Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Λόγος στὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου (29 Αὐγούστου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα

Σεβάσμια καὶ αἰδέσιμη ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Σήμερα ἡ ἁγία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ μεγίστου τῶν Προφητῶν, τοῦ κήρυκα τοῦ Φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ ἐνσάρκου ἀγγέλου, τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.

Καὶ ἐμεῖς, ποὺ συναχθήκαμε στὸν εὐλογημένο τοῦτο ναό του καὶ ποὺ τόσα χρεωστοῦμε γιὰ τὶς ἱκεσίες του μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου γιὰ χάρη μας, ἂς τοῦ ἀπευθύνουμε χρεωστικὰ λόγια ἐγκωμιαστικά, δανεισμένα ἀπὸ ἕνα Ἐγκώμιο πρὸς αὐτὸν ἑνὸς μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ἀρχιεπισκόπου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου, ποὺ ἄκμασε στὰ τέλη τοῦ 7ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰώνα.

Πολλά, ἐξαίρετα καὶ μεγάλα εἶναι τὰ ἐπίθετα καὶ οἱ τίτλοι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μὲ τὰ ὁποῖα τὰ Εὐαγγέλια κι Αὐτὸς ὁ Χριστός μας τὸν ἀποκαλοῦν.

Ὁ Κύριος τὸν ἀποκάλεσε «Ἠλία». «Καὶ ἂν θέλετε νὰ τὸ παραδεχτεῖτε, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας, ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει» (Ματθ. 11, 14). «Καὶ αὐτὸς θὰ πορευθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία» (Λουκ. 1, 17).

Πολλοὶ τὸν ἀποκάλεσαν καὶ «διδάσκαλο». «Ἦρθαν δὲ καὶ τελῶνες νὰ βαπτισθοῦν καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, τί νὰ κάνουμε»; (Λουκ. 3, 12).

Ἀκόμη ὀνομάστηκε Πρόδρομος, δηλ. «προετοιμαστής». «Γιατὶ θὰ πορευθεῖς πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριο (δηλ. τὸν Χριστό), νὰ ἑτοιμάσεις τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 1, 76).

Καὶ «κήρυκας» ὀνομάσθηκε. «Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε στὴν ἔρημο καὶ κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ κήρυττε λέγοντας· Ἔρχεται πίσω ἀπό μένα αὐτός, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμένα» (Μάρκ. 1, 4-7).

Ὁ ἴδιος χαρακτήρισε τὸν ἑαυτό του σὰν φωνή. «Ποιός εἶσαι, πές μας», τὸν ρώτησαν κάποτε ἀπεσταλμένοι τῶν Φαρισαίων. «Ποιός εἶσαι, γιὰ νὰ δώσουμε καὶ ἐμεῖς ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Πῶς θεωρεῖς ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ ἐκείνου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο» (Ἰωάν. 1, 22).

Εἶναι καὶ λέγεται καὶ «Βαπτιστής». «Φθάνει ὁ Ἰησοῦς στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὴ Γαλιλαία γιὰ νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη» (Ματθ. 3, 13). «Ὁ δὲ Ἰωάννης βρισκόταν ἐκεῖ καὶ βάπτιζε καὶ ἔρχονταν ὅλοι νὰ βαπτισθοῦν» (Μάρκ. 1, 4).

Ἀναμφισβήτητα εἶναι καὶ «μάρτυς». «Αὐτὸς (δηλ. ὁ Ἰωάννης) ἦλθε ὡς μάρτυρας γιὰ νὰ κηρύξει ποιός εἶναι τὸ φῶς, ὥστε μὲ τὰ λόγια του νὰ πιστεύσουν ὅλοι. Δὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλὰ ἦλθε γιὰ νὰ μαρτυρήσει ποιός εἶναι τὸ φῶς» (Ἰωάν. 1, 7-8). Καὶ ἡ μαρτυρία του τούτη ἐπισφραγίστηκε μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, μὲ τὴν ἀποτομὴ τῆς τιμίας του κεφαλῆς, γιατὶ κήρυττε τὴν Ἀλήθεια, γιατὶ ἔλεγχε τὴν κάθε παρανομία.

Ὀνομάστηκε ἀκόμη «δίκαιος καὶ ἅγιος». «Ὁ Ἡρώδης φοβόταν τὸν Ἰωάννη, γιατὶ γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἦταν δίκαιος καὶ ἅγιος ἄνθρωπος» (Μάρκ. 6, 20).

Ἀποκάλεσε τὸν ἑαυτό του «ἀπόστολο», δηλ. ἀπεσταλμένο. «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι τὸ παραδέχεσθε καὶ τὸ λέτε πὼς σᾶς εἶπα ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ἐγὼ ἔχω σταλεῖ, νὰ πορευθῶ πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον» (Ἰωάν. 3, 28).

Ἕνα ἄλλο ἐξαίρετο ὄνομά του εἶναι «εὐαγγελιστής». «Παρηγοροῦσε τὸν λαὸ μὲ πολλὰ καὶ διάφορα ἄλλα, ἀλλὰ συγχρόνως εὐαγγελιζόταν, δηλ. τοῦ ἀποκάλυπτε καὶ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, τὸ Εὐαγγέλιο» (Λουκ. 3, 18).

Ἀκόμα ἔχει καὶ τὸ ὄνομα «Νυμφαγωγός», ποὺ ὁδηγεῖ δηλ. στὸν Νυμφίο τῶν ψυχῶν Χριστό, ὅπως κάποτε ὁ ἴδιος εἶπε· «Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ νύμφη εἶναι Νυμφίος. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι φίλος τοῦ Νυμφίου, εἶναι αὐτὸς ποὺ στέκεται στὸ πλάι του, τὸν ἀκούει καὶ χαίρεται μὲ βαθιὰ χαρὰ τὴ φωνή Του. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ χαρὰ γέμισε καὶ ἡ δική μου ψυχή, γιατὶ ἀξιώθηκα νὰ σταθῶ πλάι στὸν Νυμφίο Χριστὸ» (Ἰωάν. 3, 29-30).

Λέγεται καὶ «λύχνος», δηλ. λυχνάρι. «Ἐκεῖνος ἦταν τὸ λυχνάρι», εἶπε ὁ Χριστός μας γι᾽ αὐτόν, «ποὺ ἔκαιγε καὶ φώτιζε, ἐσεῖς δὲ θελήσατε νὰ χαρεῖτε γιὰ λίγο στό φῶς του» (Ἰωάν. 5, 35).

Πῆρε καὶ τὸν τίτλο «ἔλεγχος τοῦ Ἡρώδη». «Γιατὶ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στὸν Ἡρώδη· Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζεῖς μὲ τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). «Ὁ Ἡρώδης, ἐπειδὴ ἐλεγχόταν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν Ἡρωδιάδα, τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ» (Λουκ. 3, 19).

Αὐτὰ τὰ τόσο μεγάλα καὶ σπουδαῖα ὀνόματα πῆρε ὁ Ἰωάννης. Μ’ αὐτὰ ἔχει τιμηθεῖ, ἐπειδὴ καὶ οἱ πράξεις του ἦταν σύμφωνες μὲ τοὺς τίτλους του. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι «ὁ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», ποὺ δὲν γεννήθηκε δηλ. ἄνθρωπος μεγαλύτερός του στὸν κόσμο (Ματθ. 6, 11). Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο πραγματικὰ ὁ προφήτης Δαβὶδ ψάλλει, σὰν νὰ δανείζεται τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, καὶ λέγει: «Ἑτοίμασα λυχνάρι γιὰ τὸν Χριστό μου. Πάνω σ’ αὐτὸ δέ, θὰ φανερωθεῖ καὶ θὰ λάμψει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ τὸν χρίσει Μεσσία καὶ βασιλιὰ» (Ψαλμ. 131, 17-18).

Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος Ἠλίας, ὄχι ὁ Θεσβίτης, ἀλλ᾽ αὐτός, ποὺ στάθηκε ἀνάμεσα στὸν Νόμο καὶ στὴ Χάρη καὶ ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ χρονικὰ ἔζησε μετὰ τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ὅμοια μ’ αὐτὸν ἔμπνευση καὶ δύναμη, ὅπως προεῖπε ὁ ἀρχάγγελος στὸν πατέρα του Ζαχαρία (Λουκ. 1, 17), ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Στὸν Ζαχαρία, ποὺ τὸ αἷμα του φωνάζει πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δίκαιου Ἄβελ (Ματθ. 23, 35). Διότι καὶ ὁ Ζαχαρίας φονεύθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως κάπου τοὺς ἐλέγχει ὁ Χριστός, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. Καὶ ὁ λόγος, διότι κατέτασσε τὴν Παναγία μεταξὺ τῶν παρθένων στὸν ναὸ καὶ μετὰ ποὺ γέννησε τὸν Ἰησοῦ.

Ὁ Ἰωάννης εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σκίρτησε στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, πρὶν ἀκόμα δεῖ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γιατὶ πληροφορήθηκε τὴν παρουσία τοῦ κυοφορούμενου Δεσπότη του. Αὐτὸς χρησιμοποίησε τὴ γλώσσα τῆς μάνας του καί, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα στὴν κοιλιά της, προανάγγειλε τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο Μαρία, λέγοντας: «Καί, πῶς ἔγινε σ᾽ ἐμένα τοῦτο τό πράγμα, νὰ ἔλθει στὸ σπίτι μου ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου;» (Λουκ. 1, 43).

Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας μαλάκωσε τὶς καρδιὲς τῶν γονιῶν καὶ τὶς ξανάφερε κοντὰ στὰ παιδιά τους καὶ ἔκανε «τοὺς παραστρατημένους νὰ ἀποκτήσουν φρόνηση ἁγίων καὶ δικαίων ἀνθρώπων καὶ ἔτσι προετοίμασε τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ δεχτοῦν τὸν Κύριο καὶ νὰ γίνουν λαός Του» (Λουκ. 1, 17).

Αὐτὸς ὑπῆρξε καρπὸς θεϊκῆς ὑποσχέσεως, τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Γαβριήλ, ὁ τρυφερὸς βλαστὸς ποὺ χαρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ ξεραμμένο ἀπὸ τὴν ἡλικία καὶ τὴ στείρωση δέντρο. Τὸ καρπερὸ λουλούδι τῆς στείρας. Ὁ προφήτης, ποὺ εἶναι γιὸς προφήτη. Ὁ τρόφιμος τῆς ἐρήμου. Αὐτός, ποὺ ἑτοίμασε καὶ ἑτοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους ὅλης τῆς οἰκουμένης στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στὴν καλὴ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου. Ὁ λαμπρὸς δορυφόρος τοῦ Ἡλίου, ποὺ λάμπει παντοτινά. Τὸ λυχνάρι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Ὁ στρατιώτης τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ. Ὁ Νυμφαγωγὸς τοῦ Νυμφίου. Ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου. Ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου, ποὺ ἱεράτευσε σὰν τὸν Μελχισεδέκ αἰώνια, ὡς ἀπάτορας, ἀμήτορας καὶ ἀγενεα-λόγητος. Ὁ ἱερέας, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἱερουργήσει ἀκόμη καὶ τὴ Βάπτιση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, ποὺ ἄκουσε μὲ τὰ ἴδια τὰ αὐτιά του τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ μιλάει. Αὐτός, ποὺ βάπτισε τὸν Υἱὸ καὶ Αὐτὸς ποὺ εἶδε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται σὰν περιστερά.

Ὁ Πρόδρομος εἶναι αὐτός, ποὺ ὑπῆρξε τὸ τέλος, ἡ ἐπισφράγιση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Αὐτός, ποὺ μεσολάβησε ἀνάμεσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός, ποὺ ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ στοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐνεργήθηκε κάθε προφητικὴ διακονία. Ὁ κήρυκας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια. Ἡ θύρα, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσερχόμαστε στὸν χῶρο τῆς μετανοίας. Αὐτός, ποὺ ὑπῆρξε τὸ κόσμημα καὶ ἡ λαμπρότητα τῶν παρθένων. Αὐτός, ποὺ ἑτοίμασε τὴ σωτηρία μας. Αὐτός, ποὺ νομοθέτησε τὴ σωφροσύνη καὶ ἔγινε χαλινάρι στοὺς παράνομους καὶ φαύλους καί, ἀκόμη, αὐτός, ποὺ χειραγώγησε ὅσους σεβάστηκαν τὸν θεϊκό νόμο.

Αὐτὸς εἶναι ὁ μέγας Ἰωάννης. Ποὺ τὸ ὄνομά του βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὸν Ζαχαρία μὲ τὴν ἀρχαγγελικὴ φωνή. Αὐτὸς εἶναι ἡ φωνή, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν κωφάλαλο πατέρα. Αὐτός, ποὺ μὲ τὴ σιωπὴ τοῦ πατέρα του κατάργησε τὴ στειρότητα τῆς μητέρας του. Αὐτὸς φανέρωσε τὸν «Ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ» μὲ τὸ δάχτυλό του, μὲ δύναμη πιὸ μεγάλη καὶ ἀπὸ τὸν καλύτερο ρήτορα. Αὐτός, ποὺ στὸ πρόσωπό του ἔχει δικαίωμα νὰ καυχᾶται ἡ ἐγκράτεια. Αὐτός, ποὺ ἔζησε σὰν ἄσαρκος τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ βρέθηκε σὰν πολύτιμος μαργαρίτης μέσα στὴ λάσπη. Αὐτός, ποὺ σὰν πολύτιμος θησαυρὸς βρέθηκε σὲ εὔθραυστο καὶ εὐτελὲς θησαυροφυλάκιο. Αὐτός, ποὺ ἀπείλησε τὶς ἄκαρπες ψυχὲς μὲ τὸ ξινάρι τῆς Θείας δικαιοσύνης, ἡ φιλέρημη τρυγόνα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀσίγητο στόμα, ἡ φωνὴ ἐκείνου ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ ἀντηχεῖ βροντερὰ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, λέγοντας, «ἑτοιμάστε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου, κάνετε ἴσια τὰ μονοπάτια, ἀπ’ ὅπου θὰ περάσει ὁ Κύριος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 3, 3· Ἰωάν. 1, 23).

Αὐτὸς εἶναι ἡ γλώσσα, ποὺ μὲ τὰ θεϊκά της λόγια καὶ μὲ τὴν ἁγνὴ φωνή της, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, ἐλέγχει τὸν Ἡρώδη καὶ κηρύττει τὸν Χριστό, ποὺ ἐλέγχει τὴν κάθε ἁμαρτία καὶ προσκαλεῖ ὅλους μας σὲ μετάνοια, λέγοντας· «Μετανοεῖτε, γιατὶ ἔφθασε ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2).

Μὲ τὶς ἁγίες πρεσβεῖες τοῦ Τιμίου Σου Προδρόμου, Χριστὲ ὁ Θεός, δώρησέ μας γνήσια μετάνοια, ἐλέησε καὶ σῶσε μας. Ἀμήν!