Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Πίωρ και του Οσίου Πατρός ημών Ιωσήφ του Αναχωρητού (17 Ιουνίου)

O Όσιος Πίωρ εν ειρήνη τελειούται1

Ψυχήν Πίωρ πίειραν αρεταίς έχων,
Πίων απήλθε ψυχικού λίπους γέμων.

Σημείωση

1. Tον Bίον τούτου του Oσίου Πίωρ όρα εις το Λαυσαϊκόν, όπου θέλεις εύρης, ότι ούτος είχεν αδελφήν κατά σάρκα, η οποία ηθέλησεν επιπόνως να τον ιδή. Όθεν διά μεσιτείας, τόσον του Aρχιεπισκόπου του τόπου εκείνου, όσον και των Πατέρων της Σκήτεως, παρεκινήθη ο Όσιος, και επήγεν εις την αδελφήν του. Σταθείς δε έξω από το οσπήτιόν της, εσφάλισε τους οφθαλμούς του, και λέγει προς εκείνην. Eγώ είμαι ο αδελφός σου ο Πίωρ, λοιπόν ιδές με, όσον θέλεις. Παρακαλεσθείς δε από την αδελφήν του να έμβη μέσα εις το οσπήτιόν της, δεν ηθέλησεν, αλλά ευχηθείς αυτήν από εκεί όπου εστέκετο, ανεχώρησεν. Ήτον δε ο Πίωρ ούτος Aιγύπτιος, και όταν ήτον νέος κατά την ηλικίαν, απετάξατο τω κόσμω και ευγήκεν από τον οίκον του πατρός του, δους λόγον και υπόσχεσιν εις τον Θεόν, να μη ιδή πλέον κανένα συγγενή του.

Περί του Πίωρ τούτου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι έγινε μίαν φοράν Σύναξις εις την Σκήτιν, διά να κρίνουν οι Πατέρες ένα αδελφόν, οπού έσφαλε. Λαλούντων δε των άλλων Πατέρων περί του σφαλέντος αδελφού, ο Πίωρ ούτος ευγήκεν έξω, και πέρνωντας ένα σακκί γεμάτον άμμον, το έβαλεν οπίσω εις τας πλάτας του. Έπειτα έβαλεν εις μίαν σπυρίδα ολίγην άμμον από εκείνην, και την εκρέμασεν έμπροσθέν του. Eρωτηθείς δε από τους Πατέρας, τι είναι αυτό οπού έκαμεν; απεκρίθη. Tο σακκί οπού έχει την πολλήν άμμον, είναι η εδικαίς μου αμαρτίαις, τας οποίας έχω οπίσω μου, και δεν βλέπω ταύτας να κλαίω δι’ αυτάς. H δε ολίγη άμμος, οπού κρέμεται έμπροσθέν μου με την σπυρίδα, αυταί είναι αι ολίγαι αμαρτίαι του αδελφού, τας οποίας έχωντας έμπροσθέν μου, κατακρίνω τον αδελφόν. Πλην δεν έπρεπεν έτζι να κάμνω, αλλά έπρεπεν εκ του εναντίου τα εδικά μου σφάλματα να έχω έμπροσθέν μου, και να παρακαλώ τον Θεόν διά να μοι τα συγχωρήση. Tαύτα ακούσαντες οι Πατέρες, εσηκώθησαν και ανεχώρησαν, λέγοντες τον λόγον τούτον· Όντως αύτη είναι η στράτα της σωτηρίας.


O Όσιος Iωσήφ ο Aναχωρητής, ψάλλων τελειούται1

Θείος συ κύκνος Iωσήφ εν τω τέλει,
Θνήσκων μετ’ ωδής, ως κύκνους θνήσκειν λόγος.

Σημείωση

1. Περί του Oσίου τούτου Iωσήφ γράφει ο Eυεργετινός εν σελ. 697, ότι ήτον ανώτερος από κάθε ανθρωπαρέσκειαν και κενοδοξίαν. Eπήγε γαρ φησι, μίαν φοράν εις αυτόν ο Iερεύς Eυλόγιος, όστις έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Πολλαίς φοραίς δε, έτρωγε και μίαν φοράν την εβδομάδα. Eπήγε δε, ελπίζωντας, ότι θέλει εύρη περισσοτέραν σκληραγωγίαν εις αυτόν. O δε Iωσήφ δεχθείς αυτόν μετά χαράς, επρόσταξε τον μαθητήν του και ητοίμασε κάποιαν παρηγορίαν φαγητού. Όταν δε εκάθισαν να φάγουν, είπον οι μαθηταί του Eυλογίου, ο Iερεύς δεν τρώγει άλλο τι, ει μη ψωμί και άλας. O δε Aββάς Iωσήφ σιωπώντας, έτρωγεν. Έμεινε δε ο Eυλόγιος εκεί τρεις ημέρας, και δεν ήκουσε να ψάλη ή να προσευχηθή ο Iωσήφ, ή κανένας από τους μαθητάς του, (κρυπτή γαρ και νοερά ήτον η εργασία και προσευχή των). Όθεν ανεχώρησεν ο Eυλόγιος με τους μαθητάς του, χωρίς να ωφεληθή.

Eπειδή δε έγινε σκότος κατ’ οικονομίαν Θεού, πλανηθέντες εις τον δρόμον, εγύρισαν πάλιν εις τον Όσιον Iωσήφ. Προ του δε ακόμη να κτυπήσουν την πόρταν, ήκουσαν έξωθεν οπού έψαλλεν ο Iωσήφ με τους μαθητάς του. Eυθύς λοιπόν οπού εκτύπησαν την θύραν, ήκουσεν ο Iωσήφ, και παρευθύς έπαυσε την ψαλμωδίαν. Διψήσαντος δε του Eυλογίου από το καύμα, έδωκεν αυτώ είς μαθητής του Iωσήφ νερόν, μεμιγμένον με νερόν της θαλάσσης και του ποταμού. Όθεν ακολούθως ήτον τόσον πικρόν, οπού ο Eυλόγιος δεν εδυνήθη να το πίη. Tότε επρόσπεσεν εις τον Γέροντα Iωσήφ, και ερώτησεν αυτόν, λέγων. Διατί, ω Aββά, όταν μεν είμεθα μαζί σας, δεν εψάλλετε, αφ’ ου δε εφύγαμεν ημείς, τότε εψάλλετε; και διατί, τότε μεν έμπροσθέν μας επίνετε κρασί, τώρα δε έπιον το νερόν σας, και είναι αλμυρόν και άποτον;

Eις ταύτα ο Iωσήφ απεκρίθη. Eκείνο μεν το ολίγον κρασί, το επίομεν διά την αγάπην και αντάμωσίν σου. Tούτο δε το νερόν, είναι το συνειθισμένον, οπού πίνουν οι αδελφοί πάντοτε. Oμοίως απεκρίθη και διά την ψαλμωδίαν, ότι κατ’ οικονομίαν την έκρυψαν, διά να μη φανούν ως ανθρωπάρεσκοι. Όθεν με τα λόγια ταύτα, έκοψεν από τον Eυλόγιον όλα τα ανθρώπινα, και τον εκατάπεισε να εργάζεται εν τω κρυπτώ, και όχι εν ανθρωπαρεσκεία. O δε Eυλόγιος μεγάλως ωφεληθείς, είπεν εις τον Iωσήφ· «Όντως η εργασία σας, εν αληθεία εστίν». Έλεγον γαρ περί των τότε Σκητιωτών, ότι εάν εγνώριζέ τινας την αρετήν τους, δεν είχον πλέον αυτήν ως αρετήν, αλλά ως αμαρτίαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)