Μόρφου Νεόφυτος: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Κυριακή του Παραλύτου, 10.5.2020)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατά την αρχιερατική  Θεία Λειτουργία  την Κυριακή του Παραλύτου, που τελέσθηκε στην ιερά μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στο Κούρδαλι, της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (10.5.2020).

Βρισκόμαστε στην περίοδο του Πεντηκοσταρίου, η χάρις της Παναγίας μας  μας έφερε στην αυλή της, εις τον οίκο της τον θαυματουργό, εδώ εις την ιερά μονή της, στην Παναγία τη Χρυσοκουρδαλιώτισσα. Και μάλιστα αυτή την ημέρα που η αγία Εκκλησία μας θέλει να θυμόμαστε αυτό το θαύμα που επιτέλεσε ο Κύριός μας σε έναν παραλυτικό εκεί εις την Προβατική κολυμβήθρα. Τρίτη Κυριακή του Πεντηκοσταρίου. 

Δύο κρατώ από το σημερινό Ευαγγέλιο στην καρδιά μου και μου κάνει εντύπωση ότι και οι υμνογράφοι αυτά τα δύο, τα τόνισαν όλως ιδιαιτέρως, για να τα προσέξουμε εμείς οι απρόσεκτοι, «οἱ πολλὰ μεριμνοῦντες καὶ τυρβάζοντες περὶ πολλῶν», που ξεχνούμε το ένα, το αναγκαίο, το «ἑνὸς ἐστι χρεία». Το ένα που πρόσεξα από τα δύο, είναι αυτό που συνεχώς επαναλαμβάνεται στους ψαλμούς. Είναι ο λόγος του παραλυτικού προς τον Κύριό μας. Ένας παραπονιάρικος λόγος μιας άφατης μοναξιάς και σχεδόν απελπισίας. Ένας άνθρωπος παράλυτος, ξαπλωμένος μόνιμα σε ένα στρώμα δίπλα από την κολυμβήθρα την Προβατική, που κατά την παράδοση των Ιουδαίων, μία φορά του έτους ένας άγγελος του ουρανού κατέβαινε και τάραττε το ύδωρ. Και όποιος προλάβαινε και έμπαινε πρώτος, έπαιρνε την ίαση του σώματος και της ψυχής του. Και ο καημένος ο παραλυτικός έφερε το κρεβάτι του εκεί, μπας και καταφέρει με τη βοήθεια κανενός διπλανού του συνανθρώπου, να εισέλθει αυτός πρώτος εις την κολυμβήθρα. Χρόνια πολλά εκεί. 

Και όμως, το παράπονο του ποιο ήταν; «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Αυτός ο λόγος πάντοτε, σχίζει την καρδιά μου. Και ενώ πέρασαν είκοσι αιώνες από τότε που ακούστηκε αυτό το παράπονο του παραλυτικού, ψάχνοντας να βρει έναν άνθρωπο να τον βοηθήσει στην ανάγκη του να γίνει υγιής κατά πάντα, συνεχώς ακούμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, σε όλες τις χώρες φτωχές και πλούσιες, το ίδιο παράπονο. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δεν έχω έναν άνθρωπο να με βοηθήσει. Πόσοι δεν μας το λένε; 

 

Μου κάνει εντύπωση, πάτερ Κυριακέ, τώρα που ακούνε τους λόγους μας, τες ομιλίες μας, τα κηρύγματά μας, πολλοί άνθρωποι ιδιαιτέρως από την Ελλάδα και την ομογένεια, τι μου γράφουν νομίζεις. Είσαι και μάρτυρας, με παίρνουν και τηλέφωνο εκεί στη Μητρόπολη. Πες μας εσύ, έναν παπά που εμπιστεύεσαι, να πάω να τον κάμω πνευματικό μου. Εγώ δεν λέω, γιατί δεν ξέρω ποιος παπάς ταιριάζει σε ποιον. Δεν είναι όλοι για όλα. Και μου γράφουν πολλές φορές αυτό τον λόγο. Επειδή, μου λένε, εμείς δεν έχουμε διάκριση, δεν γνωρίσαμε αγίους ανθρώπους, αγίους γέροντες, πες μας εσύ που γνώρισες, ποιον εμπιστεύεσαι στην τάδε πόλη, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και αλλαχού, να πάμε να εξομολογηθούμε. Και σε μερικούς που απαντώ, τους λέω, εγώ εμπιστεύομαι Αυτόν που έκαμε καλά τον παραλυτικό. Τον Χριστό. Και όλοι οι ιερείς μας έχουν μέσα τους Πνεύμα Άγιο. Πηγαίνετε και όπως με τους γιατρούς δοκιμάζεις πρώτον, δεύτερο, τρίτο μέχρι να βρεις αυτόν με τον οποίο ταιριάζει η ιδέα σου, η αντίληψή σου, η επικοινωνία σου, έτσι να βρεις άνθρωπο και συ τον πνευματικό. Αλλά το κυριότερο, κάμε προηγουμένως προσευχή. 

Ενθυμούμαι, ήμουν δεκαεννιά χρονών, φοιτητής μέσα σε μιαν Εστία στα Ιλίσια στην Αθήνα. Συντρόφους είχαμε πολλούς. Φίλους δεν είχα κανέναν. Και μου έκαμνε, έτσι, μέσα στην καρδιά μου έναν παράπονο. Ήμουν και ορφανός και φτωχόπαιδο και από την Κύπρο μέσα σε μιαν εστία εφτακοσίων φοιτητών, ποιον να εμπιστευτείς να κάμεις φίλο σου. Και τότε θυμήθηκα τον λόγο του μεγαλύτερου μου αδελφού, του Θεοχάρη, που μου είπε, αδελφέ, όταν θέλεις κάτι, να κάμνεις αυτό που μας έλεγε η μάνα μας. Του λέω, τι μας έλεγε η μάνα μας; Εσένα δεν σου το είπε; Μου λέει. Η μάνα μας, μας έλεγε, όταν θέλεις κάτι να γονατάς και να το ζητάς του Χριστού και της μάνας Του της Παναγίας. Το θυμήθηκα. Όταν με έπιασε μια φορά το παράπονο και είπα, μα δεν έχω έναν φίλο. Δεύτερη φορά, τρίτη φορά, άκουσα τον λόγο του αδελφού μου του Θεοχάρη. Γονάτισε αδελφέ, όπως κάνει η μάνα μας, και παρακάλεσε τον Χριστό και την Παναγία. Το έκαμα. Μόνο μια βδομάδα χρειάστηκε να το κάμω. Και θυμούμαι, κατεβαίνοντας εις το εστιατόρια της Εστίας, βρήκα δύο αδέλφια από το Νέο χωρίο της Πάφου. Και πως έτυχε εκεί, πιάσαμε την κουβέντα, γνωριστήκαμε, συμφάγαμε και έκτοτε είμαστε αχώριστοι φίλοι. Έρχονται από την Πάφο και από την Αθήνα για να με δουν κάθε χρόνο εδώ στην Ευρύχου. Και παντού όπου πήγα. 

Και λέω, ο παραλυτικός, έψαχνε να βρει άνθρωπο. Και η πρόνοια του Θεού Πατρός, μας έστειλε όλους, ιδιαιτέρως ημών των Χριστιανών, όχι άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο μας έστειλε. Μας έστειλε τον ίδιο τον Υιόν Του ο Θεός Πατήρ. «Ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» να Τον έχουμε βοηθό σε κάθε μας θλίψη, σε κάθε μας ανάγκη. Και ιδιαιτέρως, όχι τόσο στα θέματα της σωματικής υγείας όσο της ψυχικής υγείας. Και γιατί είναι σημαντικότερο; Γιατί είναι αθάνατο υλικό η ψυχή όταν θελήσει ο Θεός να ενωθεί μαζί της. Και ο Θεός θέλει. Εμείς θέλουμε; 

Ένα λοιπόν, το οποίον συνεχώς η σήμερον ακρόαση του Ευαγγελίου μου χαράσσει την καρδία και μου θυμίζει πολλά και δικά μου και ξένα που ακούω από πολλούς συνανθρώπους μας είναι αυτό το «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ε, λοιπόν, πατέρες μου και αδελφοί μου, έχουμε Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Πόσο Τον θέλουμε; Πόσο Τον ποθούμε; Τώρα που μας έκλεισαν τις Εκκλησίες, πόσο Τον επιθυμήσαμε να ενωθούμε μαζί Του; Να κοινωνήσουμε χωρίς λογισμό, χωρίς υποψία, το Σώμα Του και το Αίμα Του, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». 

Έχομε λοιπόν, όχι άνθρωπο, Θεάνθρωπο! Το επαναλαμβάνω. Ιησούν Χριστό, εσταυρωμένο, αναστημένο, αναληφθέντα εις τον ουρανόν,  και καθιζόμενον εκ δεξιὠν του Πατρός και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης. Ακούτε, Ποιον έχουμε παραστάτη, συμπαραστάτη, φίλο, αδελφό; Και τροφή, να Τον τρώμε και να Τον πίνουμε, σε κάθε Θεία Λειτουργία. «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης». Ο ένας λόγος λοιπόν, αυτός. 

Ο δεύτερος, τον είπε ο ίδιος ο Κύριος στον παραλυτικό, όταν έγινε πλέον καλά ο και έπιασε το κρεβάτι του στον ώμο και έφυγε χαρούμενος. Που αυτό που δεν πέτυχε σαράντα χρόνια ο άγγελος, το πέτυχε ο λόγος ενός περαστικού δασκάλου, ούτε καν ο Χριστός του είπε το όνομά Του. Του είπε μόνο το πρόβλημα ο παραλυτικός. Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στην κολυμβήθρα. Όταν έρχεται ο άγγελος. Και του είπε, θέλεις να γίνεις υγιής; Θέλω, του λέει. Γίνε, του λέει. «Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Και περπάτησε. Όταν όμως Τον συνάντησε τον Κύριο και Τον αναγνώρισε ότι Αυτός είναι ο Σωτήρας του, Αυτός τον έκαμε καλά, πήγε να Τον ευχαριστήσει. Και τί του είπε ο Χριστός; Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, που μας αφορά όλους. Και εμένα και εσάς. Εντάξει, του λέει ο Χριστός. Με ευχαριστείς, αλλά πρόσεχε «καὶ μηκέτι ἁμάρτανε». Τί σημαίνει αυτό; Ότι οι αρρώστιες μας, τα πάθη μας, έχουν σχέση με τις αμαρτίες μας. Και λένε οι άγιοι πατέρες, και με τις αμαρτίες των γονιών μας και των παππούδων μας. Όπως κληρονομούμε τα καλά τους, κληρονομούμε και τα αμετανόητα, τα ασυγχώρητα πάθη και λάθη τους. 

Άρα, να έχομε έγνοια, να έχομε προσοχή. Και όποτε δεν τα καταφέρνουμε να μετανιώνουμε γρήγορα. Με γρήγορο νουν. «Καὶ δὸς ἡμῖν γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν». Γρήγορα-γρήγορα να αποκτήσουμε την κατά Θεόν λύπη. Να λυπούμαστε αμέσως για το λάθος που κάμαμε μέσα μας. Να κατηγορούμε λίγο τον εαυτό μας. Λέω λίγο, γιατί μερικοί που είναι υπερευαίσθητοι και εγωιστούληδες, μπορεί να καταπέσουν στην κατάθλιψη, άμα συνηθίσουν να κατηγορούν τον εαυτό τους. Και δεν το θέλει ο Χριστός αυτό. Λίγο, όσο για να αισθανθούμε την αμαρτωλότητά μας. Ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Και αμέσως, να στραφούμε γρήγορα-γρήγορα στο έλεος του Χριστού. Στη βοήθεια της μητέρας Του της Παναγίας και των αγίων με τους οποίους έχουμε ιδιαίτερη σχέση. Και τότε έρχεται η μετάνοια, η οποία είναι η γιατρειά της ψυχής και πολλές φορές και του σώματος. Όποτε κρίνει ο Χριστός ότι είναι προς στο συμφέρον μας και η υγεία του σώματος. Πολλές φορές ο Θεός κρίνει ότι «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμις μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ο άγιος Νικηφόρος ο λεπρός είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Έμεινε λεπρός και αγίασε. Δεν αγίασε διά της ασθενείας. Αγίασε διά της υπομονής και της προσευχής. Εμείς παραδίδουμε τον εαυτό μας εις το θέλημά Του. Και ότι θέλεις, Χριστέ μου. Εσύ ξέρεις το συμφέρον μας καλύτερα από όλους. 

Αλλά να έχουμε κατά νουν αυτά τα δύο. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»; Έχω Θεάνθρωπον που με γνοιάζεται, που με αγαπά περισσότερο και από τη μάνα μου και από τον πατέρα μου. Και το δεύτερο να έχομε λίγη έγνοια. Η σύγχρονη μοντέρνα κοινωνία, αυτό το έχει ξεχάσει. Τη σχέση που έχει η αμαρτία με την υγεία και της ψυχής μας και του σώματος μας. Γιατί; Γιατί η αμαρτία, όπως λένε οι άγιοι πατέρες, είναι αρρώστια της ψυχής και μεταδίδεται και στο σώμα. Γι’ αυτό του είπε, σε έκαμα καλά, αλλά πρόσεχε, να μην αμαρτάνεις. Μπορεί να ξανά αρρωστήσεις πάλι. Και έχει συμβεί πολλές φορές αυτό. Γι’ αυτό, η προσοχή, όπως λένε και οι άγιοι πατέρες μας, είναι ανωτέρα και της προσευχής.

Με αυτές τις σκέψεις, χαίρομαι και πάλι, αγαπητή μου αδελφή Ισιδώρα, που είμαι εδώ εις τον τόπο του αγιασμού σου και της προσευχής σου, εδώ εις το ησυχαστήριο της Παναγίας της Χρυσοκουρδαλιώτισσας. 

Χριστός ανέστη σε όλους, αναστάσιμα τα έτη μας, ευλογημένα, με υπομονή και διάκριση και συνεχώς να καταφεύγομε εις τον Χριστό. Τον μόνο που μας αγαπά δωρεάν και συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσφέρει το φως Του το αιώνιο, το άκτιστο και εις την αιώνια ζωή.