Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλῆ ἑορτή. Τὸ πρῶτο ποὺ ἑορτάζουμε εἶνε ἡ Κυριακή. Τί θὰ πῇ Κυριακή; Εἶνε μιὰ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀφιερωμένη στὴ λατρεία τοῦ Κυρίου. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία, δουλειά. «Ὅποιος δὲν θέλει νὰ δουλεύῃ», λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη, «δὲν πρέπει μήτε νὰ τρώῃ» (Β΄ Θεσ. 3,10). Ἀλλὰ ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησαν οἱ καμπάνες; τότε στόπ, σταματᾷ κάθε ἐργασία καὶ οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ τρέχουν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό, ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τὸ κάνουμε αὐτό; Ἐὰν τὸ κάνουμε, τότε ἡ Κυριακὴ θὰ εἶνε μιὰ ἡμέρα εὐλογημένη καὶ θά ᾿νε εὐλογημένη κι ὅλη ἡ ἑβδομάδα· τότε χῶμα θὰ πιάνουμε καὶ μάλαμα θὰ γίνεται. Ἐὰν ὅμως δὲν τιμοῦμε τὴν Κυριακὴ ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐξακολουθοῦμε καὶ τότε νὰ ἁμαρτάνουμε, τότε καὶ οἱ πέτρες θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. Καὶ δυστυχῶς τώρα οἱ Χριστιανοὶ δὲν τιμοῦν τὴν Κυριακή. Στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας χωρὶς καμπάνες ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησία, ἄκουγαν τὴ θεία λειτουργία μὲ δάκρυα, ἔπαιρναν τὸ ἀντίδωρο – ἦταν ἕνας κόσμος ἁγιασμένος. Τώρα ἄδειασαν οἱ ἐκκλησίες. Καὶ τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές»· καὶ τὸ εἴδαμε στὶς ἡμέρες μας.
Τὸ ἄλλο ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα εἶνε ὅτι ἡ Κυριακὴ αὐτή, ὅπως λένε τὰ βιβλία μας, ὀνομάζεται Κυριακὴ Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, εἶνε δηλαδὴ ἡ πρὸ τῶν Χριστουγέννων Κυριακή. Ἔφθασε πλέον ἡ μεγάλη ἑορτή.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα παρουσιάζει ἕνα κατάλογο μὲ πολλὰ ὀνόματα, κατάλογο ποὺ ἀνατρέχει στὸ παρελθόν (βλ. Ματθ. 1,1-16). Τί δείχνει ὁ κατάλογος αὐτός; Ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο· ὅλοι γεννηθήκαμε ἀπὸ μιὰ μάνα κι ἀπὸ ἕνα πατέρα. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε μόνο ἀπὸ μάνα, ὄχι καὶ ἀπὸ πατέρα. Γεννήθηκε δηλαδὴ ὄχι μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, θεϊκό. Ἡ Παναγία μητέρα του ἦταν παρθένος προτοῦ νὰ τὸν γεννήσῃ, καὶ ἔμεινε παρθένος ὅταν τὸν γεννοῦσε, καὶ παρθένος μετὰ τὴ γέννησί του! γι᾿ αὐτὸ λέγεται ἀειπάρθενος· σὲ ὅλη τὴ ζωή της ἔμεινε παρθένος ἡ Μαριάμ.
Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα γεννήθηκαν ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς, ἐκεῖνοι πάλι ἀπὸ ἄλλους, καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔτσι σχηματίζεται μιὰ ἁλυσίδα προγόνων, τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ῥίζα εἶνε ὁ μεγάλος πατριάρχης, ὁ Ἀβραάμ. Ἀπὸ ᾿κεῖ, ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἀβραάμ, κατάγεται ὁ Χριστός μας. Ὀνόματα πολλά, 50 περίπου ὀνόματα ἔχει ὁ κατάλογος· ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸ Δαυῒδ 14 γενεές, ἀπὸ τὸ Δαυῒδ μέχρι τὴ μετοικεσία στὴ Βαβυλῶνα 14 γενεές, καὶ ἀπὸ τὴ μετοικεσία στὴ Βαβυλῶνα μέχρι τὸ Χριστὸ ἄλλες 14 γενεές· ἐν ὅλῳ 42 γενεές, δηλαδὴ 2.000 χρόνια.
Ὀνόματα πολλά, τὰ ὁποῖα ἀκούσαμε. Κάθε ὄνομα ἔχει καὶ μιὰ ἱστορία. Γιὰ νὰ διηγηθοῦμε τὴν ἱστορία κάθε ὀνόματος, πρέπει νὰ κάνουμε 50 κηρύγματα, πρᾶγμα δύσκολο. Ὅποιος θέλει νὰ μάθῃ τὴν ἱστορία τῶν προσώπων αὐτῶν, ἂς ἀνοίξῃ τὴν ἁγία Γραφὴ νὰ τὰ βρῇ. Ἐγὼ τώρα, ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὀνόματα θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα· φτάνει αὐτὸ νὰ μᾶς διδάξῃ. Καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶνε «Βαβυλών» (Ματθ. 1,11-12).
* * *
Τί θὰ πῇ Βαβυλών; Εἶνε μιὰ ἀρχαία μεγάλη πόλις τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως τὴ Φλώρινα διαρρέει ποταμός, ἔτσι καὶ ἡ Βαβυλὼν χωριζόταν σὲ δυὸ μέρη ἀπὸ τὸ μεγάλο ποταμὸ Εὐφράτη. Ἦταν πλούσια πόλις. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη τότε πόλις τῆς ἀνθρωπότητος· ὅπως εἶνε σήμερα ἡ Νέα Ὑόρκη, ἔτσι ἦταν τότε ἡ Βαβυλών. Εἶχε δρόμους, πλατεῖες, κτήρια, διοικητήρια καὶ παλάτια μὲ τοὺς περίφημους κρεμαστοὺς κήπους ποὺ ποτίζονταν ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Οἱ κάτοικοί της ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες. Ζοῦσαν ἄνετα, γλεντοῦσαν, διασκέδαζαν, ὠργίαζαν. Ἀπ᾿ ὅλα ὅμως αὐτὰ τώρα δὲν ὑπάρχει τίποτα. Ἔγινε σεισμὸς κ᾿ ἔπεσαν τὰ κτήρια, ἄνεμος σήκωσε πελώρια σύννεφα ἀπὸ ἄμμο καὶ τὰ κάλυψε. Σήμερα οἱ ἀρχαιολόγοι σκάβουν νὰ βροῦν τὰ μνημεῖα τῆς Βαβυλῶνος· κουκουβάγιες λαλοῦν στὰ ἐρείπια.
Αὐτὰ δημιουργοῦν μελαγχολικὲς σκέψεις. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν μεγαλουπόλεις μὲ πολλὰ ἑκατομμύρια πληθυσμό· ποιό θὰ εἶνε ἆραγε τὸ μέλλον τους; Μήπως, ὅπως καταστράφηκε ἡ Βαβυλών, καταστραφοῦν κι αὐτές; Ὁ κόσμος ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Θεό, ὠργίασε. Καμμιὰ μέρα θὰ πετάξουν μαυροπούλια, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀεροπλάνα δηλαδὴ μὲ πυρηνικὲς βόμβες. Ἕνα κουμπὶ θὰ πατήσουν οἱ πιλότοι, καὶ κάτω στὴ γῆ θὰ γίνῃ γῆ Μαδιάμ. Φτάνει γιὰ τὴν κάθε πρωτεύουσα ἀπὸ μιὰ βόμβα, καὶ θὰ σβήσουν· ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Σόφια, ἡ Μόσχα, ἡ Νέα Ὑόρκη, τὸ Λονδῖνο, θὰ σβήσουν ὅλα. Διότι κι αὐτὲς ἔγιναν Βαβυλών. Καὶ λέει ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλών…» (Ἀπ. 14,8· 18,2)· δηλαδή, θὰ καταστραφῇ ὁ ἁμαρτωλὸς κόσμος ποὺ ζῇ ὅπως οἱ παλαιοὶ εἰδωλολάτρες καὶ εἶνε μία ἄλλη σημερινὴ Βαβυλών.
Βασιλιᾶς στὴ Βαβυλῶνα ἦταν ὁ Ναβουχοδονόσορ. Ζοῦσε μὲ χλιδὴ στὰ παλάτια του. Μιὰ μέρα ὅμως ξύπνησε ἀνήσυχος. Εἶχε δεῖ ἕνα ὄνειρο ποὺ τὸν τάραξε· ἀλλ᾿ ὅταν σηκώθηκε τὸ πρωὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ θυμηθῇ. Κάλεσε τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς μάγους του καὶ τοὺς εἶπε· –Σᾶς δίνω διορία νὰ μοῦ πῆτε τί ὄνειρο εἶδα καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐξήγησί του. Οἱ μάγοι ἀπήντησαν· –Δὲν μποροῦμε· πές μας τὸ ὄνειρο, νὰ σοῦ ποῦμε τὴν ἐξήγησι. Ὁ Ναβουχοδονόσορ, γιὰ τὴν ἀδυναμία τους, σκόπευε νὰ τοὺς σκοτώσῃ ὅλους. Τότε ἔρχεται ὁ προφήτης Δανιὴλ καὶ τοῦ λέει· –Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μου, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, θὰ σοῦ πῶ τὸ ὄνειρό σου.
Εἶδες ἕνα ἄγαλμα πελώριο, ποὺ ἡ κεφαλή του ἦταν χρυσῆ, τὸ στῆθος καὶ τὰ χέρια του ἀσημένια, ἡ κοιλιὰ καὶ οἱ μηροὶ χάλκινοι, καὶ τὰ πόδια ἐν μέρει σιδερένια καὶ ἐν μέρει πήλινα. Καὶ κατόπιν εἶδες κάτι ἄλλο· ὅτι ἕνα πετραδάκι κόπηκε ἀπὸ ἕνα βουνὸ χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι, χτύπησε τὸ ἄγαλμα στὰ πόδια, τὰ συνέτριψε, καὶ μαζί τους συνέτριψε κι ὅλα τὰ ἄλλα μέρη του· ἔτσι τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κ᾿ ἔγινε σκόνη. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνειρό σου. Καὶ ἡ ἐξήγησί του εἶνε ἡ ἑξῆς. Ἐσύ, βασιλιᾶ τῶν Βαβυλωνίων, εἶσαι ἡ χρυσῆ κεφαλή, ποὺ μάζεψες τὰ πλούτη ὅλου τοῦ κόσμου. Ὕστερ᾿ ἀπὸ σένα θὰ ἔρθῃ μιὰ ἄλλη βασιλεία (=ἡ βασιλεία τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν) ποὺ θὰ εἶνε κατώτερη. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἔρθῃ μιὰ βασιλεία χάλκινη, ποὺ θὰ κυριεύσῃ ὅλη τὴ γῆ (=ἡ βασιλεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου). Τέλος θὰ ἔρθῃ μία βασιλεία, ποὺ θὰ εἶνε ἰσχυρὴ σὰν τὸ σίδερο ἀλλὰ διαιρεμένη (=ἡ βασιλεία τῶν Ῥωμαίων). Τὶς ἡμέρες ὅμως ἐκεῖνες ὁ Θεὸς θὰ ἱδρύσῃ μία βασιλεία αἰωνία καὶ ἀκατάλυτη, ποὺ θ᾿ ἀφανίσῃ ὅλες τὶς ἄλλες βασιλεῖες.
Ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀναγνώρισε τὸ ὄνειρο καὶ ἱκανοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Δανιήλ. Ἡ δὲ προφητεία αὐτὴ πραγματοποιήθηκε μετὰ ἀπὸ 600 χρόνια κατὰ τρόπο θαυμαστό. Τότε, μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἐκ Παρθένου, ἐγκαθιδρύθηκε ἡ αἰώνιος βασιλεία του. Ἐκεῖνος εἶνε τὸ πετραδάκι ποὺ κατέλυσε τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου. Ξεκίνησε σὰν ἀδύναμο νήπιο καὶ ἅπλωσε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο τὴ βασιλεία του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 & Συμβ. πίστ. 7).
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἡ Βαβυλὼν καὶ ὁ Ναβουχοδονόσορ μᾶς προσφέρουν σπουδαῖο μάθημα. Τὸ Θεῖο βρέφος, ποὺ θὰ προσκυνήσουμε κ᾿ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς μάγους καὶ μὲ τοὺς ποιμένας, μπορεῖ νὰ φαίνεται ἀδύναμο, ἀλλὰ εἶνε παντοδύναμο. Εἶνε ὁ κραταιὸς καὶ μέγας καὶ ἰσχυρὸς Θεός, ποὺ διαλύει τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου καὶ ἱδρύει τὴ δική του βασιλεία, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πίστις μας πολεμεῖται. Πολεμεῖται μὲ λύσσα καὶ μὲ ποικίλα μέσα. Ἐφημερίδες, περιοδικά, ῥαδιοφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι ἄνοιξαν τὰ στόματά τους, βρίζουν καὶ βλαστημοῦν τὸ Χριστό. Πολεμοῦν νὰ ξερριζώσουν τὴν ἁγία μας θρησκεία. Θέλουν νὰ γκρεμίσουν τὶς ἐκκλησίες, νὰ σφάξουν τοὺς παπᾶδες, νὰ κάψουν τὶς εἰκόνες, νὰ ἐξοντώσουν τὴν πίστι.
Ματαιοπονοῦν ὅμως. Τὸ πετραδάκι θὰ τοὺς συντρίψῃ. Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, ὅτι ὅποιος πῆγε κόντρα μὲ τὸ Χριστό, ἔγινε στάχτη. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ ἄθεοι, οἱ ἄπιστοι, οἱ μασόνοι· θὰ νικήσῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.