Πηγή: RumOrthodoxRum

Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος σκιαγραφεί την προσωπικότητα και την αγιότητα του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, όπως ο ίδιος τον γνώρισε. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 28 Μαρτίου 2015, στην αίθουσα της Ενορίας Αποστόλου Βαρνάβα και Μακαρίου Δασούπολης σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από την Ενορία Αποστόλου Ανδρέα Δασούπολης Λευκωσίας Κύπρου.

Σεβαστοὶ πατέρες,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,


Χαίρομαι, ποὺ μοῦ δίνεται ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ εἶμαι ἐδῶ, ἀνάμεσα στὸ ἀγαπητό ποίμνιο τῶν δύο ἐνοριῶν, θὰ ἔλεγα, τῶν δύο ἀποστόλων τῆς Κύπρου, Ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ Ἀποστόλου Ἀνδρέα στὴ Δασούπολη. Χαίρομαι διπλά, γιατὶ εἶμαι μαζί σας μὲ ἀφορμὴ τὸν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο.

 Ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀξίωσε ἡ πρόνοιά Του νὰ τὸν γνωρίσουμε, ἀρχικὰ στὰ χρόνια τὰ εὐλογημένα τῆς φοιτητικῆς μας ζωῆς καί, κατόπιν, κατὰ τὴν περίοδο, ποὺ εἶχα ἤδη χειροτονηθεῖ διάκονος ἐδῶ στὴν Κύπρο, ὁπόταν, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καί, βεβαίως, δὲν τὸ κρύβω, ὅτι ὁ μεγάλος μαγνήτης ποὺ μὲ εἵλκυε ἐκεῖ, ἦταν ἡ προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Καὶ δὲν ἦταν μαγνήτης μόνο γιὰ μένα. Ἦταν καὶ γιὰ πάρα πολλοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Γνωρίζω πολὺ καλά, ὅτι καὶ γιὰ ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς παρόντες ἦταν μέσα στὶς προτεραιότητές τους ἡ συναναστροφὴ μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο.

Θέλω νὰ ἀρχίσω τὸν λόγο μου γιὰ τὸν ὅσιο μὲ κάτι ποὺ ἔγραψα, ὅταν πρὸ ὀλίγων μηνῶν ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του καὶ ἔνταξή του στὸ Ἁγιολόγιο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τότε μὲ πῆρε τηλέφωνο ἕνας δημοσιογράφος καὶ μοῦ εἶπε: «Πανιερώτατε, ἐσὺ γνώρισες τὸν Γέροντα Παΐσιο. Τώρα, ποὺ ἔχει ἐπίσημα πλέον ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἁγιότητά του, πές μας δυὸ λόγια· πῶς ἀποτιμᾶς τὴν ἁγιότητά του;» Ἡ ἀκόλουθη σύντομη συνέντευξή μας, ποὺ ἀποτελεῖ, νομίζουμε, μιὰ καλὴ εἰσαγωγὴ στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, δημοσιεύθηκε κατόπιν στὴν ἐφημερίδα «Φιλελεύθερος».

«Τὸν ἅγιο Παΐσιο τὸν γνώρισα τὸ 1982, ὅταν ἤμουν φοιτητὴς Νομικῆς. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ περίμενε ν’ ἀκούσει κάτι τὸ πονεμένο, γιὰ νὰ ἔχει καρδιακὴ προσευχή, κι ἦταν πάντοτε ἐν ἀναμονῇ στὸ ἀκουστικό, γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὸν πόνο τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἦταν ἕνας ἀσκητὴς γιὰ τὸν κόσμο. Τοῦ ἄνοιγες τὴν καρδιά σου, καὶ σοῦ ἄνοιγε τὸν νοῦ. ‘‘Φῶς Χριστοῦ ἔφαινε πᾶσι’’, διὰ τοῦ Γέροντος Παϊσίου.

»Ἐπέμενε, νὰ μὴν πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ μοναχός. ‘‘Στὴν Κύπρο νὰ πᾶς’’, μοῦ εἶπε. ‘‘Νὰ κάνετε βάσεις πνευματικές, κι αὐτὲς οἱ βάσεις θὰ διώξουν τὶς βάσεις’’. Ὅταν τοῦ εἶπα, ὅτι δὲν κατάλαβα τὸ τελευταῖο, μοῦ εἶπε χαριτολογώντας: ‘‘ Ἀμερικανάκι εἶσαι καὶ δὲν καταλαβαίνεις; Ἑλληνικὰ μιλῶ! Τὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου εἶναι πνευματικό. Τώρα ἐφαρμόζεται ὁ πνευματικὸς νόμος. Ὅταν φτιάξετε μοναστήρια (σὲ κάποιους ἄλλους εἶπε· ὅταν φτιάξετε Σταυροβούνια, ἐνορίες σας τὶς δικές σας, οἰκογένειες ὀρθόδοξες), τότε οἱ βάσεις τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς κατοχῆς θὰ ἐξαφανιστοῦν!’’

»Μὲ ἔβγαλε ἔξω στὴν αὐλὴ τοῦ κελλιοῦ του καὶ σχημάτισε στὸ χῶμα ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο σχῆμα. Τὸ μοίρασε σὲ δύο τετράγωνα καὶ μοῦ εἶπε: ‘‘Θὰ ἔρθει καιρός, ποὺ ἐσὺ θὰ φτιάξεις μοναστήρια. Δύο αὐλὲς νὰ κάνεις τότε σ᾽ αὐτά! Μία γιὰ τοὺς λαϊκοὺς καὶ μία δεύτερη μόνο γιὰ μοναχοὺς ἢ γιὰ μοναχές.’’ Ἐγὼ τότε ἀπόρησα γι᾽ αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπε. Ἤμουν ἕνας ἁπλὸς φοιτητὴς καί, ὑπενθυμίζω, ὅτι τὸ 1982 ἤμουν μόνο 20 ἐτῶν. Πράγματι, ἀργότερα, πρῶτα ὡς ἱερομόναχος, μαζὶ μὲ τὸν Γέροντά μου, ἀρχιμανδρίτη Συμεών, κτίσαμε τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου καί, πιὸ ὕστερα, ὡς Μητροπολίτης Μόρφου, τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ὑπέδειξε ὁ ἅγιος Παΐσιος, μὲ δύο αὐλές. Καί, ἀληθινά, οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς σήμερα μᾶς εὐγνωμονοῦν γι᾽ αὐτὴ τὴ διαμόρφωση στὶς μονές τους. Γιατὶ ἡ διευθέτηση αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἰκοδομήθηκαν οἱ δύο αὐτὲς μονές, εἶναι πραγματικὰ ἕνας τρόπος, ποὺ καὶ στοὺς σύγχρονους πονεμένους ἀνθρώπους παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ ἔχουν πρόσβαση στὴ ζωὴ τῆς μονῆς, ἀλλά, ταυτόχρονα, διασφαλίζει στοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς τὸν ἰδιαίτερό τους χῶρο, τὰ κελλιά τους, τὰ διακονήματά τους, τὴν τράπεζά τους, ἕνα ἐσωτερικὸ παρεκκλήσιο, σὲ τόπο ποὺ εἶναι δομημένος μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ εἶναι ἀπόλυτα ἄβατος γιὰ τοὺς κοσμικούς. Ἔκτοτε, ὅποτε πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος, συναντοῦσα τὸν Γέροντα Παΐσιο, ποὺ μοῦ εἶπε καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.»

Ἀκοῦστε τώρα, πατέρες καὶ ἀδελφοί, σὲ τρεῖς γραμμές, τί εἶναι γιὰ μένα ὁ ἅγιος Παΐσιος: Εἶναι ὁ Καππαδόκης, ποὺ ἔγινε Ἁγιορείτης, λόγῳ προσφυγιᾶς, καὶ τώρα πιὰ κατέστη ἅγιος οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐξαιρέτως τοῦ μοναχικοῦ καὶ τοῦ ἔγγαμου βίου, καθὼς καὶ θαυμαστὸς προφήτης τοῦ Γένους μας, ὁ ὁποῖος, μὲ τὸν διδακτικὸ καὶ προφητικό του λόγο δοκιμάζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία πολλῶν! Πραγματικά, φρονῶ, ὅτι καὶ μόνον αὐτὰ εἶναι ἡ ὅλη μου αἴσθηση, ποὺ ἀπεκόμισα ἀπὸ αὐτὸ τὸν μέγιστο ἅγιο.

Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Παΐσιος ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος δικός μας, τῆς Ἀνατολῆς. Βεβαίως Ἕλληνες, Ρωμιοί, εἴμαστε ὅλοι. Καὶ οἱ Μικρασιᾶτες καὶ οἱ Κρητικοὶ καὶ οἱ Κύπριοι καὶ οἱ Μακεδόνες καὶ οἱ Πελοποννήσιοι. Ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν Ἀνατολίτης. Οὔτε κἂν Ἀνατολικὸς δὲν ἦταν. Ἀνατολίτης ἦταν, ὅπως καὶ ὁ Γέρων Ἰάκωβος τῆς Εὔβοιας. Ἀμφότεροι κατήγοντο ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία,  ἀλλὰ ἀπὸ δύο διαφορετικὲς περιοχές, καὶ εἶχαν ζήσει στὰ πρῶτα πρῶτα τους παιδικὰ χρόνια τὴν προσφυγιά. Κι ὅποιος εἶναι πρόσφυγας, καταλαβαίνει καλύτερα τὸν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καὶ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο. Καί, ὅπως λέει καὶ ἡ σύγχρονη ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὰ πρῶτα δέκα χρόνια, εἶναι τὰ πιὸ καθοριστικὰ γιὰ τὴ μετέπειτα πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἴτε αὐτὸς εἶναι ἅγιος, εἴτε ἁμαρτωλός. Ἄρα εἶναι σημαντικό, ὅποιος θέλει νὰ ἑρμηνεύσει καὶ νὰ γνωρίσει σὲ βάθος τὸν ἅγιο Παΐσιο, νὰ γνωρίσει τὰ πρῶτα δέκα χρόνια τῆς ζωῆς του, ποὺ ἔχουν περίπου ὡς ἑξῆς:

Ὁ ὅσιος γεννήθηκε στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πρόδρομος καὶ ἦταν πρόεδρος, δηλαδὴ κοινοτάρχης τῶν Φαράσων, ἐνῶ ἡ μητέρα του, μία ἁγία γυναίκα, λεγόταν Εὐλαμπία. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀκόμα ὀκτὼ ἀδέλφια. Στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1924, δηλαδὴ λίγες μέρες μετὰ τὴ γέννησή του καὶ μιὰ ἑβδομάδα πρὶν οἱ Φαρασιῶτες προσφυγοποιηθοῦν, ὁ ὅσιος Παΐσιος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ του, ἱερομόναχο Ἀρσένιο Χατζηφεντῆ, τὸν κατοπινὸ ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ δικό του ὄνομα, δηλαδὴ Ἀρσένιος. Καί, ὅταν ἀντέδρασαν κάπως οἱ γονεῖς, εἶπε προφητικὰ ὁ ἅγιος Ἀρσένιος: «Δὲν θέλω κι ἐγὼ νὰ ἀφήσω ἕναν καλόγερο στὸ πόδι μου (δηλ. διάδοχό μου);» Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1924 ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, ὅπως ἦταν τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τοῦ ὁσίου, προσφυγοποιεῖται καὶ ἐγκαθίσταται μαζὶ μὲ ἄλλους Φαρασιῶτες στὴν Κέρκυρα,  ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο, στὶς 10 Νοεμβρίου 1924, ἐκοιμήθη ὁ προστάτης ἅγιός του, ὁ ὅσιος Ἀρσένιος. Ἀργότερα, ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Παϊσίου καταλήγει στὴν Κόνιτσα. Ἐκεῖ, ὁ μικρὸς Ἀρσένιος τελειώνει τὸ δημοτικὸ σχολεῖο μὲ βαθμὸ ὀκτὼ καὶ διαγωγὴ ἐξαίρετο. Μιὰ γυναίκα, ποὺ ἦταν συμμαθήτριά του στὸ σχολεῖο, ἔλεγε πὼς ξεχώριζε ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ παιδικὰ ὅτι ἦταν συμπονετικός. Πόση σημασία ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ συμπονεῖ καὶ νὰ συμπάσχει μὲ τὸν πονεμένο συνάνθρωπό του! Τὸ ἄλλο του χαρακτηριστικὸ εἶναι, πὼς εἶχε μιὰ πρόωρη ἔφεση γιὰ τὴν ἄσκηση. Ἄσκηση βεβαίως, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς δηλαδὴ ἀρνεῖτο νὰ πιεῖ γάλα Τετάρτη καὶ Παρασκευή, ἔκανε νηστεῖες καί, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ μητέρα του Εὐλαμπία, βλέποντάς την νὰ κάνει μετάνοιες, ἔκανε κι αὐτὸς μετάνοιες ἀπὸ πολὺ πολὺ μικρὸ παιδάκι. Ἀργότερα, ὅταν ξεθάρρεψε λίγο, γύρω στὰ ἑφτά του χρόνια, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ νὰ πηγαίνει σ᾽ ἕνα ξωκκλήσι τοῦ χωριοῦ τους, γιὰ νὰ κάνει νυκτερινὲς προσευχές. Αὐτὰ εἶναι σὲ συντομία τὰ πρῶτα δέκα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Παϊσίου.

Τὰ ἴδια, παρεμπιπτόντως, συναντοῦμε καὶ στὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη, ἐπηρεασμένου κι ἐκείνου ἀπὸ τὴ μητέρα του Θεοδώρα. Αὐτὰ δὲ τὰ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ ἀκόμη, διότι προφανῶς τοὺς ἔδιναν χαρά. Ἡ προσευχὴ γινόταν ἀπ᾽ αὐτοὺς μὲ αἴσθηση ψυχῆς. Καί, κάτι ποὺ μάθαμε κοντὰ στὸν ἄλλο σύγχρονο ἅγιο, τὸν Γέροντα Πορφύριο, εἶναι ὅτι ἡ Χάρις εἶναι αἰσθητή. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν Χάριν, αἰσθάνεται τὴ θεϊκὴ αὐτὴ ἐνέργεια. Καί, ἂν δὲν τὴν αἰσθάνεται, κάποιο πρόβλημα ἔχει, εἴτε ψυχολογικό, εἴτε πνευματικό! Ἀκόμα καὶ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἔχουν μειωμένη λογικὴ αἴσθηση, ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ σύνδρομο Down, ὅταν τὰ πάρεις στὴ Θεία Λετουργία, αἰσθάνονται τὴ Θεία Λειτουργία. Αὐτοὶ λοιπὸν αἰσθανόντουσαν τὴ γεύση τῆς Χάριτος καὶ τὴν ἐπιδίωκαν μὲ κάθε τρόπο, ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἄσκηση ἀπὸ τὰ παιδικά τους χρόνια. Ἔτσι, ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πολὺ μεγάλα δοχεῖα.

Τώρα, τί ἐννοοῦμε, ὅταν λέμε δοχεῖο; Αὐτὸ ἀποτελεῖ θεολογία τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Μοῦ εἶπε κάποτε: «Κοίταξε, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μεγάλο δοχεῖο καὶ θὰ δυσκολευτεῖς νὰ τὸ γεμίσεις.» Ὅταν ἀντιλήφθηκε, ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, τί ἐννοοῦσε μὲ τὴ λέξη δοχεῖο, μοῦ εἶπε: «Ἄκουσε! Ἔχει ἀνθρώπους, ποὺ τὸ δοχεῖο τῆς ψυχῆς τους ἀπὸ τὴ γέννησή τους εἶναι ἴσα μὲ μία δακτυλήθρα. Ἔχει ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ τὸ δοχεῖο τῆς ψυχῆς τους εἶναι ἴσα μὲ ἕνα φλυντζανάκι τοῦ καφέ. Ἅμα γεμίσει ἐκεῖνο τὸ φλυντζανάκι, γι᾽ αὐτοὺς εἶναι ἄριστα. Ἔχει ἀκόμη ἄλλους, ποὺ τὸ δοχεῖο τους εἶναι ἴσα μὲ ἕνα φλυντζάνι, ἄλλους μὲ ἕνα ποτήρι, ἄλλους μὲ μιὰ κανάτα, ἄλλους μὲ μιὰ δεξαμενή, καί, τέλος, μερικούς, ποὺ ἔχουν ἕναν ὑδατοφράκτη, ὁ ὁποῖος κάποτε ξεχειλᾶ καὶ ποτίζει καὶ τὰ γειτονικὰ χωράφια. Πρόσεχε, λοιπόν, τὸ δοχεῖο, ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ φροντίσεις νὰ τὸ γεμίσεις. Ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν τὸ δοχεῖο τῆς ψυχῆς ἴσα μὲ μία δακτυλήθρα, ἅμα γεμίσουν ἐκείνη τὴ δακτυλήθρα μὲ Χάρη Θεοῦ, γι’ αὐτοὺς εἶναι ἄριστα. Ἐὰν κάποιος ἔχει μιὰ κανάτα καὶ τὴ γεμίσει ἴσα μὲ τὰ 2/3, αὐτὸ δὲν εἶναι ἄριστα! Ὅσο πιὸ μεγάλο εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς Χάριτος, τόσο πιὸ μεγάλη καὶ ἡ εὐθύνη μας. Καὶ ἀπέναντι στὸν Θεὸ ποὺ τὸ ἔδωσε, καὶ στοὺς καλούς μας προγόνους, ποὺ τὸ ἔχτισαν αὐτὸ τὸ δοχεῖο.»

Δὲν ὀφείλεται λοιπὸν στὴ δική μας ἱκανότητα ἢ ἀξιότητα ἡ δεκτικότητα τοῦ δοχείου τῆς ψυχῆς μας. Ὀφείλεται σὲ κάποια μάνα, σὲ κάποιον πατέρα, σὲ κάποιο παπποῦ, σὲ κάποια γιαγιά, σὲ κάποιο παλαιὸ παπᾶ, ποὺ εἶχε ἡ γενιά μας, ἕνα μοναχό, μιὰ μοναχή, ἕνα ἐνάρετο ἄνθρωπο. Καί, ὅλες αὐτὲς οἱ καταβολές, καταλήγουν στὸν ἀπαρτισμὸ τοῦ δοχείου τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἀνθρώπου. Οἱ σύγχρονοι μπορεῖ νὰ τὸ ὀνομάσουν καὶ DNA. Μπορεῖ νὰ τὸ ὀνομάσουν καὶ κληρονομικότητα. Μπορεῖ νὰ τὸ ὀνομάσουν κάτι ἄλλο στὴ γλῶσσα τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς καὶ ψυχολογίας. Κανεὶς ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἀποδώσει καλύτερα ἀπὸ τὸν τρόπο αὐτό, ποὺ τὸ ἀπέδωσε ὁ ὅσιος Παΐσιος.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἦταν ἡ εὐφυΐα του. Χάριτι Θεοῦ γνώρισα καὶ τὸν ἅγιο Πορφύριο, τοὺς ὁσίας μνήμης Γέροντες Ἰάκωβο Τσαλίκη καὶ Εὐμένιο Σαριδάκη, καθὼς καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στὴν Κύπρο, ὅπως τὸν γέρο Παναῆ τῆς Λύσης. Ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἦταν τὸ στοιχεῖο, ποὺ καθαυτὸ διέκρινε τὸν ὅσιο Παΐσιο ἀπὸ τοὺς ἄλλους αὐτοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, θὰ ἔλεγα ἦταν ἡ ἐκπληκτικὴ εὐφυΐα του. Ἀλλ᾽ ἦταν συνάμα ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν εὐφυΐα του προσαρμοζόταν πλήρως μὲ τὸν ἑκάστοτε συνομιλητή του. Μὲ ἕνα ἐπίσκοπο μιλοῦσε ἀρχιερατικά, μὲ ἕνα πατριάρχη πατριαρχικά, μὲ ἕνα μοναχὸ μοναχικά, μὲ ἕνα οἰκογενειάρχη, σὰν μέλος τῆς οἰκογένειας, μὲ ἕνα παιδὶ παιδικά, μὲ ἕνα φοιτητὴ φοιτητικά. Παρουσίαζε ἕνα ἐκπληκτικὸ βαθμὸ προσαρμοστικότητας σὲ κάθε ἡλικία, ποιότητα καὶ κατάσταση. Καὶ αὐτά, ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ παιδιόθεν, ὅπως προείπαμε, ἀγάπησε τὴν ἄσκηση.         

Ἀκόμη, ἦταν ἕνας ἐξαιρετικὰ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος. Καί, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς δὲν γινόμαστε πειστικοί, ὅταν συνεχῶς φτιάχνουμε ἕνα φωτοστέφανο γιὰ κάποιον -τὸ φωτοστέφανο τὸ δίνει μόνος ὁ Θεός- νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ ἕνα μικροελάττωμά του -τουλάχιστον, ἔτσι ἐμφανιζόταν: Ἦταν ἀπότομος! Δὲν τὸ λέω, γιὰ νὰ παρηγορήσω τὸν ἑαυτό μου, γιατὶ εἶμαι κι ἐγὼ ἀπότομος στὴ συμπεριφορά μου! Εἶχε αὐτὸ τὸ ἰδίωμα ὁ Γέροντας. Ἦταν, αὐτὸ ποὺ λέμε ἐδῶ στὴν Κύπρο, λίγο ἁψόθυμος. Ἐξάλλου, εἶναι γνωστό, πὼς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἰσοπεδώνει τοὺς χαρακτῆρες. Κάθε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κάθε ἅγιος, διατηρεῖ τὰ ἰδιώματα τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ ἐνίοτε, ἂν ὁρισμένες ἐκδηλώσεις κάποιων ἁγίων δὲν εἶναι προσποιητές (π.χ. τὸ νὰ θυμώνουν, γιὰ νὰ ταπεινώνονται ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων), εἶναι γιατὶ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουν κάποια μικρὰ ἐλαττώματα, ὥστε νὰ ταπεινώνονται ἀκούσια, γιὰ νὰ προφυλάσσονται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφάνειας.

Ὁ Γέροντας ἐπίσης ἦταν ἕνας ἐξαιρετικὰ ὀλιγαρκὴς ἄνθρωπος καὶ καλλιεργοῦσε ἐν ἐπιγνώσει τὴν ὀλιγάρκεια. Σκεφτεῖτε, ὅτι τὰ παξιμάδια ποὺ ὁ ἴδιος ἔφτιαχνε, αὐτὰ ποὺ λέμε ἐμεῖς στὴν Κύπρο ‘‘καυκαλιές’’ (κούκκουρα), τὰ ἔψηνε μὲ κάτι παλιοσίδερα, ποὺ ἔβρισκε ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ. Καί, ὅταν τέλειωνε τὴ δουλειά του καὶ ἔψηνε αὐτὰ τὰ παξιμαδάκια, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ περνοῦσε κανένα μήνα, πετοῦσε κατόπιν τὴν πρόχειρη ἐκείνη «ψησταριά»! Ὅταν κάποτε παρευρεθήκαμε σὲ μιὰ τέτοια σκηνὴ καὶ τοῦ εἴπαμε, «Γέροντα, γιατί πετᾶς αὐτὴ τὴν ‘‘ψησταριά’’ σου; Φύλαξέ την γιὰ τὸν ἑπόμενο μήνα!», μᾶς ἀπάντησε· «Ἅμα ξαναχρειαστῶ, θὰ ξαναβρῶ κανένα παλιοσίδερο! Δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτά!» Καταλάβατε; Δηλαδή, πόση διαφορὰ τρόπου σκέψης ἀπὸ τὸν σύγχρονο καταναλωτισμό! Οὔτε βεβαίως νὰ διανοηθεῖ ψυγεῖο στὸ κελλί του, ἄν καὶ τώρα γέμισε ἀπὸ τέτοια τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Εἴπαμε ἤδη πιὸ πρίν, πὼς ὁ Γέροντας ἦταν πάρα πολὺ συμπονετικός. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκα κι ἀφοῦ φλυάρησα ἀρκετὰ γιὰ δικά μου θέματα, φεύγοντας, θυμήθηκα ὅτι ἕνας φίλος μου, ὁ Δημήτρης, μὲ εἶχε παρακαλέσει νὰ πῶ στὸν Γέροντα Παΐσιο νὰ προσεύχεται γι᾽ αὐτόν, καθὼς οἱ γιατροὶ εἶχαν διαγνώσει ὅτι μᾶλλον εἶχε «σκλήρυνση κατὰ πλάκας». Εἶπα λοιπὸν στὸν Γέροντα νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν Δημήτρη, καὶ ἔκαμα νὰ φύγω. «Ἔε!», μοῦ λέγει, «ἔλα πίσω! Τί ἔχει ὁ Δημήτρης; Πές μου κάτι, νὰ πονέσω, γιὰ νὰ προσευχηθῶ γι᾽ αὐτόν.» Ἀκοῦτε! Ζήτησε νὰ μάθει, τί εἶχε ὁ Δημήτρης, γιὰ νὰ εἶναι συμπονετικὴ ἡ προσευχή του. Δηλαδή, ὡς προϋπόθεση τῆς προσευχῆς, ἔβαζε τὸν καρδιακὸ πόνο. Ἂν ἦταν γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἤθελε, βλέποντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ποὺ εἶναι προϋπόθεση τῆς μετάνοιας, ἔτσι νὰ προσευχόμαστε. Ὅταν λοιπὸν ἤθελε νὰ πονέσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔβλεπε τὴ δική του ἁμαρτωλότητα. Μιὰ μορφὴ ἁμαρτωλότητας εἶχε καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος. Εἴπαμε, ἦταν κάποτε ἀπότομος. Στὴν προσπάθειά του νὰ διορθώσει τὰ πράγματα, λ.χ. κάποιων ἐκκλησιαστικῶν καταστάσεων, κάποιων οἰκογενειακῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὰ ὁποῖα ζητοῦσαν τὴ γνώμη καὶ βοήθειά του, μποροῦσε νὰ γινόταν φαινομενικὰ κάπως αὐστηρός. Ἂν μετὰ ἔβλεπε, ὅτι μὲ τὸν τρόπο του αὐτὸ εἶχε ξεπεράσει τὸ μέτρο, στρεφόταν στὸν ἑαυτό του καί, μὲ τὸν φωτεινὸ καὶ ἁγιασμένο νοῦ ποὺ εἶχε ἔβλεπε πότε ἔχανε τὸ μέτρο, καὶ ζητοῦσε ἐν μετανοίᾳ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, ἅμα θέλουμε νὰ πονέσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, πρέπει νὰ στρεφόμαστε νὰ βλέπουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Νὰ παρακολουθοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς μας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὰ διορθώνουμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ δίδαξε ὁ ἅγιος Παΐσιος, αὐτὰ καὶ κάθε ἅγιος. Ἔτσι ἐπιτελεῖται ἡ μετάνοια! Ὅταν, ἀπὸ τὴν ἄλλη, θέλουμε νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ ἄλλον ἄνθρωπο, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀγκαλιάσουμε τὸ πρόβλημά του. Ὅποιο καὶ νὰ εἶναι τὸ πρόβλημά του. Εἴτε σωματικό, εἴτε ψυχικό, εἴτε πνευματικό, εἴτε οἰκονομικό, εἴτε κοινωνικό.

Ὡς πρὸς τὰ χαρακτηριστικὰ λοιπὸν τῆς προσωπικότητας αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἀνακεφαλαιώνοντας, λέω τὰ ἑξῆς: Ἰδιαίτερα εἰλικρινής, κατά τι ἀπότομος καὶ ἁψόθυμος, ὀλιγαρκής, συμπονετικὸς εἰς τὸ ἔπακρον. Ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὸν πόνο, τὸν κόπο καὶ τὰ δάκρυα. Ἀναστέναζε, ὅταν ἔβλεπε τὴ γενιὰ τὴ δική μας, ποὺ ὅταν πηγαίναμε τότε κοντά του ἤμαστε ἀπὸ 20 μέχρι 30 ἐτῶν. Καὶ ἤμαστε ἡ νέα γενιὰ τῶν μοναχῶν. Ἔβλεπε, ὅτι ἡ νέα γενιὰ τῶν μοναχῶν δὲν ἀγαπᾶ τὸν πόνο καὶ τὸν κόπο. Καὶ μοῦ ἔλεγε, πὼς ἡ μεθεπόμενη γενιά, μετὰ ἀπό μᾶς, θὰ θέλει νὰ ἁγιάσει μὲ ἕνα κουμπί! Θυμᾶμαι, ποὺ τοῦ ἔκανα τότε ἕνα λογοπαίγνιο, ποὺ τοῦ ἄρεσε: «Ἄλλο ἁγιάζω καὶ ἄλλο ἀγιώνω»! (Στὴν Κύπρο, τὸ ρῆμα ἀγιώνω παράχθηκε ἀπὸ τὴν ἴωση, δηλαδὴ τὸ σκούριασμα. Ἐδῶ τὸ ἀγιώνω, σημαίνει σκουριάζω ἀπὸ τὴν ἀκινησία καὶ ἀπραξία.)

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε λοιπὸν καλύτερα τὸν ὅσιο Παΐσιο, προέκρινα νὰ ἀναφερθῶ στὰ διάφορα χαρακτηριστικὰ τῆς ἁγιασμένης προσωπικότητάς του, παρὰ στὶς θεόπνευστες διδασκαλίες του. Διότι πραγματικά, ἀπὸ ὅλους τοὺς σύγχρονους ἁγίους Γέροντες ἔχει τὸ μεγαλύτερο ἐπίκαιρο ὄνομα, ἀλλὰ ἔχει δυστυχῶς ταυτόχρονα παρεξηγηθεῖ ἀπὸ ὁρισμένους. Αἰσθάνομαι, ὅτι δὲν σᾶς ὁμιλῶ γιὰ ἕναν ἄγνωστό σας, σᾶς ὁμιλῶ γιὰ ἕναν οἰκεῖο. Ἐξάλλου, οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί, ποὺ εἶναι οἰκεῖοι στὸν Θεὸ καὶ γίνονται οἰκεῖοι στοὺς πιστούς. Ἀναφέρω λοιπὸν αὐτά, γιὰ νὰ γίνει ὁ οἰκεῖος πιὸ οἰκεῖος σ᾽ ἐμᾶς.

Αὐτό, τὸ ὁποῖο καθόρισε τὸν ὅλο χαρακτήρα του ἀπὸ τὰ πρῶτα πρῶτα του χρόνια, ὄχι τὰ δέκα, ἀλλὰ τὰ πρῶτα πέντε του χρόνια ἦταν, ὅπως προεῖπα, ἡ προσφυγική του ἰδιότητα. Προερχόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολίας -ὄχι τῆς Ἀνατολῆς-, τὰ Φάρασα. Γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖτε, ποῦ βρίσκονται τὰ Φάρασα καὶ πόσο κοντά μας εἶναι, φέρτε στὸ μυαλό σας τὸν χάρτη τῆς Κύπρου. Σκεφτεῖτε ποῦ εἶναι ἡ μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα στὴν Καρπασία. Προεκτείνοντας τὴν ἄκρη τῆς χερσονήσου, φθάνουμε στὸν ἀπέναντι κόλπο τῆς Ἀλεξανδρέττας. Πίσω ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρέττα, δεξιά της εἶναι τὸ ὄρος Ἀμανὸς καὶ ἀριστερά της τὰ ὄρη τοῦ Ἀντιταύρου. Ἐκεῖ, στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ Ἀντιταύρου, βρίσκονται τὰ Φάρασα. Δηλαδή, ὅσον ἀπέχει περίπου τὸ Ριζοκάρπασο ἀπὸ τὴν Πάφο, τόση εἶναι ἡ ἀπόσταση τοῦ Ριζοκαρπάσου ἀπὸ τὰ Φάρασα. Δὲν νομίζω ὅτι εἶναι μεγάλη ἀπόσταση. Τὸ ἴδιο γείτονάς μας, ὡς πρὸς τὸν τόπο καταγωγῆς, ἦταν καὶ ὁ Γέρων Ἰάκωβος Τσαλίκης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λιβίσι τῆς Δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Ρόδο. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι κουβάλησαν μέσα τους τὸν πόνο τῆς προσφυγιᾶς. Κι ἂς ἦταν μόνο μικρὰ παιδάκια στὴν προσφυγιά. Γι’ αὐτὸ ἡ ἔγνοια τοῦ Γέροντος Παϊσίου μέχρι τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, ἦταν οἱ ἀλύτρωτες πατρίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ· ἔγνοιά του ἦταν ἡ προσφυγική μας καταγωγή. Κάτι χαρακτηριστικό, ποὺ δείχνει τὴν ἀγάπη του στοὺς πρόσφυγες, ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχονταν αὐτοί, εἴτε ἦταν πρόσφυγες τῆς Β. Ἠπείρου, εἴτε πρόσφυγες τῆς Κύπρου, εἴτε τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μοῦ ἀνέφερε ὁ ἀρχιμανδρίτης μας, π. Φώτιος, ποὺ μᾶς συνοδεύει: «Τὸ τελευταῖο κελλὶ τοῦ Γέροντα, αὐτὸ τῆς Παναγούδας, ἦταν πάνω σὲ ἕνα λοφίσκο, καὶ τὸ εἶχε περιφράξει μὲ συρματόπλεγμα, λόγῳ τοῦ αὐξημένου ἐπισκεπτηρίου. Σὲ κάποια ἐπίσκεψή μας στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἴχαμε φθάσει σὺν Θεῷ στὴν περιφραγμένη Παναγούδα. Ἐκεῖ, στὴν ἐμπρόσθια εἴσοδο, τὸ σύνηθες σκηνικό: Κάποια πινακίδα, γραμμένη πρόχειρα ἀπὸ τὸν Γέροντα, ποὺ ἔλεγε (περίπου): ‘‘ Ἐδῶ, δὲν ἦρθα νὰ κάνω τὸν δάσκαλο στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου. Ἀφῆστε τὰ ὀνόματά σας, νὰ τὰ μνημονεύω, γιατὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἐσεῖς καὶ ἐγὼ ὠφελούμαστε’’. Εἶχε δὲ πράγματι ἐκεῖ ἕνα δύο γυάλλινα δοχεῖα, ἀπ᾽ αὐτὰ τοῦ γλυκοῦ, μὲ κομμάτια χαρτιοῦ καὶ μολυβάκια, σκεπασμένα γιὰ νὰ μὴ βρέχονται, ὅπου μποροῦσε κάποιος νὰ γράψει τὸ ὄνομά του κι ὅσων ἄλλων εἶχαν ἀνάγκη. Ἐπίσης, θὰ ξέρετε, ὑπῆρχαν δύο σχοινάκια, ποὺ ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὴν πρόσοψη τῆς καλύβας τοῦ Γέροντος καὶ ποὺ κατέληγαν στὸ σιδερένιο κάγκελλο-εἴσοδο. Τραβῶντας τὸ ἕνα ἀπ᾽ ἔξω, κτύπαγε κουδουνάκι, γιὰ νὰ ἀκούει ὁ Γέροντας ὅτι κάποιοι ἐπισκέπτες ἦσαν ἔξω, κι ἂν ἤθελε, νὰ τοὺς ἀνοίξει. Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβοκατεβαίνει ὅμως συνεχῶς στὴν πόρτα νὰ ἀνοίγει, ὅταν ἤθελε νὰ ἀφήσει νὰ περάσουν μέσα ἐπισκέπτες, ἄφηνε τὸ κλειδὶ τῆς κλειδαριᾶς τῆς ἐξώπορτας νὰ κυλίσει κάτω, περασμένο ἀπὸ τὸ δεύτερο σκοινάκι, ποὺ ἀναφέραμε. Ἤμουνα τότε μὲ ἄλλα δύο τρία παιδιά, καὶ κτυπούσαμε τὸ καμπανάκι μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Σὲ λίγο, νἄσου ἡ σεπτὴ μορφὴ τοῦ Γέροντος. ‘‘Βρὲ παλλικάρια, ἀφῆστε με νὰ κάνω κανένα κομβοσχοίνι’’, μᾶς εἶπε ἀπὸ ἐπάνω. ‘‘Γέροντα, θέλουμε νὰ σὲ δοῦμε! ’’, εἴπαμε κι ἐμεῖς. ‘‘Νά, δὲν μὲ βλέπετε;’’, ἀπάντησε. ‘‘Γέροντα, θέλουμε νὰ σὲ δοῦμε ἀπὸ κοντά! ’’ ‘‘Κοντά σας εἶμαι!’’, ἀπαντάει. Καί, τὸ τελευταῖο… ὅπλο μας: ‘‘Γέροντα, ἀπὸ τὴν Κύπρο εἴμαστε. Εἴμαστε καὶ πρόσφυγες!’’ (Πράγματι, ἀπ᾽ ὅσο θυμᾶμαι, οἱ παρόντες ἤμασταν ἀπὸ τουρκοκρατούμενες σήμερα περιοχὲς τῆς Κύπρου). Μόλις τἄκουσε τοῦτα ὁ Γέροντας, ἀμέσως ἄφησε τὸ κλειδὶ νὰ κυλίσει κάτω ἀπ᾽ τὸ σκοινάκι ἐκεῖνο…». Δηλαδή, τὸ κλειδὶ τοῦ Γέροντος Παΐσιου ἦταν νὰ τοῦ πεῖς, εἶμαι πρόσφυγας. Καὶ ἀμέσως σοῦ ἄνοιγε, ὄχι μονάχα τὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιά του. Τὸν ὁλάνθιστο μπαξὲ τῆς Χάρης, ποὺ εἶχε μέσα ἡ καρδιά του.

Κάτι ἄλλο. Ὅταν ρώτησα τὸν Χριστόδουλο, ἕνα διαστημικὸ ἐπιστήμονα ποὺ κάθεται τώρα ἀπέναντί μου, ὁ ὁποῖος γνώρισε τὸν ἅγιο Παΐσιο, ποιό ἦταν τὸ πλέον χαρακτηριστικό του γνώρισμα, μοῦ ἀπάντησε πὼς ἦταν ἕνας κατεξοχὴν πρακτικὸς ἄνθρωπος. Δηλαδή, ἂν πήγαινες ἐσὺ νὰ τὸν δεῖς καὶ τοῦ ἔλεγες, «Ξέρεις, ἔχω προβλήματα μὲ τὴ γυναίκα μου», δὲν σοῦ ἔλεγε θεωρίες. Σοῦ ἔλεγε κάτι πρακτικό, συγκεκριμένο νὰ κάνεις. Ἡ ποιμαντικὴ τοῦ Γέροντος Παΐσιου ἦταν γεμάτη πρακτικὲς συνταγές. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα δικό μου. Τοῦ εἶπα κάποτε, πὼς εἶχα μία μεγάλη στενοχωρία, ὅταν μοῦ ἔρχεται ὁ τάδε λογισμὸς καὶ ἡ τάδε ἐπιθυμία, πού, ὅταν μοῦ ἔρχονται καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ διαχειριστῶ, μοῦ βγάζει θυμό. «Τὸν θυμὸ τὸν ἔχω εὔκολο», τοῦ εἶπα. «Μοῦ εἶναι καὶ πρόχειρος.» «Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο εἶμαι», μοῦ λέει. Τοῦ ἀπάντησα ὅμως: «Αὐτὸ δὲν μὲ παρηγορεῖ.» Μοῦ λέει τότε· «Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, τί νὰ κάνεις, ὅταν σοῦ ἔρχονται αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ καὶ αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες.» «Μὴ μοῦ πεῖς», τὸν διέκοψα, «ὅ,τι μοῦ εἶπαν πιὸ πάνω στὸ Κουτλουμοῦσι, δηλ. νὰ λέω τὴν εὐχή, ‘‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’’!» «Λίγο σοῦ πέφτει;», μ᾽ ἐρωτᾶ. Τοῦ λέω· «Ἐσύ, Γέροντα, τί νομίζεις νὰ κάνω σὲ τέτοιες περιπτώσεις;» Μοῦ ἀπαντάει· «Νὰ λές, ‘‘Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σκέπε ἡμᾶς.’’ Ἐγώ, ὅποτε κάνω αὐτὴ τὴν προσευχή, νιώθω τέτοια ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Παναγίας μας, ποὺ ἀμέσως ὁ πειρασμὸς φεύγει. Κάνε το δοκιμὴ καί, ἂν δὲν πιάσει, ἔλα νὰ μὲ δεῖς!» Ὅταν σοῦ λέει ἕνας Παΐσιος ἔτσι, τὸ μόνο ποὺ ἔχεις νὰ κάμεις εἶναι τὰ λόγια καὶ τὶς συνταγὲς νὰ τὶς κάνεις ἔργο. Ἐπιστρέφω λοιπὸν στὴν Ἀθήνα καί, οἱ λογισμοὶ λογισμοί, οἱ ἐπιθυμίες ἐπιθυμίες! Ὁπόταν, ξεκινῶ καὶ ἐγώ· «Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σκέπε ἡμᾶς». Καὶ διαπιστώνω, ὅτι ἀμέσως σβήνουν οἱ λογισμοὶ καὶ οἱ ἐπιθυμίες καταλαγιάζουν. Αὐτὸ εἶναι ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο πρακτικὴ διάσταση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶχε ἡ ἀσκητικὴ τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Ἴσως, λέω, ἴσως -μπορεῖ νὰ ἔχω λάθος-, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ εἶναι τόσο ἀγαπητὸς στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ζοῦν μὲ συνταγὲς καὶ ἔχουν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς πολλὲς θεωρίες. Τελευταία, σ᾽ ἕνα πολὺ δικό μου ἄνθρωπο, ἦρθε ἕνας μεγάλος πειρασμός, καὶ σ᾽ αὐτόν καὶ στὴν οἰκογένειά του. Πολὺ μεγάλος πειρασμός! Τὸν εἶχα καὶ τὸν ἔχω ἔγνοια. Τὸν ἀδικεῖ ἡ γυναίκα του καὶ εἶναι σὲ διάσταση. Καὶ τὸν εἶχα ἔγνοια, νὰ μὴν πέσει σὲ μαράζι. Καί, ξέρετε, ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολὺ πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὸ μαράζι καὶ στὴν κατάθλιψη. Παραδόξως, σύντομα τὸν εἶδα χαρούμενο! Κύριε ἐλέησον, εἶπα. Καὶ τὸν ρώτησα: «Μὰ τί συμβαίνει μ᾽ ἐσένα; Τὸ πρόβλημα στὸ σπίτι σου εἶναι μεγάλο. Ζεῖς μακριὰ ἀπὸ τὴ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου, εἴσαστε σὲ διάσταση, καὶ ἐσὺ ἔχεις τόση χαρά;» Μοῦ ἀπάντησε: «Ξέρεις, κάνω καὶ ἐγὼ αὐτὸ ποὺ κάνεις καὶ ἐσύ, ποὺ σὲ ἀκούω συχνὰ μέσα στὸ αὐτοκίνητο.» «Καί, τί κάνω ἐγὼ μέσα στὸ αὐτοκίνητο;» «Ξέρεις, σὲ ἀκούω κάποτε κάποτε ἔτσι ξαφνικὰ ποὺ λές, ‘‘Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὑπεραγία Θεοτόκε, σκέπε ἡμᾶς’’. Καὶ τὸ κάνω καὶ ἐγὼ καὶ νιώθω μεγάλη χαρά!» Καὶ λέω καὶ ἐγώ, νὰ ποιοί εἶναι οἱ ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί, ποὺ διορθώνουν τὶς λανθάνουσες ἀσθένειες ὑπολανθανόντως! Ἀνεπαίσθητα δηλαδή. Χωρὶς μεγάλες ἐγχειρήσεις τραυματικές, χωρὶς μεγάλες πληγές. Ἐγώ, ποῦ τὰ ἔμαθα αὐτά; Μοῦ τὰ δίδαξε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὰ δίδαξα, ὅμως, μέχρι σήμερα. Πρώτη φορὰ τὸ λέω αὐτὸ δημόσια. Ὅμως, μὲ ἄκουσε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι πολὺ κοντά μου καί, ὅταν τοῦ ἦρθε ἡ δύσκολη ὥρα καὶ ἤθελε κάτι νὰ τὸν κρατήσει, νὰ μὴ συντριβεῖ ἀπὸ τὸ μαράζι, ἀπὸ τὴ θλίψη, ἐφάρμοσε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ τὰ ἄκουσε ἀπὸ μένα, χωρὶς νὰ ξέρει ποιός μοῦ τὸ εἶπε!

Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἦταν, ὅπως καὶ ὅλων βεβαίως τῶν ἁγίων, ἡ ἰδιαίτερη ἀγάπη στὴν Θεοτόκο. Ἦταν Παναγιόφιλος! Ἔλεγε σὲ ἕνα καλὸ Κύπριο παπᾶ μας, ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος: «Πάτερ, τὸ ὅτι δὲν ἔπιασαν ὅλη τὴν Κύπρο οἱ Τοῦρκοι καὶ ποὺ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ Κύπρος καὶ ποὺ δὲν θὰ γίνει μεγάλο κακὸ στὴν Ἑλλάδα, ὅταν θὰ γίνεται χαλασμὸς σὲ ὅλο τὸν ντουνιά, εἶναι γιατί μᾶς σκέπει ἡ Παναγία! Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, ἕνα πρέπει νὰ κάνουμε· νὰ προσευχόμαστε, ‘‘ Ὑπεραγία Θεοτόκε, σκέπε ἡμᾶς’’.» Τόση αἴσθηση τῆς σκέπης τῆς Παναγίας εἶχε. Ὅπως ἀνέφερε στὸν καλὸ ἐκεῖνο Κύπριο ἱερέα, εἶδε κάποτε ὅραμα στὴν προσευχή του, ὅτι οἱ γείτονές μας καὶ οἱ μελλοντικοὶ συνάδελφοί μας Τοῦρκοι, ἑτοιμάζονταν νὰ κάμουν εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ εἶδε τὴν Παναγία νὰ ἀποσοβεῖ τὸν κίνδυνο καὶ νὰ περισκέπει ὅλη τὴν Ἑλλάδα! Σκεφτεῖτε, λοιπόν, πόση σχέση ἀπόκτησαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν Παναγία, ποὺ νὰ ἐνεργοποιεῖ ἡ Παναγία γι’ αὐτοὺς τοὺς λίγους τέτοια σκεπὴ καὶ τέτοια προστασία γιὰ τὸ Γένος ἡμῶν. Ἡ Παναγία μας εἶναι τὸ κατεξοχὴν πρότυπο ἰσορροπημένου ἀνθρώπου. Ἂν ρωτούσαμε, ποιό εἶναι τὸ πλέον ἰσορροπημένο πρόσωπο ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλης τῆς οἰκουμένης, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἡ ἀπάντηση εἶναι, τὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος. Σκεφτεῖτε, ὅτι στὴν Παναγία συνταιριάζεται ἡ νύμφη καὶ ἡ ἀνύμφευτος. Τὸ ἀκούαμε ψές, στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου. «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε». Ἡ ἀπειρόγαμος μήτηρ. Εἶναι καὶ μητέρα, εἶναι καὶ παρθένος. Στὸ Θεομητορικὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας συνταιριάζεται, συνάπτεται ὁ γάμος μὲ τὴν παρθενία, ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ, τὸ πνεῦμα μὲ τὴν ὕλη. Ἄρα, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἰσορροπημένος ἄνθρωπος στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἀγαπήσει βαθιὰ βαθιὰ τὴν Παναγία. Ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθεῖ ἀρκετὲς φορὲς στὸν ὅσιο Παΐσιο. Πολλὲς ἀπὸ τὶς προφητικὲς ρήσεις τῶν ὁσίων Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη καὶ Παϊσίου ἀποτελοῦν ἀποκαλύψεις τῆς Παναγίας σ᾽ αὐτοὺς τοὺς γνήσιους δούλους της. Κι αὐτὲς τὶς ἀποκαλύψεις ὁ ὅσιος Παΐσιος τὶς κατέγραφε παιδιόθεν ἀπὸ τοὺς Μικρασιάτες, Φαρασιῶτες πρόσφυγες, ποὺ τὶς εἶχαν διασώσει.

Ἀλλά, ἐπαναλαμβάνω, πλεῖστες ὅσες προφητεῖες τοῦ Γέροντος ἦταν ἀποκαλύψεις τῆς Παναγίας, ποὺ ἰδιαίτερα ἐπικαλεῖτο στὴν προσευχή του καὶ ἀποτελοῦσαν ἀπαντήσεις της στὴν πολλή του ἀγωνία. Γι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ὁ Γέρων Παΐσιος ἦταν ὁ κατεξοχὴν κήρυκας τῆς καλῆς ἀγωνίας, τῆς καλῆς ἀνησυχίας. Ἤθελε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὴν ψυχή μας, γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, γιὰ τὴν πατρίδα μας, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος αἰσθανόσουν ὅτι ἦταν σύγχρονος, καὶ ἂς ἦταν ἕνας ἀσκητὴς τόσο λιτὸς καὶ τόσο αὐστηρός, γιατὶ εἶχε τὴν καλὴ ἀνησυχία. Παρακολουθοῦσε ἀκόμη καὶ τὸ πολιτικὸ γίγνεσθαι· δὲν ἦταν ἀδιάφορος γι᾽ αὐτό. Μπορῶ νὰ πῶ, ὅτι αὐτὸς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ὁσίους Γέροντες ποὺ γνωρίσαμε, ποὺ δὲν παρακολουθοῦσε καθόλου τὸ πολιτικὸ γίγνεσθαι, ἦταν ὁ Γέροντάς μου Ἰάκωβος Τσαλίκης. Τὸν ρωτοῦσες, ποιόν ἔχουμε πρόεδρον; Δὲν ξέρω, ἔλεγε! Ὁ Γέρων Παΐσιος, ἀντίθετα, ἤξερε καὶ τὸν τελευταῖο ὑπουργὸ καὶ τὰ τεκταινόμενα, καὶ μποροῦσε νὰ σοῦ πεῖ τί θὰ γίνει στὸν κόσμο μας μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ὁλόκληρες. Αὐτὸ ἦταν ἕνα φαινόμενο, τὸ ὁποῖο θέλει μιὰ ἑρμηνεία. Καὶ μοῦ προξένησε ἐντύπωση, ποὺ ἄκουσα καὶ μερικοὺς ἀρχιερεῖς τελευταία, μετὰ ποὺ ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τοῦ Γέροντος Παϊσίου στὸ Ἁγιολόγιο, ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὸ προφητικό του χάρισμα καὶ θεωροῦσαν ὑπερβολὴ τῶν ἐπισκεπτῶν τὶς προφητεῖες του, ποὺ αὐτοὶ κατέγραψαν καὶ διέσωσαν. Ἀλλ᾽ ὄχι! Δὲν εἶναι καθόλου ὑπερβολή. Κι ἀκόμη, εἶναι καὶ λίγα, ὅσα ἔχουν σχετικὰ γραφτεῖ. Ὁ Γέρων μιλοῦσε μὲ ἔνταση γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ τὰ ζοῦσε μὲ ἔνταση. Ἔβλεπε τὰ μέλλοντα ὡς παρόντα. Ἦταν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τὴν ἱστορία, ἡ ὁποία ἀκόμα δὲν πραγματοποιήθηκε στοὺς δικούς μας ὀφθαλμούς. Γιατί ὅμως αὐτὸς ἔβλεπε αὐτὰ τὰ πράγματα; Γιατί αὐτὸς μιλοῦσε γιὰ τὰ ἐπερχόμενα μὲ τόση σαφήνεια καὶ βεβαιότητα; Νομίζω -αὐτὸ εἶναι βεβαίως προσωπική μου ἑρμηνεία, μπορεῖ νὰ ἔχω λάθος-, νομίζω ὁ λόγος ἦταν τὸ ὅτι εἶχε προσφυγικὴ τὴν καταγωγή. Βεβαίως, εἴπαμε ὅτι πρόσφυγας ἦταν καὶ ὁ Γέρων Ἰάκωβος. Ἀλλά, ἂν ἐξαιρέσεις μία καὶ μόνη φορά, ποὺ ἐκφράστηκε σχετικὰ ὁ π. Ἰάκωβος, δὲν ξαναμίλησε γιὰ τὰ μέλλοντα. Καὶ ὁ Γέρων Ἰάκωβος μίλησε κατόπιν ἀποκάλυψης τοῦ ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Ρώσου. Τοῦ εἶχε εἰπεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, «Θὰ γίνει πόλεμος, Ἰάκωβε». Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰάκωβος· «Ὄχι ἄλλος πόλεμος, ἅγιέ μου.» «Πρέπει νὰ γίνει πόλεμος», συνέχισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «γιατὶ δὲν διορθώνεται ἀλλιῶς ὁ κόσμος. Δὲν θὰ τὸν κάνει ὁ Θεὸς τὸν πόλεμο· οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸν πόλεμο, οἱ ἄνθρωποι θὰ τὸν κάνουν, Ἰάκωβε!» Ἀντίθετα, ὁ Γέρων Παΐσιος ἦταν ἐξαιρετικὰ περιγραφικὸς γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Γιατί; Γιατὶ ζοῦσε πιὸ ἔντονα τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας τῶν σκλαβωμένων μας πατρίδων. Φαίνεται ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἄκρα ταπείνωσις, ὑπηρετεῖ καὶ δίδει στὸν κάθε ἅγιο αὐτό, ποὺ περισσότερο ποθεῖ, ποὺ εἶναι ὁ βαθύτερός του πόθος. Ὁ βαθύτερος πόθος τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, γιὰ παράδειγμα, ἦταν ἡ γνώση τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ὁ Κύριος λοιπὸν τοῦ ἔδωσε τόσο πλούσιο διορατικὸ χάρισμα, χάρισμα γνώσεως, ποὺ ἔβλεπε τοὺς ἀστέρες, ποὺ ἔβλεπε τοὺς πλανῆτες, τὰ σύμπαντα, τὰ ὑπόγεια νερά, καὶ γνώριζε τὶς ἰδιότητές τους, τὸν λόγο δημιουργίας τους, τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Γέρων Παΐσιος εἶχε τὸν βαθύτερο πόθο, πότε θὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ Πόλις, ἡ Καππαδοκία ἡ πατρίδα του, ἡ Μικρασία, ἡ Κύπρος. Καὶ εἶναι, ὅπως φαίνεται, γι᾽ αὐτό, ποὺ τοῦ ἐδόθη ἄνωθεν ἡ χάρη νὰ δεῖ, νὰ προγνωρίσει  μὲ ἀκρίβεια τὰ μέλλοντα.

Τώρα, σχετικὰ μ᾽ αὐτὸ τὸ θέμα -τὸ τονίζω, γιατί ἔχει παρεξηγηθεῖ-, αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ νὰ κρατήσουμε, καὶ ἰδιαιτέρως ἐμεῖς οἱ Κύπριοι, ποὺ εἴμεθα παθόντες καὶ μαθόντες, εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὄχι νὰ θέλουμε νὰ μάθουμε πότε καὶ πῶς θὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ σπουδαῖα γεγονότα, ποὺ ἀφοροῦν βεβαίως καὶ ἐμᾶς. Τὸ ζήτημα εἶναι, πῶς θὰ τὰ διαχειριστοῦμε. Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση, ὅτι μᾶς προετοιμάζει ὁ Θεὸς σιγὰ σιγά, μὲ ἕνα δικό του τρόπο, γιὰ τὰ γεγονότα αὐτά. Ὅμως εἶναι καλὰ νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος διαχείρισης τῶν γεγονότων ποὺ ἔρχονται καὶ ἤδη ἔχουν ἀρχίσει -κατὰ τὴν ταπεινή μου ἄποψη-, δὲν εἶναι νὰ γεμίσουμε τὰ ψυγεῖα μας μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ μὴν πεινάσουμε τότε! Κάποτε κι αὐτὰ θὰ ἀδειάσουν. Ἀλλὰ εἶναι νὰ ἔχουμε τότε φώτιση, φώτιση ἐκ Θεοῦ. Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φώτιση, μπορεῖ νὰ παίρνει γρήγορες καὶ ὀρθὲς ἀποφάσεις. Νὰ παίρνει βέβαιες ἀποφάσεις στὴ δύσκολή του ὥρα. Γιὰ νὰ ἔχουμε ὅμως φώτιση, θὰ πρέπει νὰ καθαρίζουμε συνεχῶς τὴν καρδία καὶ τὸν νοῦ μας. Καί, καθαρίζουμε τὴν καρδία καὶ τὸν νοῦ διὰ τῆς μετανοίας. Ἄρα, ὅτι καὶ νὰ κάνουμε, ἐπιστρέφουμε στὴ μετάνοια τὴν προσωπική! Ὄχι μιὰ μετάνοια γενικὴ καὶ ἀόριστη γιὰ ὅλους, ὅπως συχνὰ κηρύττουμε οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱεροκήρυκες, ἀλλὰ προσωπικὴ μετάνοια. Νὰ κάτσω νὰ σκεφτῶ, πιό εἶναι τὸ δικό μου πάθος, τὸ κυρίαρχο πάθος μου, νὰ τὸ βρῶ αὐτὸ τὸ κυρίαρχο πάθος μου ἤ, ἐὰν ἔχω τόσο ἐγωϊσμὸ καὶ τέτοια αὐτοπεποίθηση, ποὺ δὲν τὸ βρίσκω, νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ εἰπῶ· «Χριστέ μου, φανέρωσέ μου ποιός εἶμαι! Δεῖξε μου ποιός εἶμαι!» Καὶ θὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καί, κατόπιν, νὰ δῶ αὐτὸ τὸ πάθος, ποὺ ἔχω, πῶς ἐκδηλώνεται; Ἂν λ.χ. εἶναι ὁ θυμός, πῶς ἐκδηλώθηκε μὲ τὴ γυναίκα μου ἢ μὲ τὸν ἄνδρα μου, μὲ τὰ παιδιά μου, μὲ τοὺς συναδέλφους μου, μὲ τοὺς φίλους μου; Σήμερα, πῶς ἐκδηλώθηκε; Χθές, πῶς ἐκδηλώθηκε; Ποιούς πλήγωσα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει ἔτσι νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μετανοεῖ γιὰ συγκεκριμένες στιγμὲς τῆς καθημερινότητάς του καὶ σταδιακὰ διορθώνεται, τότε ἀρχίζει καὶ εἰσέρχεται στὴ μετάνοια. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ μάθουμε, ἡ προσευχή μας θὰ εἶναι μία μηχανικὴ προσευχή, ἡ ὁποία δὲν θὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα τοῦ φωτισμοῦ σὲ δύσκολες στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀποφασίσουμε, εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, εἴτε γιὰ τὰ παιδιά μας, εἴτε γιὰ τὴν πατρίδα μας, εἴτε γιὰ κάτι εὐρύτερο, ποὺ μᾶς ξεπερνᾶ.

Ἂς πᾶμε σὲ ἄλλο θέμα. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὑπῆρξε μεγάλος πολέμιος τῆς ἐκκοσμίκευσης. Τί ἐννοοῦμε μὲ τὸν ὅρο ἐκκοσμίκευση; Εἶναι αὐτό, ποὺ δυστυχῶς ζοῦμε στὶς μέρες μας. Εἴτε εἴμεθα ἔγγαμοι, εἴτε εἴμεθα ἄγαμοι, εἴτε εἴμεθα μοναχοί. Ἂν μὲ ἐρωτήσετε, τί εἶναι ἐκκοσμίκευση, θὰ ἔλεγα εἶναι ἡ προσήλωση στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ αὐτά. Ἐκκοσμίκευση, εἶναι νὰ κυριαρχήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ κοσμικὸ φρόνημα, τὸ πνεῦμα τοῦ ἄκοσμου κόσμου, τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος. Ἡ ἔγνοια καὶ θλίψη τοῦ Γέροντος ἦταν, ὅτι τὸ κοσμικὸ πνεῦμα μπῆκε σήμερα ἀκόμη καὶ μέσα στὰ μοναστήρια. Καί, πρῶτα, τὸ ἔβλεπε σ’ αὐτὸ τοῦτο τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου στὴν ἐποχή του, ξεκίνησαν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ἡγούμενοι νὰ φτιάχνουν δρόμους, νὰ βάζουν πολλὰ τηλέφωνα, νὰ βάζουν πολλὲς ἠλεκτρικὲς συσκευές, νὰ διορθώνουν τὰ μοναστήρια καὶ τὰ κελλιὰ μὲ ἀκριβὰ ὑλικά… Καί, ὅταν τὰ ἔβλεπε αὐτά, διερωτιόταν: «Μά, ποῦ θὰ πᾶμε ἔτσι;» Γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖτε καλύτερα αὐτὸ τὸν προβληματισμὸ καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ Γέροντος Παϊσίου, θὰ ἀναφέρω ὁρισμένες σχετικὲς χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες. Δὲν ἤθελε, π.χ., νὰ βάζουν οἱ μοναχοὶ γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες σεντόνια στοὺς ξενῶνες. Θὰ μοῦ πεῖτε, μὰ εἶναι δυνατόν; Ἔτσι εἶναι ἕνας ἅγιος! Βλέπει καὶ τὴ λεπτομέρεια. Ἔλεγε· «Βάζετέ τους μιὰ κουβέρτα, νὰ μὴ θέλουν νὰ μείνουν πολλὲς μέρες!» Δὲν ἦταν βεβαίως ἀφιλόξενος. Κάθε ἄλλο! Αὐτός, ποὺ μέρα νύκτα καθόταν νὰ ἀκούει ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος τῶν ταλαιπωρημένων καὶ πονεμένων προσκυνητῶν, ἦταν ἀσφαλῶς γεμάτος μὲ γνήσιο πνεῦμα φιλοξενίας. Ἀλλ᾽ ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ καταντήσει τουριστικὸς προορισμὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τὸ κάθε μοναστήρι, εἴτε ἐντός, εἴτε ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σήμερα ὅμως, καὶ ἐμεῖς ἀκόμη οἱ Ἀρχιερεῖς, ἔχουμε ἀναγάγει τὸν Θρησκευτικὸ τουρισμὸ σὲ ἐπιστήμη. Πέρυσι, ὅταν πῆγα στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφθηκα ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι στὴν Ἀττική, τὸ ὁποῖο καθοδηγοῦσε ὁ Γέρων Παΐσιος. Πολὺ λίγες καλόγριες ἐκεῖ, ἀσκήτριες πραγματικές. Κι ἀκόμη, θέλουν νὰ ζοῦν «ἐν κρυπτῷ». Δὲν θέλουν, οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ μοναστηριοῦ τους νὰ τὸ λέμε καὶ τὸ σέβομαι. Βεβαίως, γυναικεῖο μοναστήρι, σημαίνει μοναστήρι μὲ λουλούδια καί, στὴν Κύπρο, μὲ… γλυκὸ τοῦ ἀμυγδάλου! Μοῦ ἔλεγαν λοιπόν, ὅτι, ὅταν πρωτοπῆγε νὰ τὶς δεῖ ὁ ὅσιος Παΐσιος καὶ νὰ τὶς ἀναλάβει πνευματικὰ καὶ μπῆκε μέσα, οἱ ἀδελφὲς τὸν ξεναγοῦσαν στὸ μοναστήρι. Καὶ αὐτός, ἄρχισε καὶ ἔσπρωχνε τὶς γλάστρες μὲ τὰ λουλούδια καὶ τὶς ἔσπαζε! Ἀπὸ πίσω, ἡ καϋμένη ἡ Γερόντισσα μὲ τὸ φαράσι νὰ καθαρίζει. Τῆς λέει τότε ὁ Γέρων· «Μὴν καθαρίζεις τώρα, θὰ σπάσω πολλὲς ἀκόμη! Ἂν θέλετε νὰ σᾶς ἀναλάβω, δὲν θέλω γλάστρες στὴν αὐλή!» Δὲν ἀγαποῦσε αὐτὸς τὰ λουλούδια, ποὺ ἀγαποῦσε καὶ τὸ τελευταῖο μυρμήγκι, ποὺ ἔλεγε στὰ φίδια, «ἐλᾶτε νὰ σᾶς βάλω γάλα καὶ φύγετε τώρα, γιατί φοβοῦνται οἱ ἐπισκέπτες»; Ἀλλ᾽ ἡ βαθύτερη ἔγνοια του, ποιά ἦταν; Ἦταν ἡ πραγματικὴ ἀξιοποίηση τῆς παρουσίας τῶν μοναχῶν στὸ μοναστήρι, ἡ ὀρθὴ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου τῆς μοναχικῆς τους ζωῆς. Καὶ εἶναι πολύτιμος ὁ χρόνος, ὄχι ἐπειδὴ  ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα («time is money»), ὅπως λένε οἱ Ἄγγλοι, ποὺ εἶναι μάνες στὸ χρῆμα, καὶ ἔχουν καταντήσει μαζὶ μὲ τοὺς Γερμανοὺς σήμερα οἱ τοκογλύφοι τῆς οἰκουμένης. Ἀλλὰ διότι μέσα στὸν χρόνο τῆς παρούσας ζωῆς πρέπει νὰ ἀπεργαστοῦμε τὴ σωτηρία μας. Ἡ ἔγνοιά του ἦταν, πῶς ἀξιοποιοῦν οἱ Χριστιανοί, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοὶ αὐτὸ τὸν χρόνο. Καὶ εἶπε, ἐν προκειμένῳ, ὁ Γέρων στὶς ἀδελφὲς ἐκεῖνες: «Πολλὲς γλάστρες, σημαίνει πολὺς χρόνος γιὰ πότισμα. Τόσος κόσμος σήμερα θέλει προσευχή. Ἂς βάλουν γλάστρες οἱ γυναῖκες οἱ ἔγγαμες. Δὲν χρειάζεται νὰ βάζουν καὶ οἱ καλόγριες!» Κάτι ἀκόμη παρεμφερές. Μοῦ ἔλεγαν οἱ καλόγριες τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Θέκλης στὴ Μοσφιλωτῆ, ἡ Γερόντισσα Κωνσταντία καὶ ἡ ἀδελφή της ἡ Εὐλογία, ὅτι εἶχαν γνωρίσει τὸν Γέροντα στὸ Σινᾶ, ὅπου ἀσκήτευε ἐκεῖ γιὰ δύο χρόνια. Αὐτὲς ἔμεναν τότε κάτω στοὺς πρόποδες τοῦ Σινᾶ, σὲ ἕνα μοναστήρι γυναικεῖο, στὴν περιοχὴ τῆς Φαράν. Κατὰ καιροὺς λοιπὸν τὶς ἐπισκεπτόταν ἐκεῖ ὁ ὅσιος, καὶ τὶς νουθετοῦσε. Κάποτε λοιπὸν τοῦ πῆγαν μέσα σὲ ἕνα δίσκο καφέ, νὰ τὸν κεράσουν. Καί, ὡς Κύπριες, σκέφτηκαν νὰ βάλουνε μέσα στὸν δίσκο καὶ ἕνα λευκαρίτικο κέντημα, ἔτσι γιὰ ὀμορφιά! Νὰ στολίσουνε τὸν δίσκο! Ὅταν λοιπὸν τοῦ πήρανε τὸν δίσκο, ἔπιασε τὸ φλυντζανάκι μὲ τὸν καφέ, ἔκανε πὼς τρέμουν τὰ χέρια του καὶ προσέξαν, ὅτι ἐπίτηδες ἔχυνε τὸν καφὲ καὶ λέρωνε τὸ λευκαρίτικο κέντημα. Καί, ὅταν τὸν ρώτησαν, «Γέροντα, γιατί λερώνεις τὸ κέντημα;», τοὺς ἀπάντησε ἁρμοζόντως: «Γιατὶ στὰ μοναστήρια δὲν χρειάζουνται αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ὀμορφιές!»

Θὰ ἤθελα τώρα νὰ σᾶς διαβάσω τὴν προσευχή, ποὺ ἔκανε κάποια Ἡγουμένη, ποὺ ἐκοιμήθη ἤδη ἐν Κυρίῳ, καὶ ποὺ μοῦ ἔστειλε ἡ διάδοχός της. Ἡ Γερόντισσα αὐτὴ ὑπῆρξε μία καλὴ μαθήτρια τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Ἀκοῦστε λοιπόν, τί προσευχὴ ἔκανε αὐτὴ ἡ μοναχή, ἐπηρεασμένη καὶ ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου:

                «Κύριέ μου, μὲ ξέρεις καὶ μὲ βλέπεις ὡς τὰ τρίσβαθά μου· ἂν λέω λάθος, διόρθωσέ με.

                Χάρισέ μου, Νυμφίε μου, ἕνα ἔνδυμα, ποὺ νὰ μὴν τὸ βλέπει κανείς.

                Πήγαινέ με σ’ ἕνα Μοναστήρι, ποὺ κανένας νὰ μὴν τὸ ξέρει.

                Δῶσε μου τὴν καθαρὰ προσευχή, χωρὶς κι ἐγὼ νὰ τὸ καταλαβαίνω.

                Βοήθησέ με νὰ κάνω τὸ θέλημά Σου στὴ ζωή μου ἐπακριβῶς, καὶ δέξου τὸν θάνατό μου σάν μία ἐξιλέωση γιὰ τὰ πολλά μου ἁμαρτήματα, σὰν μιὰ ἀπόδειξι μικρὴ τῆς ἀγάπης μου.

                Διὰ τῆς μεσιτείας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντά μου. Ἀμήν.»

Βλέπετε, τί παρακαλοῦσε; Νὰ πάει σ᾽ ἕνα μοναστήρι, ποὺ κανένας νὰ μὴν τὸ ξέρει. Νὰ τῆς δώσει ὁ Θεὸς καθαρὴ προσευχή, ποὺ οὔτε καὶ ἡ ἴδια νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνει, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται. Αὐτὰ ἐκφράζουν καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παϊσίου, ὡς πρὸς τὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἐκκοσμίκευσης.

Εἴπαμε λοιπὸν γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴ στάση τοῦ Γέροντος ἔναντί της. Καί, τί εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ἐκκοσμίκευσης; Εἶναι ὁ πόθος τῆς αἰωνιότητας! Νὰ ζῆ ὁ ἄνθρωπος, μὲ προοπτικὴ τὴν αἰωνιότητα! Ὅ,τι εἶναι αἰώνιο, δὲν εἶναι κοσμικό. Τώρα νὰ πῶ, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶχεν οὐράνιες ἐπισκέψεις· ὄχι μόνον τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ ἀρκετῶν ἁγίων. Εἶναι πολὺ γνωστὴ ἡ ἐμφάνιση τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας σ᾽ αὐτόν, καὶ πολὺ χαριτωμένος ὁ διάλογος ποὺ διαμείφθηκε μεταξύ τους. Ἡ θαυμαστὴ τούτη ἐμφάνεια συνέβηκε, ὅταν ἕνα πρωί, ἐνῶ ἔκανε προσευχή, κτύπησε κάποιος τὴν πόρτα του. Ὁ Γέροντας ρώτησε, «ποιός εἶναι;», καὶ τότε ἄκουσε μία λεπτὴ γυναικεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει, «ἡ Εὐφημία εἶμαι». Ἀπόρησε ὁ Γέροντας. Γυναίκα στὸ Ἅγιον Ὄρος; «Ποιά εἶσαι;», ξαναρώτησε. «Ἡ Εὐφημία εἶμαι.» Καὶ πρὶν προλάβει νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα, πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν πόρτα ἡ ἁγία. Τί θὰ κάναμε ἐμεῖς, ἂν μᾶς χτυποῦσε ἡ πόρτα στὴν Εὐρύχου, καὶ μᾶς ἔλεγε, «Ἄνοιξέ μου καὶ εἶμαι ἡ Εὐφημία», καὶ ξαφνικὰ ἔβλεπα μπροστά μου μιὰ καλόγρια; Γιατὶ ἦταν ντυμένη σὰν καλόγρια ἡ ἁγία. Τὸ πιὸ πίθανον, θὰ γονατοῦσα μπροστά της! Μὰ ὁ ἀνδρεῖος καὶ διακριτικὸς Παΐσιος δὲν τὸ ἔκανε αὐτό! Τὴ ρώτησε· «Μά, ποιά Εὐφημία εἶσαι; Καὶ πῶς βρέθηκες στὸ Ἅγιον Ὄρος;» «Ἡ μάρτυς Εὐφημία εἶμαι, πάτερ Παΐσιε!» «Ἐὰν εἶσαι ἡ μάρτυς Εὐφημία», τῆς εἶπε ὁ Γέρων, «νὰ πᾶμε στὸ ἐκκλησάκι μου, νὰ βάλεις τρεῖς μετάνοιες καὶ νὰ κάνεις τρεῖς σταυροὺς καὶ ὕστερα νὰ κάτσεις νὰ κουβεντιάσουμε.» Εἶχε ἔγνοια, μήπως ἦταν κάτι τὸ δαιμονικὸ καὶ τὸν ξεγελάσει ὁ πειρασμός. Καὶ πῆγε ἡ ἁγία, ταπεινὰ ταπεινά, καὶ ἔβαλε τρεῖς μετάνοιες μὲ σταυρούς. Τῆς εἶπε τότε ὁ ὅσιος: Νὰ πεῖς, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός…». Ἡ ἁγία ἦταν ἰσχνόφωνη, καὶ δὲν ἀκουγόταν καλά, ποὺ τὸ ἔλεγε. «Πιὸ δυνατά», τῆς λέει, «δὲν ἀκούω»! Καὶ ὅταν τὴν εἶδε, ὅτι ἔβαζε τὸν σταυρό της, ἀμέσως γονάτισε κι αὐτὸς καὶ τὴν προσκύνησε. Καὶ τῆς εἶπε· «Μὲ συγχωρεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ κάνει κάποτε κι ὁ πειρασμός!» Βλέπετε, δὲν ἐπεδίωκε τὸ θαῦμα καί, ὅταν ἀκόμα ἐρχόταν τὸ θαῦμα στὴ ζωή του, τὸ δοκίμαζε, ἂν ἦταν ὄντως ἐκ Θεοῦ.

Τί ἄλλο νὰ ποῦμε; Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ μοῦ εἶπε -ἔτσι γιὰ νὰ ποῦμε καὶ λίγο τὰ δικά μου-, δὲν ἦταν αὐτὸ μὲ τὰ μοναστήρια. Τὰ πρῶτα πράγματα ποὺ μὲ ἐρώτησε ἦταν: «Κύπριος εἶσαι;» Τοῦ λέω, «Ναί.» «Παλαιὰ Διαθήκη διάβασες;» «Ναί, διάβασα τὰ πρῶτα τρία κεφάλαια τῆς Γενέσεως.» Μοῦ λέει, «Καλὰ εἶναι καὶ αὐτά, ἀλλὰ ἐσένα, ὄχι τώρα, ἀλλὰ  ὅταν θὰ γεράσεις, πιὸ πολὺ θὰ σοῦ χρειαστοῦν οἱ Μακκαβαῖοι. Διάβασες τοὺς Μακκαβαίους;» «Ὄχι», τοῦ λέω. «Τί ἔκαναν οἱ Μακκαβαῖοι;» «Καλύτερα νὰ μὴν σοῦ πῶ ἐγώ. Τώρα, ποὺ θὰ πᾶς κάτω στὴν Ἀθήνα, νὰ βρεῖς ἀπὸ κανένα φθηνὸ βιβλιοπωλεῖο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Νὰ ἀνοίξεις, νὰ διαβάσεις, πῶς ἔζησαν οἱ Μακκαβαῖοι καί, ἰδιαιτέρως, πῶς ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.» Πάω κι ἐγὼ χαρούμενος, εὐελπιστώντας νὰ διαπιστώσω στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι οἱ Μακκαβαῖοι θὰ πρέπει νὰ περάσαν πολὺ καλὰ τὴ ζωή τους. Νὰ ἰδῶ καὶ ἐγώ, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας ὅτι θὰ εἶναι τὸ τέλος μου. Ἀνοίγω καὶ ἐγὼ τοὺς Μακκαβαίους καί, τί βλέπω; Ὅλους τοὺς ἔσφαξαν! Τώρα ποὺ βλέπω τοὺς Τζιχάντ, δὲν ξέρω! Πᾶμε καὶ στὰ κατεχόμενα, δὲν ξέρεις τί γίνεται!

Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντος Παϊσίου γιὰ τὴν Κύπρο ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη. Θὰ σᾶς ἀναφέρω μία σχετικὴ προφητικὴ ρήση τοῦ Γέροντος, συνυφασμένη μὲ κάποια γεγονότα, τὰ ὁποῖα μόλις πρὶν λίγο καιρὸ πληροφορήθηκα, καὶ ποὺ ἀκριβῶς τοῦτο ἀποδεικνύουν. Θὰ γνωρίζετε προφανῶς, ὅτι στὴ Λεμεσὸ ἔχει κτισθεῖ ἕνας μεγάλος ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη, μέσα στὸν ὁποῖο ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερώθηκε πρόσφατα στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Πρὶν τὰ Ἐγκαίνια τοῦ ἐν λόγῳ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, μὲ πῆρε τηλέφωνο ὁ ἅγιος Λεμεσοῦ καὶ μὲ προσκάλεσε νὰ κάνουμε μαζὶ τὰ Ἐγκαίνια, ἀλλά, γιὰ λόγους ὑγείας, δὲν πῆγα. Εἶχα ὅμως συνέχεια στὸ μυαλό μου τὴν τελετὴ αὐτὴ τῶν Ἐγκαινίων. Μὲ παίρνει τότε τηλέφωνο ἕνας πολὺ ἁπλὸς ἄνθρωπος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Καρπασία, εὐλαβὴς Χριστιανός, Ἀνδρέας ὀνόματι, καὶ μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:

«Πανιερώτατε, τὴν εὐχή σας. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα θαυμαστὸ γεγονός, ποὺ συντελέστηκε ἐδῶ κοντὰ στὴν περιοχὴ ποὺ κατοικῶ στὴ Λεμεσό, καὶ σχετίζεται μὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὸν Γέροντα Παΐσιο. Τὸν ἐπισκέφθηκα πρώτη φορὰ τὸ 1990, ἀλλά, ὅσα γράφω στὴ συνέχεια, ἀφοροῦν στὴ δεύτερη καὶ τελευταία συνάντησή μου μὲ τὸν Γέροντα τὸν Ἰούνιο τοῦ 1992, δύο χρόνια πρὶν κοιμηθεῖ, ὁπόταν εἶχα μαζί μου καὶ δύο Λεμεσιανούς. Τότε ἤμουνα ὑπάλληλος σὲ ἐργολάβο, καὶ ἡ εἰδίκευσή μας ἦταν νὰ κατεδαφίζουμε ψηλὰ κτήρια. Ὁ Γέροντας μὲ ρώτησε τὸ ὄνομά μου καὶ τί δουλειὰ ἔκανα. Ὅταν τοῦ ἀπάντησα, ἐργολάβος, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο Λεμεσιανούς, ποὺ ἦταν λίγο πειρακτήρι, εἶπε: ‘‘Δὲν σοῦ εἶπε τὴν ἀλήθεια, Γέροντα. Εἶναι ἐργολάβος, ἀλλά, ξέρεις τί δουλειὰ κάνει; Δὲν κτίζει, ἀλλὰ κατεδαφίζει μεγάλα κτήρια!’’ Τότε ὁ Γέροντας εἶπε: ‘‘Ναί, κατεδαφίζει, ἀλλά, ἀπὸ ὅ,τι βλέπω, κτίζει κιόλας.’’ ‘‘Ὄχι, Γέροντα! Δὲν κτίζω! Μόνο κατεδαφίζω!’’ ‘‘Ὄχι, Ἀνδρέα μου, κτίζεις’’, εἶπε ὁ Γέροντας, γιατὶ κάνεις ὑπακοὴ σὲ ἅγιο Πνευματικό.’’ Πράγματι, γιὰ χρόνια ἐξομολογοῦμαι στὸν Γέροντα τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου, πράγμα, ποὺ διεγνώρισε ὁ Γέροντας, πρὶν ἐγὼ τοῦ ἀναφέρω ὁτιδήποτε! ‘‘Καὶ μὲ αὐτή σου τὴν ὑπακοή’’, συνέχισε, ‘‘σιγὰ σιγὰ κτίζεις οἰκοδομή, τὴν ὁποία θὰ βρεῖς ὅταν πᾶς εἰς τὸν Παράδεισο. Καί, ξέρεις, ἐκεῖ ποὺ μένεις τώρα, ποὺ σὲ ἔριξε ἡ προσφυγιά, σὲ λίγο καιρὸ θἄρθω καὶ ἐγὼ νὰ μένω.’’ Τοῦ εἶπα· ‘‘Μὰ ἐγὼ μένω στὸν Κάψαλο τῆς Λεμεσοῦ. Θὰ ἔρθεις στὸν Κάψαλο;’’ ‘‘Ναί, Ἀνδρέα, θὰ ἔρθω ἐκεῖ! Θὰ μοῦ κτίσουν σὲ λίγα χρόνια ἕνα μεγάλο σπίτι ἐκεῖ, ποὺ θὰ εἶναι 500 μὲ 600 μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι σου. Καί, μὴν ἔχεις ἀγωνία, πότε θὰ πεθάνουν οἱ γονεῖς σου. Οὔτε νὰ παντρευτεῖς, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ νὰ καλογερευτεῖς. Δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἐσύ, οὔτε τὸ μοναστήρι, οὔτε τὴν παντρειά. Νὰ μείνεις ἔτσι!’’ ‘‘Γέροντα’’, τοῦ εἶπα τότε, ‘‘φοβᾶμαι τὴ μοναξιά. Τί θὰ κάνω, ὅταν θὰ πεθάνουν οἱ γονεῖς μου;’’ ‘‘Μὴν ἔχεις ἔγνοια, παιδί μου,γιὰ τότε. Θἄρχομαι ἀπὸ τὸ μεγάλο σπίτι, ποὺ θὰ μοῦ κτίσουν στὴ Λεμεσό, καὶ θὰ σοῦ κάνω παρέα. Καί, ὅποτε χάνεις τὸ κουράγιό σου, θἄρχεσαι καὶ ἐσὺ στὸ μεγάλο μου ἐκεῖνο σπίτι, νὰ μὲ συναντᾶς. Ἀλλά, νὰ ξέρεις, οὔτε ἐσύ θὰ μείνεις πολὺ καιρὸ στὴν προσφυγιά, οὔτε κι ἐγὼ στὸ μεγάλο σπίτι. Θὰ εἶμαι προσωρινὰ κοντά σου. Γιατὶ μετὰ θὰ γίνει τὸ μεγάλο ἔλεος καὶ θἄρθεις καὶ θὰ φύγουμε μαζὶ καὶ θὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκες, στὴν περιοχὴ τῆς Γιαλούσας. Λοιπόν, ἐκεῖ οἱ Τουρκαλάδες θὰ κτίσουν ἕνα μεγάλο λιμάνι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πιάσουμε καὶ οἱ δύο τὸ καράβι καὶ θὰ πᾶμε ἀπέναντι στὰ Φάρασα.’’ Εἶπα τότε· ‘‘Μά, δὲν ἔχει λιμάνι ἡ περιοχή μας, Γέροντα.’’ ‘‘Τώρα δὲν ἔχει, μὰ θὰ φτιάξουν στὸ μέλλον οἱ Τοῦρκοι.’’ Πραγματικά, ὅπως θὰ γνωρίζετε, τώρα ἐκεῖ στὴν παραλία Ἁγίας Τριάδας Γιαλούσας, ὅπως πᾶμε πρὸς τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, οἱ Τοῦρκοι ἔχουν κατασκευάσει τὸ 2006 μία μεγάλη μαρίνα, τὴ μεγαλύτερη τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Καὶ τοῦτο ὁ ὅσιος τὸ ἔβλεπε ἀπὸ τὸ 1992!»

 Λοιπόν, σημασία ἔχει, πῶς ἐμεῖς θὰ διαχειριστοῦμε αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ εἶχε ἔγνοια γι᾽ αὐτὸ τὸ πράγμα ὁ ἅγιος. Ἔβλεπε, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε μία μανία, μία ροπὴ μονάχα πρὸς τὸ θαῦμα, στὴν προφητεία καὶ στὴν εὔκολη, τὴν ἀνώδυνη λύση. Στὴ διαχείριση ὅμως τῶν πραγμάτων καὶ στὴ συμπόνοια τῶν ἀνθρώπων ἔβλεπε πὼς ἔχουμε πολλὴ ἔλλειψη. Καί, ὅταν λέω ἀνθρώπων, δὲν ἐννoῶ μόνο τῶν δικῶν μας, τῶν Ἑλληνοκυπρίων Χριστιανῶν. Ἐννoῶ καὶ τοὺς Τούρκους. Ἔχει κανένα Χριστιανό, ποὺ παρακαλεῖ νὰ γίνει πόλεμος; Ἔχει κανένα Χριστιανό, ποὺ νὰ θέλει, ἀκόμη καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἐχθροῦ του; Ἐγὼ προσωπικὰ δὲν τὴν εὔχομαι. Κι ἂς εἶμαι καὶ ἄνθρωπος πονεμένος. Κι ἂς ἔχασα τὸ χωριό μου, τὸν ἀδελφό μου στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου, τὸν πατέρα μου πιὸ πρίν. Αὐτὸ δὲν τὸ εὔχομαι σὲ κανέναν. Ὅμως ἡ ἔγνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι, μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ προκαλέσουν καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὰ ἀνεκτεῖ καὶ θὰ τὰ ἀξιοποιήσει, πῶς ἐμεῖς θὰ τὰ ζήσουμε ἐν μετανοίᾳ, ἐν προσευχῇ, μὲ πολλὴ συμπόνοια γιὰ τὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Αὐτὸ νομίζω εἶναι ἕνα ζητούμενο τῆς ἐποχῆς μας. Τώρα ζητούμενο τῆς οἰκονομικῆς κρίσης εἶναι νὰ μοιραστοῦμε τὸ φαΐ μας, τὰ χρήματά μας, τὸν καλό μας λόγο στὸν πονεμένο μας συνάνθρωπο. Ἀλλά, δὲν εἶναι μόνον αὐτά. Αὐτό, ποὺ γίνεται τώρα, εἶναι ἡ προπόνησις. Τὰ μεγάλα ἕπονται!

Καὶ κάτι τελευταῖο. Δὲν σᾶς κάνει ἐντύπωση, ποὺ ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τῶν συγχρόνων μας Γερόντων Πορφυρίου καὶ Παϊσίου στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγινε σχετικὰ γρήγορα, πρὶν δηλαδή περάσουν ἀρκετὰ χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή τους; Εἰδικὰ γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ἐγὼ ἐξεπλάγηκα. Θέλει πολλὴ τόλμη, νὰ μένεις στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀνακηρύξεις πανηγυρικὰ τὴν ἁγιότητα αὐτοῦ, ποὺ προφήτεψε τὴ διάλυση τῆς Τουρκίας! Ἄλλο νὰ τὸ λὲς αὐτὸ ἀπὸ καθέδρας ἀπ᾽ ἐδῶ στὴ Δασούπολη, κι ἄλλο νὰ τὸ λές, ὄχι διακηρύττοντάς το, ἀλλὰ διακηρύττοντας τὴν ἁγιότητα αὐτοῦ ποὺ τὰ εἶπε! Ἀσφαλῶς, τοῦτο ἔγινε μὲ τὴν πρόνοια καὶ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, γιὰ νὰ στρέψω τὸν λόγο καὶ στὰ δικά μας, πρέπει ἐπιτέλους νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας, τῆς μετάνοιάς μας. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλω νὰ κλείσω τὴ σημερινή μου ὁμιλία μὲ θαύματα καὶ προφητεῖες, γιὰ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ μιλοῦμε ὧρες, ἀλλὰ δὲν μᾶς ὠφελοῦσαν μόνο αὐτά, θέλω νὰ κλείσω μὲ κάτι ἄλλο, ποὺ πραγματικὰ ἀγάπησε καὶ ἐνστερνίστηκε ὁ ἅγιος καὶ τὸ ἔκανε ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς του. Κι αὐτό, πέραν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, πέραν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πέραν ἀπ᾽ τὴ Σουρωτή, ἦταν ἡ εὐαισθησία καὶ ἀγάπη καὶ θυσιαστικὴ πατρικὴ ἀνταπόκρισή του στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Στοὺς πονεμένους ἀνθρώπους, ποὺ ὧρες καὶ μέρες καθόταν καὶ τοὺς περίμενε, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν πόνο τους. Πραγματικά, δὲν νομίζω νὰ ὑπῆρξε στὶς μέρες μας ἄλλος Γέροντας, ποὺ νὰ εἶδε, νὰ μίλησε μὲ τόσο πολὺ κόσμο. Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ γεννήθηκε ἀσκητής, τελικὰ κατέληξε νὰ εἶναι ἡ μεγάλη μάνα ὅλων τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ ξένων, ἀλλογλώσσων! Καί, γνωρίζουμε περιπτώσεις, πού, ὅταν ἔμενε μόνος του ὁ Γέροντας μὲ τοὺς ξένους, αὐτοὶ μιλοῦσαν στὴ γλῶσσα τους, π.χ. οἱ Γερμανοὶ μιλοῦσαν Γερμανικά, ὁ Γέρων Παΐσιος Ἑλληνικά, καὶ συνεννοοῦνταν! Συνομιλοῦσαν δηλαδὴ στὴ γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς! Αὐτὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ, ὅτι εἶναι ἐκπληκτικά, εἶναι σπουδαῖα. Αὐτὰ ὅμως ἀποτελοῦσαν ἀπόρροια τῆς ἀγάπης του στὸν ἄνθρωπο, ἐργαλεῖα ποιμαντικά, γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν». Καὶ ἔλεγε σχετικὰ ὁ Γέροντας, ὅτι ἕνα πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἀρκούμαστε μόνον στὴν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων, στὶς πνευματικὲς ὁμιλίες καὶ συνομιλίες, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε διάθεση νὰ κοπιάσουμε· νὰ κάνουμε μερικὲς μετάνοιες, νὰ κάνουμε λίγους σταυροὺς γιὰ τὸν γείτονά μας, γι’ αὐτὸν ποὺ μᾶς κατηγορεῖ· νὰ κάνουμε λίγη προσευχὴ γι’ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀδικεῖ, νὰ ποῦμε ἕνα, Κύριε ἐλέησον, νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Μάλιστα, ὁ ἴδιος θεωροῦσε, ὅτι προσευχή, στὴν ὁποία δὲν περιλαμβάνουμε τὴ μνημόνευση ὀνομάτων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, δὲν εἶναι προσευχή. Ὅταν κάποτε τὸν ρώτησα, γιατί νιώθω πολλὴ Χάρη, ὅταν μνημονεύω κεκοιμημένους, μοῦ ἀπάντησε, πὼς ἡ ἀνώτερη προσευχὴ εἶναι ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ μετανοήσουν, νὰ βοηθήσουν πλέον τὸν ἑαυτό τους, ἐνῶ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τοὺς βοηθήσουμε! Ἔλεγε λοιπὸν καὶ ἔγραφε ὁ ὅσιος Παΐσιος, πὼς στὴν ἐποχή μας πλήθυναν δυστυχῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία -καὶ οἱ πνευματικὲς ὁμιλίες, θὰ ἔλεγα ἐγώ-, καὶ λιγόστεψαν τὰ βιώματα. Κι αὐτό, διότι οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ποὺ ὅλο ἐπιδιώκει τὶς εὐκολίες καὶ ἀποφεύγει τὸν σωματικὸ πόνο. Ἀναπαυόμαστε  δηλαδὴ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς στὸ πολὺ διάβασμα καὶ στὴ λίγη ἢ καθόλου ἐφαρμογή. Θαυμάζουμε μόνο τοὺς ἁγίους μάρτυρες καὶ ὁσίους, χωρὶς νὰ τοὺς καταλαβαίνουμε κατὰ βάθος, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ πόσο κοπίασαν, εἴτε στοὺς μαρτυρικούς τους ἄθλους, εἴτε στοὺς ἀσκητικούς τους καμάτους. Καὶ τοῦτο, διότι δὲν κοπιάσαμε καὶ ἐμεῖς, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὸν κόπο τους, ὥστε νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε ἀπὸ φιλότιμο νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Ὁ Χριστιανὸς σώζεται μόνο μὲ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ θεωρητικὴ ἐνασχόληση περὶ τὰ Θεῖα. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7, 21). Καί, κατὰ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2, 26). Νὰ ἡ πρακτική, ποὺ λέγαμε προηγουμένως.

Μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντος, ἀναφορικὰ πρὸς τὰ πατερικὰ ἀναγνώσματα, ὑπῆρξαν οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, πού, σύμφωνα μὲ ὁρισμένους, ἀποτελοῦν τὸ Εὐαγγέλιο (ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι) τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Γέρων διάβαζε ἀπὸ τὸ ψυχωφελέστατο τοῦτο βιβλίο κάθε ἡμέρα, ἀλλὰ λίγο. Ἔτυχε νὰ πεῖ καὶ σ᾽ ἐμένα: «Νὰ διαβάζεις κάθε μέρα ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο, ἀλλὰ λίγο. Ὄχι περισσότερο ἀπὸ δύο σελίδες. Ἐσὺ εἶσαι βιβλιοφαγᾶς καὶ δὲν εἶναι καλὸ τοῦτο. Μόνον μιὰ δυὸ σελίδες, τὸ πολὺ, ἔτσι γιὰ νὰ παίρνει μπρὸς ἡ καρδιὰ καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ καίγεται!» Γι᾽ αὐτὸ τώρα θὰ ἤθελα, ἐν εἴδει ἐπιλόγου καὶ ὡς ἐπισφράγιση τῶν ὅσων εἴπαμε γιὰ τὸν θεοφόρο Γέροντα Παΐσιο, νὰ σᾶς ἀναγνώσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Ἀσκητικὰ τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ, καὶ μάλιστα στὴν πρωτότυπη ἀρχαία γλῶσσα τῆς ἑλληνικῆς μετάφρασης. Ἀκοῦστε λοιπὸν λόγους θεόπνευστους, ποὺ πράγματι ἀνάβουν τὴ φλόγα τοῦ Πνεύματος  στὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ἀγωνιστεῖ τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς ἐν Χριστῷ ἄσκησης.

«Κρεῖττόν ἐστιν οἰκῆσαι μετὰ θηρίων, ἢ οἰκῆσαι μετὰ τῶν κακῶς ἀναστρεφομένων.

Κάθου μετὰ γυπῶν, ἢ μετὰ πλεονέκτου καὶ ἀπλήστου.

Γίνου ἑταῖρος τῷ φονευτῇ, ἢ τῷ φιλονείκῳ.

Μετὰ χοίρου, ἢ μετὰ γαστριμάργου συλλάλει· κρεῖσσον γὰρ δεξαμενὴ χοίρων ἤ στόμα φάγον.

Κάθου μεταξὺ τῶν λωβῶν, ἢ μεταξὺ τῶν ὑπερηφάνων.

Καταδιώχθητι σύ, καὶ μὴ καταδιώξης.

Σταυρώθητι, καὶ μὴ σταυρώσῃς.

Ἀδικήθητι, καὶ μὴ ἀδικήσῃς.

Συκοφαντήθητι, καὶ μὴ συκοφαντήσῃς.

Γίνου ἐπιεικὴς καὶ μὴ ζηλώσῃς ἐν κακῷ.

Ἀναστρέφου μετ’ ἀγαθοσύνης, οὐχὶ μετὰ δικαιοσύνης· ἡ δικαιολογία οὐκ ἔστι τῆς πολιτείας τῶν χριστιανῶν καὶ οὐκ ἔστι σεσημειωμένη ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ.

Εὐφραίνου μετὰ τῶν εὐφραινομένων καὶ κλαῖε μετὰ τῶν κλαιόντων, ὅπερ ἐστὶ σημεῖον τῆς καθαρότητος.

Μετὰ τῶν ἀρρώστων ἀρρώστησον.

Μετὰ τῶν ἁμαρτωλῶν πένθησον.

Μετὰ τῶν μετανοούντων χάρηθι.

Φίλος γενοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις καὶ μόνος γενοῦ ἐν τῇ διανοίᾳ σου.

Κοινωνὸς γενοῦ τοῖς παθήμασι τῶν πάντων, καὶ τῷ σώματί σου μακρὰν γενοῦ ἐκ πάντων.»

Ταῖς τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παϊσίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!