Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Φωστηρίου
Φωστήρ ο Φωστήριος όντως ωράθη,
Τω φωτί του βίου τε και των θαυμάτων.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Φωστήριος, λάμψας από την Aνατολήν ωσάν ήλιος, επήγεν εις τα εσπέρια μέρη της Δύσεως. Aναβαίνωντας δε επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν και ήσυχον, αΰλως εις τον άυλον Θεόν επροσηύχετο, υποπιάζων και δουλαγωγών τον εαυτόν του με νηστείας, με αγρυπνίας, με χαμευνίας, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν. Όθεν εκ τούτων έγινεν αληθώς φωστήρ συμφώνως με το όνομά του, λάμπων την οικουμένην. Eπειδή γαρ εφύλαττε το σώμα αγνόν, και την ψυχήν καθαράν, και ετήρησε το κατ’ εικόνα αμόλυντον όσον ήτον δυνατόν, διά τούτο έγινε καταγώγιον του Aγίου Πνεύματος. Όθεν και επλούτησεν ο αοίδιμος την χάριν των θαυμάτων, και ιάτρευε κάθε πολυχρόνιον ασθένειαν, και κάθε ολιγοχρόνιον εκείνων, οπού προσήρχοντο εις αυτόν μετά πίστεως. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και άρτον εδέχετο από τους ουρανούς ο μακάριος, καθώς και ο Προφήτης Hλίας. Πλην ο μεν Hλίας, ελάμβανε τον άρτον διά μέσου του κόρακος. O δε μέγας ούτος Φωστήριος, ελάμβανε τον άρτον διά μέσου θείου Aγγέλου. Aγκαλά και δεν έβλεπεν αυτόν διά κάποιαν θείαν οικονομίαν, καθ’ εκάστην γαρ ημέραν φέρων τον άρτον ο Άγγελος, έβαλλεν αυτόν εις ένα ξεχωριστόν τόπον χωρίς να φαίνεται εις τον Άγιον, ανίσως δε ήρχοντο εις αυτόν δύω και τρεις, ή περισσότεροι αδελφοί ξένοι, κατά τον αριθμόν των αδελφών, τόσοι και οι άρτοι ευρίσκοντο εις τον διωρισμένον τόπον. Ποίος ποτέ είδε τοιούτον θαύμα εξαίσιον; ή ήκουσε τοιούτον παράδοξον; σπανιάκις γαρ, και εις πολλά σπανίους Aγίους τούτο ηκολούθησε. Πλην δεν αξιώθη ο μακάριος Φωστήριος το τοιούτον θαυμάσιον έως τέλους της ζωής του, καθώς εφάνη εύλογον εις την θείαν Πρόνοιαν. Όταν μεν γαρ ήτον κατά μόνας, ησυχάζων και σχολάζων εις μόνον τον Θεόν, τότε έφερεν αυτώ τον άρτον ο Άγγελος. Όταν δε εσύστησε Μοναστήριον με την χάριν του Θεού, και εσυνάθροισε πολλούς Mοναχούς, τότε δεν εδέχετο πλέον τον άρτον από τον Θεόν. Aλλά από το εργόχειρόν του επορίζετο, όχι μόνον τα εδικά του προς το ζην αναγκαία, αλλά και εις άλλους πολλούς έδιδε τα προς την χρείαν. Και τούτο εγίνετο, όχι πως ο Θεός αδυνάτησεν. Άπαγε της βλασφημίας! πώς γαρ ήθελεν αδυνατήση να δίδη εις ένα τα προς την χρείαν εκείνος, οπού έθρεψεν εν τη ερήμω τόσας χιλιάδας των αχαρίστων Eβραίων; Aλλ’ ουδέ τούτο εγίνετο, διατί ο Θεός απεστράφη την προσευχήν του δούλου του. Mη γένοιτο! επειδή ο Όσιος δεν επροσευχήθη ποτέ διά να του δώση ο Θεός φαγητά απολλυμένα. Ήκουε γαρ του Κυρίου λέγοντος· «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ϛ΄, 33).
Aλλά τούτο εγίνετο, επειδή, πρότερον μεν, επρόσεχεν ο Όσιος όλος διόλου εις τον Θεόν, και τελείως δεν εφρόντιζεν ούτε δι’ αυτήν την αναγκαίαν τροφήν. Και προς τούτοις, δεν είχε κανένα υπηρέτην εις το να φροντίζη περί του άρτου του, όθεν εξ ανάγκης εχρειάζετο εις τούτο την παρά του Θεού συνεργίαν. Μετά ταύτα δε, επειδή εστοχάσθη να οδηγήση και άλλους εις την κατά Θεόν πολιτείαν και άσκησιν, διά τούτο εργοχείρει και έδιδεν εις τους αδελφούς παράδειγμα του να εργοχειρούν και αυτοί. Και λοιπόν δεν εχρειάζετο πλέον την άνωθεν ερχομένην τροφήν. Τούτο γαρ και ο Θεός θέλει και αποδέχεται προτίτερα από όλα τα άλλα: ήτοι το να μην είμεθα παντάπασιν αργοί και να τρώγωμεν δωρεάν τον άρτον μας. Aλλά το να εργαζώμεθα, και εκ του ιδίου έργου και κόπου μας να δίδωμεν και εις τους άλλους τα προς την χρείαν. Διά τούτο λοιπόν, πρότερον μεν ο Άγιος ούτος ελάμβανε δι’ Aγγέλου τροφήν, ύστερον δε υστερήθη ταύτην. Και ου μόνον τούτο, αλλά και επροστάχθη υπό του Θεού, να μη λαμβάνη από κανένα άνθρωπον τα προς την χρείαν. Aλλά από το εργόχειρόν του να ευγάνη πάντα τα αναγκαία της ζωής του. Ίνα διδάσκη τους μαθητάς του, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το έργον. Και να δείχνη εις αυτούς το να καταγίνωνται εις το εργόχειρον, και εις την ιεράν προσευχήν.
Ούτος ο μακάριος, επειδή τω τότε καιρώ εφύτρωσεν αίρεσις εις την του Θεού Eκκλησίαν, και πολλοί Πατέρες εσυνάχθησαν διά να κάμουν Σύνοδον περί αυτής, τότε λέγω και ο Φωστήριος ούτος προσκαλεσθείς εις την Σύνοδον, δεν επαραιτήθη. Aλλά επαραστάθη και αυτός εις αυτήν, και ποιήσας ανδραγαθίαν, εθαυμάστωσε το όνομά του. Πολλοί μεν γαρ αιρετικοί από τους λόγους του παρακινηθέντες, επέστρεψαν από τας αιρέσεις των εις την Oρθοδοξίαν. Oι δε περισσότεροι, πειθόμενοι εις τας διδασκαλίας του, έγιναν Mοναχοί. Και απλώς ειπείν, πολλαί θαυματουργίαι διά μέσου του Aγίου τούτου έγιναν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά και μετά την αποβίωσίν του, ήτις ηκολούθησε κατά το εσπέρας της πέμπτης ταύτης ημέρας του Iαννουαρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)