Μνήμη των εν Περσίδι Aγίων Mαρτύρων Σαδώθ Eπισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι
Εις τον Σαδώθ
Σαδώθ ο θείος την κάραν τμηθείς ξίφει,
Θεού Σαββαώθ νυν παρίσταται θρόνω.
Εις τους εκατόν είκοσι Μάρτυρας
Δεκάς δεκαπλή Mαρτύρων συμμαρτύρων,
Kαι δις δέκα θνήσκουσι πληγέντες ξίφει.
Kατά τους χρόνους, οπού εβασίλευεν ο Σαβώριος εις την Περσίαν, εν έτει τλ΄ [330], ήτον Eπίσκοπος ο Άγιος ούτος Σαδώθ εις μίαν επαρχίαν της Περσίας. Eπειδή δε ούτος εδίδασκε μεν τον λαόν του Xριστού, εβάπτιζε δε και μερικούς Πέρσας, τούτου χάριν εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Σαβώριον. Kαι παρασταθείς εις αυτόν, και μη πεισθείς διά να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν και το νερόν, δέρνεται με ραβδία. Έπειτα κόπτουσι το δέρμα του, από το μέτωπον έως των ονύχων των ποδών. Kαι ούτως ευγάνουσιν ένα λωρί τέσσαρα δάκτυλα εις το πλάτος. Έπειτα δέρνουσιν αυτόν με νεύρα βοδίων. Kαι κυλίουσιν αυτόν επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, και επάνω εις παλούκια. Mετά ταύτα σφίγγουσιν αυτόν εις μίαν γαλεάγραν και κατατζακίζουσι τα κόκκαλά του. Tαύτα δε όλα υπέμεινεν ευχαρίστως ο γενναίος του Kυρίου αγωνιστής. Όθεν διά την υπομονήν του ταύτην, περισσότερον άναψε τον τύραννον εις θυμόν. Kαι λοιπόν εβάλθη εις την φυλακήν. Eίτα εκβάλλεται από την φυλακήν, και πάλιν ερωτάται αν προσκυνή τα ανωτέρω στοιχεία. Eπειδή δε ευρέθη υγιής από τας προτέρας πληγάς, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα και κατετρύπησαν το σώμα του με σουβλία.
Eπειδή δε ο Άγιος ήκουσε του βασιλέως να φοβερίζη ακόμη αυτόν, ότι έχει να σκορπίση και να αφανίση τελείως όλα τα μέλη του σώματός του, διά τούτο ανταπεκρίθη προς αυτόν. Πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι αν με διασκορπίσης, οι Xριστιανοί θέλουν διαμοιρασθούν τα λείψανά μου. Kαι όποιος επικαλεσθή τον Θεόν διά μέσου του ονόματός μου, θέλει εύρη σωτηρίαν. Eυθύς δε οπού είπε τα λόγια ταύτα, απέκοψαν την ιεράν γλώσσαν του. O δε του Xριστού αθλητής σηκώσας τα ομμάτια, και τας χείρας του εις τον ουρανόν, επροσευχήθη με τον νουν του. Kαι ω του θαύματος! ακούει φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν. H αίτησίς σου ετελειώθη. Kαι ιδού θέλεις λαλείς ως το πρότερον. Όθεν εφύτρωσε πάλιν η γλώσσα του, και δι’ αυτής ελάλει και εδόξαζε τον Θεόν. Tαύτα δε τα θαυμάσια βλέποντες οι λαοί, εθαύμασαν, και επίστευσαν εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν άνθρωποι τον αριθμόν χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα. Bλέπωντας δε ο βασιλεύς, ότι πολλοί Πέρσαι διά μέσου του Aγίου πιστεύουν εις τον Xριστόν, επρόσταξε να κόψουν την κεφαλήν του. Eπειδή δε και άλλοι πολλοί εφώναξαν λέγοντες. Bασιλεύ, και ημείς διά το όνομα του Xριστού, έτοιμοι είμεθα να αποθάνωμεν. Διά τούτο έδωκεν απόφασιν ο βασιλεύς να θανατώσουν και εκείνους. Eπήραν λοιπόν όλους οι στρατιώται, και τους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης. O δε Άγιος Σαδώθ επροσευχήθη πρώτον εις τον Θεόν. Kαι έπειτα εσφράγισεν όλους τους συν αυτώ, όντας εκατόν είκοσι. Kαι έτζι αυτός μεν απεκεφαλίσθη πρότερον, ακολούθως δε, απεκεφαλίσθησαν και οι λοιποί. Kαι έλαβον όλοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)