «ζήσει» τὴ ζωή του, ὅπως τὴ ζοῦσαν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ἀφοῦ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος κοινωνικότατος καὶ εὐχάριστος. Καὶ ξαφνικὰ ἔρχεται ἡ μεγάλη ἀνατροπή. Στὴν ἀρχὴ πόνεσε καὶ μαράζωσε, καθὼς δὲν εἶχε τότε ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν στηρίξει καὶ καθοδηγήσει. Κι ὅμως, σὲ μία ἀδιευκρίνιστη χρονικὴ στιγμή, ἴσως ἀπὸ ἐσωτερικὴ πληροφόρηση ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος, ταξιδεύει πρὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ προσκύνημα, κι ἐκεῖ συντελεῖται τὸ θαῦμα τῆς ἐπιστροφῆς του. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς λίγοι τὸ ἔχουν καταλάβει καὶ ἀξιολογήσει πνευματικά. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν ὀλίγων ἦταν καὶ ὁ Γέροντας Εὐμένιος, ὁ ὁποῖος στὴ Νεκρολογία ποὺ ἀνέγνωσε κατὰ τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Νικηφόρου γράφει:

«… Ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα διὰ νὰ πάη νὰ προσκυνήση τοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ ἰδιαιτέρως τὸν τοῦ Κρανίου Τόπον, ὅπου ὁ πόνος καθηγιάσθη καὶ ὁ Γολγοθᾶς ἔχει γίνει σύμβολον εἰς τοὺς νικητὰς τῶν θλίψεων καὶ τῶν ἀντιξοοτήτων τῆς ζωῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν ἀκένωτον αὐτὸν ὠκεανὸν τοῦ θάρρους καὶ τῆς καρτερίας, ἤντλησε θάρρος καὶ ὑπομονὴν διὰ νὰ κράτηση ὑψηλά, πολὺ ὑψηλά, καὶ τὸν ἰδικόν του σταυρὸν ἐπὶ πενήντα δύο συνεχῆ ἔτη»2.

Ἐκκλησιασμὸς τοῦ πόνου

Νά, λοιπὸν τί συνέβη ἐκεῖ στὸν Γολγοθᾶ! Ὁ ἔφηβος Νικόλαος καθαγιάζει τὸν πόνο του, κι ἀνανεώνεται μέσα του ὅλη ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια τῆς Κρήτης. Ἐκεῖ, στὸν καθαγιασμένο τόπο τῆς Σταύρωσεως τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἕνας σταυρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ἕνας ἀναστημένος ἄνθρωπος, ἐὰν κι ἐφόσον τὸν σταυρό του τὸν ἀξιοποιήσει καὶ τὸν σχετίσει μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει τὴ συμπυκνωμένη παναγιότητά Του σὲ ὅσους τὸν ἀσπάζονται μὲ ταπεινὸ καὶ πονεμένο φρόνημα. Ἐν ὀλίγοις, ἐκεῖ ὁ πονεμένος ἔφηβος μαθαίνει «νὰ ἐκκλησιάζει τὸν πόνο του», ὅπως πολὺ εὔστοχα μοῦ εἶχε πεῖ τότε στὰ φοιτητικά μου χρόνια στὴν Ἀθήνα ἕνας πολὺς καλὸς φίλος, ὁ Ἀριστείδης ὁ λεπρός. «Νὰ ἐκκλησιάζεις τὸν πόνο σου», πάει νὰ πεῖ, νὰ τὸν βάζεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπ’ ὅπου κι ἂν προέρχεται. Ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια, ἕνα πένθος, μιὰ συκοφαντία, μιὰ θλίψη, ἕνα φόβο, μιὰ φτώχια, μιὰ κοινωνικὴ ἀπόρριψη.

Ἕνας σταυρωμένος ἄνθρωπος, ἕνας ἀναστημένος ἄνθρωπος

Ἔχοντας πιὰ τὴ χάρη τῆς ἔμπνευσης καὶ τῆς φώτισης, ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ὁ Νικόλαος στὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου γυρίζει τὸν διακόπτη, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας Εὐμένιος, καὶ δὲν καταλαβαίναμε: «Ἔ, μοῦ λέει, νὰ γυρίσεις τὸν διακόπτη». Τοῦ ἔλεγα· «Τί ἐννοεῖς, νὰ γυρίσεις τὸν διακόπτη»; Μοῦ ἀπαντοῦσε· «Τί ἔκανε ὁ ἅγιος Νικηφόρος, ὅταν τοῦ εἶπαν εἶναι λεπρός; Στὴν ἀρχὴ μαράζωσε. Ἀνησύχησε. Πανικοβλήθηκε. Πόνεσε. Ἀλλὰ ὕστερα, ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τὸν βοήθησε καὶ γύρισε τὸν διακόπτη. Καὶ εἶπε, “μεγάλος σταυρός, μεγάλη ἀνάσταση! Πονεῖ τὸ σῶμα, ἀνανεώνεται ἡ ψυχή. Φτάνει τὸν πόνο μου νὰ τὸν ἐκκλησιάσω. Νὰ τὸν μεταμορφώσω σὲ προσευχή. Νὰ τὸν μεταμορφώσω σὲ ἐν Χριστῷ σταύρωση”».

Ἡ ἁγιότητά του γίνεται κτῆμα τῶν πολλῶν

Ἡ συνέχεια τῆς ἐπίγειας ἐν μετανοίᾳ ζωῆς τοῦ μοναχοῦ Νικηφόρου στὸ Λεπροκομεῖο τοῦ Αἰγάλεω εἶναι ἄκρως ἀποκαλυπτικὴ καὶ νηπτική. Ἀντὶ νὰ ζητᾶ παρηγοριά, παρηγορεῖ ὅλους τοὺς ἄλλους. Θεολογεῖ μὲ τὴν παρουσία του καὶ ἡ προσευχή του καθαγιάζει καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς νοσοκόμους καὶ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονται. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται κτῆμα τῶν πολλῶν, κι ἂς μὴν τὸ ἀντιλαμβάνονταν ὅλοι.

Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέρο Εὐμένιος: «Ἐκεῖ στὸ Λοιμωδῶν Νόσων στὸ Αἰγάλεω ἔμεινα μόνος μου, κάνα δύο χρόνια. Εἶχε κάτι καλόγριες, ἀσκήτριες. Ἀλλὰ δὲν εἶχε κανέναν καλόγερο. Μετὰ μᾶς φέρανε ἀπὸ τὴ Χίο ἕναν παππούλη, γέρο, ἀόμματο. Δὲν ἔβλεπε. Σὲ μεγάλο βαθμὸ ἦταν παράλυτος. Περπατοῦσε λίγο. Καὶ ὁ παππούλης αὐτὸς ἦταν ὁ Γέρο Νικηφόρος. Κοντά του ἔμαθα τὴν ἁγιότητα. Ἔμαθα τί σημαίνει νοερὰ προσευχή, τί σημαίνει χαρά, τί σημαίνει φόβος Θεοῦ. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, μπήκαμε μέσα στὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας». Κι ὅλα αὐτὰ τὰ σπουδαῖα ποὺ περιγράφει ὁ Γέροντας, τὰ ἔμαθε καὶ τὰ διδάχθηκε ἀπὸ ἕναν ἅγιο ποὺ ἀγάπησε τὴν ἀσθένεια, γιατὶ μεγάλη ἀσθένεια, μεγάλη ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε.

Ὁ μακαριστὸς π. Γερβάσιος

Θυμᾶμαι ἀκόμη, ὅταν φοιτοῦσα στὴν Ἀθήνα, πῆγα γιὰ πρώτη φορὰ προσκύνημα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τότε, πανηγύριζε ἡ μονὴ Χιλανδαρίου, τὸ γνωστὸ Σέρβικο μοναστήρι. Ὅταν τελειώσαμε τὴν Ἀγρυπνία καὶ πήγαμε στὴν τράπεζα, κάθισα δίπλα ἀπὸ ἕναν μοναχὸ γιὰ νὰ φᾶμε. Μοῦ λέει, «Κύπριος εἶσαι»; Τοῦ λέω, «Ναί». «Ποῦ μένεις»; Τοῦ λέω, «Στὴν Ἀθήνα». Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἦταν ὁ μακαριστὸς πατὴρ Γερβάσιος ἀπὸ τὴ Σιμωνόπετρα. Ἕνας πολὺ καλὸς μοναχός. Μὲ ρωτάει· «Πηγαίνεις στὸ λεπροκομεῖο τῶν λοιμωδῶν»; Τοῦ λέω, «Ναί». «Μὰ ἔχεις πνευματικὸ τὸν πατέρα Εὐμένιο»; «Ναί». «Τὸν πρῶτο λαχνὸ ἔπιασες. Ξέρεις, ἐκεῖ ζοῦσε ὁ πατὴρ Νικηφόρος». Τοῦ λέω, «Μᾶς λέει πολλὲς ἱστορίες ὁ Γέροντας γι᾽ αὐτόν». «Τὸν γνώρισα», μοῦ λέει. «Ὅταν ἤμουν παιδὶ τοῦ κατηχητικοῦ, οἱ κατηχητές μας, οἱ ὁποῖοι ἦταν μέλη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανώσεων, μᾶς ἔπαιρναν στὸ Λεπροκομεῖο γιὰ νὰ ἐμψυχώσουμε καὶ νὰ δώσουμε θάρρος στοὺς ἀρρώστους. Νὰ κάμουμε καὶ ἐμεῖς λίγη δράση χριστιανική. Καὶ πηγαίναμε καὶ πέφταμε ἀπὸ τὰ σύννεφα, γιατὶ ἐκεῖ μέσα βρίσκαμε ἀνθρώπους χαρούμενους, προσευχόμενους. Πηγαίναμε τάχα νὰ ποῦμε κανένα χριστιανικὸ τραγουδάκι, νὰ πάρουμε λίγα γλυκὰ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουμε. Καὶ τελικά, μάθαμε τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς λεπρούς. Μάλιστα, ὅταν πήγαμε νὰ δοῦμε τὸν πατέρα Νικηφόρο, μᾶς ρώτησε: “Παιδιά μου, πῶς προσεύχεσθε”; Τοῦ εἴπαμε κάτι αὐτοσχέδιες συναισθηματικὲς προσευχοῦλες. Καὶ μᾶς εἶπε: “ Ὄχι ἔτσι, παιδιά μου! Ὄχι ἔτσι παιδιά μου! Νὰ λέτε τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με… Τό, Θεοτόκε παρθένε… Νὰ λέτε καὶ τὸ Ἄξιόν ἐστιν… τῆς Θεοτόκου, πολλὰ Πάτερ ἡμῶν… Ἀλλά, πάνω ἀπ’ ὅλα, νὰ ἔχετε μετάνοια προηγουμένως καὶ μετὰ νὰ προσεύχεσθε”. Δὲν μᾶς εἶπε κανείς, ποτὲ τί εἶναι αὐτὴ ἡ μετάνοια. Δὲν ἀκούσαμε ποτὲ ὅτι ὑπάρχει νοερὰ προσευχή. Ὅτι ὑπάρχει κομποσχοίνι. Ὅτι ὑπάρχει τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ὅλα αὐτὰ τὰ μάθαμε ἀπ’ αὐτὸ τὸν λεπρό, τὸν σχεδὸν τυφλό, τὸν σχεδὸν παράλυτο, τὸν πατέρα Νικηφόρο». Κι ὄντως, αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀνέφερε ὁ π. Γερβάσιος, ὅτι οἱ λεπροὶ ἤξεραν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μετανοοῦν, τὰ εἶδα μὲ τὰ ἴδια τὰ μάτια μου. Μάλιστα σὲ κάθε δωμάτιο τοῦ Λεπροκομείου κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 ὑπῆρχαν βιβλιοθῆκες, ποὺ εἶχαν τὴ «Φιλοκαλία», τὸν «Εὐεργετινό», τὰ «Ἀσκητικὰ» τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, πολλοὺς βίους ἁγίων καὶ πολλὰ βιβλία, ποὺ οἱ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς τὰ ἔμαθαν ἀργότερα, ἐνῶ τὰ ἤξεραν οἱ λεπροί. Ἀπὸ ποιόν τὰ ἔμαθαν; Ἀπὸ τὸν ὅσιο Νικηφόρο, ποὺ αὐτὸς τὰ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἄνθιμο, καὶ στὴ συνέχεια τὰ δίδαξε στὸν πατέρα Εὐμένιο καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὰ δίδασκε στοὺς λεπροὺς τοῦ Λοιμωδῶν.

Ἀκολούθως, θὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο περιστατικά, τὰ ὁποῖα θεωρῶ πολὺ σημαντικὰ γιὰ ἐμᾶς τοὺς συγχρόνους χριστιανούς, γιατὶ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν προσευχή, ἀρετὲς ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ κάθε ἀγωνιζομένου Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ. Μάλιστα, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο θαυμαστὰ αὐτὰ συμβάντα —μεταξὺ Γέροντος Εὐμενίου καὶ ἁγίου Νικηφόρου— εἶναι ἤδη τοιχογραφημένο στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὸ Μένικο τῆς Κύπρου καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Ἀκάκι. Ὁπόταν, τὰ δύο αὐτὰ χωριὰ ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ εἶναι τὰ πρῶτα σὲ ὅλο τὸν κόσμο ὅπου ἔχει ζωγραφιστεῖ αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ τώρα θὰ σᾶς περιγράψω.

Ὁ Γέροντας Εὐμένιος βλέπει τὸν ἅγιο Νικηφόρο νὰ αἰωρεῖται

Μία χειμωνιάτικη ἡμέρα, ὁ πατὴρ Εὐμένιος, ἀφοῦ ἔβαλε τὸν παππούλη, ὅπως ἀποκαλοῦσε τὸν ὅσιο Νικηφόρο, νὰ ξαπλώσει, προτοῦ φύγει τοῦ εἶχε ὑπενθυμίσει ὁ ἅγιος ὅτι ἔπρεπε νὰ κλείσει τὴ σόμπα ποὺ ἄναβε μέσα στὸ δωμάτιό του. Ἐπιστρέφοντας στὸ κελλί του ὁ Γέροντας Εὐμένιος, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς του ἄρχισε νὰ ἀναρωτιέται, «μά, ἔκλεισα τὴ θερμάστρα τοῦ παπποῦ; Ἔσβησα τὴ σόμπα»; Κι ἐπειδὴ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὸν ἐνοχλοῦσε ὁ λογισμὸς αὐτός, «θὰ πάω», εἶπε, «σιγὰ σιγὰ χωρὶς νὰ τὸν ξυπνήσω καὶ θὰ σβήσω τὴ θερμάστρα, ἂν εἶναι ἀναμμένη». Πάει πίσω στὸν παπποῦ κι ἀνοίγει τὴν πόρτα σιγὰ σιγὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν ξυπνήσει, γιατὶ νόμιζε ὅτι κοιμᾶται, καὶ τί βλέπει; Βλέπει τὸν ἅγιο Νικηφόρο, τὸν παράλυτο καὶ τυφλό, νὰ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα, ἐνάμισι μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι! Νὰ εἶναι μέσα σὲ πολὺ φῶς καὶ νὰ προσεύχεται μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτὰ πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε στὸ κελλάκι του! Ἔμεινε ἔκπληκτος! Ἔκλεισε ἀθόρυβα τὴν πόρτα, νὰ μὴν ἐνοχλήσει τὸν ἅγιο ἀπὸ τὴν ὅραση ποὺ εἶχε τοῦ ἀκτίστου φωτός, πῆγε στὸ κελλί του καί, ὅπως μοῦ εἶπε· «Καὶ γονάτισα, παιδί μου, καὶ πρῶτα εἶπα συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μπῆκα μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Γέροντά μου». Καὶ ὕστερα, μοῦ λέει, «μὲ ἔπιασε τέτοια χαρά, ποὺ κύματα κύματα ἡ χαρὰ γέμισε ὅλο μου τὸ σῶμα, ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ ἔλεγα: “Χριστέ μου, μὰ σ’ αὐτὸν τὸν μεγάλο ἅγιο μὲ ἔστειλες; Αὐτὸν μοῦ ἔφερες γιὰ νὰ εἶναι ὁ δάσκαλός μου. Ἐγώ, ἄνθρωπο σοῦ ζήτησα, κι Ἐσύ μου ἔστειλες ἅγιο”»!

Ἡ προσευχὴ τῆς μετάνοιας τοῦ ὁσίου

Μιὰ ἄλλη φορά, προτοῦ εἰσέλθει ὁ Γέροντας Εὐμένιος στὸ δωμάτιο τοῦ ἁγίου, τὸν ἄκουσε νὰ προσεύχεται μεγαλοφώνως καὶ νὰ λέει: «Χριστέ μου, συγχώρα με τὸν ψεύτη, τὸν ἐλεεινό. Χριστέ μου, συγχώρα με τὸν πόρνο. Χριστέ μου, συγχώρα με τὸν κλέφτη. Χριστέ μου, συγχώρα με τὸν κατακριτὴ καὶ τὸν κατάλαλο· τὸν θυμώδη μὲ τὸν κακὸ χαρακτήρα, ποὺ πικραίνω τοὺς συνανθρώπους μου…». Καὶ συνέχισε νὰ αὐτομέμφεται καὶ νὰ ἀπαριθμεῖ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, λὲς καὶ ἦταν ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν μαζί, ὁ Γέροντας Εὐμένιος δὲν ἄντεξε καὶ τοῦ λέει· «Γέροντα, ἔτυχε χτὲς καὶ ἄκουσα πῶς προσεύχεσαι. Μά, τί προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ κάνεις»; Τοῦ λέει ὁ ἅγιος· «Εἶναι ἡ προσευχὴ τῆς μετάνοιας». «Καλά, Γέροντα», τοῦ λέει, «δὲν εἶσαι λίγο ὑπερβολικός; Ἐσὺ εἶσαι ἀπὸ δεκαέξι χρόνων λεπρός. Πότε πρόλαβες καὶ πόρνεψες; Πότε πρόλαβες καὶ ἔκλεψες; Πότε πρόλαβες καὶ φόνευσες; Γιατὶ τὰ ἀναφέρεις αὐτὰ τὰἁμαρτήματα στὸν ἑαυτό σου»; «Παιδί μου», τοῦ ἀπαντᾶ, «μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ἔκαμα, ἀλλὰ τὰ σκέφτηκα. Καὶ στὸ Εὐαγγέλιό μας λέει, εἴτε σκέψεις, εἴτε λόγοι, εἴτε πράξεις, εἶναι περίπου τὸ ἴδιο. Καὶ ἐμεῖς, ποὺ γνωρίσαμε καὶ ἕναν ἅγιο σὰν τὸν ἅγιο Ἄνθιμο, θὰ εἶναι πιὸ αὐστηρὸς ὁ Χριστὸς μαζί μας. Γι’ αὐτό, εἶναι καλὸ στὶς προσευχές μας νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας»!

Νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πνευματικὸ τέκνο τοῦ ὁσίου Παχωμίου τῆς Χίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικὸς πατὴρ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Κι ἀξίζει νὰ προσέξουμε τὴν ἀλληλουχία τῆς ἁγιότητας ὁσίου Παχωμίου, ἁγίου Ἀνθίμου, ὁσίου Νικηφόρου καὶ Γέροντος Εὐμενίου.

Ἡ ἐγχείριση τοῦ Δεσπότη

Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια μοῦ τηλεφώνησε ἕνας πολὺ καλὸς φίλος μου Δεσπότης καὶ μοῦ λέει: «Ξέρεις, Νεόφυτέ μου, θὰ χειρουργηθῶ αὔριο καὶ ἀπὸ ὅτι ἔχω ἀντιληφθεῖ εἶναι πολὺ δύσκολη ἐγχείρηση. Δὲν τὸ ἔχω πεῖ σὲ κανέναν. Κι ἐπειδὴ σ’ ἐμπιστεύομαι, θέλω νὰ μοῦ κάμεις μία Παράκληση πρὸς τὸν ἅγιο Νικηφόρο ποὺ τὸν ἀγαπᾶς καὶ κατὰ κάποιον τρόπο εἶναι καὶ πνευματικός σου παππούς». «Ἐντάξει Δεσπότη μου», τοῦ λέω, «αὔριο θὰ στείλω τὸν ἅγιο κοντά σου».

Πράγματι, ἀφοῦ ἔκαμα Παράκληση μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ποὺ ἔχω στὸ γραφεῖο μου, κάπως αὐθόρμητα, ὅπως ἔχω διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Γέροντά μου, παρακάλεσα τὸν ἅγιο λέγοντάς του: «Σὲ παρακαλῶ, ἅγιέ μου, πήγαινε αὔριο καὶ συμπαραστάσου στὴν ὥρα τῆς ἐγχείρησης. Κράτα τὰ χέρια τῶν γιατρῶν καὶ καθοδήγα τα. Μόνο αὐτό».

Μετά, λοιπόν, ἀπὸ τέσσερις πέντε μέρες, ὅταν συνῆλθε ὁ Δεσπότης ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση, μὲ παίρνει τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: «Μὲ νάρκωσαν οἱ γιατροὶ καί, καθόλη τὴ διάρκεια τῆς ναρκώσεως ,ἐγὼ ἔβλεπα τὸν ἅγιο Νικηφόρο. Καὶ μάλιστα τὸν ἔβλεπα μὲ τὴ μορφὴ τῆς εἰκόνας ποὺ κάνατε ἐσεῖς». Καὶ λέω, κοίταξε νὰ δεῖς, οἱ ἅγιοι πόσο ταπεινοὶ εἶναι! Ἐμεῖς οἱ ἐλεεινοὶ εἴπαμε στὸν ἅγιο Νικηφόρο, «πήγαινε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ φρόντισε αὐτὸ τὸν Δεσπότη». Καὶ πῆγε μὲ τὴ μορφὴ τῆς εἰκόνας ποὺ εἴχαμε μπροστά μας!

Ὁ μακαριστὸς ψάλτης τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ στὸ Μένικο Γιωργάκης

Ὅταν ἀρρώστησε καὶ ἦταν ἑτοιμοθάνατος ὁ Γιωργάκης ὁ ψάλτης μας, πήγαινα καὶ τὸν ἔβλεπα ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν στὸ νοσοκομεῖο. Ἡ ἀσθένεια τὸν κτύπησε ἐκεῖ, ποὺ ἦταν ἡ δύναμή του. Ἐκεῖ, ποὺ ἦταν ἡ χαρά του. Στὶς φωνητικὲς χορδές! Κι ἐπειδὴ ἤξερα ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἦταν καλὸς ψάλτης καὶ μερακλῆς, ὅπως καὶ ὁ Γιωργάκης μας, λέω μέσα μου· «Τί βιβλίο νὰ τοῦ πάρω νὰ διαβάζει τὶς ὧρες τοῦ πόνου; Θὰ τοῦ πάρω τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου»! Καί, προσέξτε, τί εἶχε συμβεῖ. Τὸ προηγούμενο βράδυ λέει ὁ Γιῶργος στὴ γυναίκα του: «Αὔριο, θὰ ἔρθει ὁ Νικηφόρος». Τοῦ λέει ἡ γυναίκα του ἡ Μαρία· «Ὁ Δεσπότης τοῦ Κύκκου ὁ Νικηφόρος»; «Ἕνας ἄλλος Νικηφόρος», τῆς λέει. «Δὲν ξέρω ἀκριβῶς ποιός. Ἄκουσα ψὲς στὸ ὄνειρό μου ὅτι ‘‘αὔριο θὰ σοῦ ἔρθει ὁ Νικηφόρος’’»!

Τὴν ἑπόμενη λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ διαλόγου πηγαίνω στὸ νοσοκομεῖο καὶ τοῦ παίρνω τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου! Μόλις τὸ βλέπει αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα του, βάζουν τὰ κλάματα. «Νάτον Νικηφόρο ποὺ ἦρθε! Ἐμεῖς νομίζαμε ὅτι θὰ εἶναι ὁ Δεσπότης». Καὶ τοῦ εἶπα· «Φίλε μου Γιῶργο, ἅμα θέλει ὁ ἅγιος, μπορεῖ νὰ σὲ κάμει καὶ καλά. Μπορεῖ ὅμως νὰ μὴ γίνεις καλὰ σωματικά, ἀλλὰ ὁ ἅγιος θὰ σὲ συνοδεύσει στὴν αἰώνια ζωή». «Καλύτερα τὸ δεύτερο», μοῦ λέει. «Καλύτερα τὸ δεύτερο. Νὰ ἔχω συνοδία ἕναν ἅγιο». Ἔξυπνος, ὁ Γιῶργος. Ἤξερε τὸ συμφέρον του. Τὸ αἰώνιο, τὸ πνευματικό. Καί, πράγματι, ἐκοιμήθη τελικὰ ἐν Κυρίῳ ὁ καλός μας ἱεροψάλτης!

Ἡ σύζυγος τοῦ μακαριστοῦ τούτου ἱεροψάλτου μας Μαρία καὶ τὰ παιδιά του εἶναι οἱ δωρητὲς —γιὰ τὴν αἰώνια μνήμη του— τῆς φορητῆς εἰκόνας «Ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ Λεπρὸς καὶ ὁ π. Εὐμένιος», ποὺ κοσμεῖ τὸ ἐμπροσθόφυλλο τοῦ ἀνὰ χεῖρας Ἑορτολογίου τῆς Μητροπόλεώς μας.

Ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει ποτὲ

Ἀδελφοί μου, ἡ ἁγιότητα εἶναι ἡ μόνη δύναμις ποὺ μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν παρόντα κόσμο, γιατὶ ἐὰν δὲν νικηθεῖ τοῦτος ὁ κόσμος, τότε ἡ ζωή μας θὰ εἶναι ἄχαρη, θλιβερὴ καὶ σταυρωμένη, χωρὶς ἐλπίδα ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι μετὰ τὴ Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση, ποὺ βεβαιώνει τὴν πίστη μας πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό. Γιατὶ ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τότε ἡ πίστη μας εἶναι χωρὶς νόημα, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐὰν δὲν καταφέρουμε νὰ καυχόμαστε γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος εἶναι σταυρωμένος γιὰ μᾶς, καὶ ἐὰν δὲν ἀντιληφθοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε σταυρωμένοι ὡς πρὸς τὸν κόσμο3, τότε ἡ θλίψη καὶ ἡ κατάθλιψη, γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ ἡ ἀπελπισία —μὴ γένοιτο— θὰ μᾶς συνοδεύουν σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή μας. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασή Του νίκησε τὸν θάνατο, νίκησε τὴν ἁμαρτία, νίκησε τὸν διάβολο… Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Κι ἀφοῦ ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ Νικητής, κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ μία δοκιμαστικὴ περίοδο γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ, τὴν αἰώνια.

Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ

Σήμερα ὑπάρχει παντοῦ ἀκαταστασία, σύγχυση, ἀγωνία καὶ φόβος γιὰ τὸ αὔριο. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, κατ’ ἐντολὴ τοῦ πειρασμοῦ ἔχουν σπείρει παντοῦ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Χριστό, κι ὅλοι τὸ βιώνουμε αὐτὸ καὶ τὸ πληροφορούμεθα ἀπὸ τὴν εἰδησεογραφία καὶ τὴν ὀγκώδη διαδικτυακὴ πληροφόρηση. Κι ἐνῶ ἔχουμε ὅλη αὐτὴ τὴν κοσμικὴ γνώση καὶ πολλοὶ ἀντιλαμβανόμεθα τὴν πλάνη καὶ τὶς παγίδες τῆς νεοταξικῆς ἐποχῆς μας, δὲν φροντίζουμε ἐπαρκῶς νὰ ἔχουμε τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὴ γνώση τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ, ποὺ κι αὐτός, ὅπως καὶ ὁ κάθε ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, μία γνώση θέλησαν νὰ ἔχουν στὴ ζωή τους, τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, κι ὄχι τὴν πεπερασμένη γνώση τοῦ κόσμου. Ἀγαπήσατε τὸν πόνο καὶ τὸν κόπο, πρὸς δόξαν Θεοῦ. Γυρίστε τὸν διακόπτη πρὸς τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

«Ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο», γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, «σκεφτόμουν πὼς ἡ εὐτυχία νὰ ἦταν ἐπὶ τῆς γῆς: Εἶμαι ὑγιής, κομψός, πλούσιος, ὁ κόσμος μὲ ἀγαπᾶ, κι εἶχα αὐτὴ τὴν κενοδοξία. Ὅταν ὅμως γνώρισα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριο, ἄρχισα πιὰ νὰ θεωρῶ ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου σὰν καπνό, ποὺ τὸν διασκορπίζει ὁ ἄνεμος»4. Καὶ ὁ ἄλλος μέγας ἀσκητὴς τῆς πίστεώς μας, ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, λέει ὅτι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπομένει τὶς θλίψεις γεννιέται μιὰ μεγάλη ἀρετή: Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό. Καὶ μᾶς ἔλεγε σχετικὰ ἡ μακαριστὴ μάνα μου Μηλιὰ μὲ τὸν ὡραῖο τῆς τρόπο· «Ὅποιος ἐλπίζει στὸν Θεὸ καὶ ὅποιος τὸν ἀθθυμᾶται (θυμᾶται), πέμπει του τὸ κισμέτι του τὴν νύχτα, σὰν τζιοιμᾶται (κοιμᾶται)». Τοῦ στέλλει, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ τοῦ χρωστᾶ ὁ Θεός, τὴν ἁγιότητα. Καὶ σὲ ὅλους ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἁγιότητά Του!

Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νικηφόρου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

Εὐχέτης πρὸς Κύριον

+ Ὁ Μόρφου Νεόφυτος

***

1 Γέροντος Εὐμένιου Σαριδάκη, Νεκρολογία ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ, ποὺ ἐκφωνήθηκε τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, 4η Ἰανουαρίου 1964 (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σίμωνος Μοναχοῦ, Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς ὁ λαμπρός, Ἀθήνα 52012, σσ. 17 – 19).

2 Ὅπ. ἀν.

3 «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6, 14).

4 Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἐκδ. Ἱερᾶς ΣταυροπηγιακῆςΜονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1995.