Άγιος Νικόλαος Πλανάς. ”Ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων”
Εορτάζει στις 2 Μαρτίου.
Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς (+1932), ένας άγιος των ημερών μας, ήταν άνθρωπος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά ταπείνωση.
Έδειχνε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες. Έλεγε κάποτε ο ίδιος συμβουλεύοντας μια πνευματική του κόρη:
“Εγώ παιδί μου με την υπομονή τα έβγαλα πέρα τα τόσα σκάνταλα που μου παρουσιαζόντουσαν”.
Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Ο παπα – Νικόλας Πλανάς λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. Στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε να μην έχει πρόσφορο. Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τους πιστούς είτε από τους γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά. Έστειλε να ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές που πάντα είχαν. Κοίταξε και στα ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας. Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν να βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. Το είχε βρει πάνω στην αγία τράπεζα!
-Κοιτάξτε, παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος.
Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. Τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη. Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές που τους υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν να υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβούντα αληθινόν ασκητήν».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν όταν λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο. «Η φήμη του παπα-Νικόλα», διηγείται σεβαστή γυναίκα, «είχε απλωθεί σ’ όλη την Αθήνα. Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για να κοινωνήσω από τ’ αγιασμένα χέρια του.
Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά. Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. Στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
Είχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή που ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήρι, το εγγονάκι μου φώναξε:
-Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα!
-Πάψε, του λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πώς περπατάει στον αέρα;
-Τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «Μετά φόβου…» πλησιάσαμε όλες οι γυναίκες και τα παιδάκια να κοινωνήσουμε. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά, κι αν είχε ακούσει, δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. Και κάθε φορά ήταν αδύνατον να μην ακούσω παιδάκια να φωνάζουν:
–Ο παπάς περπατάει στον αέρα!».
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτουργούσε στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Όταν βγήκε να κοινωνήσει τους πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της. Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε μια κοπέλα, την Ιουλία, να το κρατάει.
Η Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον ιερέα. Τότε παρά λίγο να της πέσει το παιδί από τα χέρια.
-Πρόσεξε! Τί έπαθες; της φωνάζει η γυναίκα.
–Βλέπω τον παπά να στέκεται πάνω σ’ ένα σύννεφο, απάντησε εκείνη εκστατική.
Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιος στον προφήτη Ελισαίο, έγινε και τούτο: Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το ιερό και λέει στη μητέρα του:
-Μαμά, ο παπα-Νικόλας είναι τόσο ψηλά από τη γη!
Και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.
Δύο μικροί φίλοι, καθώς βάδιζαν στο δρόμο, συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο. Ο ένας από τούς δύο ήταν τύπος αγαθός· και επειδή ήταν αγαθός οι φίλοι του τον έλεγαν βλάκα, αλλά δεν συνέβαινε αυτό, ήταν απλώς αθώος και πολύ θρησκευόμενος.
Στο δρόμο πού συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο, λέει ο αγαθός στον φίλο του: «Κοίταξε να δεις, ο παπάς δεν πατάει στη γη»! Και ο μεν αγαθός έβλεπε τον Άγιο 30 πόντους πάνω από το έδαφος, ο δε άλλος δεν μπορούσε να τον δει.
Ο Παπαδιαμάντης για τον παπα-Νικόλα
Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπα-Νικόλας. Και μπόρεσε να εισδύση στο βάθος της αγιαμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθή το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί.
“…Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαικοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνώσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πως να διδάσκωσι το ποίμνιον.
Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοικότερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν η πενήντα λεπτά η μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί ολόκληρον παννύχιον ακολουθίαν. Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, Λειτουργίαν. Το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται.
Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα, δι᾿ είκοσι λεπτά τα οποία του έδωκες εισάπαξ. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο η τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ᾿ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα η αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.
Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση, είχε δέκα η δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν, επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος, εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν.
Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος, και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ᾿ εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ η δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά αλλ᾿ ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς και τας Παρακλήσεις.
Τα λάθη, όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν, και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοικός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών του Σωτήρος.
Τώρα, υποθέσατε δύο υποθέσεις, μίαν αδύνατον, και μίαν δυνατήν, υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν η νέον· θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασσαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσότερον οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο διά τούτο καλύτερος; …”.
Μνεία – και μάλιστα ονομαστική – στον άγ. Νικόλαο Πλανά πραγματοποιεί ο Παπαδιαμάντης και στο διήγημα «Τα τραγούδια του Θεού». Σ’ αυτό περιγράφει το θάνατο της μικρής Κούλας Μπούκη και την Εξόδιο ακολουθία της. Όταν λοιπόν οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλαν το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» συνέβη το εξής:
“Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Αη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι επίανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. «Τι μουρμουρίζεις παπά;», του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου», είπεν ο παπα-Νικόλας. «Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων»”.
Στις 2 Μαρτίου του 1884, όπως μαρτυρεί και ιδιόγραφο σημείωμά μου, χειροτονήθηκε ιερέας «εις την Εκκλησίαν του προφήτου Ελισσαίου», ένα ταπεινό εκκλησάκι στο κέντρο της αγοράς, στο οποίον αργότερα επρόκειτο να τελεί τις Αγρυπνίες, με ψάλτες τους μεγάλους των νεοελληνικών Γραμμάτων Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Επί 48 ολόκληρα χρόνια, μέχρι την οσιακή κοίμηση του, διακρίθηκε ως ο λειτουργικότερος ιερέας και άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή υπήρξε μία αδιάκοπη διακονία του θυσιαστηρίου.
Τον παπα-Νικόλα γνώρισαν ως λειτουργό και άλλα ταπεινά εκκλησάκια γύρω από την Ακρόπολη, καθώς αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου, στα οποία τελούσε κυρίως Αγρυπνίες, όπως του Άη-Γιάννη του Κυνηγού (μετέπειτα Άγιος Ιωάννης της οδού Βουλιαγμένης), των Τριών Ιεραρχών Παγκρατίου, του Αγίου Γεωργίου Κουκακίου, του Αγίου Λαζάρου, του Αγίου Φανουρίου Παγκρατίου, του Αγίου Σπυρίδωνος Μαντουκά, του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Αλλά τις Κυριακές και μεγάλες εορτές λειτουργούσε στην ενορία του (Άγιο Παντελεήμονα Ιλισσού), με τους λίγους ενορίτες.
Προσηύχετο, δια να τον αφήσουν να προσευχηθή
Κατά την εποχή εκείνη ήτανε Μητροπολίτης ο Μελέτιος Μεταξάκης και απηγόρευσε τις αγρυπνίες. Δεν μπορούσαμε να εννοήσουμε την αιτία…
Πέρασε λίγος καιρός, έφυγε ο Μητροπολίτης Μεταξάκης, κατηργήθη η δέσμευσις των αγρυπνιών. Κατόπιν ήλθε η αλλαγή του Ημερολογίου. Νέα βάσανα, νέοι αγώνες για τον Παππού. Ιδίως όταν ξημέρωναν μεγάλες γιορτές. Τι να κάμη; Στο βάθος του Αγίου Ελισσαίου (σ. Κ. Σ.: παλαιός ναΐσκος στην Πλάκα πλησίον της στάσεως του μετρό ”Μοναστηράκι”) ήτανε αρκετά δωμάτια (τρώγλες πες καλύτερα). Σε ένα από αυτά τα δωμάτια έμενε μια γυναικούλα η κυρά-Μάρθα, πολύ φτωχή κατά το ζην, πολύ πλούσια κατά αγαθήν προαίρεσίν. Αυτή μας επέτρεψε να συγκεντρωθούμε στο μοναχικόν της δωμάτιον ο πατήρ Νικόλαος με την συνοδείαν του, απαρτιζομένην από 6-7 πρόσωπα. Κατά τας 10 μ. μ. είμεθα όλοι παρόντες. Αρχίσαμε τον Όρθρον κατά τας 11 μ. μ. και ως την 1ην μετά τα μεσάνυχτα είμεθα έτοιμοι για την Λειτουργία. Κατεβήκαμε από το υπερώον δωμάτιον, με κίνδυνον να υποχωρήση η σκάλα, τρίζουσα από την πάροδον αορίστων δεκαετηρίδων… Φθάσαμε όσο το δυνατόν αθορύβως εις την εκκλησίαν του Προφήτου, μπήκαμε από την πίσω μικρά πορτούλα. Ως φως είχαμε τα καντήλια, που φώτιζαν τα ιερά πρόσωπα των Αγίων, οι οποίοι μας κοίταζαν σαν να μας γνώριζαν. Η εκκλησία ήτο καταστολισμένη από μορφές αγίων εικόνων, φυσικού μεγέθους…
Τέλος αρχίσαμε τη Λειτουργία. Να βλέπατε τον παπα-Νικόλα με ασυνήθη ευχέρεια να προσπαθή να πάρη καιρό. Να αισθάνεται την νύκτα ότι μας παρεχωρήθη για τον άγιο αυτό σκοπό. Ως τας 3 π. μ. είχαμε τελειώσει την Λειτουργίαν. Αλησμόνητος θα μείνει η Λειτουργία αυτή, που με τόση κατάνυξη, με τόση γαλήνη, ιερεύς και συνοδεία έπαθαν πνευματικήν αλλοίωσιν, κατά ψυχήν τε και διάνοιαν…
Ήταν ακόμα γνωστός για την ταπεινότητα, την απλότητα και την υπομονή του. Δηλαδή αρετές που σπανίζουν στην εποχή μας. Ο αγαθός ιερέας είχε εμπεδώσει την ευαγγελική αλήθεια ότι χωρίς την πραότητα και την ταπείνωση δεν ήταν δυνατό να βρει «ανάπαυσιν» στην ψυχή του.
Κρυφαί λειτουργίαι
Τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς, δεν έλειπε από την ενορία του. Αν και δεν ελάμβανεν μέρος στη Λειτουργία επειδή είχε άλλους δύο ιερείς βοηθούς. Κάποτε στη Μητρόπολη έμαθαν ότι κρυφολειτουργούσε ο Παππούς στις μεγάλες εορτές καθώς και τις καθημερινές ημέρες στα ερημοκκλήσια έκανε ότι ήθελε. Τον φώναξαν στη Μητρόπολη να τον παρατηρήσουν. Πήγε μαζί του, όπως πάντοτε, η συνοδός του και ψάλτριά του (Βικτωρία μοναχή). Εκεί ανέλαβε να τον παρατηρήση ένας τότε αρχιμανδρίτης και κατόπιν Αρχιερεύς. Αποσιωπώ το όνομά του – δεν ξέρω αν ζη. Του μίλησε πολύ απότομα. Δεν απάντησε ούτε μια λέξη. Καταφοβισμένον τον πήρε σπίτι η συνοδός του και τον έφερε στο σπίτι μου. Όλο αυτό το απόγευμα έμεινε άφωνος! Η συνοδός του καθότανε κοντά του και προσπαθούσε να τον παρηγορήση. Πάντοτε σιγή εκείνος! Αυτή την ώρα ήτανε ακριβώς σαν μωρό παιδάκι, που μας λέγει ο Κύριος: “αν δεν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά”…
Εμφάνισις του Προφήτου Ελισσαίου
Εις την εποχήν του πρώτου διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, ηθέλησε να λειτουργήση κατά το πάτριον ημερολόγιον την εορτήν του προφήτου Ελισσαίου. Αλλά φοβούμενος μήπως του παρουσιασθούν εμπόδια, συνεφώνησε με την βοηθόν του αφ’ εσπέρας, να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα του Μαντουκά. Το πρωί επήγε η ψάλτριά του και τον περίμενε. Η ώρα παρήρχετο και ο παπάς δεν εφαίνετο να έλθη να λειτουργήση. Απηλπίσθη. Ενόμισε πως κάτι σπουδαίο θα του έτυχε, και δεν επήγε ως αυτήν την ώρα. Έφυγε και πήγε εις τον Προφήτη Ελισσαίο (διότι εκεί ήταν το “κέντρον των πληροφοριών”), να ρωτήση τι γίνεται ο παπάς, και να, τον βλέπη μέσα στην εκκλησία να ετοιμάζεται να λειτουργήση! Του έκαμεν παρατήρησιν, γιατί ηθέτησε την συνεννόηση που είχανε κάμει, και ακόμη ότι δεν εφοβήθη, παρά ήλθε μέσα στο κέντρον, μέσα στη βράση του διωγμού.
Της λέγει: “Μή με μαλώνεις, γιατί σήμερα το πρωί είδα τον Προφήτη και μου είπε να λειτουργήσω, και να μη φοβηθώ τίποτα, γιατί αυτός θα με προσέχη”. Έμεινε η βοηθός του με την συζήτησιν ατελείωτη!
-”Μα, πως τον είδες”; τον ρωτά.
Της λέγει: “Σηκώθηκα σήμερα το πρωί και ετοιμάστηκα για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Εκάθησα σε μια πολυθρόνα ως που να μου φέρουν το αμάξι. Αυτή τη στιγμή, βλέπω μπρος μου τον προφήτη Ελισσαίο, και μου λέγει, να πάω στην εκκλησία του να λειτουργήσω”! Έφεραν οι δικοί του το αμάξι και τους λέγει: “Να πήτε του αμαξά να με πάη στον Προφήτη…”. Άρχισαν τις φωνές οι δικοί του: “Τι είναι αυτά; Αφού είπαμε του αμαξά για τον Άγιο Σπυρίδωνα”.
-”Αυτό που σας λέγω. Να με πάτε στον Προφήτη. Τον είδα εμπρός μου και με διέταξε”.
Ελειτούργησαν αυτήν την ημέρα κατανυκτικώτατα με μεγάλη ησυχία, και το βράδυ επήγε στο συνηθισμένο φιλικό του σπίτι, που πήγαινε πάντοτε. Λέγει η βοηθός του εις την κόρην της οικογενείας: “Σήμερα ο Παππούς είδε ολοφάνερα τον Προφήτη” κ.τ.λ. Τον πλησίασε τότε η κόρη και προσπαθούσε να τον καταφέρη να της πη ο ίδιος πως είδε τον Προφήτη. Αλλά ήτανε και αυτή η ώρα, μια απ’ αυτές που ήθελε κάτι να κρύπτη από τα ιδιαίτερά του και της λέγει: “Τίποτα δεν είδα, από λόγου μου τα λέω”. Αλλά αυτό μας το βεβαίωσαν και οι δικοί του, που τους το πρωτοείπε. Κρυφογελάσαμε με τη σπουδή που τον κατέλαβε, να κρύψη και αυτός κάτι, για να μη φωνή η αρετή του, διότι πάντοτε εις τας ομιλίας του έλεγε: “είμαι ανάξιος ιερεύς”.
Το θάρρος που του έδιδεν η πίστις
Άλλη μια φορά, εις εποχήν διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, τον πήρε μια ομάς χριστιανών και τον πήγε σε κάποιο ερημοκλήσι (τέρμα Αχαρνών) να λειτουργήσουν. Εκεί, 5-6 εκ των νεωτέρων, είχον αναλάβει γύρωθεν της εκκλησίας να προσέχουν, δια να προλάβουν να κρύψουν τον παπα-Νικόλα.
Περί το μεσονύκτιον αντελήφθησαν τον κίνδυνον, και επρότειναν στον Παππού να τον κρύψουν ή, με κάθε τρόπον, να τον προφυλάξουν. Αυτός, ατάραχος, δεν τους άκουε που του έλεγαν να τον ξεντύσουν, μόνο τους έλεγε:
“Μη φοβόσαστε, θα ‘ρθουν τα παιδιά, θα προσκυνήσουν και θα φύγουν…”.
Και όντως ήλθανε οκτώ αστυνομικοί, και άκουσαν οι εκκλησιαζόμενοι να λέγη ο ανώτερος: “Αφήστε τους χριστιανούς, δεν κάνουν κανέναν κακό”! Ησπάσθησαν το προσκυνητάρι, που ήτο απ’ έξω από την εκκλησία και έφυγαν.
Το πρωί τους λέγει ο Παππούς: “Ήλθανε τα παιδιά”; Του είπον πως ήλθανε και φύγανε. Τους λέγει: “Δεν σας είπα εγώ να μη φοβόσαστε, γιατί θα ‘ρθουνε να προσκυνήσουν και θα φύγουν;”
Επί τη ευκαιρία αυτή, θα γράψω και κάτι άλλο παρακάτω.
Εις την τελευταίαν εποχήν του διωγμού, μέσα εις τα περιβόλια του Αιγάλεω, ήτανε μια εκκλησία και μαζεύτηκαν πολλοί χριστιανοί να εορτάσουν τα Εισόδια της Παναγίας.
Μετά τα μεσάνυκτα καταφθάνει ένας Μοίραρχος μετά της… κουστωδίας. Θυμώδης, αγέρωχος προχωρεί εις το Ιερόν, και ακούμπησε ασεβέστατα τα νώτα στην Αγία Τράπεζα και διέταξε να φύγουν όλοι.
Τον παπά τον πήρε στην Αστυνομία, σε ένα χωλ, με σπασμένα τζάμια. Το ράσο του ο παπάς πρόφθασε και το έδωσε σε κάποιον, για να μη του το πάρουν οι φανατικοί υποστηρικταί της Μητροπόλεως, οι οποίοι είχον ολόκληρον δωμάτιον γεμίσει από ράσα και καλυμμαύχια, λάφυρα των κατορθωμάτων των. Και έτσι, χωρίς ράσα, εκρύωσε μέσα σ’ αυτό το γραφείο (εν μηνί Νοεμβρίω) ως επίσης και όλο το εκκλησίασμα. Αφού επήραν τον παπά, δεν άφηναν τον κόσμο μέσα στην εκκλησία ώσπου να ξημερώση ή να ερχότανε στας 10-11 το βράδυ, ούτως ώστε να μπορούν να πάνε στα σπίτια τους ο κόσμος;
Αλλά ήλθαν στας 2 μετά τα μεσάνυκτα και σκόρπισαν οι άνθρωποι μέσα στα χωράφια, τρέμοντας από το κρύο, γυναίκες από το Μαρούσι, από το Φάληρο, από την Αγία Παρασκευή – μαρτυρική βραδυά, ώσπου να ξημερώση. Τον αξιοσέβαστον ιερέα τον πήγαν το πρωί στη Μητρόπολη. Δια να τον ξυρίσουν ηθέλησαν να τον δέσουν στην κάρέκλα. Δεν το εδέχθη. Αφού τον εξύρισαν του έδωσαν ένα παλιό κασκέτο στο κεφάλι, ένα λειωμένο βελούδινο παντελόνι (με το ένα σκέλος πιο κοντό), ένα παλιό σακκάκι, και με αυτήν την περιβολήν τον έστειλαν εις τον Εισαγγελέα, ο οποίος τον αθώωσε αμέσως με τα χάλια που τον είδε. Το σκότος της αμαρτίας δεν τους άφηνε να καταλάβουν ότι χλευάζοντες την ιερωσύνην εχλεύαζον και τον ίδιον τον εαυτόν τους!
Μια φορά τον ρώτησε ο ψάλτης των αγρυπνιών Παναγιώτης Τομής: “Τι φρονείς, πάτερ μου, περί του ημερολογίου;”. Και αυτός του απήντησε: “Από πεποίθηση το Παλαιό και από υποχρέωση το Νέο!”.
(Μαρτυρία μοναχής: από το κεφάλαιο “Ευλαβείς αναμνήσεις από μερικούς χριστιανούς όπου τον εγνώρισαν”):
Και εγώ, 1η Αυγούστου 1928 τον είδα και ερχόταν από μακρυά και, όπως γύρισε και με ατένισε, μου είπε: “Τι κάνεις, ευλογημένη;” (ήμουν ρασοφόρα τότε και με λέγανε Χρυσάνθη). Και, χωρίς να ξέρη το όνομά μου, με εκάλεσε με το όνομά μου και μου είπε: “Σήμερα είναι πρώτη με το ορθόδοξον εορτολόγιον”. Εγώ του απήντησα: “Ευλογείτε”, βάζοντάς του μετάνοια. Και φιλώντας του το χέρι του είπα: “Τι θλίψι είναι αυτή, Γέροντα, ανάμεσά μας;” και μου απήντησε: “Μη θλίβεσαι, διότι ό,τι είναι αντικανονικό δεν μένει αιώνιο!”
O π. Φιλόθεος Ζερβάκος († 8 Μαΐου 1980) έγραφε:
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.