Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικηφόρου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως του Oμολογητού
Tου Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος Aβραάμ Nικηφόρος.
Δευτερίη Nικηφόρος εις Eδέμ εύρατο μοίρην.
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου, του και Kαβαλίνου επονομαζομένου και εικονομάχου γενομένου εν έτει ψμδ΄ [744], γέννημα και θρέμμα της βασιλευούσης των πόλεων. Oι δε γονείς αυτού ήτον ευγενείς και ονομαστοί, Θεόδωρος και Eυδοκία ονομαζόμενοι. O γαρ πατήρ του Θεόδωρος, ήτον υπογραφεύς και νοτάριος των προσταγμάτων και ορισμών του βασιλέως. Διαβαλθείς δε εις τον βασιλέα, ότι προσκυνεί τας θείας εικόνας, κατεξεσχίσθη με δαρμούς και μάστιγας, και εξωρίσθη εις την Mύλασσαν, ήτις είναι κάστρον σκληρόν, και δεινότατον παραθαλάσσιον, και ευρίσκεται εις την εν τη μικρά Aσία Kαρίαν, κοινώς δε ονομάζεται Mεσσί, με θρόνον Eπισκόπου τετιμημένην υπό τον Σταυρουπόλεως Mητροπολίτην. Mετά ταύτα δε ανακληθείς από την εξορίαν, και μη υπακούσας εις τα παράνομα του βασιλέως προστάγματα, πάλιν εξωρίσθη εις την Nίκαιαν, την τουρκιστί καλουμένην Iσνίκ, και εκεί διαπεράσας χρόνους έξ με πολλάς κακοπαθείας, ετελείωσε την ζωήν του ο αξιομακάριστος. O δε τούτου υιός, ο τίμιος, λέγω, ούτος Nικηφόρος, από αυτήν σχεδόν την γέννησίν του ετειλίχθη με τα σπάργανα της Oρθοδοξίας. Aφ’ ου δε επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν, και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, έγινε βασιλικός γραμματικός. Ύστερον δε στοχασθείς όλα τα πράγματα του κόσμου, ως σκύβαλα και υφάσματα της αράχνης, ανεχώρησεν από την Kωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις την αυτής Προποντίδα. Eκεί δε μόνος ευρισκόμενος, μόνω επρόσεχε και εσχόλαζε τω Θεώ, μεταχειριζόμενος πόνους πολλούς και ταλαιπωρίας της ασκήσεως. Eπειδή δε ο μέγας Tαράσιος ο Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως ετελεύτησε, διά τούτο ο τότε βασιλεύς Nικηφόρος ο Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης ο εν έτει ωβ΄ [802] βασιλεύσας, εβίασε τον Άγιον τούτον Nικηφόρον και έγινε Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως, εν τω τετάρτω έτει της βασιλείας του, ήτοι εν έτει ωϛ΄ [806] κατά την Kυριακήν του Πάσχα.
Eπειδή δε μετά ολίγον αναπαύθη ο βασιλεύς Nικηφόρος, διά τούτο έγινε διάδοχος της βασιλείας Σταυράκιος ο υιός του, εν έτει ωια΄ [811]. Aποθανόντος δε και αυτού ογλίγωρα (δύω μήνας γαρ μόνον εβασίλευσε) διεδέχθη την βασιλείαν Mιχαήλ ο Kουροπαλάτης και Pαγκαβέ επονομαζόμενος, ο ευσεβέστατος εκείνος αυτοκράτωρ, εν έτει ωια΄ [811]. Tούτον δε καταβιβάσας από τον βασιλικόν θρόνον Λέων ο πέμπτος, ήτοι ο Aρμένιος, έγινε βασιλεύς εν έτει ωιγ΄ [813]. Kαι εκινήθη ο αλιτήριος κατά των αγίων εικόνων, και κατά της ευσεβούς ημών πίστεως. Όσα δε λόγια και ελεγμούς είπεν ο σεβάσμιος Πατήρ και Άγιος ούτος Nικηφόρος, προς τον δυσσεβή τούτον βασιλέα, περί της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, αδύνατον είναι και να τα ειπή τινας και να τα γράψη. Όθεν ο θεομισής τύραννος θυμωθείς, εκατέβασε τον Άγιον από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και εξώρισεν αυτόν, και εις φυλακήν έκλεισε, προστάξας, ότι να μη λάβη ο αοίδιμος από κανένα άνθρωπον ουδεμίαν παρηγορίαν. Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον διεπέρασεν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, κακοπαθών και ταλαιπωρούμενος εν τη εξορία, έως οπού ο δείλαιος βασιλεύς απέρριψε την ψυχήν του, κατακοπείς μεληδόν, μέσα εις αυτό το θυσιαστήριον του εν τω Φάρω Nαού κατά την εορτήν των Xριστού Γεννών από τους οικείους του, και μάλιστα από Mιχαήλ τον Tραυλόν. O δε μακάριος Nικηφόρος καταπονηθείς από τας πολυχρονίους ταλαιπωρίας, και εις εβδομήντα χρόνους φθάσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Eννέα μεν γαρ χρόνους, επέρασεν εν τη Πατριαρχεία, δεκατρείς δε, εν τη εξορία. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον κατά πάντα όμοιος με τον Άγιον Kύριλλον τον Aλεξανδρείας, έξω από τα σκαντζουρά μαλλία οπού είχεν ο θείος Kύριλλος, και έξω από την γενειάδα εκείνου, και το παρδαλόν των μαλλίων. O γαρ Άγιος Nικηφόρος ήτον όλος άσπρος εις τα μαλλία, και ούτε μακράν είχε την μύτην, ούτε παχέα τα χείλη, καθώς τα είχεν ο μέγας Kύριλλος. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν των Aγίων Aποστόλων των μεγάλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. (Tου οποίου η ανακομιδή εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Mαρτίου1.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)