Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε…»
Ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἀπέραντη στοργὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἔκδηλη καὶ διαφαίνεται σὲ πλεῖστα σημεῖα τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων.
Ὅταν κάποτε στὴν πόλη τῆς Καπερναοὺμ ἐρωτήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποιός θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ Κύριός μας προσκάλεσε ἕνα παιδάκι, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους, καὶ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ὅταν ἄλλοτε πάλιν κάποιες μητέρες τοῦ ἔφεραν τὰ μικρὰ παιδιά τους νὰ τὰ εὐλογήσει καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, θεωρώντας πὼς ὁ Διδάσκαλος θὰ ἐνoχλεῖτο, τὶς ἐπέπληξαν καὶ ἐμπόδισαν, ὁ Κύριος, παρεμβαίνοντας μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση γιὰ τὴν ἐνέργειά τους αὐτή, τοὺς εἶπε: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Τὴν ἀγάπη ἀκόμη τοῦ Δεσπότου πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους φανερώνουν καὶ πολλὰ θαύματά Του: Ἀνέστησε τὴ νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου· ἀπάλλαξε ἀπὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο τὴν κόρη τῆς Χαναναίας· θεράπευσε τὸν ἄρρωστο υἱὸ τοῦ βασιλικοῦ στὴν Κανᾶ τῆς Γαλαιλαίας· ἀνέστησε τὸν μονάκριβο υἱὸ τῆς χήρας στὴ Ναΐν. Κι ἀκόμη, θεράπευσε τὸν δυστυχισμένο ἐκεῖνο σεληνιαζόμενο νέο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ὅπως μᾶς ἐξιστορεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο τῆς θαυμαστῆς ἴασης τοῦ νέου ἐκείνου συνέβη ἀμέσως μετὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Κατεβαίνοντας δηλαδὴ ὁ Κύριος μὲ τοὺς τρεῖς ἐκλεκτούς του μαθητὲς ἀπὸ τὸ Θαβώρειο ὄρος, βρῆκε ὄχλο πολὺ συναθροισμένο, νὰ συζητᾶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους. Τί εἶχε προηγηθεῖ; Ἕνας πονεμένος πατέρας, ὁ πατέρας τοῦ σεληνιαζομένου, ψάχνοντας γιὰ τὸν θαυματουργὸ Ἰατρὸ ᾽Ιησοῦ, συνάντησε τοὺς ἐννέα μαθητές του, παρακαλώντας τους νὰ θεραπεύσουν τὸ ταλαίπωρο παιδί του. Μὰ αὐτοί, παρόλο ποὺ εἶχαν λάβει ἐξουσία ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἐκβάλλουν δαιμόνια καὶ νὰ θεραπεύουν ἀσθενεῖς, δὲν μπόρεσαν τότε νὰ θεραπεύσουν τὸν νέο, μὲ πρόνοια ἀσφαλῶς τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ δοκιμασία τῆς πίστης τοῦ πατέρα τοῦ νέου. Κι ἀκόμη γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ διδαχθοῦν περαιτέρω οἱ τότε ἀτελεῖς εἰσέτι ἀπόστολοι. Τοῦτο ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἀπάντησε στὸν δύστυχο ἐκεῖνο γονιό, ποὺ τοῦ διεκτραγώδησε τὰ φοβερὰ πάθη καὶ δοκιμασίες τοῦ παιδιοῦ του: «Ὤ γενεὰ ἄπιστη, μέχρι πότε θὰ βρίσκομαι μαζί σας; Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» Κι ὅταν ζήτησε νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἀσθενὴ κοντά του, τὸ δαιμόνιο σπάραξε τὸν νέο, ποὺ ἔπεσε χάμω καὶ ἄρχισε νὰ κυλιέται στὴ γῆ, βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.
Ὅπως δὲ ἑρμηνεύουν κάποιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ διάβολος στὴν περίπτωση τούτη τοῦ νέου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες, παραμόνευε πότε θὰ ἦταν πανσέληνος, γιὰ νὰ ἐκδηλώσει τὶς φοβερὲς ἐκεῖνες ἐπενέργειές του στὸ πλάσμα ποὺ κατοικοῦσε, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐξαπατηθοῦν καὶ νὰ ἀποδώσουν τὰ πάθη αὐτὰ στὴν ἐνέργεια τῆς σελήνης (ἐξ οὗ καὶ σεληνιασμός) καὶ κατ᾽ ἐπέκταση στὸν Θεό, κι ὄχι στὸν διάβολο. Καὶ κάτι ἀκόμη νὰ προσθέσουμε: Παρόμοια παθολογικὰ συμπτώματα μπορεῖ νὰ παρουσιάσει καὶ ἕνας ποὺ πάσχει καθαρὰ βιολογικά, δηλ. μὲ ἀσθένεια στὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα (ἐγκέφαλο), χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δαιμόνιο. Ὁ δαιμονιζόμενος ξεχωρίζει σαφῶς ἀπὸ ἕνα βιολογικὰ ἀσθενή: Ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου του, ἀπὸ τὸ ὅτι βρίζει τὰ θεῖα, ἀντιδρᾶ σὲ ὅ,τι ἱερό, π.χ. μπροστὰ στὸν σταυρό, σὲ ἅγια λείψανα, κ.λπ.
Ὁ Κύριος, προσέξτε, τί ρώτησε στὴ συνέχεια τὸν πατέρα του: Ἀπὸ πότε τοῦ συμβαίνουν αὐτά; Μήπως δέν γνώριζε ὁ Παντογνώστης; Ἀσφαλῶς, ναί! Ἀλλὰ ρώτησε, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ δημόσια τὸ πότε: «Παιδιόθεν», ἀπάντησε ὁ πατέρας. «Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔβαλε καὶ σὲ φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξε σὲ ποταμοὺς καὶ λίμνες, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει! Ἀλλά, σπλαγχνίσου μας, καὶ βοήθησέ μας, ὅπως μπορεῖς!» Ὁμολόγησε λοιπὸν ὁ πατέρας πὼς ἀπὸ μικρὸ παιδὶ βασανιζόταν ὁ γυιός του, ἀλλά, ὅπως φαίνεται, δὲν εἶχε φροντίσει ἀπὸ τότε νὰ προσπέσει στὸν Θεό, νὰ ὁδηγήσει τὸ πολυβασανισμένο του παιδὶ στὸν Θεὸ ἔγκαιρα, γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξει ἀπὸ τέτοια πανώδυνη μάστιγα. Κι ὅταν ὁ Χριστός, δοκιμάζοντάς τον μιὰ τελευταία φορά, τοῦ εἶπε τὸ περίφημο, «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι», κι ἐκεῖνος κραύγασε μὲ δάκρυα, «πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», καμπτόμενος ὁ Φιλάνθρωπος καὶ ἐπιβραβεύοντας τὴ βαθειά του πλέον πίστη, θεράπευσε τὸν νέο, ἀπαλλάσοντάς τον ἀπὸ τὸν ἀδυσώπητο ἐκεῖνο δαίμονα. Ὅταν κατόπιν ἐρώτησαν τὸν Διδάσκαλο οἱ μαθητές, γιατί δὲν μπόρεσαν ἐκεῖνοι νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸν πάσχοντα, ἀπαντώντας, τοὺς μυσταγώγησε σὲ δύο βασικὲς ἀλήθειες τῆς Πίστης μας: Πρῶτον, ὅτι ὑπάρχουν γένη, ποικίλα δηλαδὴ δαιμονικὰ τάγματα, ὅπως ὑπάρχουν καὶ ἀγγελικὰ τάγματα, καὶ πὼς τὸ δαιμόνιο ἐκεῖνο ἄφησε νὰ νοηθεῖ πὼς ἀνῆκε σὲ ἀρχικὸ τάγμα, ὅπως λέμε, ἦταν δηλονότι μεγαλύτερο καὶ σκληρότερο. Κι ἀκόμη εἶπε ὁ Κύριος πὼς χρειάζεται πολλὴ προσευχὴ καὶ νηστεία, γιὰ νὰ διωχθεῖ τέτοιο ἀρχικὸ δαιμόνιο. Τοῦτο τὸ τελευταῖο συνδέει τὴν περικοπὴ μὲ τὴν περίοδο τῶν Νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ποὺ Χάριτι Θεοῦ διανύουμε. Καὶ μᾶς διδάσκει ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὅτι μὲ τὴ γνήσια νηστεία καὶ τὴ μὲ ταπείνωση προσευχὴ τῶν ἡμερῶν τούτων μποροῦμε νὰ καταπολεμήσουμε τὰ πάθη μας καὶ τὸν ὑποκινητή τους διάβολο, ποὺ δὲν παύει νὰ πολεμεῖ τοὺς πιστούς.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ στάση τοῦ πατέρα τοῦ ταλαίπωρου ἐκείνου νέου θέτει ἕνα σημαντικώτατο ἐρώτημα καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς κάθε ἐποχῆς, ἀσφαλῶς καὶ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς. Ποῦ ὁδηγοῦν καὶ πρὸς τὰ ποῦ κατευθύνουν τὰ παιδιά τους; Μὲ ποιές ἀρχὲς τὰ διαπαιδαγωγοῦν; Κι ἀκόμη, ἂν παρασυρθοῦν καὶ ἐμπλακοῦν στὰ γρανάζια τῆς ποικιλώνυμης διαφθορᾶς τῶν καιρῶν μας, πότε καὶ ποῦ προσφεύγουν γιὰ βοήθεια; Σὲ ποιόν ἀποτείνονται, νὰ τὰ σώσει ἀπὸ τὴν κατρακύλα στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας;
Ἐδῶ, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς κατηγορίες γονέων. Πρῶτον, τοὺς ἀδιάφορους γονεῖς. Ἡ μεγάλη αὐτὴ κατηγορία γονέων παραμένει ἀνυποψίαστη γιὰ τὶς μεγάλες εὐθύνες ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ψυχικὴ καλλιέργεια τῶν παιδιῶν τους. Ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τους ἐξαντλεῖται συνήθως στὸ νὰ ἐξασφαλίσουν σ᾽ αὐτὰ ὑλικὰ μέσα καὶ ἀνέσεις. Νὰ τὰ μεγαλώσουν, χωρὶς νὰ τοὺς λείψει τίποτε. Νὰ τὰ μορφώσουν, γιὰ νὰ πάρουν ἕνα καλὸ πόστο καὶ νὰ ἔχουν ἄφθονα χρήματα. Ἡ ἄλλη κατηγορία, εἶναι οἱ λεγόμενοι μοντέρνοι καὶ προοδευτικοὶ γονεῖς, ποὺ θεωροῦν ἀναχρονιστικὸ νὰ ὁδηγήσουν τὰ παιδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι μόνο δὲν τοὺς δίνουν μιὰ χριστιανικὴ ἀγωγή, ἀλλὰ εἰρωνεύονται τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ἐμποδίζουν νὰ διαβάσουν κάτι πνευματικό, ἢ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς κατηγορίες γονέων ὑποδηλώνουν πὼς βλέπουν τὰ παιδιά τους μόνο ὡς σάρκες. Τοὺς διαφεύγει πὼς ἔχουν μέσα τους μιὰ ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὶς δικές της ἀνάγκες, ἀνάγκες καθαρὰ πνευματικές. Κι ὅτι πρώτιστο καθῆκον τους εἶναι νὰ ἐμφυτεύσουν στὶς καθαρές τους καρδιὲς τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν Πίστη σ᾽ αὐτὸν καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸ ἅγιο θέλημά Του. Καί, δυστυχῶς, τὴν ἀμέλεια τούτη τῶν γονιῶν αὐτῶν, σπεύδει ἀναπόφευκτα νὰ ἀναπληρώσει τὸ πεζοδρόμιο, ὁ σωματέμπορος, ὁ ἔμπορος ναρκωτικῶν, ὁ «ξεσκολισμένος» συμμαθητὴς ἢ συμμαθήτρια, ἡ ντισκοτὲκ καὶ τὰ ποικιλώνυμα μπαράκια. Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι γνωστὰ καὶ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴν καθημερινότητα μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια. Τέλος ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ οἱ εὐλογημένοι ἐκεῖνοι γονεῖς, πού, συναισθανόμενοι τὸ μέγιστο ἠθικό τους χρέος πρὸς τὰ νεαρά τους βλαστάρια, ἀγωνίζονται πρῶτα οἱ ἴδιοι νὰ ζοῦν μὲ συνέπεια τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, καὶ μεταβάλλουν στὴ συνέχεια τὴν οἰκογένειά τους σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία». Παρακολουθοῦν, σὰν καλοὶ ἄγγελοι, νυχθημερὸν τὰ παιδιά τους καὶ ἐπαγρυπνοῦν στὴν ἀνατροφή τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Σὲ μιὰ τέτοια οἰκογένεια βασιλεύει ὁ Χριστὸς καὶ ἐπιδαψιλεύεται κάθε εὐλογία Του.
Ἀδελφοί μου, στὶς μέρες μας, ποὺ καταρρέει ὁ χάρτινος πύργος τοῦ νεοπλουτισμοῦ καὶ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, περισσότερο παρὰ ἄλλοτε πρέπει νὰ κρατηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀκράδαντη πέτρα τῆς Πίστης μας καὶ σ᾽ αὐτὴν νὰ στεριώσουμε, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας, τὸ μέλλον τοῦ τόπου μας. Νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ σημερινὴ πολιτικοικονομικὴ καὶ ἐθνική μας κρίση εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μακρόχρονης πνευματικῆς κρίσης ἐμᾶς τῶν νεωτέρων Κυπρίων. Καλούμαστε, λοιπόν, νὰ προσπέσουμε στὸν ἐλεήμονα Θεό μας μὲ πίστη, ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ μετάνοια, γνήσια μετάνοια. Καί, κατὰ τὴν ἀψευδὴ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία, ποὺ εἶπε, «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς εὐημερία μας) προστεθήσεται ὑμῖν», ἀφοῦ ταπεινωθοῦμε ὅλοι μας καὶ μετανοήσουμε εἰλικρινὰ γιὰ τὰ λάθη καὶ πάθη μας καὶ ἐκζητήσουμε ἀληθινὰ τὸν Θεό, δὲν θὰ μᾶς παραβλέψει ἡ ἀγαθότητά Του. Ἀλλά, καὶ τὴν παροῦσα πρόσκαιρη ζωή μας θὰ εὐλογήσει νὰ τὴ διέλθουμε εἰρηνικά, καὶ ἐκείνης τῆς αἰώνιας καὶ ἀληθινῆς θὰ μᾶς ἀξιώσει, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἀγίων. Ἀμήν!