Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον τῆς ΙΒ´ Κυριακῆς (Τῶν 10 Λεπρῶν)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»
Τρία σπουδαῖα θέματα θέτει μὲ ἐνάργεια μπροστὰ στὰ μάτια μας ἡ σημερινὴ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μία μεγάλη ἀρετὴ καὶ ἕνα μεγάλο πάθος-ἁμαρτία. Ποιά εἶναι αὐτά; Τὸ θαῦμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εἶναι ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν ἀνδρῶν. Ἡ μεγάλη ἀρετὴ εἶναι αὐτὴ τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας, κατ᾿ ἐξοχὴν πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους-εὐεργέτες μας. Ἡ ἁμαρτία δέ, αὐτὴ τῆς ἀγνωμοσύνης καὶ ἀχαριστίας.
Περιοδεύοντας κάποτε ὁ Κύριος, κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο, εὐεργε-τώντας καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ εἰσέλθει σ᾿ ἕνα χωριουδάκι τῆς Παλαιστίνης γιὰ τὸ σωτήριο ἔργο Του, συναντᾶ ἕνα θλιβερὸ θέαμα: Δέκα λεπροὶ ἄνδρες, ποὺ στέκονταν μακρυά, ἔξω ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ ἐκεῖνο, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ ἐλεεινὴ κραυγή, μὰ καὶ πίστη συνάμα: «Ἰησοῦ, ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»!
Πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε, πὼς ἡ ἀρρώστεια τῆς λέπρας εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερα γνωστὲς καὶ καταγραμμένες. Πρόκειται γιὰ μία λοιμώδη, μεταδοτικὴ δηλαδὴ ἀσθένεια, τῆς ὁποίας τὸν μικροοργανισμὸ ἀνακάλυψε τὸ 1873 ὁ Νορβηγὸς Hansen, ἐξ οὗ καὶ εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς νόσος τοῦ Χάνσεν. Τὸ 1947 ἀνακαλύφθηκαν κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία της, ὡστόσο ὑπάρχουν μέχρι σήμερα κρούσματα. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ὁ λεπρὸς ἐθεωρεῖτο ὡς ἀκάθαρτος καὶ μιασμένος ψυχῇ τε καὶ σώματι· γι᾿ αὐτὸ καί, ἀφοῦ διαπιστωνόταν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς -ποὺ ἦσαν οἱ ἁρμόδιοι γιὰ τὴ διάγνωση, τόσο τῆς νόσου αὐτῆς, ὅσο καὶ τῆς θεραπείας της-, ὅτι κάποιος ἔπασχε ἀπὸ λέπρα, αὐτὸς διωκόταν ἀπὸ τὴν πόλη ἢ τὸ χωριό του, καὶ ὑποχρεωνόταν νὰ μένει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ οἰκισμοῦ του μέχρι, ἢ νὰ θεραπευθεῖ, ἢ νὰ ἀποθάνει ὡς λεπρός. Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ ταλαίπωροι λεπροὶ θεωροῦνταν μιάσματα, ἀπα-γορευόταν νὰ συναναστρέφονται μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ εἶχαν ἔτσι διπλὸ καὶ πολλαπλὸ βάσανο.
Δέκα τέτοιους δύστυχους λεπροὺς συνάντησε τότε καὶ ὁ Κύριός μας, ποὺ ἀσφαλῶς εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὴ χάρη τῶν ἰάσεων, ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Διδάσκαλος· γι᾿ αὐτὸ καί, ὅταν ἀντιλήφθηκαν τὴν ἐκεῖ ἔλευσή Του, ἄρχισαν μὲ πίστη νὰ ἐπικαλοῦνται τὴ θεία Του βοήθεια. Κι ὁ φιλάνθρωπος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων, βλέποντας τὴ θλίψη μὰ καὶ πίστη τους καὶ τηρώντας συνάμα τὴ σχετικὴ διάταξη τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, τοὺς ἀποστέλλει στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τους. Κι ἐνῶ αὐτοί, ὑπακούοντας στὸν Μεγάλο Ἰατρό, πορεύονταν, θεραπεύ-θηκαν χάρη στὸ ἔλεός Του, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαίωσαν καὶ οἱ ἱερεῖς.
Ἀλλά, τί λυπηρό! Μόνο ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη τῆς θεραπείας ποὺ ἔλαβε, γεμάτος συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη, ἔτρεξε πίσω, νὰ βρεῖ τὸν Κύριο, τὸν ἰατρὸ καὶ εὐεργέτη του, δοξάζοντας στὸν δρόμο τὸν Θεὸ μὲ μεγάλη φωνή! Καί, ὅταν Τὸν βρῆκε, ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια Του, εὐχαριστώντας Τον μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς τονίζει ἐδῶ πὼς αὐτὸς ὁ λεπρὸς ἦταν Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς μὲ πρωτεύουσα τὴν ἀρχαία πόλη Σαμάρεια, καὶ ἦσαν ἀλλογενεῖς, ὄχι Ἑβραῖοι στὴν καταγωγή, ποὺ εἶχαν ἀσπασθεῖ μὲν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, διατηροῦσαν ὅμως πολλὲς ἰδιαιτερότητες στὴ λατρεία τους. Γιὰ τοὺς λόγους τούτους δὲν εἶχαν καθόλου καλὲς σχέσεις οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. «Οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις», σημειώνει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας θὰ τὸ ἐπισημάνει ἀμέσως, ἀφήνοντας ἀσφαλῶς νὰ νοηθεῖ ὅτι οἱ ἄλλοι ἐννέα θεραπευθέντες λεπροὶ ἦσαν Ἰουδαῖοι. Εἶπε λοιπὸν ὁ Κύριος: «Καλά! Δὲν θεραπεύθηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα, ποῦ εἶναι; Δὲν ἀντιλήφθηκαν καὶ αὐτοὶ τὴ Θεϊκὴ εὐεργεσία ποὺ τοὺς ἔγινε, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεό, παρὰ τοῦτος ὁ ἀλλογενής;» Κι αὐτὰ ὁ ἀνενδεὴς Κύριος δὲν τὰ εἶπε γιατὶ ἔχει ἀνάγκη τὶς εὐχαριστίες μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὸ χρέος τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς. Μὰ καὶ ὁ εὐγνώμων λεπρὸς ἔλαβε διπλὴ καὶ πολλαπλὴ τὴν εὐεργεσία ἀπὸ τὸν Δεσπότη: Ἔλαβε, ὄχι μόνο τὴ σωματικὴ ἴαση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ τὴ Χάρη νὰ πιστεύσει ἀληθινὰ στὸν Κύριο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Μεγάλη λοιπὸν ἡ ἀρετὴ τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας στὸν Θεό, ἀδελφοί. Καί, ὅπως εἴδαμε, τὴ ζητεῖ, τὴν ἀναμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Πάντοτε, καὶ γιὰ ὅλα! Καὶ στὶς εὐτυχίες μας, καὶ στὶς δυστυχίες μας. Καὶ στὸν πλοῦτο, καὶ στὴ φτώχεια. Καὶ στὴν ὑγεία, καὶ στὴν ἀσθένεια! Ναί! Καὶ ὅπως θεόπνευστα μᾶς κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πάντοτε χαίρετε, ἀδια-λείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε. Τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α´ Θεσ. 5, 16-18). Καί, ἐφαρμόζοντας ἐμεῖς τοῦτο τὸ ‘‘χρυσὸ τρίπτυχο τῶν ἀρετῶν’’, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ ἔχουμε πάντοτε χαρὰ πνευματική, νὰ προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα τὸν Δημιουργὸ καὶ Θεό μας, ἀποδεικνύουμε στὴν πράξη τὴν Πίστη μας. Ὅτι δηλαδὴ τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο. «Οὐδὲν ἀπρονόητον». Ὅλα στὴ ζωή μας εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ καλό μας, τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Ἔτσι ἔζησαν ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι, ἔτσι ἔζησαν καὶ ἔφθασαν σὲ μεγάλα μέτρα ἁγιότητας καὶ δύο σύγχρονοί μας ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, γεννημένοι στὴ λεβεντομάνα Κρήτη, ποὺ ἔπασχαν ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ νόσο τῆς λέπρας: Ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ λεπρός, ποὺ πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἁγιότητά του, καὶ ὁ Γέροντας Εὐμένιος Σαριδάκης, ποὺ καὶ αὐτὸς ἤδη ἐνεργεῖ θαυμαστὰ σημεῖα. Γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στὸν ὅσιο Νικηφόρο, ὅπως γράφει στὸν Βίο του: «Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν κατάκοιτος, μὲ πληγὲς καὶ πόνους, δὲν γόγγυζε ἀλλὰ ἔδειχνε μεγάλη καρτερία… Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς παρηγορίας τῶν θλιβομένων. Τὰ μάτια του ἦταν μονίμως ἐρεθισμένα, ἡ ὅρασή του ἐλαχίστη, εἶχε ἀγκυλώσεις στὰ χέρια καὶ παράλυση στὰ κάτω ἄκρα. Παρόλ᾽ αὐτά, ἦταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγεῖτο χαριτωμένα περιστατικά, ἦταν εὐχάριστος, ἀξιαγάπητος… Τὸ πρόσωπό του, ποὺ ἦταν φαγωμένο ἀπὸ τὰ στίγματα τῆς ἀσθένειας καὶ τὶς πληγές, ἔλαμπε καὶ ἔπαιρναν χαρὰ ὅσοι ἔβλεπαν αὐτὸ τὸν πάμπτωχο καὶ ἀσθενὴ ἄνθρωπο, ποὺ ἔλεγε: ‘‘Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ἄγιο Ὄνομά Του!’’» Σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν, στὶς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964, κοιμήθηκε ὁ ὅσιος Νικηφόρος, καὶ τὰ ἱερά του λείψανα τώρα εὐωδιάζουν ὑπερκόσμια καὶ θαυματουργοῦν.
Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη, τὸ θάρρος, τὴν ἐλπίδα μας, μάλιστα στὶς δύσκολες τοῦτες μέρες, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ διερχόμαστε. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια, μὲ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, τοῦ φρονήματός μας. Μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε πλησίον μας. Μὲ Ἐξομολόγηση, μὲ ἐνσυνείδητη συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ συγχωρητικότητα τῶν ἄλλων. Μὲ ταπείνωση καὶ προσευχή. Μὲ χαρὰ ἐν Χριστῷ, προσευχὴ συνεχὴ καὶ παντοτινὴ εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο, μιμούμενοι τὸ κατὰ δύναμη τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων μας. Ἂν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε, θὰ ἔλθει πλούσιο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ σ᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν τόπο μας. Καὶ οἱ ὅποιες σημερινὲς κρίσεις, ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς μας κρίσης, θὰ ξεπεραστοῦν. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τὴ ζωὴ τούτη νὰ διέλθουμε μὲ εἰρήνη καὶ νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἀνέκφραστη ἐκείνη χαρὰ τῶν δικαίων καὶ ἁγίων, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!