Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους ἀφιερώσει στὴ μνήμη τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ πρόσκληση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγκρότησαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325 μ.Χ. τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ κύρια ἀφορμὴ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ποὺ συντάρασσε τότε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες δὲν ἦσαν μόνο ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι καὶ μοναχοί. Κάποιοι δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦσαν ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, ποὺ ἐπέζησαν δηλ. τῶν μαρτυρίων τῶν τυράννων, ἄλλοι δὲ ἦσαν καὶ θαυματουργοί, καθὼς οἱ ἅγιοι Νικόλαος ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, Σπυρίδων ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος, κ.ἄ.
Ὅλοι τοῦτοι, μὲ ἕνα στόμα καὶ μία φωνή, τὸν μὲν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀνεκήρυξαν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, συγγράφοντες τὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας, δηλ. τοῦ Πιστεύω, τὸν δὲ δυσσεβῆ καὶ κακόφρονα Ἄρειον καθῄρεσαν καὶ ἀναθεμάτισαν καὶ αὐτὸν καὶ τὴ βλάσφημη διδασκαλία του.
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, καθορίστηκε νὰ διαβάζεται σήμερα, διότι ἀκριβῶς ἔχει ἄμεση καὶ οὐσιώδη σχέση μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τούτων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς λεγομένης «ἀρχιερατικῆς προσευχῆς» τοῦ Κυρίου μας, δηλ. τῆς προσευχῆς, ποὺ ἀνέπεμψε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος Του, γιὰ τὸν ἑαυτό Του, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ὅσους ἐπρόκειτο νὰ πιστεύσουν σ᾿ αὐτὸν μὲ τὸ κήρυγμα τῶν μαθητῶν Του.
Πολλὰ καὶ ὑψηλὰ εἶναι τὰ θεολογικὰ νοήματα τῆς περικοπῆς αὐτῆς καὶ τὰ αἰτήματα τοῦ Κυρίου στὴν προσευχή Του τούτη. Τὰ πιὸ βασικά Του αἰτήματα, ὡς πρὸς τοὺς μαθητές Του, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι δύο. Πρῶτο, ἡ ἀρραγὴς ἑνότητα τῶν μαθητῶν Του καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν μελλοντικὰ στὸ ὄνομά Του. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν θὰ ἀπεδείκνυε τὴ θεϊκὴ προέλευση τῆς ἀποστολῆς Του καὶ τὴ δύναμη τῆς Χάριτός Του. Τὸ δεύτερό Του αἴτημα εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ διαφυλαχθεῖ καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη ἡ πίστη, ἡ θεϊκὴ δηλ. Ἀλήθεια, ποὺ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ μόνο ἔτσι ἐξασφαλίζεται ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων μας. Τὰ δύο αὐτὰ αἰτήματα συνδέονται ἄμεσα καὶ μὲ τὸ ἔργο τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλ. μὲ τὸν ἀγώνα ποὺ διεξήγαγαν, προκειμένου νὰ διαφυλάξουν τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας της, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Τὸ σημερινὸ ὅμως Εὐαγγέλιο, θέτει εὐρύτερα ἐνώπιόν μας καὶ τὸ σπουδαιότατο θέμα τῆς προσευχῆς, ἐπειδὴ ὅσα ἔπραξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὰ ἔπραξε «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα τοῖς αὐτοῦ ἴχνεσιν ἀκολουθήσωμεν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχή Του, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, καὶ τὴν ὁποία ἀπεύθυνε ὡς ἄνθρωπος-Θεάνθρωπος πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του, ἀποτελεῖ τύπο καὶ παράδειγμα τέλειο, τὸ ὁποῖο καλούμαστε κατὰ δύναμη καὶ κατὰ ἀναλογία νὰ ἀκολουθήσουμε.
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας -διδασκαλία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐπὶ γῆς παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπικὴ τῶν ἁγίων μας πνευματικὴ ἐμπειρία-, τέσσερα πρέπει νὰ εἶναι τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς προσευχῆς μας: Πρῶτα ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἡ εὐχαριστία Του γιὰ ὅλες τὶς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες σ᾿ ἐμᾶς εὐεργεσίες Του, κατόπιν ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί, τέλος, ἡ δέησή μας, δηλ. ἡ αἴτηση γιὰ ὅσα χρειαζόμαστε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή μας καὶ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπι-κοινωνεῖ, κοινωνεῖ, δηλ. ἑνώνεται μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, ἡ προσευχὴ εἶναι, «σύσταση καὶ διατήρηση τοῦ κόσμου, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό,… συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, γέφυρα ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τεῖχος ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, ἡ εὐφροσύνη τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ πηγὴ τῶν ἀρετῶν, ἡ πρόξενος τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τροφὴ τῆς ψυχῆς, φωτισμὸς τοῦ νοῦ, πέλεκυς ποὺ κτυπᾶ τὴν ἀπελπισία, διάλυση τῆς λύπης». Οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν μητέρα τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος συμβουλεύει: «Αἰχμαλώτισε τὴ μητέρα, καὶ θὰ σοῦ δώσει τὰ παιδιά της», δηλ. ἐξάσκησε τὴν ἀληθινὴ προσευχή, καὶ θὰ ἀποκτήσεις ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀλλά, γιὰ νὰ κάνουμε θεάρεστη προσευχή, χρειάζεται παράλληλα καὶ πνευματικὸς ἀγώνας. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε τὴ διπλῆ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ἂν διατηροῦμε λύπη καὶ μνησικακία μέσα μας γιὰ τὸν πλησίον, ἡ προσευχή μας δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀκόμη, χρειάζεται νὰ ἔχουμε καθημερινὴ μετάνοια γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας καὶ ταπείνωση καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε στὸν πνευματικό μας πατέρα τὰ τυχὸν ἁμαρτήματά μας. Νὰ συναισθανόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας, κι ἐμεῖς τίποτε δὲν κάναμε ἀντάξιο τῆς τόσης ἀγάπης Του πρὸς ἐμᾶς.
Στὴν προσευχὴ δὲν χρειάζεται νὰ λέμε πολλὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴν σκορπίζεται ὁ νοῦς μας. «Μὴ βαττολογήσητε ἐν τῇ προσευχῇ», μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ ἰσχυρότατη προσευχή, ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε παντοῦ καὶ πάντοτε, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, δηλ. τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἡ μικρὴ τούτη προσευχὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα. Καὶ τὴν Πίστη στὸν Ἰησοῦ, καὶ στὴν ἁγία Τριάδα, καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, καὶ τὴν αἴτηση, τέλος, τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχονται ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη. Βεβαίως, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικὲς προσευχές, ποὺ εἶναι καλὸ νὰ οἰκονομοῦμε χρόνο καὶ νὰ ἔχουμε κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ τὶς λέμε, στὴν προσωπική μας προσευχὴ θὰ ὑπάρχει μία ἐλευθερία ἔκφρασης, νὰ εὐχόμαστε δηλαδὴ ὅπως αἰσθανόμαστε, κατὰ τὴν περίσταση. Φθάνει νὰ γίνεται πάντοτε ἡ προσευχὴ καὶ μὲ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», μᾶς παραγγέλλει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος.
Ἀλλά, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι δὲν εἶναι εὔκολος ὁ ἀγώνας τῆς προσευχῆς, τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Ὅταν κάποτε ἐρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων, ποιά εἶναι ἡ πλέον κοπιώδης ἀρετή, ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἡ προσευχή. Διότι ὁ διάβολος, ἐπειδὴ λαμβάνουμε μεγάλη ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτήν, μᾶς παρεμβάλλει ποικίλα ἐμπόδια, γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴν προσευχηθοῦμε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ προσευχὴ χρειάζεται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἰδιαίτερο ἀγώνα. Ἐμεῖς ὅμως, ἂς ζητοῦμε μὲ πίστη καὶ ταπείνωση ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ δίνει τὴν προσευχὴ στὸν προσευχόμενο, νὰ μᾶς φωτίζει, τί πρέπει καὶ πῶς πρέπει καὶ πότε πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας, νὰ μᾶς δίνει ὅσο γίνεται ταπεινότερη καὶ καθαρότερη προσευχὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν!