Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*
Όταν είδα το τίτλο που δόθηκε στη δική μου παρέμβαση, στο πρόγραμμα, το μυαλό μου πήγε σε μια σκηνή από ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον Βαρδιάνο στα Σπόρκα. Λέει εκεί ο Παπαδιαμάντης, για τον καπετάν Γιαλή, σύζυγο της γριάς Σκεύως και παλιό ναυτικό, ο οποίος είχε πάντοτε στη βάρκα του ένα μικρό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου —το είχε στο κάτω μέρος της βάρκας, σε μια μικρή καμπίνα στην πρύμνη, και μάλιστα του άναβε και καντήλι. Τρεις φορές βούλιαξε στη φουρτούνα ο καπετάν Γιαλής, χάνοντας κάθε φορά τη βάρκα του.
Όμως και τις τρεις φορές, τη στιγμή που αυτός πάλευε μέσα στα άγρια κύματα προσπαθώντας να γλιτώσει, το εικόνισμα —παραθέτω αυτούσιο τον Παπαδιαμάντη : «ενώ ήτον πίσω εις το καμαρίνι με το κανδηλάκι αναμμένο εμπρός, ευρέθη εις τον κόρφον του, ως να του έλεγεν «σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Και πράγματι τον έσωσε και τις τρεις φορές….
«Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον!». Κάτι τέτοιο μου φαίνεται πως θ’ ακούσουμε να λένε, αν αφουγκραστούμε, και τα εκκλησιαστικά μνημεία της ιδιαίτερης μου πατρίδας, της Κύπρου —που δεν είναι λίγα— αλλά και όλο το κληρονομημένο κάλλος της λατρευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας, όπου γης.
Δύο ζητήματα, λοιπόν, είναι παρόντα εδώ : το πρώτο είναι πώς να σωθεί το κειμήλιο· ζήτημα τεχνικό, στο οποίο πρέπει να επιστρατεύσουμε εμπειρία, επιστημονική γνώση, μεθόδους. Πρέπει ν’ αγκαλιάσουμε το μνημείο, όπως αγκάλιασε ο καπετάν Γιαλής το εικόνισμα, για να το διαφυλάξουμε από τη φουρτούνα. Τη φουρτούνα του καιρού και των παντοίων υλικών φθορών και παραφθορών.
Το δεύτερο ζήτημα έχει σχέση με το «σε σώζω ως Άγιος». Το οποίο, έρχεται να επαναφέρει με τρόπο άμεσο το αίτημα μιας ζωντανής σχέσης που είναι και η ουσία αυτού που ονομάζουμε «εκκλησιαστικό κειμήλιο ή μνημείο». Γιατί, όντως, αυτό που σήμερα στα μάτια μας είναι ένα ωραίο μνημείο, δεν είναι παρά η έμπρακτη υλοποίηση μια θέλησης ευχαριστιακής, δοξολογικής. Κάποιοι, κάποτε, που ανήκαν στην ίδια κοινωνία πίστεως που κι ’μείς ανήκουμε, μετήλθαν τους λίθους, τις λάσπες, τα ξύλα, τα χρώματα, για να μορφώσουν μια δοξολογία. Έκαναν, δηλαδή, τον φυσικό κόσμο ευχαριστιακό υλικό.
Κι αυτό ήταν πάντα το νόημα της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, στη δική μας παράδοση. Το αρχιτεκτόνημα, η εικόνα, το ξυλόγλυπτο, αποτελούν την πλαστική απόδοση ενός λατρευτικού γεγονότος. Επομένως, τα εκκλησιαστικά μνημεία από τη φύση τους δεν μπορούμε να τα δούμε αποκλειστικά και μόνον μέσα από το πρίσμα της όποιας επιστημονικής εξειδίκευσης. (Όπως θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την αγορά της αρχαίας Σαλαμίνας ή τα ενετικά τείχη της Λευκωσίας).
Αλλά ως ζωντανές πραγματικότητες, ζωντανές σχέσεις, μέσα σ’ έναν πολιτισμό και σ’ ένα ήθος, ο οποίος σημειωτέον δεν έχει σταματήσει κάπου στο παρελθόν αλλά συνεχίζει την πορεία του. Ο λαός του Θεού (δηλαδή όλοι εκείνοι που επιλέγουν συνειδητά ν’ ανήκουν σ’ αυτή την κοινωνία πίστεως), έρχεται και σήμερα σ’ έναν ναό του 12ου αιώνος, όπως έρχονταν και πριν από οκτώ αιώνες. Με την ίδια διάθεση, με την ίδια συμπεριφορά. Σταυροκοπιούνται, ανάβουν κερί, κάνουν λειτουργία, αφουγκράζονται τη σιωπή του αοράτου. Αν λοιπόν το πρώτο ερώτημα είναι πώς θα σώσουμε το μνημείο, το δεύτερο —και σημαντικότερο από το πρώτο— είναι πώς θα σωθούμε εμείς μέσω του μνημείου.
Μπορεί λοιπόν, από τη μια, το εκκλησιαστικό μνημείο να φθείρεται από τον χρόνο, τα καιρικά φαινόμενα, την κακομεταχείριση της ιστορίας, την ασπλαχνία ξένων και δικών. Από την άλλη, όμως, ως κόμβος σχέσεων, ως δοχείο ζωής, παραμένει αδιάφορο απέναντι στο χρόνο και ζει ως να μην υπάρχει ο χρόνος. Κι αυτή την αντίφαση —που δεν είναι αντίφαση για τη δική μας παράδοση— θα πρέπει να την έχουμε υπ’ όψιν όταν προσεγγίζουμε ένα εκκλησιαστικό μνημείο : πέρα από τη διαφύλαξή του από την υλική φθορά, θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε το μνημείο να μην καταντήσει μνήμα —το οποίο θα ’ρχονται να φωτογραφίζουν απλώς οι τουρίστες. Αλλά να συνεχίσει τη ζωή του ενταγμένο σε μια ζωντανή σχέση με το σώμα του οποίου η θέληση το παρήγαγε, να συνεχίσει δηλαδή να είναι δοχείο και δυνατότητα ζωής. Δύο λοιπόν προτεραιότητες : το μνημείο να έχει την καλύτερη τύχη ως προς τη φυσική του διάσωση, αλλά να μην πάψει να είναι ζωντανό.
Αυτό ήταν περίπου το σκεπτικό που κατεύθυνε τις επεμβάσεις μας στα μνημεία της μητροπολιτικής μας περιφέρειας, της Μόρφου, στα 5 χρόνια τώρα από τότε που αναλάβαμε τη διαποίμανση αυτής της ημικατεχόμενης Μητρόπολης. Η οποία, σημειωτέον, έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ιστορικών εκκλησιαστικών μνημείων στη νήσο. Μόνο τα εκκλησιαστικά μνημεία που έχουν κηρυχθεί ως τέτοια από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανέρχονται σε 85, εκ των οποίων τα 3 βρίσκονται στην κατεχόμενη περιοχή της Μόρφου. Επίσης, Αναφέρω ενδεικτικά ότι από τα 10 μνημεία της Κύπρου που ενέταξε η Ουνέσκο στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τα 7 είναι αρχαίες εκκλησίες που βρίσκονται στα όρια της Μητροπόλεως Μόρφου, στην οροσειρά του Τροόδους. Πέρα από αυτά, η Μόρφου σεμνύνεται για έναν τεράστιο αριθμό παλαιών εικόνων, ιερών σκευών, τέμπλων και άλλων λατρευτικών αριστουργημάτων.
Στην περιφέρεια της Μόρφου λοιπόν, (και εδώ διευκρινίζω ότι θα μιλήσω μόνο για την περιφέρεια της Μόρφου και όχι για όλη την Κύπρο), τα εκκλησιαστικά μνημεία και ιερά κειμήλια είναι μια καθημερινότητα κι ένα από τα πρώτα θέματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε.
Από το 1998, έχουμε εκπονήσει ένα πρόγραμμα συντήρησης αποκατάστασης και προβολής των μνημείων αυτών, σε αγαστή συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και άλλους κρατικούς φορείς. Και επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω, ότι δεδομένης της παντελούς έλλειψης οικονομικών πόρων της ημικατεχόμενης Μητρόπολής μας, πολλά από τα έργα αυτά έγιναν κατορθωτά, χάρη στην γενναιοδωρία ιδιωτών χορηγών, όπως ο μακαριστός Κωνσταντίνος Λεβέντης και άλλοι.
Θα προχωρήσω δίνοντας μερικά παραδείγματα, με τη βοήθεια των διαφανειών, για να δούμε πως υλοποιήθηκαν αυτές οι επεμβάσεις στην πράξη, σε μερικά από τα μνημεία της περιοχής.
Αρχίζω από τη Μονή Αγίου Νικόλάου Ορούντας, η οποία από το 2000 λειτουργεί ως γυναικείο κοινόβιο. Η Μονή βρίσκεται κοντά στο χωριό Ορούντα. Το μόνο που σωζόταν, όταν ήρθαμε εδώ πριν από πέντε περίπου χρόνια, ήταν το Καθολικό, το οποίο είναι κτίσμα του 16ου αιώνα, οπότε, πιθανόν να είχε ιδρυθεί και η αρχική Μονή. Πέραν του Καθολικού υπήρχαν εδώ, το 1998, μόνο μερικά ερείπια, μερικά απομεινάρια από πλινθόκτιστα κτήρια στα νοτιοδυτικά του. Άλλα στοιχεία για την ιστορία της αρχικής Μονής δεν έχουμε, και είναι πιθανόν να είχε διαλυθεί πριν από τον 18ο αιώνα.
Ο ναός αυτός του Αγίου Νικολάου, είναι στον τύπο του μονόκλιτου με τρούλο και είναι κτισμένος με ωραίους πελεκητούς πωρόλιθους. Από τον 16ο αιώνα διασώζεται στον εξωτερικό τοίχο του ναού ανάγλυφο που παριστάνει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, ενώ από διάφορες ενδείξεις, όπως η εγχάρακτη χρονολογία 1733 στον ίδιο τοίχο, συμπεραίνουμε ότι την περίοδο αυτή είχαν γίνει εργασίες ανακαίνισής του.
Από το 1998 αρχίσαμε εκτενείς εργασίες συνολικής αποκατάστασης των μοναστηριακών κτηρίων. Οι εργασίες συμπληρώθηκαν το 2000, και περιλάμβαναν τα ακόλουθα : πλήρη αποκατάσταση των κτηρίων στη δυτική πτέρυγα, όπου έγινε συντήρηση και αποκατάσταση του ελαιόμυλου, καθώς και ενός δωματίου και ενός ερειπωμένου φούρνου στην ανατολική πτέρυγα. Η πλήρης αποκατάσταση των ερειπωμένων κτηρίων περιλάμβανε, εκτός από τη συντήρηση των υφισταμένων πλινθόκτιστων ερειπίων, και τη στέγαση τους με δώμα ή με κεραμίδια, την τοποθέτηση δαπέδου με κυπριακά μάρμαρα, τη συντήρηση της υφιστάμενης λιθόστρωτης εσωτερικής αυλής, την τοποθέτηση ξύλινων θυρών και παραθύρων σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα και την τοποθέτηση ηλεκτρικής εγκατάστασης. Εξάλλου, το 1998 έγινε και συντήρηση του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου του Καθολικού.
Η αποκατάσταση της Μονής, βασίστηκε κατ’ αρχήν στα κατάλοιπα που υπήρχαν. Πέραν αυτών, ακολουθήσαμε τις βασικές προσεγγίσεις που διακρίνουν παντού την παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική και οι οποίες, εξάλλου επιβεβαιώνονταν από τα σωζόμενα ερείπια της Μονής. Προσπαθήσαμε, δηλαδή, το όλο οικοδόμημα να εναρμονίζεται με τον περιβάλλοντα χώρο. Η Μονή βρίσκεται σ’ ένα επιβλητικό τοπίο, στην όχθη ενός πλατιού χειμάρρου του οποίου η κοίτη και οι όχθες είναι κατάσπαρτες με μεγάλες κροκάλες. Όσο απομακρυνόμαστε από τον ποταμό η γη αποκτά ένα ιδιαίτερο αργιλώδες χρώμα με κάποιες ηφαιστειακές αποχρώσεις.
Οι κροκάλες του ποταμού καθώς και το χαρακτηριστικού χρώματος χώμα της περιοχής, αποτέλεσαν τα υλικά με τα οποία κτίζονταν παραδοσιακά όλα τα κτήρια της γύρω περιοχής. Τυπικό παράδειγμα είναι τα παλιά σπίτια του παρακείμενου χωριού Ορούντα, από τα οποία σώζονται πάρα πολλά ακόμα. Ακολουθώντας λοιπόν αυτή την παραδοσιακή συνταγή, χρησιμοποιήσαμε τις κροκάλες του ποταμού ως βάση των τοίχων και για την τοιχοποιία στήσαμε επί τόπου ειδικό συνεργείο κοπής πλίνθων με χώμα του τόπου. Μέλημά μας ήταν όχι μόνο να δεθεί το κτίσμα με τον περιβάλλοντα χώρο και τις γραμμές του τοπίου, αλλά και να αναδειχθεί η προσωπικότητα των υλικών. Η παραδοσιακή μέθοδος ακολουθήθηκε και στα δάπεδα, στα επιχρίσματα των τοίχων, στις θύρες και στις στέγες.
Παράλληλα προχώρησαν και οι εργασίες εξωραϊσμού του ναού. Εδώ θα δούμε μια σειρά από εικόνες από το ναό όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση : οι όποιες προσθήκες να συνεχίζουν ταπεινά τη γραμμή της παράδοσης, της συσσωρευμένης γνώσης και αίσθησης του κάλλους, χωρίς απόπειρες νεωτερικών πειραματισμών. Ό,τι μπορούσε να επιδιορθωθεί και να χρησιμοποιηθεί ξανά, επιδιορθώθηκε. Ό,τι δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί, αντικαταστάθηκε από κάτι νεώτερο που ακολουθεί πιστά το παραδοσιακό ύφος και μέτρο.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια Μονή η οποία όχι μόνο αποκαστάθηκε, όσο γινόταν, στην αρχική της μορφή, αλλά ανασυστάθηκε και ως προς το περιεχόμενό της. Δηλαδή λειτουργεί κανονικά ως κοινόβιο, χώρος λατρείας και προσευχής, όπως αρχικά ήταν. Υπάρχουν βέβαια μερικοί που επισκέπτονται το χώρο απλώς για να δουν και να φωτογραφίσουν ένα αναπαλαιωμένο μνημείο. Άλλοι όμως, και είναι οι περισσότεροι, φέρνουν την καρδιά τους εδώ, έχοντας την αίσθηση ότι επισκέπτονται όχι ένα σπίτι όπου κάποτε κατοικούσε ο Άγιος. Αλλά ένα σπίτι στο οποίο σήμερα, τώρα, κατοικεί.
Θα δούμε τώρα ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτή τη φορά από την ορεινή περιοχή της Μόρφου, από το χωριό Φλάσου. Έχουμε εδώ το ναό του Αγίου Γεωργίου του Πιτυδιώτη. Που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του μονόκλιτου ξυλόστεγου ναού με μεταγενέστερη ανοικτή περίστυλη στοά στις τρεις πλευρές. Η χρονολόγηση του πάει ίσως και πριν το 16ο αιώνα.
Από το 1998, εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του μνημείου που περιλάμβαναν τα ακόλουθα : πλήρη αποκατάσταση της ξύλινης στέγης με τα χαρακτηριστικά επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια, στερεωτικές εργασίες για την περίστυλη ανοιχτή στοά στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του ναού, καθαρισμό από το γύψωμα και αρμολόγηση των κτιστών τούβλων από τα οποία αποτελούνται οι κίονες της στοάς, χαρακτηριστικό που δεν συναντούμε σε άλλους ναούς του ιδίου τύπου. Επίσης ξανακτίστηκε με πέτρα της περιοχής και αρμολογήθηκε το δυτικό αέτωμα του ναού το οποίο ήταν κτισμένο με σύγχρονα τούβλα σε νεώτερα χρόνια.
Έγιναν επίσης εργασίες αφαίρεσης του νεώτερου γυψώματος της εξωτερικής τοιχοποιίας καθώς και η γενική αρμολόγησή της. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκαλύφθηκαν σπαράγματα τοιχογραφιών ψηλά στο τριγωνικό τμήμα του τοίχου του ιερού, τα οποία με μια πρώτη εκτίμηση χρονολογούνται στο 16ο αιώνα, και έτσι ανατρέπουν την αρχική χρονολόγησή του στον 18ο αιώνα.
Παραμένουμε στην ορεινή περιοχή για να δούμε ακόμα ένα παράδειγμα από το χωριό Κοράκου, που είναι ο ναός του Αγίου Αποστόλου Λουκά. Πρόκειται για μονόκλιτο ξυλόστεγο ναό, που κτίστηκε το 1697, σύμφωνα με την επιγραφή πάνω από τη βόρεια είσοδο. Στα νεώτερα χρόνια προστέθηκε στη βορειοδυτική πλευρά ανοικτή στοά και σε ακόμα νεώτερη εποχή άλλη πασσαλοστήρικτη ανοικτή στοά στη νότια πλευρά.
Πριν από την αποκατάσταση, το μνημείο βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και οι στοές αντιμετώπιζαν κίνδυνο κατάρρευσης. Οι εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασής του, που συμπληρώθηκαν το 2000, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: αποκατάσταση της ξύλινης στέγης και των στεγασμένων στοών στις τρεις εξωτερικές πλευρές, αφαίρεση των νεώτερων επιχρισμάτων της εξωτερικής τοιχοποιίας, και αποκατάσταση του αρχικού δαπέδου της εκκλησίας από κυπριακά μάρμαρα το οποίο ανευρέθη κατά τις εργασίες συντήρησης, κάτω ακριβώς από το νεώτερο δάπεδο που ήταν καμωμένο από σύγχρονες μωσαϊκές πλάκες. Αποκαταστάθηκε επίσης τμήμα του ημικυκλικού τοίχου της κόγχης του ιερού στη νότια πλευρά του οποίου είχε διανοιχθεί θύρα στα νεώτερα χρόνια.
Ακόμα ένα παράδειγμα από την ορεινή Μόρφου. Μια μικρή ξυλόστεγη εκκλησία του 18ου αιώνα στο χωριό Ξυλιάτος, αφιερωμένη στον πολιούχο της Μόρφου Άγιο Μάμαντα, η οποία καταστράφηκε, σχεδόν ολοσχερώς, από πυρκαγιά, το καλοκαίρι του 1998. Μετά την καταστροφή της οι κάτοικοι του χωριού σκόπευαν είτε να την κατεδαφίσουν για να κτίσουν στη θέση της καινούριο μεγάλο ναό, είτε να κατεδαφίσουν ένα μέρος της με σκοπό να την «επεκτείνουν». Ευτυχώς μεταπείσθηκαν, και την ίδια χρονιά άρχισαν εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης. Τα έργα, που συμπληρώθηκαν ένα χρόνο αργότερα το 1999, περιλάμβαναν: αποκατάσταση της δίκλινης ξύλινης στέγης με τα επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια, στήριξη και αρμολόγηση της εξωτερικής τοιχοποιίας, πλήρης αποκατάσταση του δαπέδου από κυπριακά μάρμαρα, τοποθέτηση ειδικού επιχρίσματος στην εξωτερική τοιχοποιία και κατασκευή λιθόστρωτου περιμετρικά της εκκλησίας.
Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα στην πεδινή περιοχή της Μόρφου, το ναό της Αγίας Βαρβάρας στο χωριό Περιστερώνα. Πρόκειται για μονόκλιτο, καμαροσκέπαστο ναό που χρονολογείται στο 16ο αιώνα. Τον χρόνο που μας πέρασε (2002) συμπληρώθηκε η τρίτη και τελική φάση των εκτεταμένων εργασιών αποκατάστασης του μνημείου. Οι δύο πρώτες φάσεις αφορούσαν συντήρηση των τοιχογραφιών στο εσωτερικό του ναού. Κατά την αφαίρεση νεώτερων επιχρισμάτων στο εσωτερικό, αποκαλύφθηκαν και νέα τμήματατοιχογραφιών τα οποία συντηρήθηκαν. Στην τρίτη και τελευταία φάση, που αφορούσε οικοδομικές και ξυλουργικές εργασίες, έγιναν τα εξής : αφαίρεση όλων των εξωτερικά νεώτερων επιχρισμάτων και αντικατάσταση των φθαρμένων λίθων, γενική αρμολόγηση εξωτερικής τοιχοποιίας, αρμολόγηση εσωτερικής λιθοδομής, αφαίρεση των προηγούμενων θυρών και αντικατάσταση τους με δύο άλλες που κατασκευάστηκαν με βάση το παραδοσιακό πρότυπο.
Έγινε ακόμα τοπιοτέχνηση του περιβόλου, με αφαίρεση του δαπέδου από μπετόν και κατασκευή βοτσαλωτού λιθόστρωτου με πέτρα που λήφθηκε από τον παρακείμενο ποταμό της Περιστερώνας, κατασκευή διαδρόμου πρόσβασης από την καγκελόπορτα μέχρι την είσοδο του ναού, και επίστρωση της υπόλοιπης αυλής με θραυστό διαβαθμισμένο μείγμα από σκύρα και άμμο. Πρόσθετα έγινε νέα ηλεκτρική εγκατάσταση με υπόγεια καλωδίωση αντί της εναέριας που υπήρχε προηγουμένως.
Άλλη περίπτωση, επίσης από την Περιστερώνα, είναι ο ναός του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος δεν έχει κηρυχθεί ακόμα σε αρχαιολογικό μνημείο. Και εδώ έγιναν εργασίες αποκατάστασης που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων κατεδάφιση ενός νεώτερου καμπαναριού από μπετόν και την κατασκευή νέου τέμπλου.
Και ένα παράδειγμα, επέμβασης, που αφορά σχετικά νεώτερο ναό, τον Άγιο Λουκά, στο χωριό Ορούντα. Ο ναός κτίστηκε το 1932, μονόχωρος με ημικυλινδρική καμάρα, το κεντρικό τμήμα της οποίας διαμορφώνεται σε σταυροθόλιο.
Αυτά τα λίγα παραδείγματα που ανέφερα, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας που κάνουμε στη Μητρόπολη Μόρφου για διαφύλαξη των θησαυρών της εκκλησιαστικής μας κληρονομιάς και συνέχιση της λειτουργίας της μέσα στη σύγχρονη εποχή.Στο σύνολό της, η προσπάθεια αυτή αφορά 39 ναούς που κηρύχτηκαν ως αρχαιολογικά μνημεία σύμφωνα με τον ορισμό του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά και πάρα πολλά άλλα που δεν έχουν ακόμα χαρακτηριστεί επίσημα ως τέτοια, αλλά υπέφεραν αρκετά δεινά από τη φθορά του χρόνου ή τις άστοχες παρεμβάσεις που προηγήθηκαν. Σε 32 από αυτούς τους ναούς έγινε πλήρης αποκατάσταση και σε 7 μερική. Έγινε επίσης αποκατάσταση και ευπρεπισμός άλλων δώδεκα ναών οι οποίοι δεν είναι κηρυγμένοι ως μνημεία.
Ακόμα, στα πέντε τελευταία χρόνια έχουμε συντηρήσει περίπου 750 αρχαίες εικόνες, αρκετές από τις οποίες φυλάγονται σε τρία εικονοφυλάκια-μουσεία που έχουμε δημιουργήσει στην ορεινή περιοχή της Μόρφου, και 5 εικονοστάσια.
Πέρα όμως από τα όσα ανέφερα γύρω από το θέμα των παρεμβάσεων, πιστεύω ότι ο διάλογός μας με τα μνημεία της παραδόσεώς μας δεν σταματά εδώ. Η ναοδομία και γενικά η λατρευτική τέχνη που μας παραδόθηκαν, μας καλούν να τις δούμε και μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Εκείνο της μαθητείας, της δικής μας μαθητείας στον τρόπο τους. Γιατί αν πάμε λίγο πιο βαθιά, θα δούμε ότι όλα αυτά τα μνημεία μας δείχνουν έναν τρόπο μεταχείρισης της ύλης, έναν τρόπο που είναι πλήρης δογματικού νοήματος.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, —και λέω αναπόφευκτα, γιατί κι εμείς χτίζουμε εκκλησίες— θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να μετρήσουμε τον δικό μας τρόπο, πλάι στον τρόπο που κομίζουν τα μνημεία που είδαμε. Και τότε πού θα σταθούμε;
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι στην ιδιαίτερη μου πατρίδα, την Κύπρο, ο τρόπος αυτός συνεχίζεται και εξελίσσεται. Αλίμονο, όμως! Όπως όλος σχεδόν ο ορθόδοξος κόσμος, έτσι κι εμείς, ζούμε μια αλλοίωση του ορθοδόξου ήθους και έναν εκτροχιασμό της λαϊκής ευσέβειας προς πρότυπα που είναι ξένα προς τη δική μας παράδοση. Κι από τη στιγμή που η σχέση μας με το Θεό δεν είναι πια άμεση αλλά διανοητική, αναπόφευκτα αυτό θα αντανακλάται και στη σύγχρονη ναοδομία ή την εκκλησιαστική τέχνη. Έτσι, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, η ναοδομία της Κύπρου επιδεικνύει μια κραυγαλέα περιφρόνηση προς τα διδάγματα των παραδοσιακών μαστόρων και τη θεολογία που προϋποθέτει ένας ορθόδοξος ναός. Μπαίνουν στη σκηνή οι ειδικοί. Αρχίζουν οι πειραματισμοί, οι μόδες. Θα αναφερθώ σε μερικά παραδείγματα: στον ναό της Παναγίας στο χωριό Γαλάτα. Που παρ’ όλ’ αυτά, ως παλαιότερο κτίσμα, διατηρεί ακόμα κάποια θετικά και δεν υποπίπτει εντελώς στον αυτοσχεδιασμό. Και στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα στο χωριό Κακοπετριά. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ναοδομίας στην Κύπρο. Τα σχόλια περιττεύουν.
Η ασχήμια και το θεολογικό παραστράτημα ναών όπως αυτοί που βλέπουμε εδώ —και πολλών χειρότερων ίσως από αυτούς— άφησαν το στίγμα τους στη ναοδομία της Κύπρου στο μεγαλύτερο μέλος του εικοστού αιώνα. Οι νέοι ναοδόμοι χειρίστηκαν την ύλη προγραμματικά, εκ των άνω, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό μιας ιδεολογίας τάχα θρησκευτικής. Το «εγώ» του αρχιτέκτονα υπεισήλθε δυναμικά εκτοπίζοντας το «εμείς» της κοινωνίας των πιστευόντων. Η μελέτη της ύλης, η ανάδειξη της ιδιομορφίας των υλικών, το ανθρώπινο μέτρο, που ήταν βασικά στοιχεία της παράδοσης, περιφρονήθηκαν και ισοπεδώθηκαν εντελώς. Το αποτέλεσμα; Οι σύγχρονοι μας ναοί μοιάζουν με σκηνικά που αντανακλούν τις αισθητικές αναζητήσεις του εκάστοτε αρχιτέκτονα, με φανερή τη σφραγίδα της εκάστοτε μόδας, η οποία κάθε δέκα χρόνια αντικαθίσταται από μια άλλη.
Φύτρωσαν ναοί που μοιάζουν με αστεροσκοπεία, καμπαναριά που αντιγράφουν πορτογαλικούς περιστερώνες. Οι ναοί φορτώθηκαν με στοιχεία από κινεζικές παγόδες, μουσουλμανικά τεμένη, αμερικανικές αίθουσες χορού. Τα νέα υλικά, το μπετόν και το αλουμίνιο, πολύ πιο εύπλαστα και πλήρως υπάκουα στη θέληση του αρχιτέκτονα, πρόσφεραν περιθώρια για κάθε λογής αυτοσχεδιασμούς.
Το επιχείρημα που στηρίζει συνήθως αυτούς τους πειραματισμούς, είναι η ανάγκη για ανανέωση της παραδοσιακής φόρμας. Παρόλο που θα είχα πολλά να πως επ’ αυτού, δεν θα επεκταθώ άλλο εδώ. Γνωρίζουμε, εξάλλου, πως αναπτύσσεται σχεδόν σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, μια μεγάλη συζήτηση για τη σχέση παράδοσης και ανανέωσης και γενικά για τον τρόπο που πρέπει να αναγινώσκεται η παράδοση. Πολλές είναι οι απόψεις και οι προσεγγίσεις.
Έρχονται όμως στιγμές όπου δεν έχουμε την πολυτέλεια της θεωρητικής συζήτησης. Και αυτές οι στιγμές έρχονται κάπως πιο συχνά για μας τους Επισκόπους, αφού μας ανατέθηκε το βαρύ καθήκον να βρίσκουμε λύσεις, έμπρακτες λύσεις γι’ αυτά τα προβλήματα.
Τι να κάνουμε, λοιπόν, και τι να πούμε, όταν και στο μικρό μας νησί, η χρήση του κόσμου απέχει πολύ από του να είναι ευχαριστιακή; Τι να κάνουμε όταν η εποχή μας δεν έχει τις θεολογικές προϋποθέσεις για να αναπτύξει μια σύγχρονη, δογματικά σωστή ναοδομία, προσαρμοσμένη στο δικό της χαρακτήρα, στα δικά της υλικά, στις δικές της τεχνικές δυνατότητες;
Η λύση που προκρίναμε στη Μητρόπολή μας είναι να συνεχίσουμε αυτό που ονομάσαμε μαθητεία στο παραδεδομένο κάλλος. Αφού δεν μπορούμε να πούμε ότι η εποχή μας έχει βρει κάποια χρυσή τομή στο θέμα αυτό, ακολουθούμε τα διδάγματα της παράδοσης με την ελπίδα ότι μέσα από τη συνεχή μαθητεία και μελέτη της παράδοσης θα φτάσουμε κάποτε, ίσως όχι εμείς αλλά οι επόμενες γενιές, να βρούμε τη δική μας γλώσσα για να μιλήσουμε.
Θα αναφερθώ στο παράδειγμα ενός σύγχρονου ναού που κτίζουμε, με την παραδοσιακή μέθοδο και αντίληψη, στο χωριό Γαλάτα και είναι αφιερωμένος στον Άγιο Απόστολο Τυχικό. Στο σημείο ακριβώς από το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, πέρασε ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Άγιο Τυχικό. Το παράδειγμα αφορά την ορεινή περιοχή της Μόρφου, όπου υπάρχει παράδοση των μικρών ξυλόστεγων ναών που χρησιμοποιούν ως υλικό την πέτρα του Τροόδους. Όμως η Μόρφου έχει διφυή χαρακτήρα, είναι ταυτόχρονα ορεινή και πεδινή. Δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ίδια προσέγγιση και για την πεδινή περιοχή, όπου οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες και οι ναοί αναγκαστικά πρέπει να είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Γι’ αυτό λοιπόν σε ναούς που κτίζουμε αυτή τη στιγμή στην πεδινή, χρησιμοποιούμε τα σύγχρονα οικοδομικά υλικά όπως το μπετόν, κάνοντας μια προσπάθεια τιθάσευσής τους μέσω των διαστάσεων, των αναλογιών, των κλιμάκων και των μορφών. Γιατί θυμούμαστε πάντα τη ρήση του Πεντζίκη που λέει περίπου ότι η ίδια η υφή του μπετόν είναι ισοπεδωτική, αφού είναι πολτός και δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του χωρίς καλούπι, δηλαδή δεν έχει ταυτότητα ως υλικό. Γι’ αυτό, όπως επιβάλλεται, είμαστε προσεκτικοί με το μπετόν, επικεντρώνοντας την προσπάθειά μας στο να μην επικρατήσει η λογική του πολτού που υποβάλλει το μπετόν, αλλά να ενταχθεί ως υλικό μέσα σε μια μορφολογία που υπόκειται σε αρχές θεολογικές. Και εννοείται ότι αυτό δεν είναι το τέλος της αναζήτησης για μια ναοδομία με σύγχρονα υλικά.
Αλλά και πέρα από την οικοδόμηση ναών, θεωρούμε ότι ένας Επίσκοπος έχει την ευθύνη για την εμπέδωση μιας γενικότερης αισθητικής στην περιφέρειά του η οποία να σέβεται το μέτρο και το δόγμα. Έτσι αρχίσαμε αφαιρώντας ό,τι ψεύτικο, ό,τι πομπώδες από τους ναούς : τα ηλεκτρικά καντήλια, τις κιτς διακοσμήσεις παντός είδους, τα μεγάφωνα από το εξωτερικό των ναών. Ακόμα και τον σταυρό πίσω από την Αγία Τράπεζα, του οποίου η θέση δεν είναι εκεί. Όλα αυτά για να μπορούμε κι εμείς, αντικρίζοντας τα μνημεία της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως που είναι αφιερωμένα στο Χριστό και στους Αγίους, να πούμε, αντιστρέφοντας το λόγο του Παπαδιαμάντη : «σε σώζω ως κειμήλιο, σώσε με ως Άγιος…». Ή ακόμα, για να μπορούμε να περιλάβουμε και τον εαυτό μας στην Οπισθάμβωνον ευχή της Θείας Ευχαριστίας: «Αγίασον Κύριε τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου και Συ αυτούς αντιδόξασον τη θεϊκή Σου δυνάμει και μη εγκαταλείπεις ημάς τους ελπίζοντας επί Σε.»
* Άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, (Παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα), Ημερίδα Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 5 Μαΐου 2003, εκδ. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Αθήνα 2011.