Ὅταν μιλήσεις στοὺς ψευτοχριστιανοὺς γιὰ σκληρὴ ἄσκηση στὸ κορμὶ καὶ στὸ πνεῦμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θυμώνουνε, σὲ λένε φακίρη, εἰδωλολάτρη, βάρβαρο. Ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις τὴν πίστη ἑνὸς χριστιανοῦ, μίλησέ του γιὰ τὸν ἀσκητισμό. Ὁ πιστὸς θὰ νοιώσει κατάνυξη, ὁ χλιαρός, δηλαδὴ ὁ ψεύτικος, ὁ ἄπιστος, θὰ διαμαρτυρηθεῖ. Τί ἂν λέγει ὁ Χριστός: «Μακάριοι, ὅσοι ἀφήσανε τὰ πάντα καὶ μ’ ἀκολουθήσανε», ἢ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν», καὶ πὼς «θλῖψιν ἔξετε», καὶ πὼς «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»; Ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ χωρὶς Χριστό, δηλ. χωρὶς θλίψη πνευματική, χωρὶς νὰ σηκώνουμε τὸν σκληρὸ σταυρό, ἀλλὰ νὰ περπατᾶμε στὸν πλατὺν δρόμο. Αὐτοὶ οἱ ψεύτικοι χριστιανοί, σὰν τοὺς μιλᾶ κανένας γιὰ σκληρὴ καὶ στερημένη ζωή, γιὰ θυσία, γιὰ ἄσκηση, λένε, πὼς αὐτὰ δὲν τὰ θέλει ὁ Χριστός καὶ πὼς αὐτὰ εἶναι παρακαμώματα. Μά, ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, στὸν Χριστιανισμό τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ παραγίνει. Γιὰ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα μπορεῖς νὰ πεῖς, πὼς κάτι τί εἶναι παρακανωμένο, μονάχα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει παρακάνωμα. Τί παρακάνωμα μπορεῖ νὰ σηκώσει ἀκόμα, τὸ νὰ ἀγαπᾶς αὐτὸν ποὺ σκότωσε τὸν πατέρα σου, τί παρακάνωμα μπορεῖς νὰ κάνεις, στὸ νὰ σὲ χτυπήσουνε καὶ στὸ ἄλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα νὰ γίνει ἀκόμα, στὸ νὰ πεινᾶς καὶ νὰ διψᾶς τὴν καταφρόνεση, στὸ νὰ κάνεις, ὅσα ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐσένα, δηλ. στὸ ν’ ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθρούς σου, νὰ γλυκομιλᾶς αὐτὸν ποὺ σὲ βρίζει, νὰ μὴν κρίνεις αὐτὸν ποὺ σὲ δικάζει, νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν πιὸ τιποτένιον ἄνθρωπο, κι ὅταν τὰ κάνεις ὅλα αὐτά, νὰ λὲς πὼς εἶσαι «ἀχρεῖος δοῦλος»;
Τί παρακάνωμα μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα, στὸ νὰ πιστέψεις πὼς θὰ ἀναστηθοῦνε τὰ σώματά μας ἀθάνατα, ὡς νὰ ἀνοιγοκλείσει τὸ μάτι, καὶ πὼς ὁ κόσμος ὅλος θ’ ἀλλάξει μονομιᾶς καὶ πὼς θὰ γίνει ἄλλος καινούριος κόσμος ἄφθαρτος; Λοιπὸν, ὑπάρχει τίποτα στὸν Χριστιανισμὸ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ παρακαμωθεῖ; Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπερβολὴ ὅλων τῶν ὑπερβολῶν, τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀπίστευτα. Γιὰ τοῦτο, ἡ πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐξωτικὴ χώρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ μοναχά, ἡ πίστη. Καὶ γιὰ τὴν πίστη δὲν ὑπάρχει κανένα παρακάνωμα. Ἐνῶ γιὰ τὴν ἀπιστία ὑπάρχει ἡ πονηρὴ φρονιμάδα, τὸ μέτριο καὶ ὁ συμβιβασμός. Γι’ αὐτὸ οἱ τέτοιοι ψευτοχριστιανοὶ δὲν ἀντέχουνε στὴ φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ γυρίσανε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ κάποιο σύστημα ἠθικό, ὠφέλιμο γιὰ τὴν ἐγκόσμια ζωή, ποὺ γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς χρειάζεται ὁλότελα ὁ Χριστός. Γιατί ὁ ἄπιστος φοβᾶται, ἐνῶ ὅποιος πιστεύει, «ὡς λέων πέποιθε», κατὰ τὸν προφήτη.
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, φλέγεται χωρὶς νὰ τὸ δείχνει, χαίρεται χωρὶς νὰ γελᾶ, συντρίβεται μέσα στὸν βυθὸ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἀπὸ τὴ λεγόμενη φιλανθρωπία. Γιὰ τοῦτο, οἱ φιλάνθρωποι δὲν γεύουνται αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «νερὸ ποὺ πηδᾶ σὲ ζωὴ αἰώνια». Οἱ φιλανθρωπίες ποὺ κάνουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἕνα χρέος κοινωνικό. Αὐτοὶ οἱ φιλάνθρωποι, κι ὅποιος εἶναι πρακτικὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι χριστιανοί.
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του, ἀγαπᾶ τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα. Μέσα στὸν Χριστὸ βρίσκεται ὅ,τι ἀξίζει τὴν ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ὁ πόνος, ἡ πραότητα, ἡ πνευματικὴ θλίψη καί ἡ πνευματικὴ χαρὰ, ποὺ εἶναι καί οἱ δυὸ γλυκὲς, ὅταν γίνονται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
«Δεῦτε πρὸς με, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Νά μᾶς ἀναπαύσεις! Δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τὸ ἀκούσουμε. Μὰ ἐμεῖς δὲν θέλουμε ν’ ἀναπαυθοῦμε. Ἐμεῖς θέλουμε νά ‘μαστε φορτωμένοι, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς ἔχθρες μας, μὲ τοὺς πολέμους, μὲ τὶς φροντίδες τῆς φιλοδοξίας, τῆς σάρκας, μὲ αἵματα λερωμένοι, μὲ πιστόλια, μὲ κανόνια, μὲ μπόμπες. Τί θὰ γίνουμε χωρὶς αὐτά, Κύριε εἰρηνοποιέ; Πῶς θὰ ζήσουμε ἔτσι ἀναπαυμένοι, μὲ τί θὰ γεμίσουμε τὸν ἄδειο τὸν ἑαυτό μας, ἀφοῦ γιὰ μᾶς εἶναι ζωὴ μονάχα αὐτὰ τὰ πράγματα. Εἰρήνη μᾶς δίνεις, μὰ ἡ εἰρήνη εἶναι ὁ θάνατός μας, ἀφοῦ εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἀγαπημένων μας παθῶν! Ἂν ἔλεγες «κι ἐγὼ θὰ σᾶς φορτώσω καὶ ἄλλα τέτοια βάρη, ποὺ δὲν τὰ γνωρίζετε, ἐγὼ θὰ πλουτήσω τὴν ψυχή σας καὶ μὲ ἄλλα τέτοια πλούτη, ποὺ νὰ μὴ εἰρηνέψετε ποτέ», τότε θὰ ἐρχόμαστε κοντά σου, θὰ σὲ παραδεχόμαστε γιὰ Θεό μας. Ἐμεῖς θέλουμε θεοὺς ποὺ νὰ μᾶς φορτώνουνε, ἐκδικητικούς, σὰν τὸν Ἄρη, σὰν τὸν Δία, σὰν τὸν Κρόνο, ψεύτες σὰν τὸν Ἑρμῆ, σὰν τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε τὴν κακία, γιατί αὐτὴ εἶναι ζωντανὴ καὶ δυνατή. «Ναί, ἔρχου, Κύριε!» Κράζει μὲ χαρὰ ὁ Ἰωάννης στὸν Ἐρχόμενο ἐπὶ Νεφελῶν στὴ Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νά ΄σαι ἅγιος, δίκαιος καὶ μάλιστα νά ‘ ‘σαι Ἰωάννης, γιὰ νὰ χαίρεσαι πὼς θά ‘ρθει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τὸν περιμένεις. Ἐμεῖς κράζουμε «μὴν ἔλθεις Κύριε». Γιατί εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου καταπάνω μας. Μὲ τὴν «ἀτομικὴ μπόμπα» τα συλλογίζουμαι αὐτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος ἐπέπεσε ἐπὶ πᾶσαν καρδίαν. Μακάριοι, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι σὲ κάθε στιγμή! Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! Ποιός εἶναι ἕτοιμος σὰν τὸν Ἰωάννην τον ἁγιώτατο ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Ὅλοι μας φοβούμαστε, μήπως ἔλθεις ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ (Λουκᾶς ΚΑ’).
Οἱ ἄνθρωποι, ἂν τοὺς βρίσεις ἢ λογοφέρεις μαζί τους ἢ γράψεις γι’ αὐτοὺς κακό, ἔρχεται ὥρα ποὺ μπορεῖ νά σοῦ τὸ συχωρέσουν. (Δὲν βαρυέσαι, ἀδελφέ, ξέχασέ τα!) Κεῖνο ποὺ δὲν θὰ σοῦ συχωρέσουνε ποτὲ, καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ σὲ μισήσουνε, εἶναι νὰ ζεῖς κατὰ τέτοιον τρόπο, ποὺ νὰ ντρέπουνται ἐκεῖνοι γιὰ τὴ δική τους τὴ ζωή, νά ‘ναι ἡ ζωή σου σὰν ἕνας ἔλεγχος τῆς δικῆς τους.
Ὅποιος ἀπογεύθηκε κατάκαρδα τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, δὲν βιάζει τὸν ἑαυτό του νά ‘ναι φτωχός, μὰ θεληματικὰ ποθεῖ τὴ φτώχεια καὶ χάνει τὴ χαρά του σὰν ἀποκτήσει κάτι τί παραπάνω, ἂς εἶναι καὶ τὸ πιὸ τιποτένιο πρᾶγμα. Κι ὅ,τι εἶναι ταπεινὸ καὶ φτωχικὸ καὶ καταφρονεμένο, τ’ ἀγαπᾶ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά του χωρὶς νὰ λέγει τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ὁ ταπεινὸς ἀγαπᾶ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ λησμονιά: «Ἐγγὺς ὁ Θεὸς τῆς λυπηρᾶς καρδίας».
Μόλις σκορπίσουνε οἱ πειρασμοὶ κι ἀνοίξει ἡ πόρτα τῆς ψεύτικης χαρᾶς καὶ τῆς ἀναπαύσεως, κλείνει ἡ πόρτα τῆς ἀληθινῆς εὐφροσύνης. Αὐτὸ τὸ νοιώθει καθαρὰ ὁ Χριστιανός.
Προσευχή. Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε πολυέλεε, σὲ ὑμνῶ, σὲ δοξάζω, γιατί μ’ ἔπλασες ἀπὸ τὸ τίποτα. Ἀλλὰ δὲν μ’ ἔπλασες μοναχὰ μιὰ φορά ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μὲ πλάθεις ἀπὸ τὸ τίποτα, ἐπειδὴ καὶ κάθε μέρα μὲ βγάζεις ἀπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου ποὺ ξαναπέφτω. Μέσα στὸν ἀκαταμέτρητο τὸν κόσμο, μέσα στὴ μερμηγκιά τῶν ἀνθρώπων, εἶμαι ἕνα τίποτα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Καὶ μολαταῦτα, τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν θυμᾶσαι καὶ τὸν βρίσκεις καὶ τὸν τραβᾶς πρὸς ἐσένα καὶ τὸν ζωοποιεῖς ἀπὸ πεθαμένον καὶ τὸν ξαναπλάθει τὸ πατρικὸ χέρι σου, σὰν νὰ εἶναι ὁ καθένας μας μοναχὰ αὐτὸς στὸν κόσμο. Ἡ κραταιὰ δύναμή σου βαστᾶ ὅλη τὴν κτίση κι ὅλες τὶς ψυχὲς σὰν νά ‘ναι μιὰ καὶ μοναχή. Καὶ τὶς κάνεις νὰ νοιώσουνε τὴν ἀθανασία σὰν νά ‘ναι μιὰ καὶ μονάχη ἡ καθεμιὰ καὶ σὲ νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, ποὺ δὲν κουράζεται νὰ συχωρᾶ καὶ νὰ ξαναπλάθει τὸν ἑαυτό μας, ποὺ πεθαίνει κάθε ὥρα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.