Οσία γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς (+ 4 Ιουνίου 1995)

Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε και πόσο πρέπει αυτές τίς μέρες να τίς εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε! Πρέπει να σκεφτόμαστε, το βράδυ πού πηγαίνουμε να κοιμηθούμε: «Θα την ξαναβρούμε αυτή τη ζεστασιά, αυτό το ζεστό φαγητό πού τρώμε; Θα ξαναβρούμε αυτά τα καλά πού έχουμε, αυτή την ησυχία;». Δεν ξέρουμε τί ξημερώνει αυτά έρχονται εν ριπή οφθαλμού. Γι’ αυτό αυτές τίς μέρες πρέπει να τις εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε.

Λέω, οι Σέρβοι με τόση πίστη και ευλάβεια, τέτοιο μαρτύριο! Αλλά πάλι, λέω, και στην Ιερουσαλήμ στη Μονή Χοζεβά, ήταν χιλιάδες οι Πατέρες πού σφαγιάσθηκαν μέσα στο σπήλαιο οι Χοζεβιτες δεν ήταν άγιοι Πατέρες; Όταν πήγαμε εκεί στο σπήλαιο, βάλαμε χώμα μέσα στο μαντήλι και μάτωσε το μαντήλι ευωδίαζε το χώμα, ένδειξη μαρτυρίου. Το ίδιο και στον Άγιο Θεοδόσιο και στα ρωσικά Μοναστήρια παντού αίματα. Πήγαμε και στο χωριό των Ποιμένων και λέμε, κάτι ευωδιάζει έβγαινε άρρητος ευωδία. Και στον ‘Αγιο Μηνά στη Χίο σφαγιάσθηκαν δεκατέσσερις χιλιάδες την ημέρα του Πάσχα. Τί μαρτύριο ήταν αυτό, δεκατέσσερις χιλιάδες! Γιατί επέτρεψε ο Θεός και τούς αποκεφάλισαν; Δεν ήταν εκείνοι άγιοι Πατέρες; Σύμφωνα με την πίστη μας, θα δώσει και σ’ εμάς ο Θεός.

Η Χάρις του Θεού θα μάς σκεπάση. Να λέμε τους Χαιρετισμούς- «τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε», και τί θα κάνη ο Θεός δεν ξέρουμε. Λέω, πώς πρέπει να είμαστε και στο θέμα τής προσευχής! Όταν εκκλησιαζομαστε, να είμαστε πολυόμματα Χερουβείμ. Εκεί πού στεκόμαστε, εκεί να μένουμε, εκτός εάν υπάρχει σωματική ανάγκη. Τί μεγάλη ευλογία είναι να έχουμε κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Πολύ μεγάλη ευλογία είναι αυτή.

Θά έρθη καιρός, πού δεν θα βρίσκουμε ένα αντιδωράκι τόσο δα μικρό και θα λέμε: «Πού είσαι, αντιδωράκι μου, να σέ φάω, πού σέ είχα κάθε μέρα, σε έπαιρνα και σέ έτρωγα με τις χούφτες!». Θά έρθει εποχή πού δεν θα έχουμε ούτε αντίδωρο ούτε αγιασμό να πάρουμε. Τώρα είναι μια μεγάλη ευλογία της Παναγίας μας να έχουμε κάθε μέρα Θεία Λειτουργία. Ξέρετε πόσο μάς φρουρεί;

Μάς έλεγε ένας Γέροντας παλαιότερα ότι, όταν μια αδελφή έχει επάνω της ένα Τετραευάγγελο, φυλάει σαράντα γειτονιές. Σκεφτείτε τώρα να γίνεται κάθε μέρα μία Θυσία του Χριστού, πόση ευλογία έχουμε! Αυτό είναι αφάνταστο’ να κατεβαίνουν κάθε μέρα μύριες μυριάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τα πολυόμματα Χερουβείμ, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, να μάς περικυκλώνουν και να γίνεται η Θεία Μυσταγωγία. Περισσότεροι είναι οι άγιοι Άγγελοι από την αναπνοή μας πού βγαίνει. Σκεφτείτε τί μεγάλο πράγμα είναι να είναι γεμάτη η εκκλησία από αγίους Αγγέλους! Δεν ξέρω, εγώ έτσι το νοιώθω, έτσι το βλέπω και έτσι σάς το λέω. Πολλές φορές σκέφτομαι, τί μεγάλη δωρεά του Θεού είναι αυτό, και ξενυχτώ, δεν με πιάνει ο ύπνος.

Κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Να μνημονεύουμε τα ονόματα όλων αυτών των ανθρώπων! Η κάθε ψυχούλα που είναι τόσο πονεμένη και διψασμένη θέλει μια βοήθεια και μια ενισχυση, εκτός από τους κεκοιμημένους που είναι μέσα στην Κόλασή και άλλος είναι μέσα στο πυρ και άλλος στο βρυγμό των οδόντων, πού και αυτοί έχουν ανάγκη να μνημονευθούν.

***

Η συνάντηση της οσίας γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς
και του οσίου Ιερωνύμου της Αιγίνης του Καππαδόκου

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, ο παππούς, να βρούμε τον π. Ιερώνυμο. Που να τον βρούμε τώρα εμείς τον π. Ιερώνυμο;
Ξεκινήσαμε και πάμε- μπήκαμε μέσα στο πλοίο και ρωτήσαμε μία γυναίκα εκεί πέρα: «Μήπως ξέρετε τον π. Ιερώνυμο που έχει μία Γερόντισσα, που την λένε Ευπραξία;». Μας είπε: «Τον δεύτερο άγιο Νεκτάριο ζητάτε; Δεν φιλοξενεί αυτός, να πάτε στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο, εκεί να κοιμηθήτε και το πρωί να ερωτήσετε τις μοναχές, να σας οδηγήσουν από που θα πάτε». Εμείς ξεκινήσαμε, όπως μας είπε η γυναίκα, πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στον άγιο Νεκτάριο. Καθήσαμε το βράδυ εκεί. Το πρωί σηκωθήκαμε και ρωτήσαμε μία μοναχούλα: «Μήπως ξέρετε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου που είναι;».
«Είναι πολύ μακριά, θα κοπιάσετε πολύ, δεν θα μπορέσετε να το βρήτε», μας είπε.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος είπε το πρωί εκείνο στην Γερόντισσα Ευπραξία:
-Σήμερα θα πας στο Μοναστήρι, στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.
-Καλέ Γέροντα (είχε βγάλει ανεμοπύρωμα στο πρόσωπο της) που θα πάω, δεν μπορώ, με πονάει το πρόσωπό μου, που να πάω;
-Κάμνε υπακοή, κάμνε υπακοή και πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.

Είχε ενάμισυ χρόνο να πάη στον άγιο Νεκτάριο. Λοιπόν σηκώθηκε η Γερόντισσα Ευπραξία και ήρθε η καημένη στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια. Εμείς είδαμε μια γιαγιούλα που άναβε τα καντήλια. Όταν τελείωσε, έφυγε και πήγε στο Μοναστηράκι της αγίας Αικατερίνης. Φύγαμε από τον άγιο Νεκτάριο και λέω στην αδελφή που ήμασταν μαζί: «Δεν πάμε στης αγίας Αικατερίνης το Μοναστήρι; «Ίσως και μας πληροφορήσουν για τον π. Ιερώνυμο». Ξεκινήσαμε λοιπόν και πήγαμε. Μόλις είδα την νεωκόρο εκεί, της είπα:
-Μήπως ξέρετε που είναι το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου και από που να πάμε; Γιατί δεν ξέρουμε.
-Περιμένετε μια στιγμή να το πω στην Γερόντισσα. Σε λίγο ήρθε και μας πήγε στον ξενώνα.
Πήγαμε μέσα, βλέπουμε μία γιαγιούλα που καθόταν.
-Από είστεν; Μας είπε η γιαγιούλα.
-Από τον Βόλο είμαστε.
-Από τον Βόλο είστε, και τι θέλετε εδώ που ήρθατε;
-Θέλουμε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου. Η Γερόντισσα Ευπραξία είναι του π. Αρσενίου αδελφή και μας έστειλε ο παππούς Ιωσήφ να έρθουμε να γνωρίσουμε τον π. Ιερώνυμο και την αδελφή του π. Αρσενίου.
-Τι θέλετε να την γνωρίσετε αυτή;
-Αφού μας είπε ο Γέροντας, θέλουμε να κάνουμε υπακοή και ’μείς να την γνωρίσουμε.
-Αφήστε την αυτήν, τι την θέλετε;
-’Ε, την θέλουμε.
-Εσείς τι είστε, δόκιμες μοναχές; Μας ρώτησε.
-Είμαστε δόκιμες μοναχές.
-Σκάψατε, σκάψατε, βρήκατε το νερό;
-Σκάβουμε, σκάβουμε, θα το βρούμε το νερό, αγωνιζόμαστε να βρούμε τον Χριστό, της απάντησα. Από ’δω μας δοκίμασε, από ’κει μας δοκίμασε, από ’κεί μας έλεγε ένα σωρό, ύστερα τελικά, μας είπε: «εγώ είμαι η Ευπραξία». Τι έγινε εκείνη την ώρα που μας είπε ότι αυτή είναι! «Λοιπόν, ο Γέροντας το προαισθάνθηκε, μας είπε, ότι θα ερχόσαστε, γι’ αυτό έστειλε εμένα στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο». Και συνέχισα: «Πράγματι, αν δεν ερχόσαστε, ήταν αδύνατον να το βρούμε το Μοναστήρι».
Κάτι κατσάβραχα, κάτι δρόμοι, μέχρι να πάμε είδαμε και πάθαμε. Φτάνουμε λοιπόν στον π. Ιερώνυμο. Πηγαίνει ο π. Ιερώνυμος έξω.
-Τι ήρθατε σεις εδώ, τι ήρθατε; Είπε άγρια.
-Ήρθαμε να πάρουμε την ευχούλα σας και να σας γνωρίσουμε κι από κοντά, μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, απάντησα.
-Τι είστε και ποιόν ήρθατε να δήτε;
-Να, την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε.
-Άντε στο καλό σας, φύγετε, έξω, έξω σας λέω.
-Εμείς δεν θα φύγουμε, θα καθήσουμε εδώ στα σκαλοπάτια και όποτε σας φωτίσει ο Θεός, θα μας καλέσετε μέσα, να μας πάρετε, να μας δήτε.
-’Έξω σας λένε, βγήτε έξω, έξω από το Μοναστήρι, τι θέλατε και ήρθατε εδώ πέρα, ποιόν να δήτε;

-Την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε, του ξαναείπα. Τελικά λοιπόν καθίσαμε εμείς εκεί πέρα- μας έβλεπε η Γερόντισσα Ευπραξία και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Πάει μέσα ο Γέροντας και προσευχόταν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μετά βγήκε και μας φώναξε: «Ελάτε, καλόγριες, ελάτε μέσα». Πάμε μέσα, καθίσαμε. «Βάλτε τους να φάνε», είπε στην Γερόντισσα. Μας έδωσε μπακαλιάρο βραστό, λεμόνια, ψωμί, έτρεξε να μας φιλοξενήση. Υστερα μας φώναξε στο κελλί. Πάμε στο κελλί σηκώνει τα χεράκια του επάνω και αρχίζει: «Κύριε, εκέκραξα, εισάκουσόν μου», «Κύριε, δος μου μετάνοιας δάκρυα, δος μετάνοιας πόθον, δος μου μετάνοιας έρωτα, δος μου μετάνοιας χάριν». Λόγια που είπε στον Χριστό! Και τα χεράκια του σηκωμένα, έτσι.

Εκείνη την ώρα λοιπόν αισθανθήκαμε μια ευωδία ξέχειλη από κοντά του, δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τα δάκρυα, από τον κλαυθμό. Εκεί που δεν μας ήθελε, μας έκανε αυτοσχέδιο προσευχή και μας συμβούλεψε πνευματικά. Μας είπε: «Πολλή Αγάπη είχα σε σας και ήθελα να σας γνωρίσω από το ’41-’42, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού. Όταν ήθελα να κάνω Μοναστήρι, άκουσα φωνή: Εσύ στην Αίγινα θα κάνης Μοναστήρι και όχι εδώ πέρα στο Πήλιο”». Η Γερόντισσα Ευπραξία ερχόταν στον άγιο Απόστολο τον Νέο, εκεί που εκκλησιαζόμασταν, κοινωνούσε και δεν την βλέπαμε, τρία χρόνια γινόταν αυτό. Επί τρία χρόνια εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε στον άγιο Απόστολο τον Νέο και δεν είχε παρουσιαστή με τον κόσμο. Εγώ σας έβλεπα, μας είπε, αλλά εσείς δεν με βλέπατε. Μετά ο Γέροντας μας είπε: «Κοιτάξτε, όταν βαδίζετε, τον κόσμο θα τον βλέπετε σαν δένδρα. Εγώ όταν βαδίζω, τους ανθρώπους τους βλέπω σαν δένδρα και ο λογισμός μου είναι καθαρός, δεν έχει μέσα ακαθαρσία, τίποτε. Να πηγαίνετε όλο από τα στενά και όχι από τους μεγάλους δρόμους, να ακολουθήτε την στενή και την τεθλιμμένη οδό». Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Να μας ξεπροβοδίζη και να μη μας αφήνη να φύγουμε από την πολλή Αγάπη και την πνευματική ένωσι. Μας σταύρωνε, μας σταύρωνε… Μείναμε το βράδυ εκεί πέρα, σ’ ένα μικρό καμαράκι, αυτό είχε η Γερόντισσα, τίποτε άλλο. Είχε ένα κρεββατάκι ισα-ισα που καθόμαστε, όχι να ξαπλώσουμε τα πόδια μας, και καθίσαμε και οι τρεις και κάναμε άγρυπνία όλη νύχτα, δεν είχε άλλο μέρος να κοιμηθούμε. Σηκωθήκαμε το πρωί και δεν ήξερε τι να μας δώση ο Γέροντας.

Του πηγαίνανε κάτι πετσετούλες και μαντηλάκια, πιάνει και μας τα δίνει για ευλογία, να τα έχουμε να τον θυμώμαστε. Μας έλεγαν οι ντόπιοι ότι ο π. Ιερώνυμος πήγαινε και ζητούσε ψάρια από τους ψαράδες: «Εσύ, σήμερα βλαστήμησες, ψάρια δεν θα πάρω, ευλογία δεν θα έχης’ ευλόγησον, συγχώρεσέ με». Πήγαινε στον άλλο: «Εσύ σήμερα δεν είπες τίποτε, θα πάρω ψάρια, δος μου δύο κιλά ψάρια». Πήγαινε στον άλλο, τα μάζευε τα ψάρια στο καλάθι του, ειδοποιούσε τις φτωχές, τις χήρες, τα ορφανά κλπ. και έδινε τα ψάρια. Κάθε μέρα γινόταν αυτό και μόλις τον έβλεπαν οι ψαράδες, τον φώναζαν: «Έλα, π. Ιερώνυμε, να σου δώσω ψαράκια». Και όταν έφευγε, είχαν πολλή ευλογία στο μαγαζί τους. Πολλή Χάρι είχε.

Θα σας πω και αυτό, εις δόξαν Χριστού: Είχαμε πάει στην Λειτουργία μια Κυριακή- εκείνη την ημερα αισθανθήκαμε τέτοια ευωδία και βλέπαμε τα ράσα μας άσπρα, σαν να μας κοσκίνιζε κανείς από πάνω ζάχαρι άχνη, με άρωμα βανίλια και, αφού τελείωσε η Λειτουργία, ύστερα έφυγε αυτό το ουράνιο πράγμα. Ξαναπήγα, νόμιζα ότι θα το ξανααισθανόμουν. Είπα στην Γερόντισσα Ευπραξία: «Πες να πάω από μία άκρη να κοιτάξω στο Ιερό μέσα, να ’δω πως προσεύχεται». Με παίρνει λοιπόν, με βάζει σε μία ακρούλα και κάθησα. Θρήνος γινόταν… Ο π. Ιερώνυμος λοιπόν λίγο καιρό μετά τη χειροτονία του είδε τον Χριστό ως βρέφος στην ‘Αγία Τράπεζα, να του λέη: «Σφάξε με και να με διαμελίσης»- και ο π. Ιερώνυμος απαντούσε: «Πως να διαμελίσω τον Δεσπότη Χριστό;».

Έκτοτε σταμάτησε να λειτουργή. Όταν βρέθηκε στο νοσοκομείο της Αιγίνης, βοήθησε πολύ κόσμο. Ήξερε όλα τα βότανα, σαν βοτανολόγος, τέτοια σοφία είχε- έβγαινε έξω, μάζευε βότανα κι έλεγε, για εκείνη την ασθένεια κάνει αυτό και αυτό. Με αυτά έκανε φάρμακα, αλοιφές και γινόταν ο κόσμος καλά. Ο π. Ιερώνυμος διόρθωνε ρολόγια και μια μέρα πήγε να ανοίξη μια οβίδα, του την είχε άφήσει ένας Γερμανός, που του θεράπευσε το πόδι. Σκάει λοιπόν η οβίδα, του κόβει το χέρι και έσπασαν τα τύμπανα στα αυτιά του. Μετά τον πήγανε σε νοσοκομείο στην Αθήνα Για τον λόγο αυτό στο εκκλησάκι του Γέροντος Ιερωνύμου λειτουργούσε συνήθως κάποιος π. Νικόλαος, κατά την διήγησι της Γερόντισσας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και είδε την αγία Παρασκευή και τους θαυματουργούς αγίους Αναργύρους που του είπαν: «»Ας σου σπάσανε τα τύμπανα, εσύ θα ακούς». Στην Θεία Λειτουργία χωνόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα και από τότε που άρχιζε μέχρι να τελειώση η Λειτουργία, έκλαιγε. Πολύ άγιος άνθρωπος. Μας έλεγε η Γερόντισσα ότι αποβραδίς που άρχιζε την προσευχή του μέχρι που τελείωνε το πρωί, τα χέρια τα είχε σηκωμένα- του τα κατέβαζε η Γερόντισσα. Τέτοια προσευχή είχε! Ήταν μία πνευματική φυσιογνωμία πάρα πολύ σπουδαία. Είχε η Γερόντισσα πολλά να πη, αλλά δεν τα γράψανε, θα τον δοξάση ο Θεός στον ουρανό.

***

Η επίσκεψις της Γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς
στον άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη της Ευβοίας

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και μακαριστή οσία Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Η Γερόντισσα έτρεφε, επίσης, ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον μακαριστό Γέροντα π. Ιάκωβο Τσαλίκη (1920-1991), τον οποίο επισκέφθηκε στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ στην Λίμνη Ευβοίας το 1988 και το 1990, συνοδευομένη από μοναχές και λαϊκούς. Κατά την πρώτη επίσκεψι ο μακαριστός Γέρων ήταν πολύ άρρωστος, καθώς εκτός των άλλων ασθενειών τον ταλαιπωρούσε και ίλιγγος, και δεν κατέβηκε εκείνη την ημέρα στην Θεία Λειτουργία. Οι πατέρες της Μονής μας διαβεβαίωναν ότι ήταν αδύνατο να μας ιδή.

Η Γερόντισσά μας με ακράδαντη πίστι και παρρησία μας έλεγε: «Κάντε κομποσχοινάκι, θα βγή ο Γέροντας να μας δώση την ευχή του». Όταν τελικώς ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής και νύν μακαριστός Γέρων π. Κύριλλος του είπε ότι τον ανέμενε η Γερόντισσα Μακρίνα με την συνοδία της, με κόπο αλλά και με μεγάλη χαρά, ο Γέρων Ιάκωβος κατέβηκε, μας καλωσώρισε και μας νουθετούσε επί πολλή ώρα όρθιος. Κάποια στιγμή απευθυνόμενος προς τους λαϊκούς ο Γέρων είπε χαρακτηριστικώς: «Εγώ, αν ήμουν στην θέσι σας, θα πήγαινα με τα πόδια κάθε πρωί στο Μοναστήρι να πάρω την ευχή της Γερόντισσας Μακρίνας και μετά θα πήγαινα στην δουλειά μου». Τέλος, κατευοδώνοντάς μας μέχρι την εξώπορτα, και ενώ εμείς ανεβήκαμε στο λεωφορείο για να φύγουμε, έψαλε: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου…».

Κατά την δεύτερη επίσκεψί μας στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ το καλοκαίρι του 1990, ο Γέρων Ιάκωβος μας υποδέχθηκε με έκδηλο τον σεβασμό του προς την Γερόντισσα λέγοντας: «Η Γερόντισσα Μακρίνα δεν είναι μόνο δική σας Μητέρα είναι και δική μας Μητέρα και Μητέρα όλης της Εκκλησίας. Αν ήμουν στον Βόλο θα πήγαινα κάθε πρωί και θα της φιλούσα το χέρι, τόσο σεβασμό και ευλάβεια έχω στην Γερόντισσα Μακρίνα. Και κάθε πρωί που λειτουργούμε βγάζουμε μερίδα διά την Γερόντισσα Μακρίνα και τις αδελφές. Και αυτήν την μερίδα την παίρνει Άγγελος Κυρίου -τα πιστεύουμε αυτά!- και την πάει στον θρόνο του Θεού. Και προσευχόμεθα για τις ψυχές των ανθρώπων, για την Γερόντισσα Μακρίνα, τις μοναχές, για όλους τους ανθρώπους, για υγιείς, για πονεμένους και για τους αμαρτωλούς. Και Εκείνος, λοιπόν, δίδει την ευλογία Του». Στην Γερόντισσα ο π. Ιάκωβος ευχήθηκε ιδιαιτέρως: «Να σας δίνη υγεία, όσο θέλει ο Θεός, μέχρι να τελειώση η προθεσμία. Εύχομαι καλόν Παράδεισο. Να συγκαταριθμηθής, Γερόντισσά μου, με την ιερά αδελφότητά σας μετά των φρονίμων Παρθένων». Ο Γέρων Ιάκωβος συνωμίλησε για αρκετή ώρα μαζί της για θαυμαστές πνευματικές του εμπειρίες και καταστάσεις της Θείας Χάριτος και όταν οι αδελφές φεύγοντας ζήτησαν την ευλογία του, εκείνος τις ευλόγησε με ένα Σταυρό, που του είχε στείλει κάποτε η Γερόντισσα ως δώρο.

***

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Ήταν παιδιά μου, με συγχωρείτε, μία Γερόντισσα, απ’ την Πορταριά αν έχετε υπόψη σας, απ’ το Μοναστήρι της Πορταριάς. Κι η Γερόντισσα αυτή πριν ένα χρόνο είχε πάει στο Λονδίνο, για να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση, ξέρει ο κύριος γιατρός εδώ. Πρώτα όμως έγραψε γράμμα στον Άγιο στο Μοναστήρι, και κάναμε παράκληση και Θεία Λειτουργία.

Και, ω του θαύματος! Η γυναίκα αυτή είχε κάτι που της κάνανε εγχείρηση αλλά δεν είχε αυτό που έπρεπε να έχει, το σοβαρό. Είχε, με συγχωρείτε, κάτι, δύο όγκους είχε η γυναίκα στο σώμα της χαμηλά. Πέρασαν όμως πρώτα από τον Άγιο. Και λέει τώρα η Γερόντισσα αυτή:

– Πάτερ μου, πιστεύω στον Όσιο Δαυίδ και στις ευχές σας Γέροντα. Πάτερ μου, λέει να κάνεις εσύ προσευχή και δεν θα’ χω τίποτα. Αν πεθάνω όμως, πάτερ μου, να μου κάνεις αυτά τα διατεταγμένα, λέει, αυτά τα ονόματα και το σαρανταλείτουργο και εγώ, ότι έχω να σας προσφέρω.

– Γερόντισσά μου, εγώ δε θέλω τίποτα, μου αρκεί η πίστη σας και η ευσέβειά σας, της λέω.

– Χριστέ μου, Παναγία μου και Όσιε μου Δαυίδ, προτού την δει ο χειρούργος, πήγαινε εσύ κάντην μία, με συγχωρείτε, μία τομή εκεί πέρα με το χέρι σου, πάρε αυτά τα ογκίδια και δώσε της την υγεία της.

Και ω του θαύματος, αυτό έγινε! Φύγανε, μαζί με το γιατρό τον κ. Νίκο, πήγαν στη Θεσσαλονίκη και η Γερόντισσα η Μακρίνα δεν είχε τίποτα. Και μάλιστα έγινε τελείως καλά!»

Από το νέο βιβλίο της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ: «Ένας σύγχρονος Άγιος ~ Ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)»

***

Ο άγιος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης και η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης ….προσευχήθηκε θερμώς υπέρ αυτής και έλαβε «πληροφορία» ότι η Γερόντισσα Μακρίνα ευρίσκεται σε πολύ υψηλά πνευματικά μέτρα, όπως ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής.

Κάποια άλλη φορά, ο Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είδε, εν ώρα προσευχής υπέρ της αδελφότητός μας, δύο φωτεινές στήλες επάνω από το Μοναστήρι· έβλεπε με πνευματικό τρόπο την προσευχή της Γερόντισσάς μας Μακρίνας και της μακαριστής Γερόντισσας Θεοφανούς, μητρός του Γέροντός μας. Τον Ιούλιο του 1990, κάποιος προσκυνητής του Αγίου Όρους ήλθε στο Μοναστήρι μας, για να συνομιλήση με την Γερόντισσα. Η Γερόντισσα μαθαίνοντας ότι σκεπτόταν να επισκεφθή τον Γέροντα Εφραίμ στα Κατουνάκια, του έστειλε ως μικρό δώρο λίγους ξηρούς καρπούς. Όταν ο Γέρων τους έλαβε, εκδήλωσε την μεγάλη του χαρά με ένα διάπλατο χαμόγελο, λέγοντας στον προσκυνητή: «Ένα άρωμα, παιδί μου, αυτή η Γερόντισσα!», αναφερόμενος στην καθαρότητα της καρδίας της.
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», έκδοση της Ι.Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου.

***

Όταν ο Γέροντας Εφραίμ, ο Φιλοθεΐτης επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, μίλησε στον Γέροντα για την Γερόντισσα Μακρίνα, εκθειάζοντας τις αρετές της. Τότε ο Γέροντας του λέει χαμογελώντας: Δεν χρειαζόμαστε τις δικές σας συστάσεις. Έχουμε και εμείς λίγη προσευχή. Θα σου πω εγώ ποια είναι η Γερόντισσα Μακρίνα. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την Γερόντισσα, θαύμασε την καθαρότητά της, την νήψη της ψυχής της, το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής, την ελεήμονα καρδιά της, την ιδιαίτερη σχέση της με την Παναγία: Έμεινα εκστατικός, συνέχισε ο Γέροντας, και είπα. Πω, πω, τι είναι αυτή η Γερόντισσα! Φωτια!

***

«Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες [=γεμάτες θεία χάρη, δηλ. την αγαθή ενέργεια του Θεού] μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος:
«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ: Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959).

***

Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς τον Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν…

***

Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς
«Μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια»

Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος. Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που και αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω- έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω, τι κάνει ο Θεός στην στέρησι, στην ανέχεια την μεγάλη και πως βοηθάει. Όχι ότι είχα άξια, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξη πόσο δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε.

Ήλθε το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε νωρίς τις Πράξεις των Αποστόλων. Όπως γίνεται στο Άγιον Όρος. Και κάθησα σε μία γωνιά και τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε. Τώρα πως να πήγαινα στο «Δεύτε λάβετε φως», δεν είχα κερί. Είπα με το νου μου: «Αφού θέλεις, Χριστέ μου, να μη έχω μία λαμπαδούλα να πάρω το άγιο Φως, νάναι εύλογημένο το θέλημά Σου».

Έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα τους άσκητάδες και σκεφτόμουν: «Πως οι ασκητάδες στην έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δεν έχουν φαγάκι και κείνους ο Θεός τους φροντίζει, τι στενοχωριέμαι; Και μένα ο Θεός θα με φροντίση.

Άμα θελήση ο Θεός, θα στείλη ανθρώπους να μου φέρουν και μένα κάτι, θα φωτίση να μου φέρουν και μία λαμπαδούλα». Είδα λοιπόν μία γυναίκα να έρχεται και να μου λέη:

-Δεν έχεις λαμπάδα;

-Όχι δεν έχω, της απάντησα.

-Τέτοια μέρα, δεν έχεις λαμπάδα, αναστάσιμη μέρα να μη έχης λαμπάδα; Απόρησε η γυναίκα.

-Άμα θέλης, φέρε μου απ’ το παγκάρι μία λαμπάδα και ’γω θα σου τα δώσω τα χρήματα. Τώρα δεν έχω, την άλλη βδομάδα θα σ’ τα δώσω, της είπα.

-Σώπα, παιδάκι μου, που θα μου την πληρώσης, θα σου πάρω εγώ μία λαμπαδούλα.

Πήγε και μου έφερε μία λαμπαδούλα και με έπιασε το παράπονο. Συλλογιζόμουν: «Ας πάω με τους ερημίτες, θα συνεορτάσω εκεί πέρα που είναι μακριά οι εκκλησίες τους, που δεν έχουν κανένα να τους πάη τίποτε».

Τότε είχε τυπικό ο πνευματικός μας μετά την Ανάσταση, μόλις μπαίναμε μέσα, να προσκυνάμε την εικόνα της Αναστάσεως. Μόλις προσκύνησα μου φάνηκε ότι η Αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια και άκουσα μια φωνή, σαν να είχαν ανοίξει όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου, που έλεγε: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Άκουγα μέσα μου το πασχαλινό Ευαγγέλιο, χωρίς να το λέη ο παπάς, και λιποθύμησα- δεν κατάλαβα τίποτε, ούτε πως με σήκωσαν, τίποτε. Όταν συνήλθα, αυτός ο λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου και μέσα στην καρδιά μου’ και μου ήρθε ένας χορτασμός, σαν να είχα φάει τα αυγά, τα τυριά, τα κρέατα όλου του κόσμου και αισθανόμουν σαν να μη βρισκόμουν στην εκκλησία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη- πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχαν τυπωθή μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή την ωραία φωνή σ’ όλη την Πασχαλινή Ακολουθία και αυτά τα λόγια μου φέρνανε ένα χορτασμό.

Πως τρως κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθής, έτσι ακριβώς αισθανόμουν και υστέρα μου ήρθε ο λογισμός: «να, και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε, που δεν γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται». Έτσι μια φωνή μου το- λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας περιγράφω, τι άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα την ψυχή μου και αισθανόμουν άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά. Και ενώ την Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και την στέρησι, μετά έλαβα δυνάμεις. Πως αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;

Ύστερα λοιπόν έλαβα ισχυρές δυνάμεις και την ώρα που μου είπε ο πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε και απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. Όταν κοινώνησα συμπληρώθηκε αυτός ο κορεσμός και ούτε να φάω ούτε να πιω ήθελα. Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, για να μη χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτε, τίποτε. Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δεν ήθελα. Με φώναξε η εξαδέλφη μου, που ήταν απέναντι από το σπίτι μου, να πάω να φάω πατσά. Εγώ που να πω ότι είχα «φάει»; Δεν είπα τίποτε. Πήγα να φάω, ούτε η πρώτη κουταλιά δεν κατέβαινε. Το μεσημέρι με είχε καλέσει για φαγητό η κουμπάρα μου, που της είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. ‘Ηταν πολύ πλούσια αυτή.

Μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν «πως θα πάω σ’ αυτό το σπίτι τώρα;». Ήταν πνευματικός κόσμος και ντρεπόμουν, γιατί θα με ρωτούσαν το ένα, το άλλο, και δεν ήθελα να καταλάβουν την πνευματική αυτή κατάστασι που μου έδωσε ο Θεός.
Λέω λοιπόν: «Τι κάνει ο Θεός! Αισθανόμουν την μεγαλωσύνη του Θεού και θαύμαζα πόσο πλουτίζη τον άνθρωπο!». Γι’ αυτό είναι αλήθεια που λέει στο Ευαγγέλιο ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με την Χάρι του Θεού. Εις δόξαν Χριστού σας το λέω, αισθάνθηκα την Χάρι του Χριστού λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως. Μου έδωσε να καταλάβω ο Θεός, τι δίνει στην στέρησι επάνω. Η εγκράτεια και η προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο! Όταν αφήση κανείς τον εαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικώς, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό– και όλα αυτά τα μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, τα δίνει δωρεάν ο Θεός.

Δεν μας στερεί τίποτε. Εμείς δεν πλησιάζουμε τον Χριστό μας, για να μας δώση αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευώμαστε, να το σκεφτώμαστε, να Τον αγαπάμε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώση το ένα, να μας δώση το άλλο, ό,τι έχει να μας τα χαρίση. Άμα δούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να τα συλλάβη η διάνοια του ανθρώπου τα κάλλη του Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου! Θέλει νάχουμε αγάπη, να αγαπήσουμε τον Θεό. Αν τον αγαπήσουμε, θα μας τα δώση όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον.

Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς, Μέρος 1ο, Κεφ. 1ο, §4, σελ. 44–45· Μέρος 2ο, Λόγος 35ος, σελ. 333–337, Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

***

Οσιακή κοίμηση

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης και Γερόντισσα Μακρίνα

Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.

Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκυνήση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.

Η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, εκοιμήθη εν οσιότητι, την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 4 Ιουνίου 1995. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης, ο οποίος ήταν στην Αμερική, εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού».


Πηγές

https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/03/

https://iconandlight.wordpress.com/2023/04/15/μες-στο-άγιο-φως-της-αναστάσεως-με-τον-ά/