Κάποτε, παιδιά μου, λειτουργούσα σ’ ένα χωριουδάκι εδώ κοντά. Λειτουργούσα περίπου 30 χρόνια. Πήγαινα με το μουλάρι και λειτουργούσα τους ανθρώπους. Και μια μέρα, αφού λειτούργησα, μου λέει ένας επίτροπος:
– Έλα, παπά μου, να πιείτε έναν καφέ.
– Παιδί μου, εγώ δεν πηγαίνω σε σπίτια, του λέω.
– Αν δεν έρθετε παπά μου, μας προσβάλλετε χονδρικώς. Εμείς, πάτερ μου, σας σεβόμεθα και σας εκτιμούμε.
Λέω στον πάτερ Κύριλλο, που ήμαστε μαζί.
– Δεν πάμε, πάτερ μου, μαζί για συντροφιά;
Μόλις πήγαμε, ήταν εκεί μια γριά, που άρχισε να λέει:
«Παπάς μικρός στο μάγουλο! Τι ομορφιά αυτός ο παπάς; Τι ήταν αυτό, όπως το έλεγε τόσο όμορφα, το «άνω σχώμεν τας καρδίας», και ήταν σαν δέυτερος Θεός, δεύτερος Χριστός».
Ξαφνικά, παιδιά μου, εκεί που ήμασταν, με κόβει ένας κρύος ιδρώτας, βασκανία ήταν. Κι εγώ, με συγχωρείτε, είπα:
– Άγιε μου, προφήτη Ηλία, τόσα χρόνια σε λειτουργώ εδώ. Τι ήταν αυτό που έπαθα τώρα;
Λέω στον πάτερ Κύριλλο:
– Πάτερ, να σηκωθούμε να φύγουμε.
– Μα, αφού φτιάχνουν καφέ, είπε ο πάτερ Κύριλλος.
– Πάτερ, του λέω εγώ θα πεθάνω αυτή την στιγμή.
Ερχόμεθα κάτω στο Μοναστήρι και μου λέει ο πάτερ Κύριλλος.
– Πάτερ μου, σε βάσκανε η γριά.
– Πάτερ μου, τι να μου κάνει η γριά; Τι ομορφιές και τι κάλλη είχα εγώ;
– Πάτερ μου, με τα λόγια της. Να σου φέρω λίγο αγιασμό.
– Εγώ λειτούργησα και κοινώνησα, πάτερ μου. Θα πιάσει η βασκανία τον παπά, τον λειτουργό;
– Μετά τη Λειτουργία όμως σου είπε η γυναίκα αυτόν τον λόγο, είπε ο πάτερ Κύριλλος.
– Ε, τότε φέρε μου λιγάκι αγιασμό.
Έφερε λίγο αγιασμό, παιδιά μου, με συγχωρείτε, έκανα το σταυρό μου, ήπια και αμέσως άνοιξαν τα μάτια μου, είχα θαμπάδα και ζαλιζόμουνα, κρύος ιδρώτας, αμέσως συνήλθα.
Γι’ αυτό, παιδιά μου, να έχετε αγιασμό στο σπίτι σας.
Είδατε, παιδιά μου, τι είπε η γριά; Η γλωσσοφαγιά είναι κακό, παιδιά μου.
Γι’ αυτό, πάντοτε να καταφεύγετε στην Εκκλησία. Προσευχή παιδιά μου, να κάνετε, προσευχές και δεήσεις. Να σας διαβάζει ο ιερέας. Να έχετε ιερέα να σας διαβάζει για τη βασκανία. Εάν δεν έχετε ιερέα, αγιασμό να έχετε, παιδιά μου.
Και τα γητέματα και τα σαραντάσματα και τα φλυτζάνια κι αυτά, παιδιά μου, είναι όλα του διαβόλου έργα.
Να πηγαίνετε στην Εκκλησία, στους πατέρες της Εκκλησίας να πηγαίνετε. Παιδιά μου, να προσέχουμε να μη σκανδαλίζουμε. Θα φύγουμε μια μέρα. Όλες τις ομορφιές θα τις φάει το χώμα, όπως και τα σώματά μας.