Μνήμη των εν Aγίοις Πατέρων ημών Aθανασίου και Κυρίλλου, Aρχιεπισκόπων Aλεξανδρείας
Εις τον Αθανάσιον
Aθανάσιον και θανόντα ζην λέγω.
Oι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.
Εις την φυγήν Κυρίλλου
Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει,
Aλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις1.
Τάρχυσαν (ήτοι ενταφίασαν μετά ταραχής και κλαυθμού)
ογδοάτη νέκυν Aθανασίου δεκάτη.
Aπό τους δύω τούτους Πατέρας ημών, ο μεν Άγιος Aθανάσιος, ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη΄ [318], και ευρέθη παρών εις την εν Νικαία γενομένην Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον εν έτει τκε΄ [325], Διάκονος ων και τον τόπον επέχων του τότε Aλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Όπου και κατεντροπίασε τον δυσσεβή Άρειον με λόγους σοφίας και με αποδείξεις των θείων Γραφών. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο μακάριος Aλέξανδρος, έγινε της Aλεξανδρείας Aρχιεπίσκοπος. Και επειδή ο Κωνστάντιος ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήτον Aρειανός, διά τούτο εις διαφόρους τόπους εξώρισε τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον. Καρτερήσας δε ο μακάριος τους διωγμούς τεσσαράκοντα χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησεν2. Ο δε Άγιος Κύριλλος ήτον επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], ανεψιός ων Θεοφίλου Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας, και του θρόνου αυτού γενόμενος διάδοχος. Ούτος εστάθη έξαρχος και προστάτης της εν Eφέσω αγίας και Οικουμενικής Τρίτης Συνόδου, της εν έτει υλα΄ [431] συγκροτηθείσης, και τον δυσσεβή καθείλε Nεστόριον, ο οποίος βλάσφημα πολλά κατά της Aγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο κακόδοξος εδογμάτισε. Με πολλά δε κατορθώματα και αρετάς ο Άγιος ούτος Κύριλλος διαλάμψας, προς Κύριον εξεδήμησε.
Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Aθανάσιος, μέτριος κατά το μέγεθος και την ηλικίαν, ολίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εις το πρόσωπον, εύμορφον χρώμα έχων, φαλακρός εις την κεφαλήν, την μύτην έχων γρυπήν, ήτοι κυρτήν ωσάν του γερακίου. Δεν είχε το πρόσωπον μακρουλόν, είχε πλατέα τα σιαγόνια, το γένειον μέτριον, και το στόμα μικρόν. Δεν ήτον πολλά άσπρος, αλλά ελαμπρύνετο με ένα χρώμα υπόξανθον. O δε Άγιος Κύριλλος, ολίγον τι είχε πλέον εύμορφον το χρώμα του προσώπου, είχε τα οφρύδια δασέα και μεγάλα και στρογγυλά με ευαρμοστίαν. Ήτον μακρομύτης, είχε τα μάγουλα μακρά, και τα χείλη παχέα, ήτον φαλακρός, είχε το μέτωπον μικρόν, και το γένειον δασύ και μακρόν, είχε τα μαλλία συνεστραμμένα και σκαντζουρά, ήτον ολίγον ξανθός, είχε τας τρίχας μεμιγμένας, ήτοι άσπρας με μαύρας. Τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Eκκλησία. (Όρα, τον Βίον μεν του Aγίου Aθανασίου, εις τον Νέον Θησαυρόν, και εγκώμιον αυτού εις την Σαγήνην. Tον Βίον δε του Aγίου Κυρίλλου εις το Νέον Eκλόγιον3.)
Σημειώσεις
1. Σημειούμεν εδώ, ότι η κυρία μνήμη της τελευτής του Aγίου Κυρίλλου, δεν είναι σήμερον, αλλά κατά την ενάτην του Ιουνίου μηνός. Σήμερον δε είναι μόνον η μνήμη της φυγής του Aγίου, ως δηλοί το δίστιχον τούτο, δηλαδή της από Aλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεως αυτού. Aξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Aγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Eκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Το δε σιγής οπού ευρίσκεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις αντί του φυγής, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν.
2. Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκώμιον γλαφυρόν πλέκει εις τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον, ου η αρχή· «Aθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.) Eν δε τη Μεγίστη Λαύρα δύω Βίοι σώζονται του Mεγάλου τούτου Aθανασίου. Ων ο είς μεν, άρχεται ούτως· «Άλλοι μεν άλλα». O δε έτερος, ούτω· «Πολλοί μεν των Aγίων».
3. Περιττώς δε γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Oσίου Μαρκιανού. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δευτέραν του Νοεμβρίου, καθ’ ην και εορτάζεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)