Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχει θεσπισθεῖ ἤδη ἀπό τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 1843/44 ἀπό τή Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας ὡς ἡ ἑορτή τῆς παιδείας. Ἡ καθιέρωση αὐτή ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐπεχείρησαν καί ἐπέτυχαν τή σύζευξη τοῦ χριστιανικοῦ σωτηριολογικοῦ μηνύματος μέ τήν ἑλληνική παιδεία, τή χριστιανική Πίστη μέ τόν ἑλληνικό Λόγο. Οἰ ἑλληνομαθεῖς χριστιανοί Πατέρες ἔδωσαν καινές, χριστιανικοῦ περιεχομένου, ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα – θεολογικά, ὀντολογικά, κοσμολογικά, γνωσιοθεωρητικά, ἠθικά καί ἀνθρωπολογικά – πού ἀπασχολοῦσαν τήν ἑλληνική ἀπορητική διανόηση.
Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ἀποδόμησαν ἕνα παλαιό, γερασμένο καί θνήσκοντα κόσμο καί δόμησαν ἕνα καινούργιο κόσμο μέ καινούργιες θέσεις σέ παμπάλαια, πανανθρώπινα ἐρωτήματα. Δύο κόσμοι, ὁ ἑλληνικός καί ὁ χριστιανικός, δύο στάσεις, δύο νοοτροπίες, δύο ὡς τότε ἀσύμπτωτα καί ὡς ἕνα βαθμό ἀντιμαχόμενα πολιτισμικά μεγέθη συναντήθηκαν, ἀλληλοδιαποτίστηκαν καί παρήχθη ἕνα νέο πολιτισμικό κατόρθωμα πού ἐπρόκειτο νά ἀποτελέσει τόν πυρήνα τοῦ Μεσαίωνα καί τό γονιμοποιό σπέρμα τῆς νεώτερης Εὐρωπαϊκῆς νεωτερικότητας. Ἡ συνάντηση καί ἀλληλοδιαπλοκή τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό ὑπῆρξε τό μέγιστον πολιτισμικό γεγονός στήν πνευματική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ ἰστορική συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό ὑπῆρξε χωρία ἀμφιβολίαν τό μεγαλύτερο κοσμοϊστορικῆς σημασίας γεγονός πού ἐπήγαγε τήν βαθύτερη καί ριζικώτερη τομή στήν καθόλου ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος» (Μιχ. Φ. Δημητρακοπούλου, Μελέτες κριτικῆς φιλοσοφίας καί μεταφυσικῆς, Ἀθῆναι 2005, σελ. 288). Καί αὐτή τήν κοσμοϊστορικῆς σημασίας συνάντηση ἐπέτυχαν κυρίως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες (καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης βεβαίως).
Μέ τό παρόν σημείωμά μου θέλω νά ὑπογραμμίσω ὁρισμένες (ἐλάχιστο δεῖγμα) παιδαγωγικές θέσεις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν πού διατηροῦν τήν ἐπικαιρότητά τους στή σύγχρονη ἐποχή. Κατ᾿ἀρχήν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιλώντας γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου γράφει τά ἑξῆς: «Αὕτη μοι φαίνεται εἷναι τέχνη τις τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἄνθρωπον ἄγειν τό ποικιλώτατον ζῶον καί πολυτροπώτατον». (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 35, 425). Ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι πολυδύναμο καί πολυσύνθετο ὄν καί ἡ διαπαιδαγώγησή του εἶναι ὑψίστη τέχνη καί ὑψίστη ἐπιστήμη ταυτόχρονα. Ἡ ἀποστολή τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι σύνθετη, δύσκολη καί κυρίως λεπτή καθότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερο ὄν καί ὁποιαδήποτε καθοδήγησή του προϋποθέτει τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυδύναμο καί σύνθετο ὄν (ποικιλώτατον καί πολυτροπώτατον ζῶον) καί ἡ καθοδήγησή του ἀπαιτεῖ τόν συνδυασμό καί τήν ἐναρμόνιση ἐναντίων καί ἐν πολλοῖς ἀντιμαχόμενων ψυχικῶν τάσεων καί ροπῶν τοῦ νέου ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει τούς γονεῖς καί παιδαγωγούς ὡς ἑξῆς: «Μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν, οἷον οἱ πολλοί ποιοῦσιν…οὐχ ὡς ἐλευθέροις, ἀλλ’ὡς ἀνδραπόδεις (=ὡς σκλάβους)» (Χρυσόστομος P.G. 62, 150). Ἐπίσης ὁ Μ. Βασίλειος συμβουλεύει: «Πατρικῇ μέν εὐσπλαγχνία, λόγῳ δέ ἐπιστημονικῷ τά ἁμαρτήματα τῶν νέων ἐπανορθοῦσθαι δεῖ» (Μ. Βασίλειος P.G. 31, 953). Εἴπαμε ὅτι ὁποιαδήποτε ἀγωγή τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει ὡς θεμελιώδη πυρήνα καί ἀπαράβατη προϋπόθεσή της τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Τοῦτο εἶναι δύσκολο ἔργο πού ἐγγίζει τά ὅρια τοῦ ἀκατόρθωτου. Ὁ Φρόϋντ γράφει ὅτι τό ἔργο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς δύσκολο, ἀλλά ἀδύνατο, καθότι πρέπει νά ἀναπτύξει τήν ἐλεύθερη προσωπικότητα τοῦ νέου, ταυτόχρονα καταστέλλοντάς τον καί ἀναγκάζοντάς τον νά πειθαρχήσει σέ ὁρισμένους κανόνες. Ὁ Πλάτων γράφει «χαλεπή δή καί δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περί ἡμᾶς ἡνιόχησις» (Φαῖδρος 246 b).
Ὁ Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς γιά τήν παιδαγωγική σχέση: « οὐδέν οὕτω πρός διδασκαλίαν ἐπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι» (Χρυσόστομος P.G. 62, 529. Ἡ ἀμφίδρομη ἀγάπη μεταξύ διδασκόντων καί μαθητῶν εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς παιδαγωγικῆς σχέσης. Καί ἡ παιδαγωγική σχέση εἶναι ὁ καθοριστικότερος παράγοντας γιά τήν συγκρότηση, μετάδοση (ἤ κατά τή σύγχρονη διδακτική ἀντίληψη) ἐνεργητική κατάκτηση τῆς γνώσης ἀπό τό μαθητή. Καθοριστικότερος καί ἀπό τήν ἀρτιότερη ἐπιστημονική κατάρτιση καί τό ὁποιοδήποτε σχέδιο διδασκαλίας καί τήν ὁποιαδήποτε Διδακτική Μεθοδολογία (ἐννοεῖται ὅτι δέν παραθεωροῦμε τήν ἐπιστημονική καί θεωρητική παιδαγωγική καί διδακτική κατάρτιση, ἀλλά χωρίς τήν ἔμπρακτη, ἀγαπητική παιδαγωγική σχέση, αὐτή ἀκυρώνεται). Τοὐλάχιστον αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Πεσταλότσι. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ὅπου τό παιδί παρουσιάζει ἔλλειμμα ἀγάπης τό ζωντανό, εἰλικρινές, πηγαῖο καί διακριτικό ἐνδιαφέρον γι᾿αὐτό ἴσως εἶναι τό βασικότερο προσόν τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει «ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου» (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 37,929) καί ἐπίσης «μισῶ διδάγματα, οἷς ἐναντίος ὁ βίος» (Γρηγόριος Θεολόγος Ε.Π.Ε. 10,174). Ἡ συνέπεια λόγων καί πράξεων εἶναι βασική ἀρετή τοῦ διδάσκοντος. Μάλιστα ὁ διδάσκων, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Γιούγκ, διδάσκει περισσότερο μέ αὐτό πού εἶναι παρά μέ αὐτό πού λέει. Ἄλλωστε κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱ μαθητές«οὐ τοῖς παρ᾿ἡμῖν λεγομένοις οὕτω προσέχουσιν, ὡς τοῖς ὑφ᾿ἡμῶν πραττομένοις» (Χρυσόστομος P.G. 60, 18). Ἐνίοτε καί ἡ σιωπηλή παρουσία τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀποτελεῖ τό πλέον εὔγλωττο μάθημα. Μόνο ἔτσι οἱ διδάσκοντες μποροῦν νά ἀποτελέσουν πειστικά πρότυπα γιά τά παιδιά. Τά παιδιά ἔχουν κατ᾿ἐξοχήν ἀνάγκη προτύπων γιά νά ἀναπτυχθοῦν ὁμαλά καί φυσιολογικά, γιά νά πετύχουν τήν ὁλοκλήρωσή τους. «Τά ἀρχέτυπα ἠφάνισται, διά τοῦτο οὐδέ οἱ νέοι γίνονται θαυμαστοί» (Χρυσόστομος P.G. 60, 189) θρηνεῖ γιά τήν ἐποχή του ὁ Χρυσόστομος. Οἱ παράγοντες ἀγωγῆς γιά τούς νέους εἶναι ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί κατ᾿ἐξοχήν ἡ κοινωνία (ΜΜΕ, δημόσιος καί πολιτικός βίος, περιρρέουσα κοινωνική ἀτμόσφαιρα κλπ.). Πρότυπα γιά τούς νέους εἶναι οἱ γονεῖς τους, οἱ καθηγητές τους, οἱ πολιτικοί, οἱ καλλιτέχνες καί οἱ ἀθλητές. Σήμερα πού ἡ οἰκογένεια διέρχεται βαθειά κρίση καί ἡ κοινωνία νοσεῖ βαρύτατα, οἱ ἐκπαιδευτικοί καλοῦνται νά ἀναπληρώσουν αὐτό τό κενό καί νά λειτουργήσουν ὡς ἀντίβαρο στή δηλητηριασμένη κοινωνική ἀτμόσφαιρα. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «τά σχολεῖα ἔχουν ἀναγκαστεῖ νά ἀναλάβουν ὅλο καί περισσότερα καθήκοντα πού παραδοσιακά θεωροῦνταν ἁρμοδιότητα τῆς οἰκογένειας» (John MacBeath, Michael Schartz, Denis Meuret, Lars Jacobsen, Ἡ αὐτοαξιολόγηση στό Εὐρωπαϊκό σχολεῖο, μετάφραση Μαρία Δεληγιάννη, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2005, σελ. 150).
Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει καί ἕνα ἄλλο σημαντικό παράγοντα τῆς διδακτικῆς διαδικασίας: τό χαρούμενο ὕφος τοῦ δασκάλου, τό χαρίεν στύλ καί τό εὐχάριστο στοιχεῖο στή διδακτική δραστηριότητα: «βίαιον μέν μάθημα οὐ πέφυκεν παραμένειν, τά δέ μετά τέρψεως καί χάριτος εἰσδυόμενα μονιμώτερον πως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐνιζάνει». ( Μ. Βασίλειος P.G. 29, 213). Τό στοιχεῖο τῆς βίας καί τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἔχει προσωρινό μόνο ἀποτέλεσμα κατά τόν Καππαδόκη Ἱεράρχη ἐνῶ τό στοιχεῖο τῆς εὐχαρίστησης καί τῆς τέρψης προκαλεῖ μονιμώτερα ἀποτελέσματα στήν παιδική ψυχή. Βέβαια γιά νά εἴμαστε ρεαλιστές ὁ σύγχρονος ἐκπαιδευτικός ἀντιμετωπίζει καθημερινά τήν παγερή καί ἀδιαπέραστη ἀδιαφορία τῶν μαθητῶν, γι᾿αὐτό καί ἡ διδασκαλία ἐνέχει τόν παράγοντα τῆς ἐναντίωσης στό μαθητή πού κατά κανόνα ρέπει ἐγγενῶς στή ραστώνη.Ἡ ἔγερση τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ μαθητῆ ἀποτελεῖ τήν ἀχίλλειο πτέρνα τῆς σύγχρονης διδακτικῆς πράξης. Ἄλλωστε ἡ ἀδιαφορία τοῦ μαθητῆ ὀφείλεται σέ ἄλλους παράγοντες μή ὑποκείμενους στήν ἐξουσία καί τό ἔλεγχο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ.Ὅμως ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὑπενθυμίζει στόν διδάσκοντα ὅτι «κἄν σήμερον μή πείθηται (ὁ μαθητής) τοῖς παρά σοῦ λεγομένοις, τῇ ἑξῆς (= τήν ἑπομένη) πεισθήσεται» (Χρυσόστομος P.G. 53, 377). Ὁ καθηγητής μου Β. Σφυρόερας ἔλεγε ὅτι ἐμεῖς οἱ ἐκπαιδευτικοί πεθαίνουμε πενήντα χρόνια μετά τό φυσικό μας θάνατο, γιατί ζοῦμε στή μνήμη τῶν μαθητῶν μας. Ἴσως τώρα ἀδιαφοροῦν οἱ μαθητές, ἀλλά στό μέλλον, ὅταν θά ἔχουν ὡριμάσει ἀπό τήν ἀδυσώπητη πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἐκτιμοῦν τήν προσφορά τῶν δασκάλων τους σίγουρα διαφορετικά ἀπό ὅ,τι τώρα.
Γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ μαθητῆ στήν διδακτική δραστηριότητα ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά γιά τήν ἐποχή του: «οὐ τῶν διδασκάλων ἐστί τό πᾶν, ἀλλ᾿εἰ μή τό πλέον, τό γοῦν ἥμισυ καί τῶν μαθητῶν» (Χρυσόστομος P.G. 62, 483). Ἡ μαθησιακή διαδικασία, ἄν μή κατά τό περισσότερο μέρος της, τοὐλάχιστον κατά τό ἥμισυ ἀνήκει στούς μαθητές. Οἱ διδάσκοντες ὀφείλουν νά ὀργανώνουν κατά τέτοιο τρόπο τό μάθημα, ὥστε οἱ μαθητές νά συμμετέχουν ἐνεργῶς στή μαθησιακή δραστηριότητα ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τους (οἱ διδάσκοντες) ὅτι ἡ γνώση δέν παρέχεται, ἀλλά κατακτᾶται. Ὁ μαθητής δέν πρέπει νά περιορίζεται σέ παθητικό ρόλο, ἀλλά νά ἐνθαρρύνεται νά ἀναπτύσσει ἐνεργό ρόλο κατά τή διδακτική δραστηριότητα, γιά νά εἶναι αὐτή πιό ἀποτελεσματική. Ἄλλωστε καί ὁ ρόλος τοῦ διδάσκοντος ἔχει ἀλλάξει κατά τή σύγχρονη Παιδαγωγική. Ὁ ἐκπαιδευτικός δέν νοεῖται πλέον ὡς ὁ αὐθεντικός μεταδότης τῆς γνώσεως, ἀλλά ὁ διευκολυντής, ὁ συντονιστής, ὁ ἐνορχηστρωτής τρόπο τινά τῆς διδακτικῆς δραστηριότητας.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά ὄχι μόνο γιά τήν ἐποχή του, ἀλλά καί γιά τή σύγχρονη ἐποχή σχετικά μέ τήν ἀποτελεσματικότητα καί τήν οὐσιαστική ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ: «Παιδαγωγοῦ μέγιστον ἐγκώμιον γένοιτ᾿ἄν, τό μηκέτι δεῖσθαι…τῆς παρ᾿αὐτοῦ φυλακῆς εἰς σωφροσύνην τόν ὑπ᾿αὐτοῦ παιδαγωγηθέντα νέον, εἰς μείζονα ἐπιδόντα ἀρετήν» (Χρυσόστομος P.G. 48, 859- 860 καί 63, 768). Ἡ ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ ἀποδεικνύεται ὅταν δέν τόν ἔχουν ἀνάγκη οἱ παιδαγωγούμενοι. Συναφῶς ὁ Παιδαγωγός, ὁ John Dewey (σημειωτέον ἐν παρόδῳ ὅτι ὅπως στήν ἀρχαιότητα λέγοντας ὁ Ποιητής ἐννοοῦσαν τόν Ὅμηρο, στό Μεσαίωνα λέγοντας ὁ Φιλόσοφος ἐννοοῦσαν τόν Ἀριστοτέλη, ἔτσι καί στή σύγχρονη ἐποχή λέγοντας ὁ Παιδαγωγός ἐννοοῦμε τόν John Dewey), γράφει: «Ἐάν ἀφαιρεθεῖ ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ νά παράσχει μιά δραστηριότητα στό παιδί, μέ τήν ὁποία αὐτό θά ἀσχοληθεῖ μέ δική του πρωτοβουλία, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό, τότε ἡ ἐκπαίδευση μετατρέπεται σέ καταπίεση γιά τό τίποτε» (John Dewey, Education today, London 1942, σ. 4. Παράθεμα ἀπό τό Πόπη Πηγιάκη, Προετοιμασία, σχεδιασμός καί ἀξιολόγηση τῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2004, σ. 69).
Θέλω ἀκόμη νά σημειώσω ὅτι ὁ χρυσορρήμων Ἀντιοχεύς Ἱεράρχης δέν παραλείπει νά τονίσει ὅτι οἱ παιδαγωγοί πρέπει νά ἀμείβονται ὄχι ἁπλῶς ἱκανοποιητικά, ἀλλ’ἀφθόνως γιά τήν σπουδαιότατη ἀποστολή τους: «Δεῖ μετά ἀφθονίας ἐπιρρέειν τοῖς διδασκάλοις τήν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν ἵνα μή κάμνωσι, μηδέ ἐκλύωνται, μηδέ περί τά μικρά σχολάζοντες τῶν μεγάλων ἀποστερῶσιν ἑαυτούς∙ ἵνα τά πνευματικά ἐργάζωνται, μηδένα τῶν βιωτικῶν ποιούμενοι λόγον» (Χρυσόστομος P.G. 62, 581). Δυστυχῶς ἡ σύγχρονη Ἑλληνική κοινωνία καί πολιτεία πράττουν τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, παρέχοντας πενιχρή ἀμοιβή στους δασκάλους.
Τέλος στίς μέρες γίνεται πολύς λόγος καί σχεδόν ἐξοβελίζεται ἤ μετασχηματίζεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό Ἑλληνικό Λύκειο. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως γράφει: «Εἰ τούς παῖδας πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ καί τά πνευματικά ἐδιδάσκομεν μαθήματα ἀντί τῶν ἄλλων καί πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων, πάντα ἄν ἀπεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων κακῶν ἀπηλλάγη ὁ βίος ὁ παρών, ἐντεῦθεν ἄν ἐκαρποσώμεθα πάντες». (Χρυσόστομος P.G. 47, 381). Ἡ προτεραιότητα ἔναντι τῶν ἄλλων μαθημάτων δίδεται στά Θρησκευτικά κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά τήν ἀποφυγή τῶν λυπηρῶν καί κακῶν στόν παρόντα βίο. Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία πράττει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο!
Πηγή: http://www.antifono.gr/