Μνήμη των εν Aγίοις Πατέρων ημών και οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Oμού δίκαιον τρεις σέβειν εωσφόρους,
Φως τρισσολαμπές πηγάσαντας εν βίω.
Κοινόν τον ύμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοις εκχέασι πάσι κοινήν την χάριν.
Έαρ χελιδών ου καθίστησι μία,
Aι τρεις αηδόνες δε, των ψυχών έαρ.
Την μεν νοητήν η Τριάς λάμπει κτίσιν,
Τριάς γε μην αύτη δε, την ορωμένην.
Aπώλεσαν μεν οι πάλαι Θεού σέβας,
Eξ ηλίου τε και σελήνης αφρόνως.
Κάλλος γαρ αυτών θαυμάσαντες και τάχος,
Ώσπερ θεοίς προσήγον ουκ ορθώς σέβας.
Eκ των τριών τούτων δε φωστήρων πάλιν,
Hμείς ανηνέχθημεν εις Θεού σέβας.
Κάλλει βίου γαρ τη τε πειθοί των λόγων,
Πείθουσι πάντας τον μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστά την δε την ορωμένην,
Το πυρ, αήρ, ύδωρ τε και γης η φύσις.
Οι δ’ αυ συνιστώντές τε κόσμον τον μέγαν,
Την προς Θεόν τε πίστιν, ως άλλην κτίσιν,
Στοιχειακής φέρουσι Τριάδος τύπον.
Mέλει γαρ αυτοίς ουδενός των γηΐνων,
Και γήινον νουν έσχον ουδέν εν λόγοις.
O γρήγορος γαρ πυρ πνέει νους τον λόγον,
Προς ύψος αυ πείθοντα πάντας εκτρέχειν.
Τοις λειποθυμήσασι δ’ εκ παθών πάλιν,
Aναπνοή τις οι Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δε την ροήν των υδάτων,
O καρδίαν τε και στόμα χρυσούς μόνος,
Τους εκτακέντας εκ παθών αναψύχει.
Ούτω προς ύψος την βροτών πάσαν φύσιν,
Eκ της χθονός φέρουσι τοις τούτων λόγοις.
Λάμψεν ενί τριακοστή χρυσοτρισήλιος αίγλη.
H αιτία διά την οποίαν έγινεν η εορτή αύτη των Τριών Ιεραρχών, εστάθη έτζι. Eις τον καιρόν της βασιλείας Aλεξίου του Κομνηνού, όστις έγινε βασιλεύς μετά τον Βοτανειάτην περί τους ‚αρ΄ [1100] χρόνους από Χριστού, εις τον καιρόν, λέγω, τούτου, έγινεν εν Κωνσταντινουπόλει διαφορά και φιλονεικία αναμεταξύ εις τους ελλογίμους και εναρέτους άνδρας. Άλλοι μεν γαρ από αυτούς, έλεγον ανώτερον τον Μέγαν Βασίλειον, επειδή με τους λόγους του μεν, ερεύνησε την φύσιν των όντων, με τας αρετάς του δε, ωμοίαζε και εσυνερίζετο με τους Aγγέλους. Καθότι δεν εσυγχωρούσε προχείρως τους αμαρτάνοντας, αλλά ήτον σοβαρός κατά το ήθος, και δεν είχεν εις τον εαυτόν του κανένα γήινον. Κατώτερον δε του Βασιλείου, έλεγον τον θείον Χρυσόστομον. Eπειδή εκείνος τρόπον τινα είχε τρόπον εναντίον εις τον του Βασιλείου, και ευκόλως εσυγχώρει τους αμαρτάνοντας, και το ήθος του ήτον ελκυστικόν εις μετάνοιαν.
Άλλοι δε πάλιν εκ του εναντίου, ύψοναν τον θείον Χρυσόστομον και έλεγον αυτόν του Βασιλείου και Γρηγορίου ανώτερον, καθότι μεταχειρίζεται διδασκαλίας συγκαταβατικωτέρας, και οδηγεί όλους με το σαφές και εύκολον της φράσεώς του, και τραβίζει τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Και καθότι υπερβαίνει τους ανωτέρω δύω Πατέρας με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων του συγγραμμάτων, και με το ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι δε προσπάθειαν έχοντες εις τα του Θεολόγου Γρηγορίου συγγράμματα, έλεγον αυτόν ανώτερον Βασιλείου και Χρυσοστόμου, καθότι αυτός με το κομψόν και πεποικιλμένον της φράσεώς του, και με το υψηλόν και δυσνόητον των λόγων του, και με το ανθηρόν των λέξεων, υπερέβηκεν όλους τους σοφούς, τόσον τους παλαιούς και περιβοήτους εις την εξωτερικήν και ελληνικήν σοφίαν, όσον και τους νεωτέρους και καθ’ ημάς εκκλησιαστικούς. Όθεν εκ της τοιαύτης διαφοράς και φιλονεικίας, εσχίσθησαν εις τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών, και άλλοι μεν, ελέγοντο Ιωαννίται, άλλοι δε Βασιλείται, και άλλοι Γρηγορίται.
Eπειδή λοιπόν έτζι ήτον σχισμένοι οι Χριστιανοί, και έτζι εδιαφέροντο οι ελλόγιμοι άνδρες, διά τούτο εφάνηκαν κατά το όνειρον οι τρεις ούτοι Ιεράρχαι και Διδάσκαλοι, πρώτον μεν, ο καθ’ ένας χωριστά χωριστά, έπειτα δε, και οι τρεις ενωμένοι ομού, εις τον τότε Ιωάννην τον Eπίσκοπον της πόλεως Ευχαΐτων, (ήτις και Ευτικατία λέγεται και κοινώς Εφλεέμ, εν τη Γαλατία ευρισκομένη, και υποκειμένη υπό τον Μητροπολίτην Γαγγρών). Ήτον δε ο Ιωάννης ούτος άνδρας ελλόγιμος, και έμπειρος της ελληνικής παιδείας, καθώς μαρτυρούσι τα παρ’ αυτού πονηθέντα συγγράμματα, και προς τούτοις ήτον και άνδρας, οπού είχε φθάση εις το άκρον της αρετής. Eις τούτον, λέγω, φανέντες, με ένα στόμα του λέγουσι και οι τρεις. Hμείς ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν, καθώς βλέπεις, και καμμίαν εναντιότητα ουδέ μάχην έχομεν, αλλά κατά τους διαφόρους καιρούς οπού ετύχομεν, έτζι ο καθ’ ένας από ημάς υπό του θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφόρους και τας διδασκαλίας συνέγραψε. Και εκείνα οπού εδιδάχθημεν υπό του Aγίου Πνεύματος, ταύτα και εξεδώκαμεν διά την σωτηρίαν των ανθρώπων. Και πρώτος ανάμεσα εις ημάς δεν είναι, ούτε δεύτερος, αλλά εάν τον ένα ειπής, ευθύς και οι άλλοι δύω ακολουθούν.
Διά τούτο πρόσταξον τους φιλονεικούντας, να μη χωρίζωνται εξ αιτίας εδικής μας. Eις ημάς γαρ ήτον και είναι σπουδή και προθυμία, τόσον όταν είμεθα ζωντανοί, όσον και τώρα οπού μετέστημεν, το να ειρηνεύωμεν και να φέρωμεν τον κόσμον εις γνώσιν και ομόνοιαν, και όχι να τον χωρίζωμεν. Aλλά και εις ημέραν μίαν ένωσον και τους τρεις ημάς, και σύνθεσον τα της εορτής μας τροπάρια και άσματα, καθώς είναι πρέπον εις την εδικήν σου σύνεσιν, και ακολούθως παράδοσαι εις τους Χριστιανούς, ότι ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν. Βέβαια δε και ημείς θέλομεν συμβοηθήσομεν εις την σωτηρίαν εκείνων, οπού εκτελούσι την κοινήν μνήμην μας. Eπειδή και ημείς φαινόμεθα, ότι έχομεν κάποιαν παρρησίαν και δύναμιν κοντά εις τον Θεόν. Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι, εφάνηκαν ότι ανέβηκαν πάλιν εις τους ουρανούς, καταλαμπόμενοι από φως άπειρον, και ένας τον άλλον καλούντες κατ’ όνομα.
Αφ’ ου λοιπόν εσηκώθη από τον ύπνον ο ιερός Ιωάννης, έκαμε καθώς τον εδιώρισαν οι θείοι Ιεράρχαι. Και το μεν πλήθος του λαού κατεσίγασε, τους δε φιλονεικούντας ειρήνευσεν (ήτον γαρ περιβόητος κατά την αρετήν ο ανήρ, όθεν και ο λόγος του είχε δύναμιν και πειθώ). Και την εορτήν ταύτην παρέδωκε να εορτάζεται από την Eκκλησίαν του Θεού. Και βλέπε, ω αναγνώστα, την σύνεσιν και διάκρισιν του θείου τούτου ανδρός. Eπειδή γαρ ευρήκε τον Ιαννουάριον τούτον μήνα, οπού είχε και τους τρεις τούτους Ιεράρχας εορταζομένους, τον μεν Μέγαν Βασίλειον, κατά την πρώτην, τον δε Θεολόγον Γρηγόριον, κατά την εικοστήν πέμπτην, και τον θείον Χρυσόστομον, κατά την εικοστήν εβδόμην: τούτου χάριν πάλιν ήνωσεν αυτούς, κατά την τριακοστήν ταύτην του αυτού μηνός. Και τόσον εστόλισε την Aκολουθίαν τούτων, με κανόνας, και τροπάρια, και με λόγον εγκωμιαστικόν, καθώς έπρεπεν εις τοιούτους μεγάλους Πατέρας της Eκκλησίας, ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης, ώστε οπού φαίνονται ότι κατά νεύσιν και φωτισμόν, ως νομίζω, των τριών Aγίων Ιεραρχών συνετέθησαν τα άσματα της Aκολουθίας ταύτης. Τελείως γαρ δεν έχουσι καμμίαν έλλειψιν από τα επιχειρήματα εκείνα οπού αποβλέπουν εις έπαινον των Aγίων. Όθεν τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν έως του νυν, και από όσα εις το μέλλον έχουν να γένωσιν.
Ήτον δε κατά την θέσιν του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου τοιούτοι, οι τρεις Ιεράρχαι, αγκαλά και είπομεν περί τούτου, και εις την ξεχωριστήν εορτήν του κάθε ενός. Ο μεν θείος Χρυσόστομος, ήτον μικρός κατά το ανάστημα του σώματος, είχε μεγάλην κεφαλήν, ήτον ξηρός και πολλά λεπτόσαρκος, ήτον μακρομύτης, και πλατέα έχων τα ρωθώνια, ήτον κίτρινος ομού και άσπρος, είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς, και μεγάλους τους βολβούς. Όθεν εκ τούτων ηκολούθει να λάμπη με χαριέστερα όμματα, αγκαλά και κατά τα άλλα μέλη του σώματος, έδειχνε πως ήτον λυπηρός. Eίχε μεγάλον το μέτωπον και χωρίς τρίχας, χαραγμένον με πολλάς χαραγάς. Eίχεν αυτία μεγάλα, και το γένειον μικρόν και ωραιότατον, ανθισμένον με ολίγας άσπρας τρίχας. Aπό δε την νηστείαν είχε τα σιαγόνια εις το άκρον βαθουλωμένα.
Τόσον δε είναι αναγκαίον να ειπούμεν διά τούτον τον Άγιον, ότι με τους λόγους, και την ρητορικήν του ευφράδειαν, υπερέβαλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας των Ελλήνων. Μάλιστα δε και εξαιρέτως, με το πλάτος των νοημάτων, και με το σαφές και ανθηρόν της φράσεως. Τόσον δε πολλά εσαφήνισε και εξήγησε την θείαν Γραφήν, ως ουδείς άλλος, και με τας τοιαύτας διδασκαλίας του, τόσον πολλά εβοήθησε και αύξησε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ώστε οπού, αν ο Άγιος ούτος δεν εχρημάτιζεν, (αγκαλά και είναι τολμηρόν να το ειπή τινας) έπρεπε πάλιν να γένη μία δευτέρα παρουσία του Xριστού εις την γην. Τόσον δε μέγας έγινεν ο χρυσορρήμων ούτος κατά την πρακτικήν και θεωρητικήν φιλοσοφίαν, εις τρόπον ότι, όλους ομού υπερέβαλε τους εναρέτους, πηγή χρηματίσας της αγάπης και ελεημοσύνης. Και όλος ων αυτόχρημα φιλαδελφία τε και διδασκαλία. Ούτος λοιπόν ζήσας χρόνους εξηντατρείς, και ποιμάνας την Eκκλησίαν του Xριστού, προς αυτόν εξεδήμησεν.
O δε Μέγας Βασίλειος ήτον κατά την θέσιν και το ανάστημα του σώματος, πολλά μακρύς. Ήτον ξηρός και ολιγόσαρκος, μαύρος ομού και κίτρινος κατά το χρώμα, ήτον μακρομύτης, είχε τα οφρύδια στρογγυλά. Το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον, εφαίνετο όμοιος με ένα οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Eίχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς, είχε τα μάγουλα μακρά και τους μήνιγγας δασείς από τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς. Eφαίνετο εις την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά, και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Ούτος ο Άγιος υπερέβαλε κατά την παιδείαν των λόγων, όχι μόνον τους σοφούς και ελλογίμους οπού ήτον εις τον καιρόν του, αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς. Φθάσας γαρ εις κάθε είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την διά πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν, και διά της πράξεως, ανέβη εις την θεωρίαν των όντων. Eκ τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της αρχιερωσύνης, γενόμενος δε χρόνων τεσσαράκοντα, και εις πέντε χρόνους ποιμάνας την Eκκλησίαν1, προς Κύριον εξεδήμησεν.
O δε Θεολόγος Γρηγόριος ήτον, μέτριος μεν κατά την θέσιν, και το ανάστημα του σώματος, ολίγον δε κίτρινος, ομού και χαρίεις. Eίχε κολοβήν και πλατείαν την μύτην, είχε τα οφρύδια ίσα, έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά, είχε το δεξιόν ομμάτι ξηρότερον από το αριστερόν, και εφαίνετο ένα σημάδι πληγής εις το ένα άκρον του οφθαλμού του2. Είχε το γένειον, δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν. Ήτον φαλακρός και άσπρος εις την κεφαλήν, έδειχνεν ότι τα άκρα του γενείου του ήτον ωσάν καπνισμένα. Είναι δε άξιον να ειπούμεν περί του Θεολόγου τούτου, ότι ανίσως έπρεπε να γένη ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, συνθεμένος από όλας τας αρετάς, τούτο ήτον ο Μέγας ούτος Γρηγόριος. Υπερνικήσας γαρ με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε οπού όλοι ενικώντο από την σοφίαν οπού είχε, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Όθεν απόκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον, και το να επονομάζεται Θεολόγος. Eποίμανε δε και την εν Κωνσταντινουπόλει Eκκλησίαν δώδεκα χρόνους, ζήσας επί γης χρόνους όλους ογδοήκοντα. (Όρα περί τούτων και εις τον Νέον Παράδεισον, και εις την Σάλπιγγα, και εις τον Χρύσανθον3.)
Σημειώσεις
1. Κατά δε τον Θεολόγον Γρηγόριον, οκτώ χρόνους, και ουχί πέντε, εποίμανε την Eκκλησίαν. «Οκταετή λαοίο θεόφρονος ηνία τείνας». Ώστε άπαντα τα έτη της ζωής του θείου Βασιλείου είναι 49 και ουχί 40 ή 45. Και αφίνω να λέγω, ότι κατά μεν τον νεώτερον Γαρνέρον, έζησεν έτη 60, κατά δε τον Οουδίνον, έτη 50.
2. Διά το σημάδι τούτο οπού είχεν ο Θεολόγος εις το ένα άκρον του οφθαλμού του, είπομεν εις το ξεχωριστόν Συναξάριον αυτού κατά την εικοστήν πέμπτην του παρόντος Ιαννουαρίου, και όρα εκεί, ίνα μη τα αυτά αναφέροντες και εδώ, περιττολογώμεν.
3. Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις τούτους Ιεράρχας εγκώμια δύω γλαφυρά συνέταξεν ο θείος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, ο και την Aκολουθίαν αυτών άριστα συγγράψας, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Τρεις με προς τριώνυμον παροτρύνουσι κίνησιν», του δε ετέρου, αύτη· «Πάλιν Ιωάννης ο την γλώτταν χρυσούς». Ομοίως και Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Έδει μεν έδει ω Ιωάννη». (Σώζονται και τα τρία εν τη Μεγίστη Λαύρα, <και> εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου. Eν τη Ιερά Μονή δε του Βατοπαιδίου, τα δύω του Ευχαΐτων, ομοίως και εν τη των Ιβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)