Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς Κατάθεσης τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο
(ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Ἐξορινοῦ
τῆς ἐντὸς τῶν τειχῶν Ἀμμοχώστου,
Κυριακή, 30.08.2015)
Ἀξιωνόμαστε καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ πατέρες καὶ ἀδελφοί, νὰ προσφέρουμε τὴν ἀναίμακτο λατρεία, νὰ τελέσουμε τὴ θεία Λειτουργία στὸν ἱερὸ τοῦτο ναό, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς αὐριανῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία ἐκ Θεοῦ καὶ σημεῖον χάριτος καὶ προοδοποιεῖ ἄλλες ἐπερχόμενες εὐλογίες. Προσωπικά —συγχωρεῖστε με ποὺ ὁμιλῶ σὲ πρῶτο πρόσωπο— εἶναι ἰδιαίτερα μεγάλη ἡ συγκίνησή μου σήμερα, ποὺ ἀξιώνομαι νὰ λειτουργηθῶ καὶ νὰ λειτουργήσω γιὰ πρώτη φορά, ὡς κληρικός, σὲ ναὸ τῆς γενέτειράς μου, καὶ δὴ τῆς ἐντὸς τῶν τειχῶν βυζαντινῆς καὶ μεσαιωνικῆς Ἀμμοχώστου· στὸν εὐλογημένο τοῦτο ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἐξορινοῦ, ὅπου ἐκκλησιάζονταν παλαιότερα οἱ συγγενεῖς καὶ πρόγονοί μας, μέχρι τοὺς παπποῦδες καὶ τοὺς γονεῖς μας.
Καί, ἐπειδὴ αὔριο εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Παναγίας μας καί, ἀκόμη, ἐπειδὴ στὸ ὄνομά της τιμῶνται μεσαιωνικὸς ναὸς (15ου αἰ.) ἐδῶ στὴν παλαιὰ Ἀμμόχωστο, ὅπου θὰ μεταβοῦμε μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, καθὼς καὶ νεώτερος (πιθανώτατα 18ου ἡ ἀρχικὴ φάση) στὴ μεταγενέστερη πόλη τῶν Βαρωσίων (ὁ ναός, στὸν ὁποῖο ἐκκλησιαζόμουν κατὰ τὴν παιδική μου ἡλικία), προτίμησα σήμερα νὰ μοιραστῶ μὲ τὴν ἀγάπη σας λίγες σκέψεις ἐπάνω στὴν ἑορτὴ τούτη καὶ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὸ ἁγιασμένο μας νησί.
Σύμφωνα μὲ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ καταγράφεται σὲ συναξάρια καὶ λόγους Πατέρων στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ Παναγία μας, προτοῦ μεταστεῖ πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἄφησε ὡς εὐλογία τὰ ἱμάτιά της σὲ δύο πτωχὲς Ἑβραῖες παρθένους, ποὺ τὴν εἶχαν ὑπηρετήσει.
Ἡ μία ἐσθῆτα (ποδήρης χιτῶνας μὲ μανίκια) τῆς Θεοτόκου μεταφέρθηκε ἐπὶ Λέοντος τοῦ Α´ (457-474) στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸν περίφημο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, γεγονὸς ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 2 Ἰουλίου.
Ἡ Ζώνη τῆς Θεοτόκου, χωρὶς νὰ ἔχουμε σχετικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ πότε καὶ πῶς, μεταφέρεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ζήλας, πόλη κοντὰ στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίσθηκε κι αὐτὴ κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανοῦ (περὶ τὸ 530) στὴ Βασιλεύουσα, τὴ Νέα Ρώμη —ποὺ ἀκόρεστα συνέλεγε πανταχόθεν ὅλα τὰ καλὰ καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ Νέα Ἱερουσαλήμ— καὶ κατατέθηκε στὸν γνωστὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων. Εἶναι ἀκριβῶς τὴν κατάθεση αὐτή, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 31 Αὐγούστου. Τὸν ναὸ τοῦτο ἀνακαίνισε καὶ προικοδότησε πλουσιοπάροχα ὁ Ἰουστῖνος Β´ (565-578), ὁ ὁποῖος καὶ ἀνήγειρε ἐκεῖ παρεκκλήσι, γιὰ νὰ στεγαστεῖ ἡ ἁγία Ζώνη. Τὸ ἱερώτατο τοῦτο κειμήλιο ἀναδείχθηκε πηγὴ θαυμάτων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Εἶναι γνωστὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ποὺ τέλεσε στὴ σύζυγο τοῦ Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, Ζωὴ Καρβονοψίνα (περὶ τὸ 888), ἀπελευθερώνοντάς την ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ποὺ τὴν κατεῖχε. Ἡ ἁγία Ζώνη μεταγενέστερα τεμαχίστηκε γιὰ εὐλογία καὶ τὰ ἱερὰ τοῦτα κειμήλια ἀκολούθησαν τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἕνα τέτοιο τεμάχιο τῆς Θεομητορικῆς Ζώνης δωρήθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰ. ἀπὸ τὸν Σέρβο ἅγιο πρίγκηπα Λάζαρο στὴν ἀθωνικὴ μονὴ Βατοπεδίου, ὅπου διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα, εὐωδιάζοντας καὶ θαυματουργῶντας. Ἡ τιμὴ τῆς ἁγίας Ζώνης, γιὰ τὴ χάρη καὶ τὰ θαύματά της, ξαπλώθηκε μὲ τὰ χρόνια σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀρθόδοξης οἰκουμένης καὶ ἀνεγέρθηκαν ἀρκετοὶ ναοὶ πρὸς τιμή της. Ἡ εὐλογημένη μας νῆσος οὔτε ἐδῶ ὑστέρησε τῆς Θεομητορικῆς εὐλογίας: Μαζὶ μὲ τοὺς ὡς ἄνω δύο ναούς, εἶναι γνωστοὶ ἀκόμη τρεῖς ναοὶ στὸ ὄνομά της σὲ λειτουργία (στὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ καὶ στὰ χωριὰ Μονὴ καὶ Ἀπαισιὰ Λεμεσοῦ).
Καί, γιὰ νὰ στρέψουμε τὸν λόγο στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν ὁποία στὴν οὐσία τιμοῦμε, τιμῶντας τὴν ἁγία της Ζώνη, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς δὲν ὑπῆρξε, οὔτε θὰ ὑπάρξει ἅγιος ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἢ εὐλαβὴς πιστός, ποὺ δὲν ἀγάπησε ὑπερβαλλόντως καὶ δὲν ἀγαπᾶ ἢ δὲν θὰ ἀγαπᾶ μὲ ἰδιαίτερο υἱϊκὸ φίλτρο τὴν Θεοτόκο Μαρία. Τὴν ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ποὺ γιὰ τὴν ἄκρα της καθαρότητα, τὴν ὑπερβάλλουσα ταπείνωση, τὴν ἀκήρατη παρθενία, τὸ ἀμόλυντο καὶ ἀναμάρτητό της —ἡ Παναγία, ὡς γνωστόν, δὲν ὑπέπεσε σὲ ἑκούσια ἁμαρτήματα, οὔτε κἂν μὲ τὸν λογισμό—, ἀξιώθηκε νὰ ἑλκύσει τὴν ἄκρα εὔνοια καὶ Χάρη τοῦ Ὑψίστου, καὶ νὰ γίνει Νύμφη τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἀνύμφευτη. Νὰ γίνει, μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀπὸ ἄκρα ἀγάπη καὶ συγκατάβαση στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων σαρκώθηκε ἀπὸ τὰ ἅγια αἵματά Της. Ἔτσι ἡ Παναγία μας ἔγινε τὸ ὄργανο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ μὲ τὸ Θεομητορικό της ἀξίωμα κατέστη ὑψηλότερη ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους. Ἔγινε ἡ μετὰ Θεὸν Θεός, ἡ ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅπως τὸ ᾀσματομελῳδεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων καὶ τὰ συναξάρια, οἱ ποικίλες ψυχωφελεῖς διηγήσεις καὶ τὸ Γεροντικό, τὸ Λειμωνάριο, τὰ πατερικὰ βιβλία, εἶναι γεμάτα ἀπὸ θαυμαστὲς θεομητορικὲς ἐμφάνειες, θαύματα καὶ εὐεργεσίες τῆς Θεοτόκου, σ᾽ ὅλα τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Δὲν ἔχει χωριό, πόλη καὶ χώρα, ποὺ δὲν εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὴ Μεγαλόχαρη.
Καὶ ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα μας, ἡ ἁγιοτόκος καὶ Νῆσος τῶν Ἁγίων Κύπρος εὐμοίρησε ἰδιαίτερης χάρης, προστασίας καὶ εὐλογίας τῆς Παναγίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐξαιρετικὰ τιμήθηκε καὶ συνεχίζει νὰ τιμᾶται στὸ νησί μας, ὥστε αὐτὸ θὰ μποροῦσε ἀφόβως νὰ διεκδικήσει τὸν τίτλο τῆς «Νήσου τῆς Παναγίας» καὶ νὰ ὀνομαστεῖ ἕνα ἄλλο «Περιβόλι» Της. Ἀξιοσημείωτη ἐδῶ ἡ παράδοση γιὰ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ὅπου, στὸ Κίτιον, παρέδωσε στὸν φίλο τοῦ Υἱοῦ της καὶ τετραήμερο Λάζαρο ὠμοφόριο καὶ ἐπιμάνικα, τὰ ὁποῖα ἡ ἴδια εἶχε ὑφάνει. Πέραν τῆς ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας αὐτῆς τῆς —παλαιᾶς πάντως— παράδοσης, ἡ ἀπὸ ἐνωρίτατους χρόνους τιμὴ στὸ νησὶ τῆς Θεοτόκου ἔχει πολλαπλὲς ἁπτὲς ἀρχαιότατες μαρτυρίες: Παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς καὶ πρωτοβυζαντινοὶ ναοὶ τῆς Παναγίας στὴν Κύπρο, οἱ χρονολογούμενες στὸν 6ο/7ο αἰῶνα θαυμάσιες ψηφιδωτὲς ἀπεικονίσεις της στὴν Κανακαριὰ τῆς Λυθράγκωμης, στὴν Παναγία Κυρᾶ στὰ Λιβάδια Ἀμμοχώστου καὶ στὴν Ἀγγελόκτιστη στὸ Κίτιο, οἱ πάνω ἀπὸ τοὺς 200 γνωστοὺς σήμερα ναούς της καὶ πλεῖστα φερώνυμα τοπωνύμια, οἱ περὶ τὶς σαράντα γνωστὲς Μονές της, ἀλλὰ καὶ τὰ ποικίλα της θαύματα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες στὸ νησί μας, ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητα τεκμήρια τῆς ἰδιαίτερης εὔνοιας καὶ ἀγάπης τῆς Θεοτόκου πρὸς τὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ τῆς θαυμαστῆς Θεοτοκοφιλίας καὶ κατὰ δύναμιν υἱϊκῆς ἀγάπης καὶ ἀντιπροσφορᾶς εὐλαβείας καὶ σεβασμοῦ τῶν πιστῶν Κυπρίων. Ὁ ἰδιαίτερος μάλιστα αὐτὸς διαχρονικὸς σεβασμὸς τῶν πιστῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ πρὸς τὸ πανσέβαστό της πρόσωπο ἔχει δημιουργήσει ὁλόκληρο κατάλογο μοναδικῶν, γλυκυτάτων Θεομητροπρεπῶν ἐπικλήσεών της, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ἐνδεικτικὰ καὶ μόνον, σταχυολογοῦμε τὰ ἑξῆς στὴν Κύπρο προσωνύμιά Της: Ἁγνιώτισσα, Ἀσπροφοροῦσα, Ἀφέντρικα, Γλυκιώτισσα, Θεοσκέπαστη, Ἰαματική, Καθολική, Κανακαριώτισσα, Καταφυγιώτισσα, Κιβωτός, Κυκκώτισσα, Κυρὰ τοῦ Παντός, Κυρὰ τῶν Παίδων, Μάνα τῶν Παίδων, Παραδεισιώτισσα, Σφαλαγγιώτισσα, Φωτολάμπουσα, Χαρδακιώτισσα, Χρυσαλινιώτισσα, Χρυσελεοῦσα, Χρυσοαιματοῦσα, Χρυσαϊφυλιώτισσα, Χρυσο–βαρυελεοῦσα, Χρυσοπαντάνασσα, Χρυσογαλοῦσα καὶ ἄλλα πολλά.
Αὐτὸς ὁ ἴδιος σεβασμὸς καὶ ἀγάπη στὸ Πανάγιό της πρόσωπο ὁδήγησε καὶ ἐσᾶς, νὰ παραστεῖτε σήμερα ἐδῶ, στὴν προεόρτια αὐτὴ πανήγυρη τῆς Παναγίας μας, τῆς ἀληθινῆς καὶ μόνης μετὰ Θεὸν Καταφυγῆς ὅλου τοῦ κόσμου, σὲ θλίψεις καὶ ἀνάγκες καὶ συμφορές. Νὰ εὐχόμαστε ταπεινὰ ἡ Χάρη της νὰ μᾶς εὐλογεῖ, ἐνισχύει καὶ σκεπάζει σὲ ὅλα τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα μας καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύει ὅλους στὶς δύσκολες μέρες ποὺ ζοῦμε. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ἀκόμη νὰ διέλθουμε τὸν παρόντα σύντομο βίο μὲ ἀγάπη γνήσια μεταξύ μας, εἰρήνη, μετάνοια καὶ ἔργα θεάρεστα. Καὶ στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς Κρίσης, μὲ τὶς θεοπειθεῖς της ἱκεσίες, νὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς οὐράνιας βασιλείας, ὅπου συμβασιλεύει μὲ τὸν Υἱό της, ὡς Παντοβασίλισσα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ταῖς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!